Τις απόψεις του έτσι όπως εκφράστηκαν την Παρασκευή στη συνεδρίασης της Ιεραρχίας μεταφέρει μέσω ανακοίνωσης ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, που όπως αναφέρει, κάνει γνωστή την εισήγησή του καθώς τα λόγια του δεν έχουν αποδοθεί σωστά.
Η ανακοίνωση του Σεβασμιωτάτου αναφέρει:
Επειδή διάβασα σχεδόν όλα τα δημοσιεύματα μέχρι σήμερα που αναφέρονταν στην Συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος της 16ης Νοεμβρίου 2018, διεπίστωσα ότι τα περισσότερα δεν απέδωσαν τα όσα ελέχθησαν ή έγιναν στην Ιεραρχία και τις παρεμβάσεις των Ιεραρχών. Βεβαίως, οι δημοσιογράφοι δικαιολογούνται, γιατί οι πληροφορίες που έφθασαν σε αυτούς ήταν αποσπασματικές και σε μερικές περιπτώσεις επιλεγμένες και στοχευμένες.
Πάντως, τα θέματα που ετέθησαν από πολλούς Ιεράρχες ήταν δύο: Η αναθεώρηση του Συντάγματος στο άρθρο 3, στο οποίο γίνεται λόγος για την «θρησκευτική ουδετερότητα της Πολιτείας», με «ο,τι αυτό συνεπάγεται, κανονιστικά και πρακτικά», κατά την αιτιολογική έκθεση, και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, κυρίως η μισθοδοσία των Κληρικών.
Ήδη οι Μητροπολίτες Καλαβρύτων, Πειραιώς, Μεσσηνίας δημοσίευσαν τις παρεμβάσεις τους.
Στην συνέχεια δημοσιεύω και την δική μου πρώτη παρέμβαση, που έκανα προφορικά στην Ιεραρχία, για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
* * *
Το θέμα που συζητάμε είναι σοβαρότατο και ουσιαστικό. Πρόκειται για την πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος και την αντιμετώπιση των οικονομικών ζητημάτων και της μισθοδοσίας των Κληρικών. Δεν επιθυμώ να συζητώ μόνον το θέμα της αξιοποιήσεως της περιουσίας και να αφήσω το θέμα της εισαγόμενης «θρησκευτικής ουδετερότητας» στο Σύνταγμα
Θα καταθέσω τις απόψεις μου ως κείμενο (μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ «Θρησκευτική ουδετερότητα της Πολιτείας και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας»), αλλά εδώ στην προφορική παρέμβασή μου θα ήθελα πολύ συνοπτικά να θέσω μερικούς προβληματισμούς μου.
1. Από τα δύο αυτά θέματα το πρώτο είναι το σοβαρότερο, ακολουθεί δε το δεύτερο.
Η πρόταση για εισαγωγή στο άρθρο 3 της φράσεως «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη» με την δήλωση της αιτιολογικής έκθεσης «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά», δημιουργεί μεγάλο θέμα.
Το Έθνος μας από τον Όμηρο μέχρι τις ημέρες μας είναι θρησκευόμενο, το ίδιο και το Κράτος από την συγκρότησή του μέχρι σήμερα, όπως δηλώνεται σε όλα τα Συντάγματα. Πρώτη φορά αυτό θα γραφή στο Ελληνικό Σύνταγμα. Επίσης, είναι ακατανόητο τι εννοείται με αυτή την φράση: «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά». Όλοι οι μετέπειτα νόμοι θα στηρίζονται πάνω σε αυτήν, ακόμη και η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας ως Δημοσίου Δικαίου.
Στην συζήτηση δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να ασχοληθούμε με τα περιουσιακά στοιχεία και την μισθοδοσία των Κληρικών, που και αυτό είναι σοβαρό, και να αγνοήσουμε την αλλοτρίωση του Έθνους και της Πολιτείας μας. Εγώ δεν θα συμμετάσχω σε μια τέτοια υποτίμηση του θέματος.
2. Η «πρόθεση» για συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας για τα οικονομικά ζητήματα μπορεί σε βάθος χρόνου να αποδειχθή συμφέρουσα για την Εκκλησία. Αυτό δεν το γνωρίζω τώρα. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι αυτή η συμφωνία δεν είναι αντικείμενο ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας, Πολιτείας, δεν αξιολογήθηκαν όλοι οι παράμετροι. Ήταν μια προσωπική πρόταση του Αρχιεπισκόπου, που την διαβάζαμε κατά καιρούς, αλλά ποτέ δεν συζητήθηκε και αποφασίσθηκε από τα Συνοδικά Όργανα.
3. Το βασικό θέμα που με απασχολεί είναι το πως λειτουργεί η Ιεραρχία μας, όπως φάνηκε και σε άλλες περιπτώσεις, ήτοι στο μάθημα των Θρησκευτικών και της Συνόδου στην Κρήτη. Συγκεκριμένα:
Η Ιεραρχία της 4 Οκτωβρίου 2017 άκουσε την εισήγηση του Μητροπολίτου Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος κ. Δαμασκηνού με θέμα «Μύθοι και πραγματικότης επί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, εν όψει της Συνταγματικής αναθεωρήσεως» και κατέληξε σε ένα κείμενο 13 σημείων, το οποίο απετέλεσε την απόφαση της Συνόδου και καταγράφηκε στο Δελτίο Τύπου της ημέρας εκείνης.
Στην συνέχεια η Ιεραρχία της 4ης Οκτωβρίου 2018 άκουσε την εισήγηση του Μητροπολίτου Κηφισίας κ. Κυρίλλου με θέμα «Μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές και οι θέσεις της Εκκλησίας μας» και κατέληξε στην ίδια απόφαση, της Ιεραρχίας του Οκτωβρίου 2017, δηλαδή υιοθέτησε εκ νέου τα 13 ως άνω σημεία.
Έχουμε λοιπόν αποφάσεις δύο Ιεραρχιών με το ίδιο αποτέλεσμα.
Μεταξύ των σημείων που ενεκρίθησαν, και μάλιστα το πρώτο, είναι η πρόταση που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος στην εισήγησή του την 4η Οκτωβρίου 2016, ότι η Εκκλησία θα κάνη διάλογο με την Κοινοβουλευτική Επιτροπή που θα συγκροτηθή και όχι με την Κυβέρνηση:
«1. Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης».
Άλλη πρόταση είναι να εισηγηθή για τους μισθούς των Ιερέων να τεθή διάταξη στο Σύνταγμα με το εξής περιεχόμενο:
«12. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν».
Διερωτώμαι, πως ανετράπησαν αυτά και άλλα με την μυστική συμφωνία;
Ακόμη, η Ιεραρχία της 4ης Οκτωβρίου 2017 απεφάσισε την συγκρότηση Επιτροπής διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η δε Ιεραρχία της 4ης Οκτωβρίου 2018 επανέλαβε την ίδια απόφαση. Η Επιτροπή αυτή αποτελείται από τέσσερεις Μητροπολίτες, Διδυμοτείχου, Ναυπάκτου, Πειραιώς και Κηφισίας και δύο λαικούς, ήτοι τον Νομικό Σύμβουλο της Ιεράς Συνόδου κ. Θεόδωρο Παπαγεωργίου και τον καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου κ. Μαγγιώρο.
Η Επιτροπή συνήλθε 3-4 φορές, έκανε κάποιες προτάσεις στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, οι οποιες δεν προχώρησαν. Το σημαντικό είναι ότι η Επιτροπή μας δεν ασχολήθηκε με την γνωμοδότηση ή έκφραση γνώμης για τα δύο θέματα που ανέκυψαν, απλούστατα γιατί δεν της ετέθησαν υπ’ όψη, απλώς ένας μέρος της Επιτροπής ενημερώθηκε από τον Μακαριώτατο για την συμφωνία λίγες ημέρες πριν ανακοινωθή, και παρά ταύτα, εκφράσθηκαν επιφυλάξεις στον λίγο χρόνο που είχαμε στην διάθεσή μας.
Τελικά θέτω το θέμα πως λειτουργεί η Ιεραρχία, πως λαμβάνονται οι αποφάσεις και γιατί η μία Ιεραρχία ανατρέπει την άλλη. Δεν είναι θέμα μόνον Αρχιεπισκόπου, αλλά και όλων μας.
Η πρότασή μου είναι:
Επειδή υπάρχει Επιτροπή εξ Αρχιερέων και Νομικών, η οποία συγκροτήθηκε με απόφαση της Ιεραρχίας της 4ης Οκτωβρίου 2017, θα πρέπει να παραπεμφθούν και τα δύο θέματα, να τα μελετήση και να φέρη Εισήγηση στην Ιεραρχία. Έτσι θα λειτουργήση το συνοδικό σύστημα.