Η Μητρόπολη Πειραιώς εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αναφέρεται στην Καθολική Εκκλησία και στον οικουμενισμό ασκώντας κριτική για το ζήτημα.
Η ανακοίνωση αναφέρει:
Εν Πειραιεί τη 9η Σεπτεμβρίου 2019
Όπως έχουμε αναλύσει σε παλιότερες ανακοινώσεις μας, οι βορειοευρωπαϊκές φυλές των φράγκων, από τον 6ο μ. Χ. αιώνα και μετά, άφησαν τις παγωμένες χώρες τους και κατέλαβαν την πολιτισμένη Ευρώπη δια πυρός και σιδήρου, με βανδαλισμούς, καταστροφές και γενοκτονίες, αφανίζοντας στο πέρασμά τους κάθε πολιτισμικό στοιχείο που είχε δημιουργήσει ο ελληνορωμαϊκός κόσμος και εγκαθιδρύοντας τη δική τους βαρβαρότητα.
Κύρια στοιχεία αυτής της βαρβαρότητας ήταν η ανελευθερία, η απολυταρχία και το απάνθρωπο φεουδαρχικό σύστημα. Η «μέθη» της εξουσίας είχε καταλάβει τους πανίσχυρους Φράγκους ηγεμόνες, ώστε να οραματίζονται την επέκταση της κυριαρχίας τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ας θυμηθούμε την απόλυτα εχθρική στάση τους κατά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, και την απαίτησή τους να θεωρηθούν εκείνοι ως οι «νόμιμοι» διάδοχοι της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, η οποία εξέφραζε για αιώνες το γνήσιο οικουμενικό πνεύμα.
Για να διευκολύνουν τον βάρβαρο αυτό οραματισμό τους φρόντισαν να τον «ντύσουν» με «θεολογικό» μανδύα. Οι εκχριστιανισμένες φραγκικές φυλές, από φλογερούς ιεραποστόλους της ενωμένης τότε Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, δεν μπόρεσαν να συμμορφωθούν με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να έχουν την ίδια πίστη με την ενιαία τότε Ορθόδοξη πίστη Ανατολής και Δύσεως. Θεώρησαν οι ηγήτορές τους την χριστιανική πίστη και την Εκκλησία ως «φέουδό» τους, ως «εργαλείο» για να ικανοποιήσουν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια. Γι’ αυτό άρχισαν να διαφοροποιούνται, να υιοθετούν αιρετικές και κακόδοξες θεωρίες αρχαίων αιρετικών και λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως τις περί εγκόσμιας «Πολιτείας του Θεού» του ιερού Αυγουστίνου. Οι Φράγκοι επίσκοποι, οι οποίοι αναδεικνύονταν από τις τάξεις των «ευγενών», αποτελούσαν ιδιαίτερη κοινωνική τάξη και πλαισίωναν τους φεουδάρχες αφέντες τους. Η Εκκλησία έπαψε να είναι η «καινή κτίση» (Β΄Κορ.5,17), το «Σώμα του Χριστού» (Κολ.1,7. Α΄Κορ.12,27), το ιατρείο των ψυχών και έγινε «θρησκεία», εξυπηρετώντας πλέον θρησκευτικές ανάγκες και το χειρότερο: μέσον εξουσίας. Για του λόγου το αληθές ας θυμηθούμε τις φραγκικές «Συνόδους», (794, 796, 809 κλπ), οι οποίες στράφηκαν κατά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου!
Απώτερος στόχος των Φράγκων υπήρξε η κατάληψη του πατριαρχικού Θρόνου της Δύσεως, ο οποίος, για ιστορικούς λόγους λειτουργούσε ως η μόνη συνεκτική δύναμη προστασίας των Ορθοδόξων της Δύσεως, αφότου καταλύθηκε το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, (479). Ύστερα από μια μακροχρόνια επέλαση, το σεβάσμιο Πατριαρχείο της Ρώμης καταλήφτηκε το 1009 και αφού εκφραγκεύτηκε πλήρως, αποκόπηκε από τον κορμό της Εκκλησίας και αποτέλεσε ιδία θρησκευτική κοινότητα, σφετεριζόμενη την καθολικότητα και γνήσια παγκοσμιότητα της Εκκλησίας. Ο Φράγκος ηγεμόνας εγκατέλειψε την κεντρική Ευρώπη, (Άαχεν της Γερμανίας) και εγκαταστάθηκε στο Βατικανό ως απόλυτος πολιτικοθρησκευτικός ηγέτης, ως «Πάπας». Έτσι ο Φραγκισμός μετεξελίχτηκε σε Παπισμό και ως τέτοιος παραμένει μέχρι σήμερα. Στην μετέπειτα πορεία των αιώνων οι εκάστοτε Φράγκοι Πάπες θα επιδοθούν σε έναν αδιάκοπο αγώνα να περιβληθούν απεριόριστες εξουσίες, εκκλησιαστικές και πολιτικές, τις οποίες δήθεν «έλαβαν» από τον Θεό και θα επιδιώξουν, (στον γνωστό «περί Περιβολής Αγώνα»), να θεωρηθούν και να αναγνωριστούν ως οι αντιπρόσωποι του Θεού στη γη και διαχειριστές όλων των επί γης εξουσιών. Θα χρησιμοποιήσουν τα ίδια φρικτά μέσα των προκατόχων τους για να επιβάλουν τις αξιώσεις τους με απάτες, πλαστογραφίες, σφαγές, γενοκτονίες, βασανιστήρια, την Ιερή Εξέταση, κ.λ.π. Η ιστορία είναι ο αψευδής μάρτυρας αυτής της τραγωδίας. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, τα σχέδιά τους δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν, λόγω των σφοδρών αντιδράσεων της Μεταρρυθμίσεως και του άθεου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Από τα μέσα του 20ου αιώνος ο Παπισμός εισέρχεται επίσημα πλέον μέσα στον χώρο της φοβερότερης αιρέσεως όλων των αιώνων, του Οικουμενισμού, ο οποίος νομιμοποιείται συνοδικά μέσω της Β΄ Βατικανής Συνόδου, (1962-1965), και ειδικότερα μέσω του γνωστού «Διατάγματος περί Οικουμενισμού», (Unitatis Redintegratio).
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο άρθρο του παπικού «κληρικού» κ. Ιωάννη Μαραγκού στην εφημερίδα των εν Ελλάδι παπικών «Καθολική», (17 Ιουλίου 2019), με τίτλο: «Πιστεύω εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν». Σ’ αυτό ο εν λόγω «κληρικός», ομιλώντας περί διαλόγου και ενότητος όλων των χριστιανών, παραθέτει μεταξύ άλλων τις αρχές της «Καθολικής Εκκλησίας» για τον Οικουμενισμό. Γράφει: «Να ενεργούμε με Σεβασμό και να στοχεύουμε στο να “παραμερισθούν τα λόγια, οι κρίσεις και τα έργα εκείνα που δεν παρουσιάζουν την αντικειμενική αλήθεια των χωρισμένων αδελφών” (UR. 4.9)». Ποια όμως πλευρά εμποδίζει την αντικειμενική παρουσίαση της αλήθειας; Μήπως η Ορθόδοξη Εκκλησία; Ασφαλώς όχι! Διότι η Εκκλησία μας όχι μόνο δεν παρέκλινε από την Αποστολική και Πατερική πίστη και Παράδοση και από τις αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, αλλά όρθωσε εξ’ αρχής λόγο υπεύθυνο και ομολογητικό, λόγο αγάπης και ελέγχου κατά των συγκεκριμένων παπικών πλανών. Λόγο παραπλανητικό έχει να παρουσιάσει ο Παπισμός, ο οποίος εδώ και δέκα αιώνες όχι μόνον αλλοιώνει και νοθεύει σώζουσες αλήθειες της Εκκλησίας μας, αλλά και κατασυκοφαντεί την Ορθοδοξία μας ως «αιρετική», επειδή αυτή αρνείται να υιοθετήσει τις δικές του κακοδοξίες! Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στους εδώ και σαράντα χρόνια αναποτελεσματικούς διαλόγους οι αιρετικοί παπικοί δεν έχουν να καταλογίσουν καμία κακοδοξία στην Ορθοδοξία, ενώ προσπαθούν να παρουσιάσουν τις δικές τους κακοδοξίες ως «Ορθοδόξες»! Δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να απεμπολήσουν καμιά πλάνη τους, αλλά πασχίζουν να μας τις παρουσιάσουν ως δήθεν σώζουσες αλήθειες της Εκκλησίας! Προσπαθούν να μας κάμουν να δείξουμε κατανόηση γι’ αυτές! Εδώ «παίζεται» δυστυχώς το κωμικοτραγικό «παιχνίδι» των εξοφλημένων διαλόγων!
Παρά κάτω γράφει: «Να καλλιεργούμε το διάλογο και τη συνδιαλλαγή, ώστε όλοι να αποκτήσουμε “μια πιο αντικειμενική γνώση και πιο σωστή εκτίμηση για τη διδασκαλία και τη ζωή κάθε Ομολογίας” (UR.4.10.11)». Η «αντικειμενική γνώση» δεν επιτυγχάνεται με ανθρώπινες μεθοδεύσεις, με συνεχείς και ατέρμονες διαλόγους, όπως νομίζει ο αρθρογράφος, αλλά μόνον με την Χάρη και τον θείο φωτισμό του αγίου Πνεύματος. Επειδή δε οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, διέθεταν αυτό τον θείο φωτισμό, απέκτησαν πλήρη και «αντικειμενική γνώση» των ποικίλλων κακοδοξιών και πλανών όλων των ετεροδόξων, Παπικών, Προτεσταντών και Μονοφυσιτών. Γι’ αυτό και τους κατεδίκασαν σε πολλές Συνόδους Οικουμενικές, Τοπικές και Ενδημούσες, από τον 5ον αιώνα και εντεύθεν. Οι σήμερα διαλεγόμενοι διαθέτουν μήπως περισσότερο φωτισμό από τους άγιους Πατέρες μας, ώστε να έχουν την αξίωση να τους υπερβούν, ή να τους διορθώσουν; Όχι βέβαια! Είναι φανερό ότι η παρά πάνω «Αρχή» του «Διατάγματος περί Οικουμενισμού», εισάγει στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας την Μεταπατερική αίρεση. Η τραγική πραγματικότητα των μέχρι σήμερα διεξαχθέντων διαλόγων αποδέδειξε ότι ο πραγματικός (και ανομολόγητος) στόχος των δεν ήταν η «αντικειμενική γνώση», αλλά η αποδοχή της ετεροδοξίας, της ποικίλης κακοδοξίας και πλάνης, ως «νόμιμης διαφορετικότητας» και εν τέλει ο συγκερασμός της πλάνης με την αλήθεια!
Παρά κάτω γράφει: «Να αναπτύσσουμε τη Συνεργασία με κάθε είδους πρωτοβουλίες, οι οποίες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της χριστιανικής συνείδησης, συμβάλλουν στο κοινό καλό (UR.4.12)». Η μέθοδος της «Συνεργασίας» σε ποικίλους τομείς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς κ.λ.π. είναι μια παλιά και καλά δοκιμασμένη μέθοδος των παπικών, αλλά και των «Ορθοδόξων» οικουμενιστών, προκειμένου να αμβλυνθούν οι αγεφύρωτες δογματικές διαφορές που μας χωρίζουν και να δημιουργήσουν στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα την ψευδαίσθηση της ενότητος, προωθώντας έτσι τον λεγόμενο «λαϊκό οικουμενισμό». Ιδιαίτερα αποδοτική και καρποφόρος αποδείχθηκε η «Συνεργασία» στον τομέα των υποτροφιών. Κυρίως χορηγούνται υποτροφίες σε Ορθοδόξους φοιτητές, να σπουδάσουν δωρεάν στα παπικά και προτεσταντικά πανεπιστήμια, ώστε να μυούνται στις πλάνες τους και να γίνονται κατόπιν φορείς των στον Ορθόδοξο χώρο. Σήμερα οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές της «Οικουμενισμού» είναι ως επί το πλείστον απόφοιτοι αιρετικών πανεπιστημίων! Πρόκειται για μια από τις πλέον πανούργες πρακτικές των αιρετικών.
Παρά κάτω γράφει: «Να προσπαθούμε ο διάλογος και η συνεργασία “όταν είναι δυνατό, να καταλήγουν σε κοινή προσευχή” (UR.4.8)». Και αυτή η επιδίωξη έγινε πράξη. Ενώ οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς απαγορεύονται από τους Ιερούς Κανόνες, οι συμμετέχοντες Ορθόδοξοι, τόσο στους διαχριστιανικούς διαλόγους, όσο και στα διάφορα διαθρησκειακά φόρα, συμπροσεύχονται με αιρετικούς και αλλόθρησκους! Η καταπάτηση των Ιερών Κανόνων από τους σημερινούς οικουμενιστές, που μετέχουν στους διαλόγους είναι άλλη μιά κλασική περίπτωση προσπάθειας υπερβάσεως και διορθώσεως των αγίων Πατέρων, οι οποίοι θέσπισαν τους εν λόγω Ιερούς Κανόνες. Όπως έχουμε ήδη αναφερθεί σε παλαιότερη ανακοίνωση μας ο Θεός δεν εισακούει τις προσευχές εκείνων που συμπροσεύχονται με αιρετικούς για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον διότι οι συμμετέχοντες προσεύχονται σ’ έναν ανύπαρκτο Θεό, αφού σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η αίρεση είναι ένα δεύτερο είδος αθεΐας: «Δεύτερον δε γένος αθεΐας εστίν η πολυσχιδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών».[1] Δεύτερον, διότι αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτές επιζητούν να επιτύχουν μια ενότητα, που δεν είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Επιζητούν την ενότητα όχι εν τη αληθεία της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά μέσα στην «ποικιλομορφία» μιάς σωρείας διαφορετικών δογματικών πεποιθήσεων, πολλές φορές εκ διαμέτρου αντιθέτων μεταξύ τους.
Παρά κάτω γράφει: «Να δημιουργηθεί τελικά εκείνο το πνεύμα με τη Μετάνοια – μεταρρύθμιση που “όλοι να εξετάζουν την πιστότητά τους στο θέλημα του Χριστού για την Εκκλησία, και όπως αρμόζει, να αναλαμβάνουν γενναίες προσπάθειες για ανανέωση και αναπροσαρμογή” (UR.4.7)». Ποιος όμως χρειάζεται να μετανοήσει; Η Ορθοδοξία, ή ο Παπισμός; Η Ορθοδοξία για ποιο «παράπτωμά» της χρειάζεται να μετανοήσει, αφού δεν παρέκκλινε στο ελάχιστο από την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας; Αυτός που χρειάζεται να μετανοήσει είναι ο Παπισμός, του οποίου η μέχρι τώρα χιλιετής πορεία είναι ολότελα γεμάτη από πλάνες και φρικώδη εγκλήματα κατά της Εκκλησίας, του λοιπού χριστιανικού κόσμου και της ανθρωπότητας! Αυτός πρέπει να εξετάσει «την πιστότητα στο θέλημα του Χριστού», το οποίο διέστρεψε και το χρησιμοποιεί για να επιτύχει τα κοσμοκρατορικά του σχέδια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας όχι μόνο δεν χρειάζεται «ανανεώσεις» και «αναπροσαρμογές» στην δογματική και ηθική της διδασκαλία, αλλά καλείται να πράξει το ακριβώς αντίθετο. Καλείται να διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού, αλώβητο και απαραχάρακτο τον θησαυρό της πίστεως και της ηθικής της διδασκαλίας, όπως αυτός αποκαλύφθηκε από τον ίδιο τον Κύριό μας και αποθησαυρίστηκε στα ιερά κείμενα της αγίας Γραφής, στα θεοφώτιστα κείμενα των αγίων Πατέρων και των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας. Όπως ο Χριστός ως Αλήθεια και ως Κεφαλή της Εκκλησίας παραμένει «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ.13,8), αιώνιος και αναλλοίωτος, έτσι και η Αποκάλυψή Του οφείλει να παραμείνει «χθες και σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Κάθε μορφή «αναπροσαρμογής» στην ηθική και δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας αποτελεί αθέτηση των λόγων του Κυρίου: «ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών», (Ματθ.5,19).
Τέλος ο κ. Ι. Μαραγκός, προτείνει να καλλιεργείται «ό,τι μας ενώνει, να αυξάνεται η αμοιβαία γνωριμία και εμπιστοσύνη, ώστε με απλότητα καρδιάς να αντιμετωπίσουμε τα σημεία εκείνα που μας φαίνονται δυσεπίλυτα». Εδώ ο αρθρογράφος προτείνει την καλλιέργεια αυτών που μας ενώνουν, έχοντας προφανώς υπ’ όψη του τους μέχρι σήμερα γενομένους διμερείς Διαχριστιανικούς Διαλόγους, μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, οι οποίοι όμως, ενώ ξεκίνησαν ακριβώς με την εξέταση εκείνων που μας ενώνουν, κατέληξαν δυστυχώς σε τραγική αποτυχία και αδιέξοδο. Τα «σημεία εκείνα που μας φαίνονται δυσεπίλυτα», δεν «αντιμετωπίζονται» με τον τονισμό εκείνων που μας ενώνουν, όπως αφελώς νομίζει ο αρθρογράφος, απλούστατα διότι δεν πρόκειται για απλά επουσιώδη «σημεία», αλλά για ουσιώδεις δογματικές πλάνες των Παπικών, οι οποίες καθιερώθηκαν ως δόγματα πίστεως σε «Οικουμενικές Συνόδους» των και έχουν εμποτίσει όλη την ζωή και τη λατρεία της παπικής παρασυναγωγής. Οι τεράστιες δογματικές διαφορές που μας χωρίζουν ως πελώρια «σινικά τείχη», δεν αντιμετωπίζονται ακόμη ούτε με «αμοιβαία γνωριμία και εμπιστοσύνη», ούτε με «απλότητα καρδιάς», (η οποία είναι ανύπαρκτη στους παπικούς, αφού εκεί όπου υπάρχει η αίρεση, εκεί υπάρχει διαστροφή καρδίας), αλλά μόνο με την ειλικρινή μετάνοια των παπικών και την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Το μόνο που επετεύχθη με τις ανθρώπινες αυτές μεθοδεύσεις στους Διαχριστιανικούς Διαλόγους είναι η δημιουργία, (μέσω της οικουμενιστικής θεωρίας του δογματικού μινιμαλισμού), μιάς συγκρητιστικού τύπου ενώσεως, όπου η αλήθεια της Ορθοδοξίας αναμιγνύεται και συναρμόζεται με το ψεύδος των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού. Όμως ένας τέτοιου είδους συγκερασμός αποτελεί την μεγαλύτερη αμαρτία, διότι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον θεόπνευστο λόγο του Παύλου: «τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; Τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Β΄Κορ.6,14).
Κλείνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε για πολλοστή φορά την πραγματική μας οδύνη για το κατάντημα του Παπισμού, ο οποίος αντί να μετανοήσει διαπιστώνοντας το απύθμενο βάθος της καταπτώσεώς του, με τις χιλιάδες θύματα παιδεραστίας παγκοσμίως, δίνει συμβουλές και προτείνει τρόπους «ενώσεως», οι οποίοι κρινόμενοι Ορθοδόξως είναι απαράδεκτοι. Ο πραγματικός στόχος του Παπισμού δεν είναι η εν τη αληθεία της πίστεως ένωση με την Ορθοδοξία, αλλά να παίξει ένα ηγεμονικό ρόλο στο συγκερασμό όλων των χριστιανικών ομολογιών και εν συνεχεία όλων των θρησκειών για την επίτευξη του οράματος της πανθρησκείας, έτσι ώστε ο πάπας να καταστεί τελικά ο θρησκευτικός πλανητάρχης όλης της οικουμένης.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1] Επιστολή προς Σεραπίωνα 30. PG 26,597 C