Μητροπολίτης Ξάνθης: Στο κυριακάτικο μήνυμά του, ο Μητροπολίτης Ξάνθης ανέφερε τη βαθιά σημασία της νεκρικής πομπής, χαρακτηρίζοντάς την ως μια δακρύβρεχτη πορεία, το τραγικό τέλος μιας πάλης όπου ο θάνατος φαίνεται να είναι ο νικητής.
Περιέγραψε το βουβό πλήθος που ακολουθεί τον νεκρό νέο της Ναίν και τη συντετριμμένη μητέρα του, εκφράζοντας την σιωπή και την αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο του θανάτου.
Ο άνθρωπος, όπως τόνισε, στέκεται άφωνος μπροστά στην ανεξήγητη φύση του θανάτου, που καταστρέφει το θαύμα της ζωής. Ο Μητροπολίτης επικαλέστηκε τα λόγια του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού: «Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πως παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;», επισημαίνοντας πως ακόμα και τα μεγαλύτερα ανθρώπινα πνεύματα δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πλήρως το αδιαπέραστο μυστήριο του θανάτου.
Όμως, όπως υπογράμμισε ο Μητροπολίτης, ενώ ο άνθρωπος αδυνατεί να διαλευκάνει το μυστήριο αυτό, έρχεται ο Χριστός να φέρει φως και ελπίδα. Ο Χριστός δεν επιδόθηκε σε φιλοσοφικές συζητήσεις ή ανθρώπινα επιχειρήματα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του θανάτου. Αντίθετα, στάθηκε δίπλα στην πληγωμένη ανθρώπινη καρδιά. Όπως στην περίπτωση της μητέρας του νεκρού νέου της Ναίν, ο Χριστός «εσπλαχνίσθη» και της απηύθυνε το λόγο «μη κλαίε», γεμάτος στοργή και αγάπη.
Η θεϊκή Του εξουσία εκδηλώθηκε όταν είπε στο νεκρό νέο: «νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι». Ο νέος αναστήθηκε και επανενώθηκε με τη μητέρα του, ανατρέποντας τον θάνατο με τη θεϊκή Του δύναμη. Μέσα από την ανάσταση αυτή, ο Χριστός μας έδωσε μια βαθύτερη κατανόηση του θανάτου, τονίζοντας ότι η αμαρτία ήταν εκείνη που εισήγαγε τον θάνατο στον κόσμο.
Κλείνοντας το μήνυμά του, ο Μητροπολίτης Ξάνθης υπενθύμισε ότι ο Χριστός, με τη θυσία Του, πέθανε για εμάς, αντιμετώπισε τον θάνατο και τον νίκησε. Μέσω Αυτού, ήρθε η συμφιλίωση με τον Θεό, και με την ανάστασή Του, ο θάνατος χάνει την κυριαρχία του, γιατί ο Χριστός είναι η Ανάσταση και η Ζωή.
Διαβάστε το μήνυμα του Μητροπολίτη:
Μια νεκρική πομπή είναι μια πορεία δακρύβρεχτη, ο τραγικός επίλογος μιάς πάλης, όπου ο θάνατος είναι ο νικητής. Οι απλοικοί άνθρωποι, που ακολουθούν το νεκρό νέο της Ναίν και την συντετριμμένη μητέρα του, βαδίζουν σιωπηλοί.
Ο άνθρωπος στέκει εμβρόντητος μπροστά στο θάνατο, που έρχεται σε μια στιγμή και θέτει τέρμα σ’ αυτό το θαύμα, που λέγεται ζωή. Αποτελεί γι΄ αυτόν «φοβερώτατον μυστήριον».
Το ανθρώπινο μυαλό τον αντικρύζει κατάπληκτο και φωνάζει μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πως παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;».
Και τα πιο μεγάλα ανθρώπινα πνεύματα, που η σκέψη τους ήταν φωτεινή σε πλήθος άλλα ζητήματα, μπροστά στο θάνατο έμειναν άφωνα. Σαν αφελή μικρά παιδιά, που στέκουν με ανοικτό το στόμα μπροστά σε πράγματα δυσεξήγητα, ψέλλισαν λίγα λόγια, αλλά δε μπόρεσαν να εισδύσουν στο απύθμενο μυστήριο του θανάτου. Δεν είπαν κάτι ουσιαστικό που να διαλύει τα ζοφερά σκοτάδια που τον περιτυλίγουν.
Ο άνθρωπος δε μπόρεσε μόνος του να ξεδιαλύνει το μυστήριο του θανάτου. Ευτυχώς όμως έρχεται κάποιος Άλλος να ρίξει φως.
Προκειμένου να βοηθήσει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το θάνατο, ο Χριστός δεν άρχισε φιλοσοφικές συζητήσεις και δεν αράδιασε συλλογισμούς και επιχειρήματα ανθρώπινα. Στάθηκε πριν απ’ όλα δίπλα στην ανθρώπινη καρδιά, που πονούσε για το νεκρό παιδί και πόνεσε κι Αυτός μαζί της.
Ο Χριστός «εσπλαχνίσθη» την πληγωμένη απ’ το χαμό του παιδιού της μητέρα∙ με στοργή και αγάπη της απηύθυνε το «μη κλαίε». Δεν περιορίστηκε όμως στα παρηγορητικά λόγια. Με δύναμη και εξουσία θεική είπε στο νεκρό: «νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι». Κι εκείνος ξύπνησε σαν από ύπνο ελαφρό και ξαναγύρισε στην αγκαλιά της μητέρας του. Με την διδασκαλία Του και όλη την ύπαρξή Του στάθηκε κατά μέτωπο μπορστά στο πρόβλημα του θανάτου και έδωσε μια βαθύτερη αιτιολογία.
Μίλησε για την αμαρτία που εισήλθε στον κόσμο φέρνοντας μαζί της το θάνατο. Πέθανε για εμάς και διά της θυσίας Του μας συμφιλίωσε με τον Θεό. Αντιμετώπισε τον θάνατο και τον έκανε να υποχωρήσει μπροστά Του, γιατί Αυτός είναι η ανάστασις και η ζωή.