“Ευχόμαστε και προσευχόμαστε ο Θεός να φωτίσει τους Ιεράρχες μας να αναλογιστούν τις ευθύνες τους και να πράξουν το καθήκον τους. Να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να επισημάνουν τις παθογένειες της
«Συνόδου» της Κρήτης, τις αντικανονικές της πρακτικές και επιλογές. Να αναδείξουν την διαφοροποίησή της και την απομάκρυνσή της από την δισχιλιόχρονη Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας” αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς. Αναλυτικά:
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ
ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
Όπως είναι γνωστό στις 23 και 24 Νοεμβρίου ε. ε. έχει προγραμματισθεί
να συγκληθεί έκτακτη Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,
προκειμένου να συζητήσει και να αποφανθεί επί όλων όσων επράχθησαν και
απεφασίσθησαν στη «Σύνοδο», που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο
(από 16 έως 27 Ιουνίου) στην Κρήτη, καθότι το θέμα της «Συνόδου» της
Κρήτης δεν συζητήθηκε όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί στην τακτική
σύγκληση της Ιεραρχίας του περασμένου Οκτωβρίου, επειδή στην εν λόγω
«Σύνοδο» κυριάρχησε η συζήτηση για το μάθημα των θρησκευτικών.
Η προσεχής Σύνοδος της Ιεραρχίας μας καλείται να ασχοληθεί με ένα θέμα κατ’
εξοχήν κρίσιμο και σημαντικό, με ένα θέμα καθοριστικής σημασίας για την
ζωή της τοπικής μας Εκκλησίας. Και τούτο διότι από τη στάση που θα
κρατήσουν οι Αρχιερείς απέναντι στην εν λόγω «Σύνοδο», θα κριθεί το μέλλον
της Ορθοδόξου πορείας της Εκκλησίας μας στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Από τις αποφάσεις που θα λάβουν, θα φανεί, αν οι Επίσκοποί μας είναι όντως
θεματοφύλακες της Ορθοδόξου πίστεως και τηρούν τις φρικτές υποσχέσεις που
έδωσαν κατά την χειροτονία τους, ή συμπορεύονται εκουσίως, ή ακουσίως με
τον Οικουμενισμό, την φοβερή αυτή αίρεση, η οποία δυστυχώς αντί να
καταδικαστεί, νομιμοποιήθηκε συνοδικά στην «Σύνοδο» της Κρήτης.
Θεωρήσαμε χρέος μας να κάνουμε μια σύντομη παρέμβαση με την
παρούσα ανακοίνωσή μας, επειδή πιστεύουμε ότι τα θέματα της πίστεως δεν
είναι μια ιδιωτική υπόθεση, που αφορούν μόνο τους επισκόπους μας.
[irp posts=”312656″ name=”Κλιματική αλλαγή και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος”]
Τα θέματα της πίστεως αφορούν όλους μας, επειδή η Ορθόδοξη πίστη είναι κοινό
κτήμα όλων μας και όλοι μας, κλήρος και λαός, έχουμε χρέος να
ενδιαφερόμεθα και να φροντίζουμε για την διαφύλαξή της από κάθε νόθευση
και παραχάραξη και από κάθε αιρετική διδασκαλία. Εξ άλλου το Συνοδικό
Σύστημα, για το οποίο καυχώμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι έναντι της παπικής
απολυταρχίας, δεν θα πρέπει να νοείται και να λειτουργεί μόνον υπό την στενή
έννοια των επισκοπικών Συνόδων, αλλά και υπό την ευρύτερή της έννοα, υπό
την έννοια δηλαδή της συμμετοχής συνόλου του κλήρου και του λαού. Μόλις
είναι ανάγκη να τονιστεί για μια ακόμη φορά ότι στην μακραίωνη πορεία της
εκκλησιαστικής μας ιστορίας ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού είναι
πάντοτε ο θεματοφύλακας και υπερασπιστής της αληθείας της ορθοδόξου
πίστεώς μας· είναι ο έσχατος κριτής της ορθότητος και της εγκυρότητος των
αποφάσεων οποιασδήποτε Συνόδου· είναι αυτός, που με την γρηγορούσα
1
εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η απορρίπτει αυτά
που αποφαίνονται οι Σύνοδοι.
Δεν έχουμε την πρόθεση να κάνουμε εκτενή ανάλυση και αξιολόγηση των
οκτώ κειμένων που εγκρίθηκαν στην «Σύνοδο» αυτή. Για τα κείμενα αυτά
έχουν δημοσιευθεί πολυάριθμες μελέτες στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ από
αρχιερείς, από την «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», από χριστιανικά
σωματεία και οργανώσεις, από κληρικούς, καθηγητές Θεολογικών και άλλων
Σχολών, αγιορείτες μοναχούς και άλλους φορείς.
Όλες οι μελέτες αυτές, που
αναλύουν, εκτιμούν και αξιολογούν τις επί μέρους πλευρές και παραμέτρους
της «Συνόδου» αυτής, συγκλίνουν σ’ ένα γενικό συμπέρασμα: Ότι η «Αγία και
μεγάλη Σύνοδος», όπως την ονόμασαν οι θιασώτες της, δεν ήταν τελικά ούτε
Αγία ούτε Μεγάλη, αλλά μια οικουμενιστική «Σύνοδος». Στο σύντομο
σχολιασμό που επακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε
επιγραμματικά και, τρόπον τινά, να κωδικοποιήσουμε τις παρά πάνω μελέτες,
ώστε να δώσουμε στους αρχιερείς μας μια γενική και συνοπτική εικόνα της εν
λόγω «Συνόδου», η οποία μπορεί να τους φανεί χρήσιμη στις αποφάσεις που
θα λάβουν στην προσεχή έκτακτη Σύνοδο της Ιεραρχίας.
1. Ο τρόπος συγκροτήσεως και λειτουργίας της «Συνόδου» της Κρήτης
ήταν ξένος προς την Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, επειδή:
α) Από το
σύνολο των επισκόπων της Οικουμενικής Ορθοδοξίας απουσίαζαν οι
περισσότεροι, αφού κατά μοναδική πρωτοτυπία στην εκκλησιαστική ιστορία
και προφανή αντικανονικότητα έγινε επιλογή, μικρού ποσοστού επισκόπων με
περιφρόνηση όμως της ισότητος όλων των ιεραρχών και β) Δεν διαφυλάχθηκε
η ενότης και η ισότης ούτε και αυτών των επισκόπων που έλαβαν μέρος στην
«Σύνοδο», αφού τους αφαιρέθηκε η δυνατότης να ψηφίζουν. Έπαυσε για
πρώτη φορά στην συνοδική ιστορία και στην Κανονική μας Παράδοση να
ισχύει η ισότιμη και ισόκυρη συμμετοχή όλων των επισκόπων.
2. Η «Σύνοδος» αυτή δεν αποτελεί συνέχεια των αγίων εννέα
Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας, όχι μόνον εξ’ αιτίας της μη
συμμετοχής όλων των επισκόπων και του καινοφανούς τρόπου της λήψεως των
αποφάσεων, αλλά και διότι:
α) Καμία αίρεση δεν επεσήμανε, ούτε
κατεδίκασε, (η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενά της), αντίθετα μάλιστα
κατοχύρωσε και νομιμοποίησε συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού. β)
Καμία από τις δογματικές αποφάσεις των προηγουμένων Οικουμενικών
Συνόδων δεν επεκύρωσε. Και τούτο διότι, αν το έπραττε, θα ήταν
αναγκασμένη να ανανεώσει την καταδίκη των ετεροδόξων ως αιρετικών,
πράγμα που δεν το ήθελε επ’ ουδενί λόγω. Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι
διακηρύσσουν ότι ακολουθούν το σταθερό ορθόδοξο αξίωμα «επόμενοι τοις
Αγίοις Πατράσι», ότι δεν καινοτομούν, δεν προσθέτουν ούτε αφαιρούν από όσα
καθόρισαν οι προηγούμενοι Άγιοι Πατέρες. Η «Σύνοδος» της Κρήτης τα
άλλαξε όλα στον τρόπο συγκλήσεως και λειτουργίας της. Διέσπασε την
2
ενότητά της με τις προηγούμενες συνόδους. Είναι ολοφάνερα άλλου είδους
σύνοδος, «διαφορετικό είδος συνόδου», όπως με ειλικρίνεια και καύχηση
παραδέχθηκε μέσα στην «Σύνοδο» ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος.
γ) Κατεπάτησε και ακύρωσε στην πράξη θεοπνεύστους Ιερούς Κανόνες
διαχρονικού κύρους, όπως αυτούς που απαγορεύουν τις συμπροσευχές και τους
μεικτούς γάμους και τον 37ο των αγίων Αποστόλων, που έχει οικουμενική
επικύρωση από τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον Β΄ της ΣΤ΄. δ)
Προσκάλεσε εκπροσώπους των αιρετικών κοινοτήτων των Παπικών,
Προτεσταντών, και Μονοφυσιτών ως τιμώμενα πρόσωπα, κάτι που είναι μια
πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Ποτέ στην
ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν υπήρξε το φαινόμενο να
προσκαλούνται αιρετικοί ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά πάντοτε ως υπόδικοι και
ως απολογούμενοι, ως ένοχοι αιρετικών διδασκαλιών. ε) Δεν αποτίμησε τους
μέχρι σήμερα διεξαχθέντας Θεολογικούς Διαλόγους με τους Αντιχαλκηδονίους
Παλαιοκαθολικούς κ.λ.π.
3. Η «Σύνοδος» στερείται Κανονικότητος και Νομιμότητος. Συγκλήθηκε
κατά παράβαση του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που
υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο
εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προέβλεπε, ότι η Σύνοδος «συγκαλείται
υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων
και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων
ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών»
(αρθ.1). Ωστόσο τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, δεν συμμετείχαν διότι
ζήτησαν την αναβολή της «Συνόδου», με σκοπό την εκ νέου μελέτη των
προσυνοδικών κειμένων. Επομένως δεν πληρούται ο όρος του άρθρου 1 του
Κανονισμού.
4. Είναι μια οικουμενιστική «Σύνοδος» επειδή εισάγει μια αιρετική
Εκκλησιολογία. Και τούτο διότι α) Το δογματικού περιεχομένου κείμενο με
τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν
κόσμον» είναι γεμάτο ασάφειες, αντιφάσεις και κακόδοξες διατυπώσεις. Αντί
να ανανεώσει την καταδίκη των ετεροδόξων ως αιρετικών και αντί να τους
καλέσει σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία, αναγνώρισε την ιστορική
ονομασία τους ως «Εκκλησιών», νομιμοποιώντας συνοδικά, και
αποδίδοντας σ’ αυτούς εκκλησιαστικότητα και διαγράφοντας έτσι μια
Συνοδική Παράδοση δέκα αιώνων. Η αντικατάσταση της φράσεως του
κειμένου «άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών», που αναγνώριζε
τις αιρέσεις ως εκκλησίες, με την φράση «άλλων χριστιανικών κοινοτήτων και
ομολογιών», που πρότειναν η Εκκλησία της Ελλάδος, το Άγιον Όρος και
πολλοί επίσκοποι άλλων εκκλησιών, η οποία απέρριπτε ορθοδόξως την χρήση
του όρου «εκκλησίες» για τους ετεροδόξους αιρετικούς, συνάντησε λυσσώδη
αντίδραση. Δυστυχώς η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, πλην
3
ενός, εγκατέλειψαν την Ορθόδοξη πρόταση, χωρίς συνοδική εξουσιοδότηση,
και δέχθηκαν να προτείνουν την παραλλαγμένη, αλλά ουσιαστικώς
αντιφατική, και απαράδεκτη φράση: «ιστορική ονομασία άλλων ετεροδόξων
εκκλησιών και ομολογιών».
β) Επαινείται και εγκρίνεται η παραμονή και η συμμετοχή των
Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε., η οποία όμως κρινόμενη με βάση τους
Ιερούς Κανόνες είναι παράνομη και αντικανονική.
γ) Στο κείμενο με τίτλο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω
συγχρόνω κόσμω. Η Συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την επικράτησιν
της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης
μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων» εισάγεται
ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός. Γίνεται προσπάθεια να κατανοηθούν και
να εφαρμοσθούν οι περί ειρήνης βιβλικές και πατερικές αναφορές με την
κοσμική τους σημασία, προκειμένου έτσι να δικαιολογηθούν οι
Διαθρησκειακές Συναντήσεις για την επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης.
5. Η «Σύνοδος» αυτή ενώ υποτίθεται ότι συγκροτήθηκε για να διατρανώσει
την ενότητα της Εκκλησίας, τελικά έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Προκάλεσε
διαιρέσεις και σχίσματα στο σώμα της.
6. Κατά παράβαση του Κανονισμού λειτουργίας της σημειώθηκαν
αντικανονικές ενέργειες και πράξεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από την
εικοσιπενταμελή (25) αντιπροσωπία της Εκκλησίας της Σερβίας οι δεκαεπτά
(17) αρνήθηκαν να υπογράψουν το πιο προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της
Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»· επειδή όμως το
εψήφισε ο προκαθήμενος, θεωρήθηκε ψηφισμένο από όλους, μολονότι η
πλειοψηφία το απέρριψε.
Ευχόμαστε και προσευχόμαστε ο Θεός να φωτίσει τους Ιεράρχες μας να
αναλογιστούν τις ευθύνες τους και να πράξουν το καθήκον τους. Να σταθούν
στο ύψος των περιστάσεων και να επισημάνουν τις παθογένειες της
«Συνόδου» της Κρήτης, τις αντικανονικές της πρακτικές και επιλογές. Να
αναδείξουν την διαφοροποίησή της και την απομάκρυνσή της από την
δισχιλιόχρονη Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας. Τρέφουμε την ελπίδα
ότι θα αφουγκραστούν την εκπεφρασμένη αγωνία και οδύνη του Ορθοδόξου
εκκλησιαστικού πληρώματος για τη διαφύλαξη ως «κόρης οφθαλμού» της
σώζουσας πίστεως της Εκκλησίας μας.