Μητρόπολη Πειραιώς
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς, κ. Σεραφείμ, ενόψει της εισόδου στην Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή και την Κυριακή της Ορθοδοξίας, απέστειλε τις ακόλουθες Ποιμαντορικές Εγκυκλίους προς τους κληρικούς και τους πιστούς της Ι.Μ. Πειραιώς.
Αναλυτικά:
Ποιμαντορική εγκύκλιος επί τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής
Αγαπητοί μου αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
Εισερχόμενοι στην ευλογημένη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, φέρνουμε στο νού μας τους λόγους του Σωτήρος Χριστού: «῞Οταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών» (Μτθ. 6,16).
Τούτη η προτροπή του Κυρίου, έρχεται να τοποθετηθεί έναντι ενός ερωτήματος, που ο καθένας μας θέτει κατά τις ημέρες αυτές. Και το ερώτημα δεν είναι άλλο, από το «πως πρέπει να νηστεύσω κατά την περίοδο της Σαρακοστής;».
Η Εκκλησία μας μέσα από τις τυπικές της διατάξεις, ορίζει ένα τρόπο νηστείας. Κατά τις έξι εβδομάδες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και την Μεγάλη Εβδομάδα, καλούμαστε να απέχουμε από το κρέας, από τα αυγά, από το γάλα και τα προιόντα που παράγονται από αυτό, καθώς και από τα ψάρια. Από την Δευτέρα έως και την Παρασκευή της κάθε εβδομάδος η τράπεζά μας πρέπει να στερείται ακόμα και του οίνου και του ελαίου, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή, τα δύο αυτά είδη επιστρέφουν προς ενίσχυση και παρηγορία.
Η εκκλησιαστική όμως νηστεία δεν περιορίζεται στον καθορισμό των τροφών, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο ενός διαιτολογίου, αλλά επεκτείνεται στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να νηστεύουμε και κατ’ επέκταση, στον τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε.
Αναζητώντας λοιπόν τον τρόπο, ερχόμαστε να προσεγγίσουμε μία επισήμανση του μεγάλου ασκητού της Σιναιτικής ερήμου, του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ο οποίος παρατηρεί, πως σε όλες τις κατά Θεόν προσπάθειές μας, οι δαίμονες, μας σκάπτουν ύπουλα τρεις λάκκους. Πρώτα αγωνίζονται να μας εμποδίσουν να πράξουμε το καλό. Αν αποτύχουν σ᾿ αυτό, τότε αγωνίζονται να νοθεύσουν το αγαθό, ώστε να μη γίνη κατά τρόπο θεάρεστο. Τέλος αν δεν επιτύχουν ούτε την νόθευση, προσπαθούν να ρίξουν την ψυχή στην υπερηφάνεια, με αφορμή τη δήθεν αρετή της (από τον 26ο Λόγο της Κλίμακος: «Περί διακρίσεως λογισμών και παθών και αρετών»).
Τις τρεις αυτές παγίδες αγαπητοί αδελφοί πρέπει να προσέξουμε στον αγώνα που ξεκινούμε σε αυτήν την Σαρακόστη. Ας υπερπηδήσουμε τον πρώτο λάκκο, ο οποίος προσπαθεί να μας εγκλωβίσει στον λογισμό ότι «εγώ δεν μπορώ να νηστεύσω». Οι υποχρεώσεις, η υγεία, η αδυναμία, η καθημερινότητα έρχονται να συμμαχήσουν σε τούτη την παγίδευση. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να σταθεί ουσιαστικά ως εμπόδιο στην επιθυμία του πιστού να νηστεύσει. Και αν δεν μπορεί κανείς το άλαδο, και αν δεν μπορεί να στερηθεί κάποια τροφή, και αν χρειάζεται ασβέστιο, και αν του λείπει ο σίδηρος, και αν ο χαρακτήρας του είναι αδύναμος, ξέρει η Εκκλησία να ασκεί οικονομία. Ας καταφύγουμε στους πνευματικούς μας, και εκείνοι δεν θα μας στερήσουν ούτε τα απαραίτητα, ούτε την χαρά της νηστείας. Υπάρχουν τρόποι κανείς και να νηστεύει και να οικονομείται στα απαραίτητα. Με τον τρόπο αυτό θα αποφύγουμε τον πρώτο δαιμονικό πειρασμό της άρνησης της νηστείας, και δεν θα δώσουμε την ικανοποίηση στον πονηρό, πως μας παγίδευσε στα εύκολα.
Ο δεύτερος λάκκος απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια για να τον υπερβεί κανείς, κι αυτό γιατί είναι διττός ο πειρασμός που κρύβει. Ο άγιος Ιωάννης περιγράφει την νέα αυτή ενέδρα του πονηρού ως «νόθευση του αγαθού». Τούτη η νόθευση μπορεί να είναι γέννημα είτε της αυθαιρεσίας είτε της υποκρισίας.
Ο τρόπος της αυθαιρεσίας είναι αυτός που μας κάνει να ενεργούμε τη νηστεία με κριτήριο το ίδιον θέλημα. Νηστεύω όπως μου αρέσει, όποτέ μου αρέσει, χωρίς καμία αναφορά και χωρίς καμία ευλογία. Έτσι ο όποιος κόπος, η όποια προσπάθεια καταβάλουμε με την εγωκεντρική αυτή «νηστεία» γίνονται τροφή για τα πάθη μας. Οι αρετές πνίγονται μέσα στα ζιζάνια των παθών μας που θεριεύουν και ο άνθρωπος απογοητεύεται και θυμώνει, χωρίς να κατανοεί το γιατί.
Ο τρόπος της υποκρισίας είναι αυτός που μας κάνει να ενεργούμε τη νηστεία με κριτήριο την ιδεατή μας εικόνα. Νηστεύω για να αποκαλύψω στους άλλους τη σπουδαιότητά μου, την δύναμή μου, τον πνευματικό μου πλούτο. Η αφετηρία του αγώνα μου δεν είναι ο έλεγχος του εαυτού, η θλίψη για το κατάντημά μου, η μετάνοια, αλλά η βεβαιότητα «ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί». Τούτη η στάση με οδηγεί σε ένα πνευματικό αυτισμό. Δεν είμαι σε θέση ούτε να επικοινωνήσω, ούτε πολύ περισσότερο να αγαπήσω τους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν είμαι σε θέση να κοινωνήσω αληθινά μετά του Θεού. Κατ’ ουσία έχω ολισθήσει χωρίς να το κατανοώ σε μία ιδιότυπη ειδωλολατρία, όπου στη θέση του ζώντος Θεού, έχω εγκαταστήσει το είδωλο του ιδεατού εαυτού μου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης μας συμβουλεύει όσους θέλουμε να ξεπεράσουμε και αυτόν τον λάκκο, να καταφύγουμε στην υποταγή και στην εξουδένωση. Με την υποταγή θα νικήσουμε τον πειρασμό της αυθαιρεσίας, με την εξουδένωση θα στερήσουμε τον εγωισμό μας από τις δυνάμεις που τον εδραιώνουν. Ας ασκηθούμε στην τούτη τη μεγάλη Τεσσαρακοστή στο πνεύμα της υπακοής, πρώτα στην Εκκλησία, στους πνευματικούς πατέρες, και έπειτα ο ένας χριστιανός στον άλλον, οι σύζυγοι μεταξύ τους, τα παιδιά προς τους γονείς, και οι γονείς προς τις αλήθειες των παιδιών τους και τότε θα επιτύχουμε να υπερβούμε τον δεύτερο λάκκο που χαίνει μπροστά μας. Η νηστεία και ο αγώνας μας εν γένει δεν θα νοθευτούν από τον εγωισμό μας, υπηρετώντας αλλότριες επιδιώξεις.
Αν κανείς καταφέρει να ξεπεράσει τους δύο πρώτους λάκκους, ο άγιος Ιωάννης τον προειδοποιεί πως τον περιμένει και ένα τρίτο όρυγμα, προπαρασκευασμένο από τον διάβολο για να μας ρήξει εντός του. Τούτη η φοβερή παγίδα είναι η υπερηφάνεια.
Ακόμα και αν κάποιος καταφέρει με τη βοήθεια του Θεού, να ακολουθήσει την νηστεία όπως του όρισε ο πνευματικός του, χωρίς να την νοθεύσει, ενεργώντας την με αγωνιστική διάθεση και πνεύμα υπακοής, υπάρχει ακόμα και τότε ο φόβος να ξεγελαστεί ως προς το μέγεθος των κατορθωμάτων του. Υπάρχει ο κίνδυνος της έπαρσης που γεννούν η προσπάθεια, η ανταπόκριση, η επιτυχία.
Τούτος ο λάκκος είναι πιο φοβερός από τους άλλους, γιατί δεν είναι απότομος, αλλά κατέρχεσαι σε αυτόν σταδιακά, όπως κατεβαίνει κανείς σε μία κατηφόρα. Μα κι όταν βρεθείς εντός του, δεν σκιάζεσαι όπως σε μία άβυσσο, γιατί μοιάζει με πλατειά οδό και με γνώριμα μέρη. Είναι σκοτεινός μεν και χωρίς ουρανό ο τόπος αυτός, όμως εσύ ξεγελιέσαι, αφού πιστεύεις ότι ως προχωρημένος πλέον στα πνευματικά, οφείλεις να περάσεις και από τέτοια δύσκολα μονοπάτια. Και έτσι νηστεύεις και προσεύχεσαι, υπακούεις και υπομένεις, ασκείς φιλανθρωπία και αγαθοργείς, όμως όλα αυτά σε πάνε όλο και πιο βαθειά, σε ακόμα μεγαλύτερο σκότος, σε τόπο που συναντιέσαι με τον εωσφορικό εγωισμό, εκείνον που είναι ικανός για την μεγαλύτερη πτώση.
Για να διασωθεί κανείς από τούτη την πλάνη, πρέπει να καλλιεργήσει την αυτομεμψία, μας συμβουλεύει ο άγιος Ιωάννης. Η αυτομεμψία είναι εκείνο το μέσο με το οποίο ο χριστιανός ελέγχει τον εαυτό του εις βάθος και με αυστηρότητα. Τούτη η αυστηρότητα δεν έρχεται να ζορίσει τον άνθρωπο, προκαλώντας του αισθήματα ενοχής η κατωτερότητας. Αντιθέτως κατεργάζεται την ψυχική υγεία του πιστού. Η αυτομεμψία μοιάζει με εκείνον το χειρουγρό ο οποίος θέλοντας να σώσει τον ασθενή του, αφαιρεί εκτός από το καρκίνωμα και λίγο υγιή ιστό από την γύρω περιοχή, για να είναι σίγουρος πως τον καθάρισε πλήρως. Έτσι και το πρόσωπο που αυτομέμφεται, προτιμά να αδικήσει λίγο το ίδιο του τον εαυτό, παρά να αφήσει τον καρκίνο των παθών εντός της ψυχής του.
Ο διαρκής αυστηρός έλεγχος του εαυτού μας, οδηγεί στην αγία ταπείνωση, η οποία καταξιώνει τον πνευματικό μας αγώνα. Όταν αποκτηθεί η ταπείνωση ο άνθρωπος κατανοεί πως ο,τι καλό υπάρχει σε αυτόν είναι δώρημα θεικό, το οποίο έχει χορηγηθεί για να προσφερθεί στη διακονία των αδελφών μας. Μέσα στο πνεύμα αυτό οι αρετές δεν κατανοούνται σαν ατομικά κατορθώματα, που αυτοδικαιώνουν και καταξιώνουν τον πιστό, αλλά ως θείες ενέργειες, οι οποίες έχουν κατοικήσει στη ψυχή μας και μας κινούν και μας φωτίζουν. Εκεί δεν υπάρχει χώρος για την έπαρση του Εγώ, αλλά μόνο ευχαριστία και δοξολογία προς το Θεό, ο οποίος επιβλέπει επί τους ταπεινούς του δούλους.
Ας πορευτούμε αγαπητά μου παιδιά σε τούτη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όχι σκυθρωποί, μα με χαρά μεγάλη. Τη χαρά της νηστείας, την χαρά της ασκήσεως, τη χαρά της υπέρβασης των παθών, τη χαρά της καρποφορίας των αρετών, τη χαρά της νίκης επί του θανάτου.
Ευχόμαστε διά τον πρεσβειών του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, του καθηγητού της Σιναιτικής ερήμου, ο Κύριος Ιησούς Χριστός να συνοδοιπορήσει μαζί μας σε τούτη την πνευματική πορεία, ενισχύοντας και αγιάζοντας όλους.
Εύχομαι εύδρομον το Στάδιον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής!
[irp posts=”332713″ name=”Μητροπολίτης Σεραφείμ – Ευλόγησε την βασιλόπιτα της Πειραϊκής Εκκλησίας (ΦΩΤΟ)”]
Ποιμαντορική εγκύκλιος επί τη Κυριακή της Ορθοδοξίας 2017
Τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα,
Σήμερα, Κυριακή Α΄ των Νηστειών, η Εκκλησία μας εορτάζει και πανηγυρίζει λαμπρώς και θριαμβευτικώς τη νίκη της Ορθοδοξίας, όχι μόνο εναντίον των αιρετικών και χριστιανοκατηγόρων παλαιών και συγχρόνων Εικονομάχων, αλλά και κατά πασών των παλαιών και νέων αιρέσεων και αιρετικών. Στη σκέψη μας έρχονται δύο διαφορετικά και εκ διαμέτρου αντίθετα μεγέθη˙ η Ορθοδοξία και η αίρεση. Τι είναι Ορθοδοξία και γιατί αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία; Τι είναι αίρεση και γιατί αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια; Μ’αυτά τα ερωτήματα θα θέλαμε να απασχολήσουμε την αγάπη σας στη σημερινή εορτή, και γι’αυτό σας παρακαλούμε να εντείνετε την προσοχή σας, για να λάβετε τις κατάλληλες απαντήσεις.
Τι είναι η Ορθοδοξία;
Η μοναδική και αποκλειστική οδός σωτηρίας των ανθρώπων είναι η Ορθοδοξία. Διότι, η Ορθοδοξία είναι η ορθή πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα οποία συνεχίζονται στο Σώμα Του, την Αγία Εκκλησία. Η Ορθοδοξία είναι η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση, δηλ. τα δόγματα, οι αλήθειες της πίστεως, οι Ιεροί Κανόνες, η Θεία Ευχαριστία («η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται» Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας), η εν Χριστώ ελευθερία, η αγιότητα, το μαρτύριο, η ευποιΐα και η ορθοπραξία. Η Ορθοδοξία δεν είναι μία στατική κατάσταση, αλλά ένα αδιάκοπο ρεύμα ζωής, μία αγία φωτιά, την οποία, παραλαμβάνοντας οι νεώτεροι από τους προγενεστέρους, μεταδίδουν στους επομένους, καλώντας τους να απολαύσουν το σωτήριο φως. Η Ορθοδοξία είναι μία διαρκής λυχνοκαΐα, μία συνεχής λαμπαδηδρομία, η οποία άρχισε ιστορικά στον κόσμο από τις φλόγες της Πεντηκοστής, έφθασε μέχρι εμάς με την Αποστολική και Μαρτυρική διαδοχή, χωρίς ποτέ να σβηστεί, και θα συνεχιστεί μέχρι την Δεύτερη Παρουσία του Χριστού.
Ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό φως. Δεν υπάρχουν άλλα φώτα, για να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα, που μπορούν να μας σώσουν. «Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία˙ ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δεί σωθήναι ημάς»[1]. Μόνον στον Χριστό υπάρχει η δυνατότητα σωτηρίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία. Είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνο αυτή μένει πιστή στο Ευαγγέλιο, στις Άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους και στους αγίους Πατέρες, και συνεπώς μόνο αυτή είναι η αληθινή Καθολική Εκκλησία του Χριστού.
Η Ορθοδοξία, λοιπόν, μας οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία και στην αναγέννηση μέσω του ορθοδόξου θείου βαπτίσματος. Οι Ορθόδοξοι λάβαμε το Βάπτισμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πιστεύουμε Ορθόδοξα και είμαστε πλήρη μέλη της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που είναι αποκλειστικώς και μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία, δηλ. του Σώματος του Χριστού, που έχει Κεφαλή τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριό μας Ιησού Χριστό. Με το Μυστήριο του Αγίου Χρίσματος λάβαμε την Σφραγίδα της Δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και με την θεία Μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού ενωνόμαστε μαζί Του και γινόμαστε μέλη του Σώματός Του. Μόνο μέσα στην Εκκλησία του Χριστού ενωνόμαστε με τον Αληθινό Θεό και μπορούμε να σωθούμε, να μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, να εξαγιασθούμε, να θεωθούμε κατά χάριν και να μετέχουμε του Παραδείσου και της Βασιλείας των Ουρανών. Μ’αυτήν την έννοια η Εκκλησία μας καλείται εργαστήριο αγιότητος και σωτηρίας. Η Εκκλησία είναι ο νέος Παράδεισος, η νέα φυτεία, ο νέος αμπελώνας, που φύτευσε ο Θεός στον κόσμο, για ν’αποτελέσει τον μοναδικό χώρο, το μοναδικό εργαστήριο της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου.
Όμως, αυτό το μοναδικό έργο της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου προσπαθεί ο διάβολος και τα όργανά του να το ακυρώσει, σπέρνοντας τις αιρέσεις. Η συνείδηση της Εκκλησίας κατενόησε πάντοτε την αίρεση και τους αιρετικούς ως μέσα, με τα οποία επιχειρεί ο διάβολος να διαμερίσει το Σώμα του Χριστού, με σκοπό την ματαίωση της σωτηρίας του ανθρώπου[2].
Τι είναι αίρεση;
Ο Μέγας Βασίλειος στον Α΄ Ιερό Κανόνα του ορίζει ως εξής την αίρεση και τους αιρετικούς:«Αιρέσεις (ωνόμασαν οι παλαιοί) τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους». Ο Οσ. Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύει αυτόν τον ορισμό ως εξής:«Αιρετικοί δε ονομάζονται εκείνοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από τους Ορθοδόξους και παντελώς απομεμακρυσμένοι»[3]. Οι άγιοι Πατέρες θεωρούν τους αιρετικούς, που επιμένουν στην αίρεσή τους, ως «ακαθάρτους», «αντιπάλους Χριστού», «ιεροσύλους και αμαρτωλούς», «αντικειμένους (τω Χριστώ) τουτέστι πολεμίους και αντιχρίστους», «τους οποίους ο Κύριος πολεμίους και αντιπάλους ονομάζει στα Ευαγγέλια»[4], «νεκρούς»[5], «εχθρούς της αληθείας»[6]. Κατά τον Γεώργιο Σχολάριο, αιρετικός είναι καθένας, που κατ’ευθείαν ή πλαγίως πλανάται σχετικά με κάποιο από τα άρθρα της Πίστεως. Επιπλέον, αιρετικός είναι αυτός, που παρεκκλίνει, έστω και σε κάτι μικρό, από την ορθή πίστη. Ο άγιος Ταράσιος λέγει ότι «το να αμαρτάνει κανείς στα δόγματα είτε αυτά είναι μικρά είτε μεγάλα, είναι το ίδιο˙ γιατί εξαιτίας και των δύο ο νόμος του Θεού αθετείται». Τέλος, ο Μέγας Φώτιος προσθέτει ότι «το να παρεκκλίνει κανείς έστω και λίγο στα περί της πίστεως, ισοδυναμεί με το να αμαρτάνει θανάσιμα»[7].
Επίσης, η αίρεση χαρακτηρίζεται ως «πλάνη» και «φαυλότης», η οποία φέρνει τον όλεθρο[8], ως «στρεβλότης»[9], ως «ελεεινή πλάνη», στην οποία «κατεδέθησαν» οι αιρετικοί[10], ως «μεμιασμένη κοινωνία»[11] και ως «ρίζα πικρίας άνω φύουσα», η οποία «έγινε μίασμα στην καθολική Εκκλησία, η αίρεσις των χριστιανοκατηγόρων»[12]. Η αίρεση, «επειδή εγκαταλείπει» αμέσως ή εμμέσως «τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού» καταντά «κεκρυμμένη ειδωλολατρία»[13] και αθεία και γι’αυτό αυτός, που την ακολουθεί, «πρέπει να βγεί έξω ως ξένος και να εκπέσει από τον χριστιανικό κατάλογο»[14]. Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος Πέτρος κάνει λόγο για «αιρέσεις απωλείας»[15]. Η αίρεση ονομάζεται και αδικία, διότι αδικεί και παραβαίνει την αλήθεια του Θεού, η οποία μαρτυρείται στις Άγιες Γραφές. Ο μισθός και η πληρωμή, που ανταποδίδει σ’αυτούς, που την ακολουθούν, είναι η φθορά, με την οποία αυτοί καταφθείρονται από τις ηδονές[16]. Η αίρεση είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Λέγει ο Μέγας Βαρσανούφιος ότι οι αιρέσεις είναι δόγματα των ελλήνων (ειδωλολατρών), ματαιολογίες ανθρώπων, που νομίζουν ότι κάτι είναι, και ρήματα αργών ανθρώπων. Τις αιρέσεις γέννησε η πλάνη. Μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε από τους καρπούς τους, που είναι η φυσίωση, η εξουδένωση, η χαύνωση, η αμέλεια, το πρόσκομμα, η αλλοτρίωση του νόμου ή καλύτερα του νομοθέτου Θεού. Είναι οικητήριο δαιμόνων και του άρχοντός τους διαβόλου. Δεν φέρνουν στο φως, αλλά στο σκότος. Δεν προτρέπουν σε φόβο Θεού, αλλά στην κατά διάβολον προκοπή. Δεν γλυτώνουν από τον βόρβορο, αλλά καταποντίζουν σ’αυτόν. Αυτές είναι τα ζιζάνια, που έσπειρε ο εχθρός στον αγρό του οικοδεσπότου. Αυτές είναι τα αγκάθια, που φύτρωσαν στην καταραμένη από τον Δεσπότη Θεό γη. Είναι ψεύδος, σκότος, πλάνη, και αλλοτρίωση Θεού[17].
Αν οι ηθικές αμαρτίες χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό, ακόμη περισσότερο η αίρεση. Η αίρεση είναι ψέμα και βλασφημία εναντίον του σεσαρκωμένου Λόγου, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Η αίρεση δημιουργείται ως πνευματική πλάνη και διαμορφώνεται ως ιδεολογία, που εναντιώνεται στην Αλήθεια, μηδενίζοντας τη δυνατότητα αγιότητος και σωτηρίας. Όπως μια αρρώστια δεν βλάπτει μόνο το άρρωστο όργανο, αλλά ολόκληρο τον οργανισμό, με τον ίδιο τρόπο και η αίρεση, εφόσον δηλητηριάζει κάποια μέλη της Εκκλησίας, προκαλεί πόνο σε ολόκληρο το σώμα της και το βλάπτει. Οι αιρέσεις, λοιπόν, είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου, πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια, στο αντίπαλο του Χριστού στρατόπεδο, δηλ. στην κόλαση μαζί με τους δαίμονες, διότι προβάλλουν έναν κίβδηλο, νοθευμένο, παραμορφωμένο και στρεβλωμένο Χριστό.
Η αυστηρότητα αυτή του Κυρίου, των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων δεν έχει, βεβαίως, δικανικό και τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά καθαρά παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό. Αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την σωτηρία στα μέλη της Εκκλησίας, να μην παρασυρθούν και προσχωρήσουν στις αιρέσεις. Σε όσους βρίσκονται μέσα στις αιρέσεις, είτε εκ καταγωγής και γεννήσεως, είτε με εθελούσια προσχώρηση, η Εκκλησία μεταφέρει το μήνυμα να μην επαναπαυθούν πως μπορούν δήθεν και εκεί να σωθούν, όπως διακηρύσσουν πολλοί οικουμενιστές ορθόδοξοι θεολόγοι και κληρικοί, οι οποίοι φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αποτρέπουν την προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αίρεση αποτελεί χωρισμό από τον Θεό και απώλεια της σωτηρίας. Υπάρχει ένα μόνο εργαστήριο της σωτηρίας, η Εκκλησία. Δεν υπάρχουν παράλληλα εργαστήρια και άλλοι χώροι, όπου μπορεί κάποιος να σωθεί.
Γι’αυτόν τον λόγο, κάθε φορά που εμφανιζόταν μία φοβερή αίρεση, η οποία απειλούσε το Σώμα της Εκκλησίας, οι Άγιοι Πατέρες σάλπιζαν, συνήγειραν τον ευσεβή κλήρο και λαό, συνέρχονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, κατεδίκαζαν τα αιρετικά φρονήματα, διετύπωναν με κρυστάλλινη διαύγεια τα δόγματα, αναθεμάτιζαν και αφόριζαν και την αίρεση και τους αιρετικούς, οι οποίοι την υπεράσπιζαν, ασφάλιζαν την ποίμνη, καθιστώντας την «λύκοις ανεπίβατον». Με τον τρόπο αυτό, απέκοπταν από το Σώμα της Εκκλησίας και την αιρετική διδασκαλία και αυτούς, που την προωθούσαν. Η Εκκλησία, με τους μεγάλους και φωτισμένους Αγίους Πατέρες, οριοθέτησε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων για το σύνολο των θεμάτων της πίστεως. Είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολουθούμε τους Αγίους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια, που εκείνοι έθεσαν. Το «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι» και το «μη μεταίρειν όρια, α έθεντο οι Πατέρες ημών» αποτελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Έτσι, δικαιολογούνται απολύτως οι αγώνες των αγίων Πατέρων υπέρ της Ορθοδοξίας και εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών, ως διασφάλιση της σωτηρίας του ανθρώπου.Φυσικά, οι Ορθόδοξοι, μαζί με τους Αγίους Πατέρες και τις Άγιες Συνόδους, απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, που παρουσιάσθηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Τον Αρειανισμό με τα κατάλοιπά του τον Ιεχωβισμό και τον Χιλιασμό, την Πνευματομαχία, τον Νεστοριανισμό, τον ακραίο και μετριοπαθή Μονοφυσιτισμό, τον Μονοθελητισμό, τον Μονοενεργητισμό, την Εικονομαχία, τον Αντιησυχασμό, τον Παπισμό, τον Προτεσταντισμό με τις ποικίλες παραφυάδες του και την παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητιστικού Οικουμενισμού με τις διάφορες αρχές και θεωρίες του.
Η σατανοκίνητη και δυσώδης παναίρεση του Οικουμενισμού υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» και προσβάλλει την μοναδικότητα, την αποκλειστικότητα και το δόγμα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύσσεται, πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Οικουμενιστές νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία, σύμφωνα με την οποία καμμία αίρεση, ούτε και η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν δικαιούνται να διεκδικήσουν αποκλειστικά για τον εαυτό τους τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε αίρεση, ακόμη και η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος αυτής της νέας «εκκλησίας» του Οικουμενισμού, και όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί οι αιρέσεις και η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελούν τη νέα οικουμενιστική Εκκλησία.
Με τον Οικουμενισμό πίπτουν όλα τα όρια, που έθεσαν οι άγιοι Πατέρες. Δεν υπάρχει πλέον οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Οι αιρέσεις είναι «εκκλησίες» και θεωρούνται τώρα ως «αδελφές εκκλησίες», στις οποίες από κοινού με την Ορθόδοξη Εκκλησία ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων. Στα πλαίσια του Οικουμενισμού διδάσκεται ότι υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και το βάπτισμά τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα.
Ισχυρίζονται εσφαλμένως οι Οικουμενιστές ότι όσοι έχουν βαπτισθεί, σε οποιαδήποτε αίρεση κι αν ανήκουν, είναι μέλη του Σώματος του Χριστού, της νέας οικουμενιστικής «εκκλησίας», και ότι οι αρές και τα αναθέματα των Συνόδων δεν ισχύουν και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Η συμμετοχή, και συστέγαση έστω και για την αντιμετώπιση κοινωνικοπολιτικών θεμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μέσα στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»-αιρέσεων μαζί με τις αιρετικές προτεσταντικές παραφυάδες και τους αιρετικούς Μονοφυσίτες-Αντιχαλκηδονίους ισοδυναμεί ουσιαστικά με απομείωση της ορθοδόξου εκκλησιολογικής μας αυτοσυνειδησίας, διότι αφαιρείται το δόγμα περί της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και το δόγμα «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»[18].και ταυτοχρόνως παρέχεται άλλοθι στους αιρετικούς να εμμένουν στην φρικώδη πλάνη τους.
Όλες οι όντως Συνόδοι της Εκκλησίας, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς.[19]. Και επομένως δεν μπορούμε να μιλούμε για την δήθεν ύπαρξι «ετεροδόξων Εκκλησιών» διότι είναι αντιφατικό και απαράδεκτο, διότι, αν ομιλούμε περί Εκκλησίας, αυτή δεν μπορεί να είναι ετερόδοξη, και, αν ομιλούμε περί ετεροδόξης, αυτή δεν μπορεί να είναι Εκκλησία, με την θεολογική έννοια του όρου. Ο ορισμός της Εκκλησίας μας δίδεται από τον ίδιο τον Δομήτορά Της Κύριο, με το αψευδέστατο στόμα Του, τον ουρανοβάμονα θείο Παύλο, ο οποίος στην προς Εφεσίους επιστολή του μας αποκαλύπτει ότι «…αυτόν (τον Χριστόν) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου»[20]. Συνεπώς είναι αδύνατη η ύπαρξη ετερόδοξης Εκκλησίας, όπως είναι αδύνατη η ύπαρξη ετεροδόξου Χριστού. Είναι παραλογισμός να έχεται αληθείας ταυτόχρονα η πίστη, που το στόμα του Απ. Παύλου, ο Ιερός Χρυσόστομος, μας παραδίδει, ότι «εν τω άδει ουκ έστι μετάνοια», σχολιάζοντας την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, και η ύπαρξη ενός άλλου σώματος Χριστού με κεφαλή τον Ίδιο, που διδάσκει ακριβώς τα αντίθετα όπως η ψευδοεκκλησία των Ρωμαιοκαθολικών που αθεολόγητα και κακόδοξα διδάσκει για την δήθεν ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός και την δήθεν δυνατότητα καθαρισμού στον Άδη. Γι’αυτό και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος όπως διακήρυξε με το κείμενό της ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ πρόσφατα, αρνείται κάθε ονοματοδοσία των αιρέσεων ως Εκκλησιών.
Τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα,
Μπροστά στον εμφανή και σοβαρότατο αυτόν κίνδυνο των αιρέσεων, ας φροντίσουμε να μην μολυνθούμε και μιανθούμε κι εμείς από τις αιρέσεις του Παπισμού, του Προτεσταντισμού, του Μονοφυσιτισμού και του Οικουμενισμού, αποφεύγοντας κάθε ηθελημένη, σχεδιασμένη και προσευχητική εκκλησιαστική επικοινωνία. Ας αφυπνιστούμε από την άγνοια και την αδιαφορία μας. Μη μένουμε προσκολημένοι μόνο στα υλικά αγαθά, στα χρήματα, τα κτήματα, την σάρκα και τις βιωτικές μέριμνες και αγωνίες. Ας κρατήσουμε την πίστη μας, την Ορθοδοξία, για να μην χάσουμε, μαζί με την πρόσκαιρη εθνική μας πατρίδα, και την αιώνια, την αληθινή πατρίδα μας, την Βασιλεία των Ουρανών. Και τέλος, ας πέσουμε στα γόνατα και ας προσευχόμαστε στον Χριστό να καταπαύσει την τρικυμία, να καταστείλει τις επαναστάσεις των αιρέσεων και να επισυναγάγει όλους τους πεπλανημένους και αιρετικούς μέσα στην Αγία Του Εκκλησία, γιατί μόνο αυτό συνιστά την αληθινή ένωση και πραγματώνει την Αρχιερατική Του προσευχή για όλους τους μαθητάς Του «ίνα ώσι εν καθώς ημείς εν εσμεν» (Ιω. 17,22).
Έτη πολλά και εύδρομος η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
[1] Πράξ. 4, 14.
[2] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ΙΓ΄ Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 357.
[3] Ὅ. π., σσ. 587-590.
[4] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σ. 368.
[5] Ὁ. π., Ἁγίου Ἀθανασίου λθ΄ ἑορταστική ἐπιστολή, σ. 583.
[6] Ὁ. π., Α΄ Κανών τῆς ΣΤ΄, σ. 217.
[7] Ὁ. π., σσ. 587-588.
[8] Ὁ. π., νζ΄ Καρθαγένης, σ. 491.
[9] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σσ. 368-369.
[10] Ὁ. π., ξστ΄ Καρθαγένης, σσ. 495-496.
[11] Ὁ. π., ξθ΄ Καρθαγένης, σ. 498.
[12] Ὅ., π., ιστ΄ Ζ΄Οἰκ. Συν., σ. 335.
[13] Ὅ. π., λε΄ Λαοδικείας., σ. 433.
[14] Ὅ. π., α΄ ΣΤ΄Οἰκ. Συν., σ. 218.
[15] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[16] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 392.
[17] Τοῦ ἰδίου, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 283-284.
[18] Ἐφ. 4, 5.
[19] Ὅ.π., παράγραφος 6
[20] Ἐφ. 1, 17-23