Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη εορτάσθηκε και εφέτος στις 17 Φεβρουαρίου στην πόλη της Μυτιλήνης η μνήμη του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου του οποίου η τιμία κάρα και το άφθαρτο του σκήνωμα φυλάσσονται στον Ιερό Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Αθανασίου.
Οπως αναφέρει ανακοίνωση εκ του Ιερού Ναού: “Κατά την παραμονή της εορτής τελέσθηκε Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός στο οποίον χοροστάστησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. κ. Ιάκωβος με τη συμμετοχή πολλών ιερέων, των οποίων προεξήρχε ο Πανοσιολογιώτατος Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεώς μας Αρχιμ. π. Ιάκωβος Καραμούζης, ο οποίος και εκήρυξε τον Θείον Λόγον.
Ανήμερα της εορτής τελέσθηκε δισαρχιερατική Θεία Λειτουργία με προεξάρχοντα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μηθύμνης κ. κ. Χρυσόστομο και με τη συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Ιακώβου, πολλών κληρικών και των διακόνων, των Αρχών του τόπου και πλήθους πιστών. Το κήρυγμα έγινε από τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Αθανάσιο Γιουσμά, ο οποίος και εξεφώνησε τον πανυγηρικό της εορτίου ημέρας.
Σύμφωνα με το συναξαριστή ο άγιος γεννήθηκε στο Νιχώρι του Βοσπόρου το 1774 και δούλευε μαθητευόμενος στην υπηρεσία ενός χριστιανού ζωγράφου στο παλάτι του σουλτάνου Μαχμούτ. Παρά την ευσεβή παιδεία του και την εκ νεότητος εντρύφηση στις Γραφές και την προσευχή, τα πλανερά θέλγητρα των κοσμικών απολαύσεων και της τρυφής τον έκαναν να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί το Ισλάμ. Μετά από τρία χρόνια σαρκικού και επιπόλαιου βίου στην αυλή, μια τρομερή επιδημία που έσπειρε τον θάνατο σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης μέχρι και του σουλτανικού περιβάλλοντος , τον έκανε να συναισθανθεί την ματαιότητα των απολαύσεων του κόσμου τούτου. Ερχόμενος στον εαυτό του έφυγε κρυφά από το παλάτι , και αφού χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο ήλθε στη Χίο, όπου πέρασε λίγο καιρό κάτω από την καθοδήγηση ενός πνευματικού γέροντα.
Οι επανειλημμένες εξομολογήσεις, η μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, η ανάγνωση των άθλων των Νεομαρτύρων, όπως του αγίου Πολυδώρου ( 3 Σεπτεμβρ. ) τον οδήγησαν στον απόφαση να σφραγίσει τη μετάνοιά του χύνοντας ο ίδιος το αίμα του για τον Κύριο. Ήρθε στη Μυτιλήνη και την Πέπμτη της πρώτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του έτους 1795 παρουσιάσθηκε στον δικαστή και ομολόγησε την πίστη του, λέγοντας ΄΄ Είμαι χριστιανός ΄΄. Ακολούθησαν μαστιγώσεις , ξυλοδαρμοί, φυλακίσεις και στη συνέχεια στερέωσαν τους κροτάφους του με δύο τούβλα που έσφιγγαν τόσο δυνατά με ένα σχοινί, ώστε τα μάτια του να βγούν τελικά από τις κόγχες τους. Αφού ομολόγησε για τελευταία φορά το Χριστό, το κρέμασαν στην αγχόνη, αλλά το σχοινί έσπασε και ο Θεόδωρος έπεσε στη γη πληγώνοντας τα γόνατά του. Τον ξανακρέμασαν και τέλος έλαβε τον πολυπόθητο στέφανο του μαρτυρίου. Για τρεις μέρες οι χριστιανοί έτρεχαν από όλα τα μέρη για να κόψουν ένα κομματάκι από το ένδυμά του και να το βουτήξουν στο τίμιο αίμα του που δεν σταματούσε να τρέχει από τις πληγές του, ενώ πραγματοποιούνταν πλήθος ιάσεις. Στη συνέχεια ο άγιος Θεόδωρος κηδεύτηκε με ευλάβεια στην περιοχή της Χρυσομαλλούσης όπου μέχρι και σήμερα βρίσκεται ο τάφος του”.
Δείτε φωτογραφίες της Μητρόπολης εδώ