Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Ι.Μ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ: Ζούμε σέ δύσκολη εποχή, κατά τήν οποία αναφύονται πολλά προβλήματα, κοινωνικά, φιλοσοφικά καί επιστημονικά καί καλούμαστε κυρίως ως Ποιμένες νά δίνουμε λύσεις καί νά βοηθούμε τούς Χριστιανούς.
Στό θέμα αυτό μάς βοηθά η περίπτωση τού αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως τού Θαυματουργού, ο οποίος εργάσθηκε μέ διάκριση, σύνεση, έχοντας τήν θεολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, αλλά γνωρίζοντας καί τήν κατάσταση τής εποχής του. Στά έργα του, μεταξύ άλλων, ανευρίσκονται δύο βασικά σημεία.
Πρώτον, ότι ο Ποιμήν καί ιδιαίτερα ο Επίσκοπος, μέσα σέ όλα τά προσόντα πού πρέπει νά διαθέτη, είναι τά «θρησκευτικά προσόντα» αλλά καί τά «διανοητικά προσόντα, φυσικά καί επίκτητα». Στά τελευταία αυτά προσόντα συγκαταλέγει τήν θεολογική παιδεία, τήν οποία οριοθετεί ως «τάς συντεταγμένας θεολογικάς γνώσεις καί ουχί συγκεχυμένας καί ασυντάκτους, άς προσέλαβεν εκ διαφόρων αναγνώσεων καί ουχί εκ επιστημονικής σπουδής καί μελέτης».
Εκτός από τήν σοβαρή θεολογική παιδεία, πρέπει νά διαθέτη «εκκλησιαστική μόρφωση», καθώς επίσης νά έχη «ευρεία παιδεία καί εγκυκλοπαιδική μόρφωση», νά έχη «πλούτον θεολογικών, φιλοσοφικών καί εγκυκλοπαιδικών γνώσεων» γιά νά αντιμετωπίζη τά προβλήματα τής εποχής μας.
Δεύτερον, ο Ποιμήν, ιδίως ο Επίσκοπος, πρέπει νά διαθέτη διάκριση γιά νά ξεχωρίζη τίς σωματικές ασθένειες από τίς ψυχικές ασθένειες, νά βλέπη τήν αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχικών καί σωματικών ασθενειών, αλλά καί νά εντοπίζη τούς δαιμονικούς πειρασμούς.
Ο άγιος Νεκτάριος δέν ήταν μονομερής άνθρωπος, αλλά διάδοχος τών Μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, δηλαδή είχε πλήρη αίσθηση τής εποχής του, είχε θεολογικές, φιλολογικές καί εγκυκλοπαιδικές γνώσεις.
Στήν συνέχεια θά γίνη μιά μικρή παρουσίαση αυτών τών θεμάτων από τήν διδασκαλία τού αγίου Νεκταρίου, πού είναι αναγκαία γιά τήν εποχή μας, ώστε νά μπορούμε νά κατευθύνουμε μέ διάκριση τούς ανθρώπους καί νά μή καταλήγουμε σέ μονοδιάστατες πρακτικές.
* * *
Η ποιμαντική διακονία κατά τόν άγιο Νεκτάριο, Επίσκοπο Πενταπόλεως
Ο άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός ήταν Επίσκοπος Πενταπόλεως, καθηγητής καί Σχολάρχης τής Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στήν Αθήνα, συγχρόνως καί ιδρυτής τής Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος στήν Αίγινα καί πνευματικός πατέρας τής γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, η οποία εγκαταβίωσε στήν Ιερά αυτή Μονή. Επομένως, άσκησε τήν ποιμαντική καί σέ θεωρητικό καί σέ πρακτικό επίπεδο, γι αυτό καί έχει σημασία νά εξετασθή τί είναι η ποιμαντική κατά τήν διδασκαλία τού αγίου Νεκταρίου, ποιός είναι ο καλός ποιμήν τών λογικών προβάτων καί πώς ασκείται η ποιμαντική διακονία.
Εισαγωγικώς, πρέπει νά υπογραμμισθή ότι ο άγιος Νεκτάριος ήταν πραγματικός θεολόγος, αφού γνώριζε τήν ορθόδοξη θεολογία από μελέτες καί εμπειρία, αλλά ήταν καί πραγματικός Ποιμένας πού αγαπούσε τήν Εκκλησία καί τούς Χριστιανούς, τούς οποίους καθοδηγούσε εν Χριστώ. Έτσι, στήν ζωή του καί τά κείμενά του φαίνεται ο συνδυασμός μεταξύ θεολογίας καί ποιμαντικής. Ούτε η θεολογία μπορεί νά υπάρξη χωρίς ποιμαντική, ούτε καί η ποιμαντική μπορεί νά ασκηθή καλώς χωρίς τήν θεολογία. Αυτόν τόν συνδυασμό μεταξύ θεολογίας καί ποιμαντικής τόν βλέπουμε σέ όλους τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, μεταξύ τών οποίων καί στόν άγιο Νεκτάριο.
Συνήθως, οι άνθρωποι τιμούν τόν άγιο Νεκτάριο γιά τήν πληθώρα τών θαυμάτων του καί τήν ευεργετική ενέργεια τού Θεού πού εκφράζεται δι αυτού, πράγμα πού είναι καλό, γιατί τά θαύματα είναι απόδειξη θεώσεως ενός ανθρώπου. Συγχρόνως, όμως, αγνοείται η βάση τής θαυματουργίας του πού είναι η γνώση τού Θεού, η κοινωνία τού αγίου Νεκταρίου μέ τόν Θεό, τό ότι έγινε ναός τού Αγίου Πνεύματος καί κατοικητήριο τού αγίου Τριαδικού Θεού, δηλαδή ήταν θεολόγος εν τοίς πράγμασιν καί άσκησε θεάρεστη ποιμαντική.
Στήν συνέχεια θά εξετασθούν δύο σημεία. Πρώτον, η ποιμαντική, όπως τήν δίδασκε ως καθηγητής στήν Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, καί η ποιμαντική όπως τήν εξήσκησε στήν μοναχική αδελφότητα τής Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης. Καί φυσικά δέν θά εξαντληθή όλο τό περιεχόμενο τής ποιμαντικής διακονίας του, αλλά μερικά ενδιαφέροντα σημεία πού δείχνουν τήν πνευματική ωριμότητα τού Αγίου, αλλά καί τήν θαυμάσια διάκρισή του.
1. Τά προσόντα τών Ποιμένων τής Εκκλησίας
Ο άγιος Νεκτάριος, ως καθηγητής στήν Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ανέλαβε, μεταξύ τών άλλων μαθημάτων, νά διδάξη καί τό μάθημα τής ποιμαντικής στούς σπουδαστές τής Σχολής, πού ήταν υποψήφιοι Ιερείς. Ως επιμελής πού ήταν, συνέγραψε βιβλίο, τό οποίο γιά τήν καλύτερη αφομοίωση από τούς μαθητές του τό συνέγραψε μέ τήν μέθοδο τών ερωταποκρίσεων, οπότε υποβάλλει ερωτήσεις καί ο ίδιος απαντά.
Πρέπει νά σημειωθή ότι τό βιβλίο τής ποιμαντικής του αναφέρεται, κυρίως, στόν Επίσκοπο, πού είναι εις τύπον καί τόπον τού αληθινού ποιμένος, τού Χριστού, καί κατ επέκταση καί στούς Ιερείς πού εργάζονται μέ τήν άδεια τού Επισκόπου τους.
Μετά τήν εισαγωγή στό μάθημα τής ποιμαντικής καί τήν βιβλιογραφία τού μαθήματος, χωρίζει τό βιβλίο σέ δύο μεγάλες ενότητες. Η πρώτη είναι η γενική ποιμαντική καί διαιρείται σέ δύο μέρη, όπου γίνεται λόγος γιά τό μάθημα τής ποιμαντικής, τήν Εκκλησία, τά Μυστήρια καί τά προσόντα τών πνευματικών Ποιμένων. Η δεύτερη ενότητα μέ τίτλο «Εισαγωγή εις τήν Ειδικήν Ποιμαντικήν», διαιρείται σέ τρία μέρη, στά οποία αναφέρεται στήν ηθολογία τού Ποιμένος, τήν αρετολογία, δηλαδή τίς αρετές πού τόν διακρίνουν, καί τήν καθηκοντολογία τού πνευματικού Ποιμένος. Στό τέλος περιλαμβάνεται καί εκτενές παράρτημα, στό οποίο γίνεται λόγος γιά τήν ποιμαντική τών Πατέρων, στό οποίο παρατίθενται αυτούσια κείμενα τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Στά κείμενα αυτά γίνεται λόγος γιά τούς Ποιμένες καί τήν εργασία τους. Επίσης παρατίθενται καί οι βασικοί Κανόνες τής Εκκλησίας πού διατυπώθηκαν από τούς Αποστόλους καί Πατέρες τών Τοπικών καί Οικουμενικών Συνόδων, μέ τίς ερμηνείες τών βασικών ερμηνευτών, όπως τού Ζωναρά, τού Βαλσαμώνος καί τού Αριστινού.
Στό κείμενο αυτό θά περιορισθώ στό νά παρουσιάσω τήν διδασκαλία τού αγίου Νεκταρίου γιά τά προσόντα τού πνευματικού Ποιμένος, πού δείχνει τήν ευρύτητα τού πνεύματος τού αγίου Νεκταρίου καί τήν οικουμενικότητά του.
Κατ αρχάς πρέπει νά καταγραφή ο ορισμός τής ποιμαντικής. Ποιμαντική καλείται «η συστηματική διδασκαλία τού μαθήματος τού πραγματοποιουμένου περί τού αξιώματος τού Πνευματικού Ποιμένος τής τού Χριστού Εκκλησίας περί τού ποίος τις δέον νά είναι ο Πνευματικός Ποιμήν, όπως διακυβερνήση καλώς τήν εμπεπιστευμένην αυτώ υπό τού Θεού ποίμνην».
Σαφέστατα, εδώ φαίνεται ότι η Ποιμαντική δέν χωρίζεται από τόν πνευματικό Ποιμένα πού κυβερνά τήν ποίμνη πού τού εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Στήν συνέχεια, ο άγιος Νεκτάριος προσδιορίζει ότι η Ποιμαντική είναι θεολογικό μάθημα πού ανήκει στήν θεολογική επιστήμη καί μάλιστα στόν πρακτικό κλάδο τής θεολογίας, όπως λεγόταν τότε στήν Θεολογική Σχολή Αθηνών, αλλά επισημαίνει ότι «τό μάθημα τής Ποιμαντικής πάλαι μέν εκαλείτο πρακτική, νύν δέ εφηρμοσμένη θεολογία».
Είναι σημαντικό τό ότι μέ τρόπο εύστοχο ο άγιος Νεκτάριος αποστασιοποιείται από τόν προσδιορισμό «πρακτικός κλάδος» καί ομιλεί γιά «εφηρμοσμένη θεολογία», διότι μέ τήν Ποιμαντική επιστήμη εξασκείται καί εφαρμόζεται η θεολογία τής Εκκλησίας, οπότε δέν πρόκειται γιά μιά ηθικολογία καί κοινωνιολογία κατά τόν προτεσταντικό τρόπο.
Επειδή τήν Ποιμαντική επιστήμη τήν εξασκεί πραγματικά ο αληθινός Ποιμένας, γι αυτό θά περιορισθώ στό νά τονίσω τά προσόντα πού χαρακτηρίζουν τόν αληθινό Ποιμένα, τά οποία προσδιορίζονται ως θρησκευτικά, διανοητικά (φυσικά καί επίκτητα) καί σωματικά προσόντα. Μέ πολλή συντομία θά εκτεθή η σκέψη τού αγίου Νεκταρίου γιά τά προσόντα τού πνευματικού Ποιμένος.
α) «Θρησκευτικά προσόντα»
Ο άγιος Νεκτάριος τά ονομάζει «θρησκευτικά προσόντα», αλλά, όπως παρατηρεί κανείς, στήν συνέχεια προσδιορίζονται ως πνευματικά προσόντα. Πρόκειται γιά τήν «αγάπην θερμήν πρός τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν», γιά τόν «ζήλον ιερόν», γιά τόν «φόβον Θεού άγιον» καί τήν «πίστιν σταθεράν καί ζώσαν».
Τό πρώτο πνευματικό προσόν είναι η θερμή αγάπη πρός τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Είναι αναγκαία αυτή η αγάπη, ώστε ο Ποιμήν νά δίνη τήν μαρτυρία ότι είναι έτοιμος νά δώση καί τήν ψυχή του υπέρ τού Χριστού καί τού ποιμνίου του, κατά τόν λόγο τού Χριστού (Ματθ. γ΄, 37-38) καί τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου (Ρωμ. η΄, 35). Επίσης, είναι αναγκαία η θερμή αγάπη γιά τούς «κόπους, τούς μόχθους καί τούς αγώνας» πού αναλαμβάνει μέ τήν ποιμαντική διακονία. Μόνον αυτή η αγάπη δίνει στόν Ποιμένα δυνάμεις γιά νά ανταποκριθή στό έργο του καί τήν θέτει σέ στενότατη σχέση καί οικειότητα μέ τόν Χριστό «διά τό ενοικούν πνεύμα αυτού εν αυτώ» (Ρωμ. η΄, 9-11). Δέν είναι αγάπη διανοητική καί συναισθηματική, αλλά σχέση καί κοινωνία μέ τόν Χριστό, διότι έτσι γίνεται «ναός Θεού ζώντος», κατά τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου (Β΄ Κορ. στ΄, 16).
Τό δεύτερο πνευματικό προσόν τού Ποιμένος είναι ο θείος ζήλος, γιατί μόνον αυτός πού έχει θείο ζήλο «κατ επίγνωσιν» εργάζεται ακόπως καί μέ πόθο γιά τήν δόξα τού Θεού. Ο θείος ζήλος «γεννάται καί τρέφεται εκ τής πρός τόν Σωτήρα Χριστόν θερμής αγάπης». Βεβαίως, ο άγιος Νεκτάριος γνωρίζει από τήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου ότι υπάρχει ζήλος κατ επίγνωση καί ζήλος ου κατ επίγνωση (Ρωμ. ι΄, 2) καί γι αυτό κάνει σαφέστατη διάκριση. Ο ζήλος είναι θείος, όταν είναι «κατ επίγνωσιν» καί όχι ζήλος «ου κατ επίγνωσιν».
Προσδιορίζει ποιός ζήλος είναι κατ επίγνωση καί, επομένως, θείος. Θείος ζήλος είναι «όταν η συνείδησις πληροφορήται καλώς καί φωτίζεται δεόντως τό πνεύμα υπό τού θείου λόγου, διότι τότε κινείται εξ έρωτος θείου καί αγάπης πρός τε τόν Θεόν καί τόν πλησίον καί εν επιγνώσει ποιεί τό θέλημα τού Θεού καί περιστρέφεται εντός τού κύκλου τού χαραχθέντος υπό τού νόμου τού Θεού». Ο θείος ζήλος φωτίζεται από τόν θείο λόγο καί κινείται από τόν θείο έρωτα καί κατευθύνεται από τόν νόμο τού Θεού. Αυτός ο θείος ζήλος γίνεται ιερώτερος καί ενεργητικότερος καθ όσον «αναρριπίζεται καί αναφλέγει καί θερμαίνει τήν καρδίαν». Όλα τά μέλη τής Εκκλησίας, ιδιαίτερα οι Ποιμένες πρέπει νά διακατέχωνται από τόν «ιερόν καί ένθεον ζήλον», ο οποίος πρέπει νά κορυφωθή μέχρι νά λέγη: «ο ζήλος τού οίκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ. ξθ΄, 9).
Τό χαρακτηριστικό αυτού τού κατ επίγνωση ζηλωτού είναι «αγάπη θερμή πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, πραότης, ανεξιθρησκεία, ανεξικακία, ευεργεσία καί ευγένεια τρόπου». Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο άγιος Νεκτάριος ομιλεί γιά «ανεξιθρησκεία» καί «ευγένεια τρόπου», πού σημαίνει ότι εκείνος, πού διαπνέεται από θείο καί ιερό ζήλο, σέβεται τίς θρησκευτικές απόψεις τών άλλων καί συμπεριφέρεται μέ ευγένεια τρόπων.
Εκτός από τόν κατ επίγνωση θείο καί ιερό ζήλο υπάρχει καί ο «ου κατ επίγνωσιν ζήλος» πού έχει εκείνος, ο οποίος εκδηλώνοντας τόν ζήλο του πράττει αντίθετα από τόν θείο νόμο καί τό θείο θέλημα καί όταν, ενώ ενεργεί υπέρ τής δόξης τού Θεού, παραβαίνη τήν πρώτη εντολή τού Θεού πού είναι η αγάπη πρός τόν πλησίον καί έτσι γίνεται «αντίπαλος τού Θεού καί τού θείου αυτού θελήματος». Τέτοιους ζηλωτές ονομάζει τούς «οπαδούς τής Δυτικής Εκκλησίας», πού έφθασαν στό σημείο νά καύσουν τούς αιρετικούς καί εναντιοφρονούντες καί αντιδοξούντες.
Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τού «ου κατ επίγνωσιν ζηλωτού» είναι: «Φθόνος, θυμός επίμονος καί εμπαθής αντίστασις πρός τό αληθές πνεύμα τού θείου νόμου, παράλογος ζέσις πρός υπεράσπισιν ιδιοτύπων δογμάτων καί αξιωμάτων, υποστήριξις παράφορος επουσιωδών θρησκευτικών υποθέσεων καί διάθεσις φιλοτάραχος καί φιλόνεικος εν πάσι τοίς θρησκευτικοίς ζητήμασιν». Αυτός πού έχει τέτοιον ζήλο ομοιάζει μέ άνθρωπο πού κατρακυλά λίθο πού φθάνει μέχρι τό τέλος τού δρόμου καί «διδάσκει πάντοτε τά εαυτού δόγματα εν παραφορά καί βία καί θρασύτητι». Καί, επειδή αδυνατεί νά προκαλέση φωτιά από τόν ουρανό καί νά κατακαύση όλους τούς αντιθέτους, «ανάπτει ασμένως τήν φλόγα τού κατ αυτών διωγμού». Καί άν γιά διαφόρους λόγους αναχαιτισθή στό έργο αυτό, τότε εγείρει έχθρα καί πόλεμο κατά τής ειρήνης καί τής ευτυχίας αυτών πού τόν εμποδίζουν στό έργο του.
Τό τρίτο πνευματικό προσόν τού Ποιμένος είναι ο άγιος φόβος τού Θεού. Ο φόβος τού Θεού είναι διττός, ήτοι ο αγνός, πού πηγάζει από τήν τέλεια πρός τόν Θεό αγάπη, καί ο «ουχ αγνός» πού πηγάζει «εκ τής μνήμης τών οικείων πλημμελημάτων».
Ο φόβος τού Θεού εκλαμβάνεται μέ τήν σημασία τής «αιδούς καί τής ευλαβείας». Ο αγνός φόβος τού Θεού είναι αναγκαιότατο προσόν γιά τόν λειτουργό τού Θεού, γιατί συνδέεται στενά μέ τήν τέλεια αγάπη πρός τόν Θεό, τόν αγνό καί κατ επίγνωση ζήλο καί εκφράζει τήν τέλεια κοινωνία καί επίγνωση τού Θεού. Εκείνος, πού έχει αυτόν τόν αγνό φόβο τού Θεού, «τής θεωρητικής ήδη μυστικώς ηξιώθη θεολογίας καί πάσης φαντασίας υλικής τόν νούν αποκαθάρας απεκατέστησεν ανελλιπώς όλην τήν εικόνα τής θείας ωραιότητος». Φαίνεται καθαρά ότι ο αγνός φόβος τού Θεού συνδέεται μέ τήν απλανή θεολογία, πού είναι θεοπτία, καί τήν θέωση τού Ποιμένος. Γι αυτό εκείνος, πού δέν έχει αυτόν τόν αγνό φόβο τού Θεού, είναι «αναρμόδιος πρός τό μέγα τής ποιμαντορίας αξίωμα». Αυτός πού διαθέτει αυτόν τόν θείο καί αγνό φόβο, ο οποίος τελειούται στήν αγάπη, αποβάλλει τήν συστολή καί τήν αίσθηση τής αναξιότητός του γιά τό ύψος τού ποιμαντικού αξιώματος, αλλά έχει καί ευλάβεια στήν ψυχή, ώστε νά μή φθάση στήν καταφρόνηση τού Θεού λόγω τής παρρησίας τής αγάπης.
Τό τέταρτο θρησκευτικό-πνευματικό γνώρισμα τού Ποιμένος είναι η σταθερά καί ζώσα πίστη. Πρόκειται γιά τήν ακλόνητη πίστη πού μαρτυρείται σέ όλα τά έργα καί τίς ενέργειές της. Καταγράφονται τά γνωρίσματα πού χαρακτηρίζουν τήν σταθερή καί ζωντανή πίστη: «Αυταπάρνησιν, δύναμιν πρός άρσιν τού σταυρού αυτού, πεποίθησιν εις τόν Θεόν, ελπίδα ακλινή καί βεβαίαν, υπομονήν, καρτερίαν καί ισχύν». Τέτοιας πίστεως υπάρχουν «άπειρα παραδείγματα», αναφέρονται δέ από τόν Απόστολο Παύλο στήν πρός Εβραίους επιστολή (Εβρ. ια΄, 33-35) καί μνημονεύεται ιδιαιτέρως ο Προφήτης Μωϋσής (Εβρ. ια΄, 24-27). Μάλιστα, ο Μωϋσής «είναι τύπος τελείου ποιμένος», καθώς επίσης έχουμε πολλά παραδείγματα από τήν Καινή Διαθήκη καί από τούς τιμηθέντες από τήν Εκκλησία Αρχιερείς καί Ιερείς.
β) «Διανοητικά προσόντα, φυσικά καί επίκτητα»
Πέρα από τά «θρησκευτικά προσόντα» ο Πνευματικός Ποιμήν πρέπει νά διαθέτη καί διανοητικά προσόντα τά οποία χωρίζονται σέ φυσικά καί επίκτητα.
Τά φυσικά διανοητικά προσόντα είναι τό αντιληπτικό, η ετοιμότης τού πνεύματος καί ο διοικητικός νούς, τά οποία είναι απαραίτητα στό έργο τού Επισκόπου καί γενικά τών Ποιμένων.
Τό «αντιληπτικόν» είναι η διανοητική δύναμη νά αντιλαμβάνεται ταχέως τά πράγματα, νά εμβαθύνη στίς έννοιες, νά γνωρίζη καλώς εκείνα πού παράγουν τήν εντύπωση, νά μή παραβλέπη καί παρατρέχη τίποτα από τά ορώμενα καί τά προσπίπτοντα στίς αισθήσεις, αλλά νά τά αντιλαμβάνεται ταχέως. Αυτό τό προσόν είναι απαραίτητο ώστε νά προσλαμβάνη γνώσεις καί νά μή τού ξεφεύγη κάτι ούτε νά τόν εξαπατά, οπότε νά αντιλαμβάνεται καί τήν υποκρισία καί νά διακρίνη τήν ευλάβεια καί νά ελέγχη τό ψεύδος καί νά αναγνωρίζη τήν αλήθεια καί νά διακρίνη τήν δορά τών προβάτων καί νά γνωρίζη τόν χαρακτήρα καί νά μή πλανάται, αλλά νά γνωρίζη τά πάντα εμβαθύνοντας στό βάθος τών καρδιών αυτών πού τόν περιβάλλουν από τούς λόγους, τούς τρόπους, τόν βηματισμό, τήν στάση, τόν χαρακτήρα καί εν γένει μέ όλη τήν συμπεριφορά, ώστε νά αποδίδη σέ όλους αυτό πού ανήκει, νά περιφρουρή τήν ποίμνη του καί νά διαφυλάττη τόν εαυτό του ανεπηρέαστον.
Τό αντιληπτικό συνδέεται μέ τήν οξύνοια καί έτσι ο Ποιμήν γίνεται «βαθύς ερμηνευτής τών Γραφών», αντίθετα η «αμβλύνοια» είναι δυνατόν νά επισκοτίζη τά υψηλά νοήματα τών ιερών Γραφών σέ βάρος τών μελών τού ποιμνίου. Επίσης, η οξύνοια είναι απαραίτητη στήν αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης. Ακόμη, τό αντιληπτικό είναι απαραίτητο, ώστε νά γίνωνται αποδεκτοί οι λόγοι τού Ποιμένος από τούς Χριστιανούς καί νά μήν αμφιταλατεύωνται καί αμφιβάλλουν, καί νά μαρτυρήται η υπεροχή του από όλους. Μάλιστα δέ ισχυρίζεται γιά τό «πόσον ακατάλληλος είναι είς αμβλύνους καί άνευ αντιληπτικού διά τήν θέσιν τού πνευματικού ποιμένος, έκαστος δύναται νά εννοήση», καθώς επίσης μπορεί νά φαντασθή πόσον μπορεί νά είναι πρόξενος κακών στήν ποίμνη του καί νά κατανοήση πόσον ένοχος καί υπεύθυνος θά είναι ενώπιον τού Θεού.
Τό αντιληπτικό πρέπει νά συνδέεται καί μέ τήν «ετοιμότητα τού πνεύματος», γιατί ο πνευματικός Ποιμήν δέν πρέπει μόνον νά αντιλαμβάνεται, «αλλά καί τάχιστα νά αντιλαμβάνηται». Έτσι, τό αντιληπτικό χωρίς τήν ετοιμότητα τήν γρηγοράδα δείκνυται ανεπαρκές, διότι πολλές ενέργειες πρέπει νά γίνωνται γρήγορα, «η δέ βραδύτης είναι ίση πρός αποτυχίαν».
Ένα άλλο φυσικό διανοητικό προσόν είναι «ο νούς διοικητικός», γιά νά διοική καλώς τήν ποίμνη του. Η διοίκηση είναι απαραίτητη γιά τήν διοίκηση τής ποίμνης. Προσδιορίζοντας τό τί είναι διοικητικό προσόν, γράφει ότι είναι ο «διακριτικός νούς», γιά νά μή συγχέη τά γεγονότα καί τίς περιστάσεις, ο «προνοητικός νούς», γιά νά είναι τό ποίμνιο πάντοτε προετοιμασμένο, ο «επινοητικός νούς», γιά νά βρίσκη ο Ποιμήν τά μέσα γιά νά θεραπεύη τίς ανάγκες τής ποίμνης του, καί ο «εποπτικός νούς» γιά νά εποπτεύη τήν επισκοπή του καί νά έχη γνώση τών αναγκών τής ποίμνης του.
Τά επίκτητα διανοητικά προσόντα είναι η φιλολογική καί θεολογική παιδεία, η εκκλησιαστική μόρφωση καί η εγκυκλοπαιδική μόρφωση, τά οποία ο άγιος Νεκτάριος αναλύει γιά νά δείξη τήν σημασία τους.
Η φιλολογική παιδεία είναι απαραίτητη γιά νά ποιμαίνη τήν λογική ποίμνη πρός τήν τελειότητα, νά διδάσκη τήν ευαγγελική αλήθεια, νά ερμηνεύη τίς άγιες Γραφές, νά επανορθώνη τούς αμαρτάνοντες, νά προσελκύη τούς απίστους καί νά συνεχίζη τό έργο τών Αποστόλων. Έτσι, η φιλολογική παιδεία «είναι βάσις πάσης επιστήμης καί τό μέσον πρός απόκτησιν πάσης γνώσεως αύτη αναπτύσσει τόν νούν καί καθιστά αυτόν ικανόν, όπως αποβή όργανον επιτήδειον πρός πραγματοποίησιν επιτυχή τής ιεράς αποστολής τού πνευματικού ποιμένος». Η απαιδευσία δηλώνει άγνοια, αμάθεια, ανικανότητα καί στέρηση τής πνευματικής αναπτύξεως, καί γι αυτό ο αμαθής καί απαίδευτος δέν είναι κατάλληλος γιά τό αξίωμα τής ποιμαντορίας.
Ο πνευματικός Ποιμήν πρέπει νά είναι κάτοχος παιδείας, γιατί έτσι θά μπορέση νά καθοδηγή σωστά τό ποίμνιό του πού αποτελείται από πεπαιδευμένους καί απαίδευτους, θά αντιμετωπίζη κάθε πρόβλημα πού θά παρουσιάζεται στό ποίμνιό του από πολεμίους τής πίστεως.
Η θεολογική παιδεία είναι απαραίτητη καί προσδιορίζεται ως «επιστήμη τής θεολογίας», ώστε ο Ποιμήν νά είναι κάτοχος «θεολογικών γνώσεων μετ επιστήμης, ήτοι μέ συντεταγμένας θεολογικάς γνώσεις καί ουχί συγκεχυμένας καί ασυντάκτους, άς προσέλαβεν εκ διαφόρων αναγνώσεων καί ουχί επιστημονικής σπουδής καί μελέτης». Η θεολογική παιδεία θά βοηθήση τόν Πνευματικό Ποιμένα νά δίνη λόγο τής πίστεώς του, νά λύη απορίες, νά εκφωνή επιστημονικώς τίς Γραφές, νά παρουσιάζη τό αληθινό πνεύμα τής Εκκλησίας καί πολλά άλλα.
Ο Επίσκοπος πρέπει νά υπερέχη ως πρός τήν θεολογική παιδεία από όλα τά μέλη τής ποίμνης του καί νά διδάσκη αλαθήτως τίς διδασκαλίες τής πίστεως. Οι λόγοι οι οποίοι επιβάλλουν νά διαθέτη ο Επίσκοπος θεολογική παιδεία είναι πολλοί. Στόν Επίσκοπο «παραδίδοται η Εκκλησία τού Σωτήρος Χριστού, καί αυτώ εμπιστεύεται η αλήθεια καί η λατρεία τής μιάς, αγίας, καθολικής καί αποστολικής εκκλησίας αυτός τίθεται τηρητής τών θείων καί ιερών κανόνων αυτός καθίσταται φρουρά καί φύλαξ τής ιεράς παρακαταθήκης. Αυτός γίνεται τηρητής τής ιεράς παραδόσεως καί ούτος τίθεται κριτής μεταξύ τής αληθείας καί τού ψεύδους, τής ευσεβείας καί τής δυσεβείας, καί εξ αυτού εξαρτάται η διαιώνισις τής Ευαγγελικής αληθείας».
Η εκκλησιαστική μόρφωση είναι αναγκαίο προσόν γιά τόν Ποιμένα, καί μέ αυτή τήν φράση εννοεί «τήν εντελή γνώσιν τής ιεράς παραδόσεως τής Εκκλησίας, τήν εκκλ.(ησιαστικήν) τάξιν, τάς τυπικάς διατάξεις, τάς ακολουθίας, καί εν γένει τήν καθόλου τής Εκκλ.(ησίας) λειτουργίαν, καί τήν εκκλησιαστικήν Μουσικήν». Όσοι στερούνται αυτού τού προσόντος είναι ακατάλληλοι γιά τήν ιερωσύνη, μάλιστα δέ γιά τήν αρχιερωσύνη.
Η εγκυκλοπαιδική μόρφωση είναι αναγκαία γιά τόν πνευματικό Ποιμένα. Αυτό τό προσόν είναι απαραίτητο, γιατί η κοινωνία μας είναι γεμάτη από ανθρώπους εστερημένους θρησκευτικής μορφώσεως καί ανατροφής, από νέους πού είναι πεπληρωμένοι «οιήματος, καί τύφου καί αλαζονείας», οι οποίοι αρνούνται, καταφρονούν όλα τά σεμνά, ιερώτατα, ευγενέστατα καί αγιώτατα τής πίστεως «δι ημιμάθειαν». «Εάν λοιπόν ο πνευματικός ποιμήν στερήται ευρείας παιδείας καί εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως, στερείται τών μέσων καί τών αναγκαίων επιχειρημάτων, όπως αποκρούση καί αποστομίση τούς θρασείς αντιλέγοντας, καί διατρέχει τόν κίνδυνον νά απολέση πολλούς εκ τού πνευματικού ποιμνίου του». Επομένως, «χρεία εστι νά έχη πλούτον θεολογικών, φιλοσοφικών καί εγκυκλοπαιδικών γνώσεων» γιά νά αντιμετωπίζη τά σύγχρονα προβλήματα.
Μέ τήν εγκυκλοπαιδική μόρφωση ο Επίσκοπος γνωρίζει τίς δοξασίες «τών ετεροδόξων Εκκλησιών», τίς θρησκευτικές καί ηθικές αρχές κάθε θρησκείας, τίς απόψεις τών εσωτερικών καί εξωτερικών εχθρών τής Εκκλησίας καί αντιμετωπίζει δεόντως όλα αυτά. Γι αυτό «ο Επίσκοπος οφείλει νά ή πολυμαθής». Αντίθετα, η άγνοια όλων αυτών είναι έλλειψη, γιατί άλλοτε μέν «υπερπηδά τά όρια τής δικαιοδοσίας του καί εισέρχεται εις ξένα δικαιώματα», άλλοτε δέ «υποχωρεί καί επιτρέπει εις άλλον τήν εισβολήν εν τοίς εαυτού δικαιώμασι».
Μάλιστα δέ, όπως σημειώνει, ο Επίσκοπος πού αναδέχεται σήμερα τήν ποιμαντορία «οφείλει νά κέκτηται πλείονας γνώσεις ή όσας οι επίσκοποι τών παρελθόντων αιώνων διότι τοίς μέν αρχαιοτέροις ήρκει η γνώσις τών Γραφών, τής Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης, καί η τής τών Εθνικών θρησκειών λατρείας τοίς δέ τήν σήμερον πλήν τών ειρημένων γνώσεων απαιτείται καί τελεία εγκυκλοπαιδική μόρφωσις».
γ) «Σωματικά προσόντα»
Πέρα από τά «θρησκευτικά»-πνευματικά προσόντα καί τά διανοητικά προσόντα, φυσικά καί επίκτητα, γιά νά αναλάβη κανείς τό έργο τού πνευματικού Ποιμένος πρέπει νά διαθέτη καί σωματικά προσόντα, ήτοι «αρτιμέλεια» καί «υγεία».
Η αρτιμέλεια είναι αναγκαίο προσόν γιατί «συμβάλλεται μεγάλως πρώτον εις τήν ιεροπρέπειαν τού ιερέως καί δεύτερον εις τήν ευχερή καί ανελλιπή εκπλήρωσιν τών ποιμαντικών αυτού καθηκόντων διότι η τού σώματος κολόβωσις καί τήν ιεροπρέπειαν τού ποιμένος λυμαίνεται καί προσκόμματα παρεμβάλλει εν τή εκπληρώσει τών ποιμαντορικών αυτού καθηκόντων». Αναγράφει δέ πολλά χωρία από τούς Κανόνες καί τούς Πατέρες τής Εκκλησίας πού επιστηρίζουν τήν θέση του αυτή.
Καί επειδή γίνεται λόγος γιά τήν ιεροπρέπεια, πρέπει νά αναφερθή η διδασκαλία του ότι η ιεροπρέπεια γιά τόν ιερέα «είναι ο αληθής στολισμός ο περικοσμών αυτόν ο υπέρ πάντα κόσμον, ο καθιστών αυτόν πανταχού καί πάντοτε περίβλεπτον, ο αναδεικνύων αυτόν τοίς πάσι σεβαστόν, καί ο επισπώμενος τήν ευλάβειαν πάντων. Ο ιεροπρεπής ιερεύς επαναπαύει τάς καρδίας τών πιστών, φέρει τήν ειρήνην τής συνειδήσεώς των, γίνεται τύπος καί υπογραμμός τού Χριστιανικού βίου, καί αποβαίνει η αισθητή καί ζώσα εικών τής Χριστιανικής θρησκείας, ήτις προβάλλεται πρός τάς όψεις πάντων».
Μέ τήν ιεροπρέπεια συνδέεται καί τό «σεμνοπρεπές παράστημα», δηλαδή η σεμνοπρέπεια, τής οποίας μαρτύρια είναι: «Στάσις τού σώματος εύσχημος καί αξιοπρεπής μηδέν έχουσα τό επιδεικτικόν, διάθεσις προσώπου φυσική καί ανεπίπλαστος, όμμα αφελές, σταθερόν καί απερίεργον». Προσδιορίζοντας ακόμη περισσότερο τά μαρτύρια τής σεμνοπρέπειας, γράφει: «Χειρονομίαι απέριττοι καί ήρεμοι, βάδισμα ομαλόν καί τακτικόν, ίνα μήτε τό άγαν βραδύ καταγγείλη αυτού τήν νωθρότητα καί χαύνωσιν καί τήν τής ψυχής έκλυσιν, μήτε τό σφοδρόν αύθις καί σεσοβημένον αποφαίνη ακαθέκτους αυτής τάς ορμάς».
Η σωματική υγεία είναι αναγκαίο προσόν γιά τόν πνευματικό Ποιμένα, ώστε νά μή παραμελή τά καθήκοντα πού απορρέουν από τό έργο του, «διότι ο χρόνιον πάθος έχων, ή σώμα έχων καχεκτικόν αδυνατεί νά φέρη επί τών ασθενών αυτού χειρών τά βαρέα τής ιερωσύνης καί αρχιερωσύνης καθήκοντα διά τούτο η σωματική υγεία καί ευεξία είναι ουσιώδες προσόν τού πνευματικού ποιμένος».
Από όλα αυτά φαίνεται ότι ο άγιος Νεκτάριος είχε πλήρη διδασκαλία γιά τά ουσιαστικά προσόντα τού πνευματικού Ποιμένος, εξαιρέτως τού Αρχιερέως. Οι Ποιμένες πρέπει νά έχουν «θρησκευτικά», «διοικητικά, φυσικά καί επίκτητα», καί «σωματικά» προσόντα γιά νά ανταποκριθούν στό μεγάλο έργο τους. Ο άγιος Νεκτάριος δέν είναι μονομερής ούτε εκφράζει μονοφυσιτικές απόψεις γιά τό πρόσωπο καί τό έργο τού Ποιμένος. Η αγιότητα πρέπει νά συνοδεύεται καί μέ τήν παιδεία, τήν θεολογία, τήν αντίληψη, τήν οξύνοια, τήν ιεροπρέπεια καί τήν σεμνοπρέπεια. Ο πνευματικός Ποιμήν, ιδιαιτέρως ο Επίσκοπος, πρέπει νά είναι κατά τό δυνατόν τέλειος.
Αυτά μάς οδηγούν στό συμπέρασμα ότι αυτά τά προσόντα διέκριναν καί τόν άγιο Νεκτάριο. Ουσιαστικά όσα παρουσιάζει είναι καθρέπτης τών δικών του προσόντων, αφού διέθετε θεολογία, εκκλησιαστικό φρόνημα, παιδεία, γνώσεις εγκυκλοπαιδικές, διοικητικά χαρίσματα, ιεροπρέπεια καί σεμνοπρέπεια.
Ο άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στήν Σηλυβρία τής Ανατολικής Θράκης, έζησε στήν Κωνσταντινούπολη καί αργότερα στήν Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, σέ κοινωνίες στίς οποίες υπήρχαν καί άλλες θρησκείες, καί έτσι η σκέψη του διαμορφώθηκε μέ αυτό τό οικουμενικό καί κοσμοπολίτικο πνεύμα, γι αυτό καί είχε ευρύτητα πνεύματος, εκτός από τήν αγιότητα τού βίου του πού είχε.
2. Η ποιμαντική διακονία τού αγίου σέ ασθένειες μοναχών
Ο άγιος Νεκτάριος δέν ήταν μόνον θεωρητικός διδάσκαλος τής ποιμαντικής, αλλά εξήσκησε ως Επίσκοπος τήν ποιμαντική του διακονία μέ αγάπη, σεβασμό, διάκριση, διορατικότητα. Αυτό τό έργο τό έκανε στούς σπουδαστές τής Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, στούς Χριστιανούς πού προσέρχονταν γιά νά εξομολογηθούν καί νά καταρτισθούν στήν πνευματική τους ζωή, στούς εκκλησιαζομένους, στούς οποίους κήρυττε, καί στίς μοναχές τής Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης, τίς οποίες καθοδηγούσε ως Πνευματικός Πατέρας.
Έχουν γραφή διάφορα κείμενα γιά τήν ποιμαντική διακονία τού αγίου Νεκταρίου, αλλά εδώ θά περιορίσω τόν λόγο σέ πέντε επιστολές πού απέστειλε στίς μοναχές τού Ησυχαστηρίου, οι οποίες αναφέρονται, κυρίως, στόν τρόπο αντιμετωπίσεως τών διαφόρων ασθενειών. Σέ αυτές τίς επιστολές φαίνονται όλα τά προσόντα πού είχε ο άγιος Νεκτάριος καί κατέγραψε στό βιβλίο περί «Ποιμαντικής».
Ιδιαιτέρως πρέπει νά σημειωθή ότι ο άγιος Νεκτάριος γνώριζε πολύ καλά τήν διάκριση μεταξύ τών σωματικών ασθενειών, τήν αλληλεπίδραση ψυχικών καί σωματικών ασθενειών, τών δαιμονικών πειρασμών καί τών πνευματικών ασθενειών.
Η πρώτη επιστολή αναφέρεται σέ καθαρά σωματικές ασθένειες από τό ψύχος καί τήν υγρασία καί συμβουλεύει νά χρησιμοποιήσουν διάφορα φάρμακα, αλλά καί λήψη καταλλήλων τροφών καί δίνει κατάλληλες πρακτικές οδηγίες. Γράφει μεταξύ τών άλλων: «Έμαθον ότι καί η Μαρία βήχει ένεκα κρυολογήματος, σήμερον θά στείλω ν αγοράσω τέσσαρας φιάλας φάρμακον τού Κορομηλά τάς δύο νά τάς δώσητε τή Μαρία, ήτινι εύχομαι τελείαν απαλλαγήν τού βηχός».
Στήν επιστολή αυτή φαίνεται ότι η διάγνωσή του είναι ότι στήν συγκεκριμένη περίπτωση οι ασθένειες είναι καθαρώς σωματικές καί είναι αποτέλεσμα τών συνθηκών τού περιβάλλοντος.
Ο άγιος Νεκτάριος εκφράζει τήν επιθυμία του νά πάη ο ίδιος στήν Ιερά Μονή γιά νά παρηγορήση τήν Ακακία καί νά τήν σταυρώση μέ τίμιον Ξύλον καί άγια λείψανα. Επειδή αδυνατούσε νά επισκεφθή τήν Ιερά Μονή, αφ ενός μέν προτρέπει τήν Γερόντισσα νά τήν σταυρώση μέ τά άγια λείψανα καί νά προσευχηθούν στούς αγίους, αφ ετέρου δέ δηλώνει ότι θά προσευχηθή καί ο ίδιος γιά τήν θεραπεία της.
Στήν προοπτική αυτή εντάσσεται καί μιά επιστολή στήν Αικατερίνη πού αναφέρεται σέ σωματική ασθένεια. Γράφει: «Η ασθένειά σου μέ ελύπησε καί μάλιστα, διότι εκρυολογήσατε από τήν υγρασίαν τού κελλιού».
Είναι εκπληκτικός στόν τρόπο τής θεραπείας, συστήνοντας νά προσέξουν τήν τροφή, νά μή κάνουν υπερβολική νηστεία:
«Τό περί νηστείας κεφάλαιον είναι αναγκαίον διά σάς νά συμβαδίζη μέ τήν υγείαν σας, ίνα μή αναγκασθήτε καί εγκαταλείψητε έπειτα τήν έρημον καί ζητείτε τάς πόλεις πρός θεραπείαν τού ασθενούς σαρκίου σας. Η τροφή ου παρίστησιν ημάς τώ Θεώ. Θά επεθύμουν, εάν πρόκειται νά επιστρέψητε εις τάς πόλεις, νά τρώγητε ό,τι εύρητε χάριν τής υγείας σας, αλλά νά μένητε εις τήν έρημον προσευχόμεναι».
Ο άγιος ως πρός τήν νηστεία έχει καταπληκτική διάκριση καί αγάπη. Επίσης, αποστέλλει χρήματα γιά νά επιδιορθώσουν τό κελλί πού έχει υγρασίαν:
«Νά προσκαλέσητε τόν τεχνίτην καί νά τόν ερωτήσητε πόση δαπάνη απαιτείται, διά νά γίνη».
Τό πιό θαυμαστό είναι ότι τούς στέλλει καί κολώνια γιά τό κρύωμα. Γράφει:
«Μέ τόν ταχυδρόμον σάς στέλλω καί μίαν φιάλην κολώνιαν ως φάρμακον. Σήμερον ομολογείται παρά τών ιατρών, ότι η κολώνια περισσοτέραν θέσιν έχει εν τή φαρμακευτική ή εν τή μυρεψητική διά τούτο άς μή αποκρούεται ως φάρμακον από τινος εξ υμών εξ άκρας αυστηρότητος. Εισέτι ουδεμία εξ υμών δύναται νά υπομένη πόνους καί νά απωθή προκείμενον φάρμακον, ουδέ πρέπει νά συστέλληται εκ τών αδελφών ποιούσα χρήσιν αυτού. Νά πορεύησθε εν απλότητι καρδίας καί νά εξομολογήσθε αλλήλαις».
Σαφέστατα εδώ πρόκειται γιά σωματικές ασθένειες καί αποδέχεται τά πορίσματα τής ιατρικής επιστήμης τής εποχής του, ώστε οι μοναχές νά παραμένουν στό Μοναστήρι καί νά προσεύχονται, παρά, λόγω ασθενείας, νά φεύγουν από τό Μοναστήρι. Ήταν διακριτικός πνευματικός πατέρας.
Η δεύτερη επιστολή πού αποστέλλεται στήν Αικατερίνη δηλώνει τήν αλληλεπίδραση μεταξύ σωματικής-νευρολογικής ασθένειας καί ψυχικής ασθένειας. Αφού τής γράφει ότι τής αποστέλλει ένα ποίημά του πρός τήν Κυρία Θεοτόκο, ώστε νά τό διαβάζη καί νά ανυψώνη τόν νού καί τήν καρδιά της πρός τήν φιλεύσπλαχνη Μητέρα τού Κυρίου, γιά νά λάβη ταχεία τήν βοήθεια καί τήν αντίληψή της.
Στήν επιστολή αυτή φαίνεται ότι η ασθένεια πού απασχολούσε την Αικατερίνη ήταν σωματική ασθένεια, νευροπάθεια, υστερία, είχε εξασθενήσει τό νευρικό σύστημά της. Τής γράφει: «Φαίνεται ότι καί σύ είσαι υστερική καί η νόσος εξησθένησε τό νευρικόν σου σύστημα καί σέ κατέστησε νευροπαθή καί λίαν ευαίσθητον καί εντεύθεν όλη αύτη η κατάστασις».
Αυτήν τήν σημαντική ασθένεια εκμεταλλεύεται ο πειρασμός, τής δημιουργεί θλίψη καί τήν οδηγεί στήν απελπισία, αφού τής παρουσιάζει ότι η νόσος είναι ψυχική καί έτσι τής υποβάλλει ψευδή εντύπωση.
Μετά τήν καταπληκτική αυτή διάγνωση προχωρεί στήν θεραπεία, πού συνίσταται στό νά ενισχύση τό νευρικό της σύστημα μέ φάρμακα πού είναι κατάλληλα γιά υστερικές γυναίκες. Όταν θεραπευθή τό σώμα, τότε θά θεραπευθή καί η ψυχή, πού «πάσχει κατ αντανάκλασιν». Όταν ακολουθήση αυτήν τήν θεραπεία, τότε θά θεραπευθούν καί τό σώμα καί η ψυχή. Παράλληλα τής συνιστά νά παύση νά ταράσσεται από τούς λογισμούς.
Εκείνο πού κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στήν επιστολή αυτή είναι ότι όχι μόνον κάνει ορθή διάγνωση καί αποτελεσματική θεραπεία, αλλά ότι εκείνη ακριβώς τήν στιγμή πού έγραφε τήν επιστολή είχε σαφή πληροφορία από τόν Θεό ότι σταμάτησε η θλίψη πού προερχόταν από τόν πονηρό. «Από ταύτης τής στιγμής η εκ τού πονηρού θλίψις έπαυσε». Καί καταλήγει: «Γράψον εις τήν κ. Αργυρώ τήν παθολογικήν σου κατάστασιν καί ειπέ καί τήν γνώμην μου, όπως σοί στείλη ο ιατρός φάρμακά τινα διά τάς υστερικάς γυναίκας».
Ο άγιος Νεκτάριος είναι ένας αυθεντικός πνευματικός ιατρός, ένας αληθινός πνευματικός πατέρας, πού χρησιμοποιεί τά πορίσματα τής ψυχιατρικής καί τής νευρολογίας τής εποχής του σέ μοναχές καί προτείνει τά δέοντα, δηλαδή φάρμακα γιά «υστερικάς γυναίκας».
Η τρίτη επιστολή πού απεστάλη στήν μοναχή Κασσιανή, αναφέρεται σέ μία ψυχική ασθένεια, τήν αντιπάθειά της πρός τήν Γερόντισσα, πού είναι αποτέλεσμα επιθέσεως τού πειρασμού.
Η διάγνωση πού κάνει ο άγιος Νεκτάριος σέ αυτήν τήν περίπτωση είναι ότι η ασθένειά της είναι αποτέλεσμα τής σατανικής επιθέσεως. Πρόκειται γιά αντιπάθεια πού έχει πρός τήν Γερόντισσα Ξένη. Η Κασσιανή βλέποντας αυτήν τήν αντιπάθεια νά εκδηλώνεται θλίβεται, γιατί, ενώ η καρδιά της διαμαρτύρεται, εν τούτοις δέν μπορεί νά απαλλαγή από τό συναίσθημα τού μίσους.
Ο άγιος Νεκτάριος σαφώς αποφαίνεται ότι στό βάθος τής καρδιάς της είναι ριζωμένη η αγάπη καί η ευγνωμοσύνη πρός τήν Ξένη, αισθάνεται ευγνωμοσύνη πρός αυτή γιατί τήν βοήθησε στήν σωτηρία της, όμως ο πονηρός τής εμβάλλει μίσος καί αντιπάθεια. Επομένως, η πνευματική αυτή ασθένεια, τό ότι κυριεύθηκε από τούς λογισμούς αντιπάθειας πρός τήν Ξένη, είναι πειρασμική, είναι εξωτερική, δέν προέρχεται από τό βάθος τής καρδιάς της. Ο πονηρός τής επετέθη γιά νά τής αφαιρέση τήν χαρά καί τήν αγάπη καί νά διαταράξη τήν ειρήνη.
Επειδή κάθε τί πού γίνεται στήν ζωή μας έχει σχέση καί μέ τήν δική μας ελευθερία, γι αυτό έχει καί αυτή η ίδια ευθύνη γιά τό ότι αποπλανάται από τούς λογισμούς, έχει αφήσει τήν ευχή, καί γι αυτό η καρδιά της είναι απεριφρούρητη.
Η πνευματική της θεραπεία είναι νά αναγνώση μιά παράκληση στήν Υπεραγία Θεοτόκο, καθώς επίσης καί ο ίδιος θά προσευχηθή στόν Θεό, διά πρεσβειών τής Θεοτόκου. Όμως, παράλληλα πρέπει νά προσέχη τούς λογισμούς γιά νά μή τήν κυριεύουν, νά λέγη αδιαλείπτως τήν ευχή, τό «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», καί νά αγωνίζεται νά μή δέχεται στήν καρδιά της τίς προσβολές τής αντιπάθειας. Πέρα από αυτά τήν συμβουλεύει νά εκμυστηρευθή αυτήν τήν κατάσταση στήν ίδια τήν Ξένη καί νά τήν παρακαλέση νά ευχηθή γι αυτήν. Δέν τήν συμβουλεύει νά κάνη συζήτηση μέ τήν Γερόντισσα Ξένη, αλλά απλώς νά τό εξαγορευθή καί νά ζητήση τήν προσευχή της.
Είναι όντως σοφός θεραπευτής ο άγιος Νεκτάριος, αφού συγχρόνως τής δίνει θάρρος. «Αλλ έχε θάρρος καί μή απελπίζου», τής εύχεται ο Θεός νά είναι μαζί της καί στό τέλος θέλει νά τόν ενημερώση γιά τήν θεραπεία της. «Θέλω νά μάθω ότι εθεραπεύθης».
Η τέταρτη επιστολή πού εστάλη στήν Αδελφότητα τής Ιεράς Μονής αναφέρεται σέ πνευματικές ασθένειες πού είναι ενδεχόμενο νά παρεισφρύσουν στίς μοναχές, δηλαδή αναφέρεται στό πώς η αγάπη μπορεί νά μετατραπή σέ αφύσικη, σαρκική αγάπη. Η αγάπη μεταξύ τών μοναχών πρέπει νά είναι καθαρή, απαλλαγμένη από κάθε είδους συναισθηματικότητα καί σαρκικότητα.
Κάθε μοναχή πρέπει νά αισθάνεται τίς άλλες αδελφές καί νά τίς ευλαβήται «ως ιερά πρόσωπα, ως αφιερώματα θεία, ως εικόνας Θεού», διότι μέ τήν αφιέρωση στόν Θεό δόθηκαν εξ ολοκλήρου σέ Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι δέν πρέπει νά βλέπουν τό σώμα καί τό κάλλος του, αλλά τήν ψυχή. Ο λογισμός πρέπει νά είναι καθαρός καί νά μή χρονοτριβή στά εξωτερικά γνωρίσματα τού ανθρώπου.
Οι μοναχές πρέπει νά προσέχουν τό αίσθημα τής αγάπης, νά αισθάνωνται τίς άλλες αδελφές «ως άγιες αδελφές» καί νά τίς συνδέη μόνον η κοινή αγάπη πρός τόν Χριστό. Θά πρέπει νά προσέχουν νά μή χάση αυτόν τόν χαρακτήρα η αγάπη τους, γι αυτό καί πρέπει νά φροντίζουν νά μή δίνουν δικαιώματα στόν «πονηρότατον πτερνιστήν» καί νά απέχουν «καί τών χειραψιών καί τών ασπασμών».
Ο άγιος Νεκτάριος γνωρίζει καλώς τήν ασκητική, νηπτική διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά τό πώς η αγάπη κατά Θεόν μετατρέπεται σέ σαρκική αγάπη, πού είναι αφύσικη, σκοτίζει τήν διάνοια καί εκκαίει τήν καρδιά. Αυτό γίνεται όταν η καρδιά δέν ενισχύεται από τήν καθαρή προσευχή, η οποία τήν διαθερμαίνει καί δέν αφήνει περιθώρια νά εκπέση σέ σαρκική, αφύσικη αγάπη.
Επομένως, ο άγιος Νεκτάριος συνιστά στίς μοναχές αφ ενός μέν νά χρησιμοποιούν τήν ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, μέ τήν νήψη, τήν προσευχή τής καρδίας, αφ ετέρου δέ νά προσέχουν καί τίς κινήσεις τού σώματός τους καί τίς σχέσεις μεταξύ τους. Πρέπει νά διαπνέωνται από τήν αίσθηση ότι είναι «ιερά πρόσωπα», «αφιερώματα θεία», «εικόνες Θεού».
Η πέμπτη επιστολή απεστάλη σέ όλη τήν Αδελφότητα τής Ιεράς Μονής καί αναφέρεται σέ μιά πνευματική ασθένεια πού μπορεί νά αναπτυχθή στίς σχέσεις μεταξύ τών πνευματικών τέκνων καί τών πνευματικών πατέρων.
Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά τήν επιστολή αυτή, αντιλαμβάνεται ότι η μοναχή Συγκλητική έγραψε γράμμα στόν άγιο Νεκτάριο καί εκδήλωνε τήν αγάπη της πρός αυτόν, η οποία δέν ήταν καθαρή, οπότε ο Άγιος έστειλε στήν Γερόντισσα Ξένη νά τής επιδώση μιά αυστηρή επιστολή. Η Γερόντισσα καί οι μοναχές, επειδή κατάλαβαν ότι θά πληγωθή πολύ η Συγκλητική, αφ ενός μέν δέν τής έδωσαν τήν επιστολή, αφ ετέρου δέ απέστειλαν παρακλητική επιστολή στόν άγιο Νεκτάριο.
Έτσι ο Άγιος αποστέλλει αυτήν τήν επιστολή, μέ τήν οποία δικαιολογεί τήν στάση του, δέχεται όμως τό αίτημά τους νά μή επιδώσουν τήν πρώτη επιστολή στήν Συγκλητική, αλλά παραγγέλλει νά αναγνώση στίς αδελφές καί τήν Συγκλητική μέρος τής νέας επιστολής, άν βέβαια τό εγκρίνη η Γερόντισσα.
Η επιστολή αυτή είναι υπόδειγμα αληθινού πνευματικού πατρός, πού δείχνει αφ ενός μέν τά νοσήματα, τίς προσκολλήσεις μερικών πνευματικών τέκνων πρός τούς πνευματικούς πατέρες, αφ ετέρου δέ τήν καθαρότητα τού αγίου Νεκταρίου, ο οποίος είναι πράγματι ένα πνευματικό διαμάντι, ένας ολόλαμπρος άγγελος, ένα λαμπερό αστέρι.
Η Συγκλητική είχε χάσει τήν αγάπη της πρός τόν Χριστόν, στήν καρδιά της αναπτύχθηκαν διάφορα πάθη, ήθελε νά αποχωρήση από τήν Ιερά Μονή, αλλά εξακολουθούσε νά αγαπά τόν άγιο Νεκτάριο, ως πνευματικό της πατέρα, από ό,τι φαίνεται όχι τελείως καθαρά, μάλλον συναισθηματικά καί ψυχολογικά.
Ο άγιος Νεκτάριος γράφει ότι, εφ όσον η καρδιά της αποσπάσθηκε από τόν Χριστό, γι αυτό καί η δική του ψυχή ψυχράνθηκε πρός αυτήν. Η αγάπη του πρός αυτήν έχει σχέση μέ τήν αγάπη της πρός τόν Χριστό. Αφού η αγάπη της πρός αυτόν δέν συνδέεται μέ τήν αγάπη τού Χριστού, είναι ανθρωπίνη καί δέν θερμαίνει τήν καρδιά του, ο ίδιος δέν μπορεί νά έχη δύο αγάπες, μιά ανθρώπινη καί μιά θεία. Η αγάπη του πρός τίς αδελφές «μέτρον έχει τήν αγάπην τού Κυρίου», είναι «πλεόνασμα τής αγάπης τού Κυρίου», είναι καθαρή αγάπη, «εν πνεύματι αγάπη».
Επειδή ο άγιος γνωρίζει όλες τίς κινήσεις τού έσω ανθρώπου, γι αυτό γνωρίζει ότι η πνευματική αγάπη του μέ τήν εκμετάλλευση τού πονηρού μπορεί νά μεταβληθή ολίγον κατ ολίγον «εις αγάπην ανθρωπίνην καί κοινήν». Μιά τέτοια αγάπη, όταν υπάρχη μόνον σέ ένα πρόσωπο, αναπτύσσει τό μίσος, όταν αναπτύσσεται καί στούς δύο, γίνεται έρωτας.
Η πνευματική επικοινωνία μεταξύ πνευματικών παιδιών καί πνευματικού πατρός πρέπει νά διαπνέεται από τήν κοινή αγάπη πρός τόν Χριστόν, γι αυτό γράφει ότι, άν κάποια μοναχή αποσπά τήν καρδιά της από τόν Χριστό «καί εάν μέ αγαπά ώστε νά μέ λατρεύη, εγώ ουδ όλως τήν αγαπώ».
Στήν συγκεκριμένη περίπτωση ο άγιος Νεκτάριος αντελήφθη ότι η καρδιά τής Συγκλητικής ψυχράνθηκε πρός τόν Κύριο καί άρχισε νά αναπτύσσεται μέσα στήν καρδιά της μιά ανθρώπινη αγάπη πρός αυτόν (τόν άγιο Νεκτάριο), η οποία μπορούσε νά αποβή έρωτας, όπως γράφει, «εάν ηνεχόμην αυτής ή ηρεσκόμην εις αυτήν». Η ανθρώπινη αυτή αγάπη, πού άρχισε μέσα της γιά τόν πνευματικό της πατέρα, δημιούργησε αφύσικες καταστάσεις, διότι «ο πονηρός ήρχισε νά πλανά αυτήν εις τούς ύπνους». Αυτό, όμως, είχε καί άλλα αποτελέσματα, ήτοι αναπτύχθηκε υπερηφάνεια, υπεροψία, έλλειψη ταπεινοφροσύνης καί αναπτυσσόμενο μίσος στίς αδελφές.
Ο άγιος Νεκτάριος, ως καθαρό δοχείο τής Χάριτος τού Θεού, ως Ναός τού Αγίου Πνεύματος δέν μπορεί νά αποδεχθή τέτοιες νοσηρές καταστάσεις πού εμπνέονται από τόν πονηρό, γι αυτό καί έγραψε «τόσον αυστηρά εις τήν Συγκλητικήν», διότι ήθελε νά τήν φέρη σέ συναίσθηση τής καταστάσεώς της.
Ως θεραπεία αυτής τής καταστάσεως τήν προτρέπει διά τής Γερόντισσας Ξένης: «Εάν θέλη νά τήν αγαπώ, ως νύμφην Χριστού, νά φροντίση, ν αγαπά, ως πρότερον, τόν Κύριον, ως Νυμφίον». Καί επειδή αισθάνεται ότι η μικρή περιουσία πού διέθετε τής δίνει τό θάρρος νά επιστρέψη στήν οικογένειά της, τήν προτρέπει νά πωλήση τό μερίδιό της καί μέ τά χρήματα πού θά συγκεντρωθούν νά κτισθή ένα κελλί «όπως ησυχάση τό πνεύμα της καί η καρδία της καί απαλλαγή καί τού πειρασμού τού επιβουλεύοντος τήν τής φυγής απόφασιν».
Εδώ φαίνεται ότι ο άγιος Νεκτάριος ως άριστος πνευματικός πατέρας αντιμετωπίζει τό θέμα τής πνευματικής αυτής ασθένειας μέ τήν καθαρότατη καρδία του, τήν αποφασιστικότητά του καί τήν ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας. Συγχρόνως, βρίσκει τήν ευκαιρία νά συστήση σέ όλες τίς μοναχές νά έχουν καθαρή αγάπη μεταξύ τους καί πρός αυτόν. «Όθεν προσοχή μεγάλη εις τήν πρός αλλήλας καί πρός εμέ έτι αγάπην σας καί πρός πάντα έτερον, ίνα μή παγιδευθήτε υπό τού πονηρού».
Από τίς πέντε αυτές επιστολές φαίνεται καθαρά ότι ο άγιος Νεκτάριος μέ τήν σοφία πού είχε, μέ τόν φωτισμό τού Θεού, τήν γνώση τής ησυχαστικής παραδόσεως καί τήν πείρα πού απέκτησε, γνώριζε σαφέστατα πότε μιά ασθένεια είναι αμιγώς σωματική, πότε είναι σωματική πού επηρεάζει τήν ψυχή, πότε είναι πειρασμική καί πότε είναι καθαρά πνευματική. Ήταν ένα άριστος πνευματικός ιατρός πού έκανε σαφέστατη διάγνωση τής ασθένειας καί στήν συνέχεια χρησιμοποιούσε τήν κατάλληλη θεραπεία, πού ήταν συνδυασμός ιατρικής επιστήμης, προσευχής καί ησυχαστικής ζωής, μέσα σέ όλη τήν μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας.
Τό γενικό συμπέρασμα από όλα όσα αναλύθηκαν στό κείμενο αυτό είναι ότι ο άγιος Νεκτάριος είναι ένας μεγάλος άγιος, δέν είναι μόνον θαυματουργός, αλλά είναι ένας μεγάλος Πατέρας τής Εκκλησίας. Γνώριζε απλανώς τήν θεολογία τής Εκκλησίας, τήν διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων καί τήν ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας. Συγχρόνως, διακρινόταν από ένα ευρύτατο οικουμενικό πνεύμα, αγκάλιαζε όλους τούς ανθρώπους μέ αγάπη, ειρήνη, πραότητα. Χρησιμοποιούσε καί τίς θύραθεν γνώσεις τής εποχής του.
Άν ο άγιος Νεκτάριος ζούσε τόν 4ο αιώνα στήν Εκκλησία, τότε θά ήταν ένας από τούς μεγάλους Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως γιά παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος. Αλλά καί άν στήν εποχή πού έζησε είχαν αναφυή θέματα, όπως τήν εποχή τού Μεγάλου Βασιλείου, είναι σίγουρο ότι θά αναλάμβανε μιά τέτοια δραστηριότητα στήν Εκκλησία.
Άν καί τό έκανε καί αυτό στήν εποχή του, στήν οποία, ενώ κυριαρχούσε έντονα ο σχολαστικισμός καί ο ηθικισμός, εν τούτοις εκείνος μέ τήν διδασκαλία του, τά βιβλία του καί τήν ποιμαντική του διακονία εξέφραζε τό ορθόδοξο πατερικό πνεύμα, στηριζόταν στήν διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, εμπνεόταν από τήν θεολογία τών Τοπικών καί Οικουμενικών Συνόδων καί βίωνε τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας. Επί πλέον, παρακολουθούσε όλα τά ρεύματα τής εποχής του καί καθοδηγούσε κατάλληλα τούς Χριστιανούς καί μοναχούς.
Όλα αυτά τόν κατέστησαν αυθεντικό διδάσκαλο στήν Εκκλησία καί ένα υγιές πρότυπο Ποιμένος.