ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Πολύ συχνά διαβάζω σε κείμενα, ακόμα και σε επίσημα εκκλησιαστικά, αλλά και σε κείμενα που γράφονται από ανθρώπους που σέβονται την παράδοση της Εκκλησίας, στα οποία γίνεται λόγος για «ανθρώπινο πρόσωπο», για «προσωπική ελευθερία», για «οντολογία του προσώπου» και μου προξενεί έκπληξη που επικράτησαν αυτοί οι όροι.
Έχω γράψει επανειλημμένως ότι η ορθόδοξη παράδοση και διδασκαλία κάνει λόγο για τον άνθρωπο και δεν χρησιμοποιεί τον καινοφανή όρο «ανθρώπινο πρόσωπο» ή «οντολογία του προσώπου». Ο όρος πρόσωπο-υπόσταση χρησιμοποιείται για τον Τριαδικό Θεό, ενώ ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσή» Του. Ο άνθρωπος λέγεται άνθρωπος και όχι «πρόσωπο» και «ανθρώπινο πρόσωπο». Το λεγόμενο «ανθρώπινο πρόσωπο» ως όρος είναι κάτι το καινοφανές, είναι επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού, του υπαρξισμού και του νεοσχολαστικισμού-νεοθωμισμού.
Έτσι, σήμερα αντί να γίνεται λόγος για τον άνθρωπο, γίνεται λόγος για το «ανθρώπινο πρόσωπο», για την «οντολογία του προσώπου», για την «αξιοπρέπεια του προσώπου», για την «ιερότητα του προσώπου», για την «ελευθερία του προσώπου» για την «οντολογίας της σχέσης» κλπ., τόσο σε επίσημα εκκλησιαστικά κείμενα, όσο και σε μοναχικά!
Είναι αρκετά ενδιαφέρον το θέμα, το για ποιόν λόγο εισήχθηκε αυτή η ορολογία, τι ακριβώς σημαίνει και αν είναι καλό να αντικαθίσταται η λέξη άνθρωπος από το «ανθρώπινο πρόσωπο» ή εάν μπορούν να χρησιμοποιούνται παράλληλα και τα δύο.
Έχω γράψει κατά καιρούς για το θέμα αυτό (βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Μεταπατερική θεολογία και εκκλησιαστική πατερική εμπειρία, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 287-346), εδώ θα κάνω κάποιες νέες επισημάνσεις.
1. Ο βιβλικοπατερικός όρος άνθρωπος
Στο βιβλίο της Γενέσεως γίνεται λόγος για την δημιουργία του ανθρώπου. «Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν… και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. α΄, 26-27). «Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν… Και είπε Κύριος ο Θεός· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν» (Γεν. β΄, 15-18). «Αύτη η βίβλος γενέσεως ανθρώπων· η ημέρα εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς» (Γεν. ε΄, 1-2).
Ο Θεός, κατά την Αγία Γραφή, δημιούργησε άνθρωπο και όχι «πρόσωπο» ή «ανθρώπινο πρόσωπο». Και εάν αργότερα οι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμασαν τον Θεό Πρόσωπο, ότι είναι ένας Θεός και τρία Πρόσωπα, στον αγώνα τους εναντίον του μοναρχιανισμού, δυναμικού και τροπικού, αυτό δεν το επεξέτειναν στον άνθρωπο, τον οποίο εξακολουθούσαν να αποκαλούν άνθρωπο, γιατί γνώριζαν, ασφαλώς, ότι δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού και, φυσικά, καμμιά αναλογία μεταξύ τους. Σε όλη την πατερική παράδοση γίνεται λόγος για άνθρωπο.
Ο Μέγας Βασίλειος ομιλεί για τον άνθρωπο: «Μέγα άνθρωπος… το τίμιον εν τη φυσική κατασκευή έχων» (εις 48 ψαλμόν, 8 PG 29, 449 B). Αλλού γράφει: «Τούτο άνθρωπος· νούς ενδεδεμένος προσφόρω και πρεπούση σαρκί. Τούτο υπό του πανσόφου τεχνίτου των όλων εν τοις μητρώοις ημών πλάττεται κόλποις. Τούτο εις φως εκ των σκοτεινών εκείνων θαλάμων ο των ωδίνων άγει καιρός. Τούτο άρχειν ετάχθη των επί γης. Τούτω γυμνάσιον αρετής η κτίσις υφήπλωται. Τούτω κείται νόμος μιμείσθαι τον πλάστην εις δύναμιν, και την εν ουρανοίς ευταξίαν σκιαγραφείν επί γης. Τούτο εντεύθεν καλούμενον απανίσταται. Τούτο τω του πέμψαντος Θεού παρίσταται βήματι. Τούτο ευθύνεται, τούτο δέχεται την των ενταύθα πεπολιτευμένων αντίδοσιν» (περί του μη προσηλώσθαι τοις βιοτικοίς 5, P G, 31, 549 A).
Το ίδιο και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί για άνθρωπο. Γράφει: «Τούτο δη βουληθείς ο τεχνίτης επιδείξασθαι Λόγος, και ζώον εν εξ αμφοτέρων (αόρατον τε λέγω και ορατής φύσεως) δημιουργεί τον άνθρωπον… οίον τινα κόσμον έτερον, εν μικρώ μέγαν, επί της γης ίστησιν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, μέσον μεγέθους και ταπεινότητος· τον αυτόν πνεύμα και σάρκα… ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Γρηγ. Θεολόγου έργα 5, ΕΠΕ, σελ. 164).
Αλλού γράφει: «Ει δε τελευταίος ο άνθρωπος ανεδείχθη, και ταύτα χειρί Θεού και εικόνι τετιμημένος, θαυμαστόν ουδέν» (Γρηγ. Θεολόγου έργα 5, ΕΠΕ, σελ. 224).
Ο ίδιος αλλού γράφει: «Συ δε, άνθρωπε του Θεού, μνήσθητι τίνος ει ποίημα και που καλή και πόσα έχεις και πόσον οφείλεις, παρά τίνος σοι λόγος, νόμος, προφήται, αυτό το ειδέναι Θεόν το μη απελπίζειν τα προσδοκώμενα. Μίμησαι διά ταύτα Θεού φιλανθρωπίαν. Τούτο έχει μάλιστα θείον άνθρωπος το ευ ποιείν. Έξεστί σοι Θεόν γενέσθαι μηδέν πονήσαντι· μη πρόη τον καιρόν της θεώσεως» (Γρηγ. Θεολόγου έργα 5, ΕΠΕ, σελ. 386).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, χρησιμοποιώντας χωρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου καταθέτει την διδασκαλία της Εκκλησίας για την συνύπαρξη ψυχής και σώματος από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας.
Γράφει ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε «την νοητήν ουσίαν», δηλαδή τους αγγέλους, «και την αισθητήν» ουσίαν, δηλαδή τον ουρανό και την γη και όσα βρίσκονται σε αυτήν, στην συνέχεια έπρεπε «εξ αμφοτέρων μίξιν γενέσθω», ώστε ο άνθρωπος να είναι «οίον τε σύνδεσμος “της ορατής και αοράτου φύσεως”» (Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 148-150).
Έτσι, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «εξ ορατής και αοράτου φύσεως» «κατ’ εικόνα τε και ομοίωσιν», αφού έπλασε το σώμα και έδωσε λογική και νοερή ψυχή με την πνοή Του, «όπερ δη θείαν εικόνα φαμέν». Επίσης, «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται», δηλαδή δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα το σώμα και η ψυχή «ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον» (Ενθ. αν. σελ. 150).
Έγινε ταυτόχρονη δημιουργία του ανθρώπου και ταυτοχρόνως η ενότητα ψυχής και σώματος κατά την σύλληψη.
Ακόμη, η ψυχή του ανθρώπου είναι «λογική και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και τούτω ζωής αυξήσεώς τε και αισθήσεως και γεννήσεως παρεκτική» (Ενθ. αν. σελ. 152), δηλαδή η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο και παρέχει σε αυτό ζωή και αύξηση και αίσθηση και γέννηση.
Επίσης, γράφει ότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο. Το άλογο μέρος της ψυχής χωρίζεται σε δύο μέρη, το ένα δεν υπακούει στον λόγο και αυτό είναι το ζωτικό, που καλείται σφυγμικό, το σπερματικό, δηλαδή το γεννητικό, και το φυτικό που λέγεται και θρεπτικό, όπως και το αυξητικό που πλάθει τα σώματα. Αυτά δεν κυριαρχούνται από τον λόγο, αλλά από την φύση. Αυτό δε που υπακούει και πείθεται στον λόγο διαιρείται σε επιθυμία και θυμό (Ενθ. αν. σελ. 156).
Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή που είναι συνδεδεμένη με το σώμα, διευθύνει το σώμα, τα όργανα του σώματος, και δίνει ζωή, και αύξηση σε αυτό, καθώς, επίσης όταν συγκροτηθούν, τότε και οι λογικές δυνάμεις ενεργούν μέσα από αυτά. Η ψυχή βρίσκεται στο πρώτο κύτταρο που γονιμοποιείται, με την ζωτική και αυξητική δύναμή της, αυξάνει το σώμα και το τελειοποιεί, ώστε όταν απαρτηθούν τα κατάλληλα όργανα να εκφρασθή και το λογικό μέρος της ψυχής.
Επομένως, διερωτώμαι: Γιατί, ενώ υπάρχει τέτοια σαφέστατη δογματική διδασκαλία περί ανθρώπου, οι σύγχρονοι θεολόγοι δεν παραμένουν σταθεροί στην βιβλική έννοια του ανθρώπου, και πελαγοδρομούν με καινοφανείς όρους «ανθρώπινο πρόσωπο», «ιερότητα του προσώπου», «αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής»;
Ας λένε ο,τι θέλουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, βιολόγοι και κοινωνιολόγοι για το πότε ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο. Εμείς πρέπει να παραμείνουμε στην θεολογική αλήθεια του ανθρώπου και ότι ο άνθρωπος υφίσταται από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του, από τότε υφίσταται η ψυχή, η οποία θα εκδηλώση τις ενέργειές της ανάλογα με την αύξηση της ηλικίας του ανθρώπου. Δεν χρειάζεται να εμπλακούμε στην προβληματική των δυτικών θεολόγων και στοχαστών περί «προσώπου», «ανθρωπίνου προσώπου» και «οντολογίας του προσώπου», με την προβληματική της αυτοσυνειδησίας, της αυτογνωσίας, της ικανότητας της επικοινωνίας, της πραγματοποίησης των ατομικών του δικαιωμάτων, της συνείδησης για το πότε είναι «πιθανό πρόσωπο» και πότε είναι «ενεργές πρόσωπο» κλπ., ανατρέποντας την ορθόδοξη διδασκαλία για τον άνθρωπο, που είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού, από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του.