Ι.Μ. ΒΕΡΟΙΑΣ: Την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου (μετά της Υψώσεως) το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου Βεροίας.
Στο τέλος της θείας Λειτουργίας τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής, με την παρουσία των τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών. Εν συνεχεία εκφώνησε ομιλία εντός του Ιερού Ναού και αμέσως μετά μετέβη στο προσφυγικό μνημείο στην περιοχή Τσερμένι όπου τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των θυμάτων και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».
Δύο προϋποθέσεις θέτει στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Κύριός μας. Δύο προϋποθέσεις, τις οποίες οφείλει να πληροί ο άνθρωπος, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό της ζωής του, προκειμένου να είναι γνήσιος ακόλουθος του Κυρίου μας και να κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν αφορούν μόνο τους μαθητές και αποστόλους του Χριστού, αλλά κάθε άνθρωπο, τον καθένα δηλαδή από εμάς, οι οποίοι βαπτισθήκαμε και φέρουμε το όνομα του. Και αυτό γίνεται προφανές από την εισαγωγική φράση που προηγείται της ευαγγελικής περικοπης.
Τι λέγει ο ιερός ευαγγελιστής; «Και προσκαλεσάμενος» ο Ιησούς «τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτου είπεν αυτοίς».
Δεν απευθύνεται, λοιπόν, ο Κυριός μας μόνο στους δώδεκα μαθητες του, και δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα να απευθύνεται μόνο σε αυτους, διότι αυτοί είχαν ήδη αφήσει τα πάντα πίσω τους και είχαν αρνηθεί και γονείς και συζύγους και τέκνα και συγγενείς και τον είχαν ακολουθήσει από την πρώτη στιγμη που τους κάλεσε. Απευθύνεται κυρίως στο πλήθος των ανθρώπων που άκουε τη διδασκαλία του, αλλά συγχρόνως υπενθυμίζει και στους μαθητές του τις προϋποθεσεις που απαιτούνται.
Και το κάνει αυτό ο Χριστός για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι για να μην θεωρήσουμε ότι οι προϋποθέσεις αφορούν μόνο ένα περιορισμενο κύκλο ανθρώπων, των μαθητών του τότε, των κληρικών και των μοναχών στις ημέρες μας, ενώ οι υπόλοιποι άνθρωποι μπορούν να θεωρούνται μαθητές του, χωρίς να έχουν την υποχρέωση να τις τηρούν.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η τηρηση των προϋποθέσεων αυτών δεν είναι μία στιγμιαία πράξη, αλλά είναι τρόπος ζωής. Η τήρηση τους θα είναι διαρκής, και αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνούμε.
Ποιες είναι όμως οι δύο προϋποθεσεις αυτές τις οποίες καλούμεθα να τηρήσουμε στη ζωή μας, εάν θέλουμε να είμαστε πράγματι μαθητες του Χριστού και μέλη της Εκκλησίας του;
Η πρώτη είναι η απάρνηση του εαυτού μας. Κανείς δεν μπορεί να ακολουθήσει τον Χριστό, να βαδίσει δηλαδή στη ζωή του σύμφωνα με τις εντολές και το θέλημά του, εάν δεν είναι έτοιμος να παραμερίσει τα δικά του θέλω και τις δικές του αδυναμίες, για να κάνει αυτό που ζητά ο Χριστός.
Κανείς δεν μπορεί να ακολουθήσει τον Χριστό, εάν θεωρεί ότι άλλα πράγματα και πρόσωπα, αλλες απασχολήσεις και επιδιώξεις έχουν στη ζωή του μεγαλύτερη αξία και σημασία από Εκείνον.
Κανείς δεν μπορεί να ακολουθήσει τον Χριστό, εάν απαρνείται τον εαυτό του μόνο στιγμιαία, μόνο επάνω στον ενθουσιασμό του, και στη συνέχεια ζει τη ζωή του, ακολουθεί τις δικές του επιλογές και επιθυμίες και ξεχνά τον Χριστό. Ή ακόμη προσπαθεί να συμβιβάσει τα δικά του θέλω με το θέλημα του Χριστού, να κάνει ο,τι μπορεί, ο,τι τον βολεύει, ο,τι δεν του ακυρώνει το πρόγραμμα που έχει ο ίδιος για τη ζωή του.
Όλα αυτά όμως δεν είναι απάρνηση του εαυτού μας και δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα του μαθητού και ακολούθου του Χριστού. Γιατί ο Χριστός δεν μας ζητά μόνο να απαρνηθούμε τον εαυτό μας αλλά και να σηκώσουμε τον σταυρό μας προκειμένου να τον ακολουθήσουμε και να βαδίσουμε με συνέπεια στα ίχνη του.
Ο σταυρός, λοιπόν, είναι η δεύτερη προϋπόθεση την οποία πρέπει να τηρήσουμε, και μας υπενθυμίζει ότι το να ακολουθήσουμε τον Χριστο δεν είναι μία εύκολη υπόθεση, αλλά συνοδεύεται και από θλίψη και από πόνο και από δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε με υπομονή και με καρτερία για την αγάπη του Χριστού.
Για να σηκώσουμε όμως τον σταυρο μας θα πρέπει να έχουμε απαλλαγεί από το βάρος του δικού μας θελήματος και των δικών μας επιδιώξεων και αδυναμιών, διότι διαφορετικά δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε το βάρος και να σηκώσουμε ως γνήσιοι μαθητές του Κυρίου μας.
Και αυτό καλούμεθα να κάνουμε και εμείς, όπως έκαναν τόσο η αγία μάρτυς Σοφία και οι θυγατέρες της Πίστη, Αγάπη και Ελπίδα, όσο και οι ιερομάρτυρες και εθνομάρτυρες Μητροπολίτες Χρυσόστομος Σμυρνης, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Γρηγόριος Κυδωνιών, Προκόπιος Ικονίου, Ευθύμιος Ζήλων και οι συν αυτοίς αναιρεθέντες κατά τη μικρασιατική καταστροφή, των οποίων τη μνήμη επιτελούμε σημερα.
Αν κατόρθωσαν να σηκώσουν τον σταυρό τους, και μάλιστα ένα σταυρό βαρύτερο από κάθε άλλο, γιατί ήταν σταυρός μαρτυρίου και θυσίας της ζωής τους, ήταν γιατί προηγουμένως είχαν απαρνηθεί τον εαυτό τους και είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν τον Χριστο, όπου και αν τους οδηγούσε. Και μπορεί να υπέμειναν φοβερά και πολυώδυνα βασανιστήρια, μπορεί να θυσίασαν την πρόσκαιρη επίγεια ζωή τους, κέρδισαν όμως την αιώνια ζωή, την οποία υποσχέθηκε ο Χριστός στους εκλεκτούς του, και καλούν και εμάς, που τιμούμε σήμερα τη μνήμη τους, να ακολουθήσουμε την προτροπή του Κυρίου μας και το παράδειγμά τους, ώστε να βαδίσουμε στη ζωή μας ως γνήσιοι μαθητές του Χριστού και να φθάσουμε και εμείς με τη χάρη του και τις πρεσβείες τους στο ποθητό τέρμα, στη βασιλεία του Θεού.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Tον περασμένο Σεπτέμβριο τιμήσαμε την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή, από τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφη που έπληξε τον Ελληνισμό στα νεώτερα χρόνια, και μάλιστα πριν ακόμη να ολοκληρώσει την απελευθέρωση της πατρώας γης από τον Τουρκικό ζυγό.
Από τα 3 σχεδόν εκατομμύρια Ελλήνων που κατοικούσαν στη Μικρα Ασία, 1.500.000 αναγκάσθηκαν βίαια να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τη γη τους και να γίνουν προσφυγες. Σε 600.000 χιλιάδες ανέρχονται οι νεκροί που έμειναν πίσω, έχοντας υπομείνει φοβερά μαρτύρια και βασανιστήρια, ενώ πολλοί άφησαν την τελευταία τους πνοή στον δρόμο προς την Ελλάδα και κάτω από τις τραγικές συνθήκες διαβιώσεως υπό τις οποίες έζησαν, όταν έφθασαν στην Ελλάδα.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ασθενείς και αδύναμοι, κληρικοί και λαικοί, άρχοντες και πτωχοί, έζησαν τη φρίκη της μανίας και του μίσους των Τούρκων, που βρίσκοντας αφορμή την αποτυχημένη εκστρατεία του ελληνικού στρατού στην Ιωνία θελησαν να αφανίσουν οριστικά τον Ελληνισμό από τον τόπο όπου έζησε και μεγαλούργησε επί 2.500 χρόνια.
Έτσι έσφαξαν, έκαψαν, βασάνισαν με κάθε απάνθρωπο τρόπο που μπορούσε να επινοήσει το μίσος τους για ο,τι ελληνικό, όχι μόνο για να τους εκδικηθούν αλλά και για να τρομοκρατήσουν και τους υπόλοιπους και να επιτύχουν αυτό που αιώνες δεν είχαν κατορθώσει, να τους κάνουν να αρνηθούν την πίστη τους και την εθνική τους ταυτότητα.
Οι συνθήκες ήταν για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας δύσκολες, τραγικές. Διώκοντο μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, χωρίς να είναι υπαίτιοι κανενός εγκλήματος. Όμως δεν υποχωρούσαν, δεν συμβιβαζόταν, γιατί αντλούσαν θαρρος και δύναμη από τη στάση των ιεραρχων και του κλήρου, των πνευματικών τους ποιμένων, οι οποίοι όχι μόνο τους στήριζαν, τους παρηγορούσαν και τους ενίσχυαν, αλλά προσπαθούσαν να ανταποκριθούν και σε κάθε ανάγκη τους.
Και εκείνοι, οι πατέρες και οι μητέρες μας στη Μικρά Ασία αισθανόταν την Εκκλησία μητέρα τους και τους ναούς δεύτερα σπίτια τους.
Ποιος μπορεί να μην θυμηθεί τον μαρτυρικό επίσκοπο της Σμύρνης, τον άγιο Χρυσόστομο, που είχε ανοίξει τις πύλες του καθεδρικού ναού της πόλεως και της Μητροπόλεώς του για να φιλοξενήσει χιλιάδες απροστάτευτους και αδύναμους ανθρώπους, που διωγμένοι από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, πριν να ολοκληρωθεί η καταστροφη, ζητούσαν καταφύγιο, ζητουσαν τόπο για να μείνουν με τις οικογένειες και τα παιδιά τους.
Η θαρραλέα στάση των ιεραρχών, οι οποίοι θα μπορούσαν να φύγουν για να αποφύγουν το μαρτύριο και να γλυτώσουν τη ζωή τους, ήταν αυτή που ενίσχυε περισσότερο από κάθε τι άλλο τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.
«Είναι παράδοση του ιερού μας κλήρου», είχε πεί στον καθολικό αρχιεπίσκοπο Σμύρνης, ο άγιος Χρυσοστομος, εκφράζοντας και τους άλλους ιεράρχες των Μικρασιατικών πόλεων, «αλλά και υποχρέωση του καλού ποιμένος να παραμένει με το ποίμνιό του», με όποιο κόστος, ζωντανός ή νεκρός.
Και αυτό έκαναν όλοι οι ιεράρχες και οι κληρικοί της Μικράς Ασίας, και όσοι υπέστησαν τη θηριωδία των Τούρκων και μαρτύρησαν, αλλά και όσοι συνόδευσαν το ποίμνιό τους στον δρόμο της προσφυγιάς και των ατρύτων κόπων και πόνων τους οποίους υπέφεραν.
Στα πρόσωπα των κληρικών και των ιεραρχών οι Έλληνες της Μικρας Ασίας έβλεπαν τους αγωνιστες όχι μόνο της πίστεως αλλά και του Γένους. Έβλεπαν τη συνέχεια και την ενότητα του Ελληνισμού που αγωνιζόταν για την ελευθερία. Έβλεπαν την ανιδιοτελη αγάπη τους για κάθε άνθρωπο που είχε ανάγκη και ήταν το στήριγμα και η προστασία κάθε αδικουμένου και διωκομένου χριστιανού.
Και ακόμη γνώριζαν οι Μικρασιάτες ότι η Εκκλησία και οι λειτουργοί της ήταν το σημείο αναφοράς τους σε κάθε στιγμή, σε κάθε δυσκολία, σε κάθε ανάγκη. Χάρη σε αυτούς είχαν διατηρήσει όχι μόνο την πίστη τους αλλά και τη γλώσσα τους, και αυτοί, οι κληρικοί, οι επίσκοποι, ήταν εκείνοι που τους υπερασπιζόταν θαρραλέα από τις αδικίες των Τουρκικων αρχών και οι μόνοι που τους επισκεπτόταν, όταν φυλακιζόταν άδικα, χωρίς να υπολογίζουν τι συνέπειες μπορεί να είχε γι᾽ αυτούς μια τέτοια στάση.
Γνώριζαν όμως οι Έλληνες πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που έκαναν οι Μητροπολίτες και οι ιερείς τους, γιατί γινόταν και αυτοί με τη σειρά τους μάρτυρες των δικών τους διώξεων από τους Τούρκους. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκαζόταν να τους μεταθέσει σε αλλη Μητρόπολη είτε μετά από απαίτηση των Τούρκων είτε για να εξομαλυνθούν οι τεταμένες σχέσεις που επικρατούσαν.
Γνώριζαν όμως και οι Τούρκοι τη σημασία και τον ρόλο της Εκκλησίας και του κλήρου, γι᾽αυτό και οι πρώτοι, στους οποίους ξεσπούσαν την οργή τους με κάθε ευκαιρία, ήταν οι επίσκοποι και οι κληρικοί. Ιδιαίτερα στα χρόνια αυτά των διωγμών των Ελλήνων της Μικρασίας πολλοί ήταν εκείνοι που υπέμειναν θάνατο μαρτυρικό, με πρώτο τον ηρωικό Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ο οποίος δεν υπέμεινε μόνο φρικτά βασανιστήρια, αλλά και το ιερό λείψανό του υπέστη την πιο ανόσια βεβήλωση, την οποία ήταν αδύνατο να συλλάβει ποτέ ανθρώπινος νού.
Κοντά σ᾽ αυτόν τον γενναίο ιεραρχη και ο συνεργάτης του από τη διακονία τους στη Μακεδονία και στη Δράμα, ο Μητροπολίτης Κυδωνιών άγιος εθνοιερομάρτυρας Γρηγοριος, ο οποίος στις κρίσιμες ώρες πριν από την καταστροφή προσπάθησε να πείσει όσο περισσότερους Ελληνες μπορούσε να φύγουν προς τη Μυτιλήνη και με την επιμονή του κατόρθωσε να έλθουν ελληνικα πλοία με αμερικανική σημαία στο Αιβαλί, στα οποία επιβιβάσθηκαν 20 από τις 35 χιλιάδες Ελλήνων της επαρχίας του και σώθηκαν.
Ο ίδιος παρέμεινε στην πόλη, στο Αιβαλί, συνελήφθη μαζί με δεκάδες ιερείς και προκρίτους και σφαγιασθηκε.
Μαρτυρικό τέλος είχε και ο Μητροπολίτης Μοσχονησίων Αμβρόσιος, βοηθός αρχικά του Μητροπολιτου Σμύρνης που τον χειροτόνησε επίσκοπο, εξελέγη Μητροπολίτης Μοσχονησίων μόλις τον Φεβρουάριο του 1922. Η συνεργασία και ο σύνδεσμός του με τον Μητροπολίτη Σμύρνης ήταν αφορμή για τον μαρτυρικό θάνατό του. Συνελήφθη και αυτός από τους Τούρκους στις 15 Σεπτεμβρίου και μαζί με άλλους ιερείς τον έθαψαν ζωντανό σε έναν λάκκο έξω από τις Κυδωνιές.
Συνεργάτης του ηρωικού Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανού Καραβαγγέλη ο τρίτος άγιος ιεράρχης, ο Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος ανέπτυξε με μεγάλη εθνική δράση στον Πόντο και όπου αλλού διακόνησε. Συνελήφθη και αυτός, φυλακίσθηκε και υπέμεινε φρικτά βασανιστήρια στη φυλακή, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή.
Οι Τούρκοι όμως δεν περιορίσθηκαν σ᾽ αυτό και κρεμασαν το ιερό λείψανό του από ένα δένδρο στην πλατεία της Αμασείας για παραδειγματισμό.
Σημαντικότατη ήταν και η προσφορά του αγίου Προκοπίου, μητροπολίτου Ικονίου.
Από το 1911, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου, αφού είχε ποιμάνει προηγουμένως τη Φιλαδελφεια, το Δυρράχιο και αρκετές πόλεις της Μακεδονίας, μερίμνησε ιδιαίτερα για την ίδρυση σχολείων και την τόνωση των ελληνικών κοινοτήτων. Ιδιαίτερα σθεναρή ήταν η αντίστασή του στην προσπαθεια των Τούρκων να παραπλανήσουν τους χριστιανούς ιδρύοντας ένα ψευδεπίγραφο πατριαρχείο.
Για τη δράση του εξορίστηκε από τους Τούρκους και τελικά πέθανε από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες.
Τους πέντε αυτούς μαρτυρικούς ιεράρχες μαζί με δεκάδες κληρικούς και τους λοιπούς μαρτυρικώς τελειωθέντες κατά τη Μικρασιατική καταστροφή ανέγραψε η Εκκλησία μας στις αγιολογικές της δέλτους πριν από 30 ακριβώς χρονια, για να τους τιμά ως αγίους και μάρτυρες και να μνημονεύει τη θυσία και το μαρτύριό τους για την πίστη στον Χριστό.
Το μαρτύριό τους αποτελεί όχι μονο για τους Μικρασιάτες, οι οποίοι δικαίως τους τιμούν, έχοντας δώσει τα ονόματά τους σε πολλες οδούς των τόπων όπου εγκαταστάθησαν, αλλά και για όλο τον Ελληνισμό, την πιο ισχυρή ανάμνηση της μεγάλης αυτής εθνικης καταστροφής αλλά και της γενναιότητος αυτών των εθνοιερομαρτύρων, χάρη στους οποίους η Μικρά Ασία δεν είναι μία χαμένη πατρίδα, αλλά είναι η πατρίδα που μένει ζωντανή στην ψυχή μας και θα παραμένει αλησμόνητη όσες γενιές και αν περάσουν.
Γιατί κανείς δεν θα μπορέσει να ξεχάσει όσα φοβερά υπέστη άδικα και αναίτια ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, αλλά και όσα πολλά προσέφεραν οι άγιοι που τιμούμε σήμερα και όλοι οι μαρτυρικώς τελειωθέντες κατά τη Μικρασιατικη καταστροφή για τη διατήρηση του Μικρασιατικού Ελληνισμού στις πατρογονικές εστίες, ώστε να μην σβύσουν οι λυχνίες των Εκκλησιών της Αποκαλύψεως, που καίνε πλέον και θα καίνε στις ψυχές μας.