ΣΧΟΛΙΟ ME ΑΦΟΡΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ
“Μελετώντας με προσοχή το άρθρο του, διαπιστώνουμε μια σημαντική μετατόπιση από τα παλιά περισπούδαστα (παρ’ όλες τις αδυναμίες τους) έργα του, στα οποία καθόριζε επακριβώς τα όρια της Εκκλησίας και των αιρέσεων” αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή του το Γραφείο επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς με αφορμή δημοσίευμα του καθηγητή και θεολόγου κ. Χρήστου Γιανναρά. Αναλυτικά :
Ένα από τα πλέον αξιοπρόσεκτα δημοσιεύματα, σχετικά με την διοργάνωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, υπήρξε και αυτό του γνωστού καθηγητή και θεολόγου κ. Χρήστου Γιανναρά, ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» (18-6-2016), με τίτλο: «“ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ”: Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΕΓΓΕΝΗΣ». Σε αυτό ο διακεκριμένος θεολόγος και στοχαστής, παραθέτει, κατά τρόπο, όπως πάντα, περιεκτικό, τις απόψεις του, για το ύψιστο γεγονός της συγκροτήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, στο Κολυμπάρι της Κρήτης.
Μελετώντας την μελέτη αυτή με ιδιαίτερη προσοχή, διαπιστώσαμε κατ’ αρχάς πως αντηχεί τους προβληματισμούς και τους φόβους της συντριπτικής πλειοψηφίας του ορθοδόξου πληρώματος, καθ’ ότι και ο ίδιος αποτυπώνει στην μονογραφία του τις τρομακτικές ελλείψεις, παραλήψεις, αλλά και τις εμφανείς σκοπιμότητες των διοργανωτών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Όμως διαπιστώσαμε και αδυναμίες στο κείμενό του, τις οποίες θα παραθέσουμε και θα κριτικάρουμε στη συνέχεια. Σημειώνουμε ότι το σχόλιό μας αυτό δεν έχει σκοπό να μειώσει τον σεβασμό και την εκτίμησή μας στο πρόσωπό του, του οποίου τιμούμε το έργο στη Θεολογία (παρ’ όλες τις επί μέρους διαφωνίες μας) και την συμβολή του στην πνευματική πορεία του τόπου μας.
Αρχίζει με την τραγική διαπίστωση της έλλειψης, ενημέρωσης του εκκλησιαστικού πληρώματος, αλλά και όσων είχαν την ευθύνη της ενημέρωσής του, των Επισκόπων, των καθηγητών, των δημοσιογράφων. «Πριν δέκα περίπου μέρες, το πρώτο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης θέλησε να ενημερώσει την ελληνική κοινή γνώμη για την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των ανά τον κόσμο Ορθοδόξων Εκκλησιών». […] Κάλεσε το κανάλι για τον σκοπό αυτόν σε συζήτηση δύο πανεπιστημιακούς καθηγητές (διεθνολόγους ή περίπου) και δύο δημοσιογράφους – με έναν τρίτο, εξειδικευμένον στη δημοσιογραφική εκκλησιαστική ειδησεογραφία, που παρενέβαινε από το εξωτερικό. Στόχος ήταν να πληροφορηθεί η ελλαδική κοινωνία για ποια αιτία και με ποιο σκοπό συγκαλείται αυτή η σύνοδος, κατά τι ενδιαφέρουν η σύγκλησή της και οι στόχοι της τον σημερινό άνθρωπο, ποιες συνέπειες μπορεί να προκύψουν για τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς και τις σχέσεις τους με την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη». Και συνεχίζει: «Παίρνοντας τον λόγο καθένας από τους παρόντες στο στούντιο καλεσμένους δήλωνε, ειλικρινώς και ευθαρσώς, ότι αγνοεί πλήρως το θέμα, τα ενδιαφέροντά του εντοπίζονται σε εντελώς διαφορετικά πεδία.
Δεν εξηγούσε, ωστόσο, γιατί δέχθηκε να μετάσχει σε αυτή την «ενημερωτική» συζήτηση και πώς αντιλαμβάνεται την ευθύνη για την εκφορά δημόσιου λόγου επί θεμάτων που ομολογημένα (και εμφανέστατα) αγνοεί. Κραυγαλέα, γι’ αυτό και επαγγελματικά ασυχέρητη, ήταν και η άγνοια του δημοσιογράφου που αποπειράτο να διευθύνει τη συζήτηση. Δεν ήξεραν οι συζητητές τι ακριβώς συζητάνε: Μπέρδευαν, σε καταστροφική των νοημάτων σύγχυση, την Εκκλησία με τη θρησκεία. Απέκλειαν και από τις δύο λέξεις κάθε σχέση με τη μεταφυσική αναζήτηση του ανθρώπου, το υπαρξιακό του πρόβλημα, συζητούσαν μόνο με χρηστικές κατηγορίες – ποια ωφελιμότητα μπορούν να έχουν για τον άνθρωπο θεσμοί όπως η «εκκλησία», μια διεθνής «σύνοδος» εκκλησιαστικών αξιωματούχων κ.ά.ά.». Αυτή την σημαντική πτυχή της πλημμελούς ενημέρωσης του ορθοδόξου πληρώματος είχε επισημανθεί και τονισθεί στην Θεολογική και Επιστημονική Ημερίδα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τον περασμένο Μάρτιο στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Οι λεγόμενες προσυνοδικές επιτροπές εργαζόταν μυστικά, γεγονός το οποίο ενόχλησε ακόμη και πολλούς Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Όλο αυτό διάστημα, που ασχοληθήκαμε με την διοργάνωση και τη λειτουργία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, διαπιστώσαμε την απαίτηση του πιστού λαού να έχει ενημέρωση πάνω σε αυτό το κορυφαίο γεγονός. Άλλωστε η ίδια η εκκλησιαστική μας ιστορία μας βεβαιώνει ότι το εκκλησιαστικό πλήρωμα (κλήρος και λαός) ήταν αυτό που απαιτούσε την σύγκληση των Συνόδων, διότι έβλεπε την σώζουσα ορθόδοξη πίστη να κινδυνεύει, με τη νόθευσή της από την πλάνη. Οι Επίσκοποι που λάμβαναν μέρος στις Συνόδους, εκπροσωπούσαν το ποίμνιό τους και εξέφραζαν την θέλησή του. Η μαρτυρία των Επισκόπων δεν ήταν προσωπική, αλλά εκκλησιαστική και γι’ αυτό είχε αγιοπνευματικό χαρακτήρα. Αντίθετα, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο έλαβαν μέρος και Επίσκοποι χωρίς ποίμνιο. Αυτοί, ποιού ποιμνίου εξέφρασαν την θέληση; Αναμφίβολα τη δική τους!
Εδώ βεβαίως ο Καθηγητής κ. Χ. Γιανναράς θέτει το γενικότερο πρόβλημα της έλλειψης κατήχησης των βασικών αρχών της χριστιανικής μας πίστεως. Δεν είναι μόνο οι διεθνολόγοι, δημοσιογράφοι και καθηγητές άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι αγνοούν αυτές τις αρχές, αλλά και πρόσωπα εκκλησιαστικά, κληρικοί, θεολόγοι και πιστοί. Είναι εμφανές ένα τρομακτικό έλλειμμα, το οποίο πρέπει να μας προβληματίσει όλους.
Στη συνέχεια ο Καθηγητής προσπαθεί να παρουσιάσει την λαθεμένη αντίληψη για το τι είναι η Εκκλησία. «Στην καλύτερη περίπτωση λογάριαζαν (σ.σ. στην τηλεοπτική εκπομπή) την Εκκλησία σαν κοινωφελή αποκλειστικά θεσμό, κάτι σαν αποτελεσματικότερο (λόγω εθελοντισμού) IKA, που εξασφαλίζει “κοινωνική συνοχή” και (υπονοείται) “χρηστά ήθη”. Ούτε η παραμικρή υποψία ή ερώτημα, πώς είναι δυνατό ένας θεσμός ωφελιμιστικών σκοπιμοτήτων να έχει γεννήσει μέσα στην Ιστορία ιλιγγιώδη ποίηση, κορυφαία μουσική – ζωγραφική – αρχιτεκτονική εκφραστική, συναρπαστική δραματουργία, διαχρονικά γονιμότατο φιλοσοφικό λόγο. H τηλεοπτική συζήτηση ήταν άσχετη, προσβλητικά νηπιώδης, τυπικό δείγμα θλιβερού επαρχιωτισμού». Δεν θα διαφωνήσουμε.
Δυστυχώς έχει δίκιο. Υπάρχει τεράστιο κενό ενημέρωσης, κύρια με ευθύνη της Εκκλησίας, στο πολύ κόσμο, ο οποίος θεωρεί την Εκκλησία ως ένα σωματείο, το οποίο ταυτίζεται με τον κλήρο! Ας μας επιτρέψει όμως να υπερβούμε και τη δική του θεώρηση στο ότι η Εκκλησία «έχει γεννήσει μέσα στην Ιστορία ιλιγγιώδη ποίηση, κορυφαία μουσική – ζωγραφική – αρχιτεκτονική εκφραστική, συναρπαστική δραματουργία, διαχρονικά γονιμότατο φιλοσοφικό λόγο». Βεβαίως ισχύει αυτό, αλλά κύριος σκοπός και έργο της Εκκλησίας δεν είναι να γεννά πολιτισμό και φιλοσοφικό λόγο, αλλά να σώζει, να αλλάζει τον κόσμο και την ιστορία, να εκβάλλει το παρείσακτο κακό και το διάβολο από την δημιουργία του Θεού. Να «χριστοποιεί» τον άνθρωπο και την υλική κτίση. Να εργάζεται για την εσχατολογική προοπτική του κόσμου, που είναι η κατά χάριν θεοποίηση του ανθρώπου και της κτιστής δημιουργίας.
Δεν είναι η Εκκλησία, όπως ορθά τονίζει και ο ίδιος, «θεσμός ωφελιμιστικών σκοπιμοτήτων», αλλά το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, το οποίο μετέχει του Ακτίστου και του Κτιστού, για να σώσει το κτιστό και κύρια τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο. Δυστυχώς, διαβάζοντας τα σύγχρονα κείμενά του στην συγκεκριμένη εφημερίδα, διαπιστώνουμε ένα έλλειμμα θεολογικό. Συγκρίνοντας τα τωρινά του συγκριμένα κείμενα, διαπιστώνουμε ότι απέχουν από τα παλαιότερά του, στα οποία έλεγε τα «πράγματα με το όνομά τους». Ως διαπρεπής θεολόγος δεν θα έπρεπε να δώσει έστω και ένα σύντομο ορισμό της Εκκλησίας, για να πληροφορηθούν οι αναγνώστες του γιατί διαφωνεί με την λαθεμένη, του κόσμου, αντίληψη περί Εκκλησίας;
Στη συνέχεια, θέλοντας να τονίσει τις «εγγενείς αντιφάσεις» της Μεγάλης Συνόδου, αναφέρεται στο γεγονός της αρνήσεως των τεσσάρων Πατριαρχείων να συμμετάσχουν σε αυτή. Και εδώ, κατά τη γνώμη μας, ο κ. Καθηγητής έκαμε λαθεμένη θεώρηση. Γράφει: «Οι λόγοι που προβλήθηκαν, θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρεις κύριες συντεταγμένες: Στην απαίτηση να διευθετηθούν, πριν από τη Σύνοδο, διαφωνίες και έριδες για τα γεωγραφικά όρια δικαιοδοσίας των πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (με αφορμή το Kατάρ), Σερβίας και Ρουμανίας (με αφορμή την περιοχή Tιμόκ). Στις συγκαλυμμένες, αλλά πεισματικές απόπειρες του πατριαρχείου Μόσχας να αμφισβητηθεί ποικιλοτρόπως το πρωτείο οικουμενικής ευθύνης και διακονίας του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης».
Βεβαίως υπήρξαν και λόγοι «για τα γεωγραφικά όρια δικαιοδοσίας των πατριαρχείων», όμως αποσιωπά τον κυριότερο λόγο: την απαίτηση για απάλειψη συγκεκριμένων θέσεων, οι οποίες, δεν ήταν απλά «προβληματικές», αλλά προσέβαλλαν ευθέως την ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως το περιβόητο κείμενο για τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, το οποίο αναγνώριζε (και δυστυχώς έγινε δεκτό και αναγνώρισε την ονομασία τους και κατά συνέπεια την ύπαρξή τους) ως «εκκλησίες» τους κατεγνωσμένους και συνοδικά καταδικασμένους, αιρετικούς (παπικούς, προτεστάντες, αγγλικανούς, μονοφυσίτες, κλπ). Αυτό το αγνοούσε ο κ. Καθηγητής; Σαφώς και όχι! Γιατί το αποσιώπησε; Γιατί αναίρεσε τον ίδιο του τον εαυτό, αφού στα παλαιότερα κείμενά του τους χαρακτήριζε ως αιρετικούς; Δεν όφειλε να πάρει θέση και να σταθεί στους ουσιαστικούς λόγους μη προσέλευσης των τεσσάρων Εκκλησιών στη Σύνοδο;
Στη συνέχεια αναφέρει ως μία από τις «εγγενείς αντιφάσεις» της Μεγάλης Συνόδου την «απαίτηση αυτοαποκαλούμενων “συντηρητικών” επισκόπων, μέσα σε κάθε (σχεδόν) Ορθόδοξη Εκκλησία, να αποφασίσει η Σύνοδος την πλήρη, στεγανή ρήξη των Ορθοδόξων με κάθε άλλη χριστεπώνυμη εκκλησία, ομολογία, παράδοση». Αδυνατούμε και πάλι να κατανοήσουμε τη συγκριμένη θέση και φρασεολογία του, συγκρίνοντάς το με τα παλαιά του κείμενα. Στεκόμαστε στη φράση του «ρήξη των Ορθοδόξων με κάθε άλλη χριστεπώνυμη εκκλησία, ομολογία, παράδοση».
Ποιος στ’ αλήθεια ζήτησε ρήξη; Κανένας! Αυτό που ζητήθηκε μετ’ επιτάσεως ήταν ο επανακαθορισμός των σχέσεων της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας με τις άλλες χριστιανικές κοινότητες, όπως έκαναν οι θεοφόροι Πατέρες εδώ και δύο χιλιετίες. Κλήση για την ένταξή τους στην Μία Εκκλησία και όχι αναγνώρισή τους ως «εκκλησίες» στις αιρετικές τους πλάνες. Αξιολόγηση και επανακαθορισμό των ως τώρα ατέρμονων, αναποτελεσματικών και δυστυχώς, ζημιογόνων για την Εκκλησία μας, θεολογικών διαλόγων.
Όχι ρήξη, αλλά πλησίασμα, με αγάπη και αλήθεια, για την ένταξή τους στη σωστική αγκαλιά της Ορθοδοξίας μας, της μιας αδιαίρετης και αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Έπρεπε να γίνει παγκόσμια διακήρυξη ότι η μόνη αληθινή Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη και πως μόνον αυτή παρέχει τη δυνατότητα της σωτηρίας, σε αντίθεση με τις ποικιλώνυμες πλάνες, οι οποίες οδηγούν στην απώλεια. Φυσικά τίποτε δεν έγινε από όλα αυτά! Ρωτάμε και πάλι τον κ. Καθηγητή: Δεν θα έπρεπε και ο ίδιος, ως διαπρεπής θεολόγος και συνεχιστής των παλαιών περί Εκκλησίας, απόψεών του, να αναφερθεί σε αυτή την αλήθεια; Γιατί ονομάζει «ρήξη» την αυτονόητη ομολογία των «συντηρητικών» Επισκόπων;
Συνεχίζοντας την κριτική του στους «συντηρητικούς Επισκόπους», κάνει τον εξής, λαθεμένο, κατά τη γνώμη μας, συσχετισμό: «Όταν ακούει κανείς σήμερα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες τούς “συντηρητικούς” επισκόπους να πολεμάνε με μανιασμένο πάθος τους “οικουμενιστές” (εν Xριστώ αδελφούς τους), πιστοποιεί ότι κοπιάρουν πιστά τους υπέρμαχους κάθε “ορθοδοξίας” (μαρξιστικής, φροϋδικής, ή όποιας άλλης ιδεοληψίας): Λειτουργούν με τη στυγνή εξουσιαστική λογική, δηλαδή με τη βασανιστική ανασφάλεια που έτρεφε και τον ναρκισσισμό ενός Λουναρτσάσκι ή ενός Zντάνοφ. Kαι στον πισώπλατο πόλεμο της Mόσχας ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, ψηλαφεί ο απροκατάληπτος το ακριβές ανάλογο της εξουσιολαγνείας στις μεσαιωνικές, βαρβαρικές αυλές των παπών ή στο σοβιετικό πολιτ-μπιρό». Ειλικρινά δεν περιμέναμε μια τόσο απλοποιημένη θεώρηση από τον κ. Καθηγητή.
Ο «πισώπλατος πόλεμος Μόσχας ενάντια στην Κωνσταντινούπολη» δεν μπορεί να ερμηνεύσει την, σχεδόν καθολική, αντίδραση, όχι μόνον των «συντηρητικών Επισκόπων», αλλά του συνόλου σχεδόν, του ορθοδόξου πληρώματος σε όλο τον κόσμο. Ίσως δεν έχει αφουγκραστεί την κοινή γνώμη, όλον αυτόν τον καιρό, για να καταλάβει ότι οι αντιδράσεις κατά των κειμένων της Μεγάλης Συνόδου, απέχουν παρασάγγας από την «κοινωνιολογική» θεώρησή του. Από την τάση της «στυγνής εξουσιαστικής λογικής», από την «εξουσιολαγνεία». Ας κάνει τον κόπο να μελετήσει, με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα μελέτες και ανακοινώσεις, των «συντηρητικών Επισκόπων», όπως των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών: Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Γόρτυνος κ. Ιερεμία, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Λεμεσού κ. Αθανασίου, Μόρφου κ. Νεοφύτου, Λόβετς (Βουλγαρίας) κ. Γαβριήλ, κ.α. για να διαπιστώσει την παντελή απουσία κανενός είδους «εξουσιολαγνείας», αλλά μια κραυγή αγωνίας, ένα αίσθημα τεράστιας ευθύνης, μια πράξη αυτονόητης έκφρασης ομολογίας για τη διαφύλαξη της «Παρακαταθήκης», την οποία υποσχέθηκαν να διαφυλάξουν κατά τη χειροτονία τους!
Δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από αυτό που έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας στο δισχιλιόχρονο διάβα Της, την επιβεβλημένη προάσπιση της σώζουσας ορθοδόξου πίστεως! Όσο για την έκφρασή του:
«μανισμένο πάθος τους (προς) “οικουμενιστές” (εν Xριστώ αδελφούς τους)», θεωρούμε ότι είναι ατυχής και νομίζουμε ότι πραγματικά αδικεί τον ίδιο τον κ. Καθηγητή! Τέτοιου είδους, όμως, «μανιασμένα πάθη», έσωσαν την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας στη δισχιλιόχρονη πορεία της και αυτό το γνωρίζει καλλίτερα εκείνος από τον καθένα!
Ακολούθως ο κ. Καθηγητής αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε, ζούμε, σκεπτόμαστε, ενεργούμε με τη νοο-τροπία και τις πρακτικές ενός ολοκληρωτικά κυρίαρχου, άτεγκτα ατομοκεντρικού «παραδείγματος» (κατεστημένου “τρόπου” του βίου ή “πολιτισμού”), θέλουμε να πραγματοποιήσουμε “σύνοδο” Εκκλησιών έχοντας απολέσει και την επίγνωση και την εμπειρία τόσο της συνόδου όσο και της Εκκλησίας». Συμφωνούμε για την σύγχρονη αλλοτρίωση, αλλά κάνει και εδώ το λάθος να γενικεύει επικίνδυνα τα πράγματα.
Θέλει να λησμονεί πως σε αυτή την σύγχρονη αλλοτρίωση υπάρχει το «Λείμμα», το οποίο, δεν έχει αλλοτριωθεί και δεν «ατομοκρατείται». Αυτό δεν απώλεσε «την επίγνωση και την εμπειρία τόσο της συνόδου όσο και της Εκκλησίας», γιατί είναι η ίδια η Εκκλησία, η οποία οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13), από το εν Αυτή ενδημούν Άγιο Πνεύμα. Αυτό το «Λείμμα» διασώζει την αλήθεια και τη γνησιότητα. Αυτό είναι που αντέδρασε με αυτόν τον ζωντανό τρόπο στις «εγγενείς αντιφάσεις» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως αντιδρούσε και στο παρελθόν. Αυτό το «Λείμμα» θα αποφασίσει εν τέλει αν η Σύνοδος του Κολυμβαρίου θα είναι όντως Αγία και Μεγάλη! Γιατί λοιπόν αποσιώπησε αυτή τη σημαντική πτυχή;
Στη συνέχεια ο κ. Καθηγητής παραθέτει τις «εγγενείς αντιφάσεις» της Συνόδου: «Από την πρώτη στιγμή, η σύλληψη, η οργανωτική λογική, οι πρακτικές προετοιμασίας της Συνόδου ήταν εξόφθαλμα παγιδευμένες στο (αυτονόητο σήμερα) ατομοκεντρικό “παράδειγμα”: Να εξασφαλιστούν ίσα δικαιώματα έκφρασης απόψεων και χρόνου ομιλίας, ορθολογικοί κανόνες πειθάρχησης των προβληματισμών και λειτουργίας των “ομάδων εργασίας”, καθορισμένος αριθμός και είδος συνοδών εμπειρογνωμόνων, κ.λπ. κ.λπ. Καμία ρωγμή δυνατότητας να ξεπηδήσει το απρόβλεπτο, το χαρισματικό, η έκπληξη». Εδώ δε θα διαφωνήσουμε μαζί του. Η «άψογη οργανωτική διαδικασία», λειτούργησε, κατά τη γνώμη μας, σε βάρος της αλήθειας, αφού κατά τον ίδιο: «Επιβλήθηκαν, αυτονόητα και ομόφωνα, οι αξιωματικές σταθερές του ατομοκεντρικού “τρόπου”». Η αλήθεια στη Σύνοδο έγινε όντως «αντικειμενική βεβαιωμένη ορθότητα … η πίστη δεν σημαίνει πια εμπιστοσύνη, καρπό εμπειρίας της σχέσης. Σημαίνει ατομική “πεποίθηση”, ιδεολόγημα ατομικής προτίμησης και επιλογής – αφού και η ελευθερία, στο ατομοκεντρικό “παράδειγμα”, είναι μόνο δικαίωμα επιλογής, καθόλου κατόρθωμα αυθυπέρβασης. H κατοχή της “αλήθειας”, της γνήσιας, ανόθευτης “Ορθοδοξίας”, γίνεται όπλο για να εξουσιάζεις τους παρεκκλίνοντες ή πλανημένους, να θωρακίζεις το εγώ σου με “εξαγιασμένον” από τους σκοπούς του, ακόρεστο ναρκισσισμό, να αυτοχρίεσαι αυτεπάγγελτος εισαγγελέας των “ελάχιστων αδελφών” σου». Δε μπορούμε να «αποκρυπτογραφήσουμε» πλήρως τις φράσεις του.
Σε ποιων τα χέρια γίνεται η «ανόθευτη Ορθοδοξία» όπλο εξουσίας προς τους «παρεκκλίνοντες ή πλανημένους»; Σε ποιων τα χέρια γίνεται θωράκιση του «εγώ τους με “εξαγιασμένον” από τους σκοπούς τους, ακόρεστο ναρκισσισμό, να αυτοχρίονται αυτεπάγγελτοι εισαγγελείς των “ελάχιστων αδελφών” τους»; Προφανώς εδώ εννοεί και πάλι τους «συντηρητικούς» Επισκόπους και πιστούς, οι οποίοι εμμένοντας στην ορθόδοξη πίστη και παράδοση και μη θέλοντας να παρεκκλίνουν και να κάνουν παραχωρήσεις στις εγνωσμένες πλάνες, θεωρούνται από τον κ. Καθηγητή ως «εξουσιαστές των πλανημένων», «ναρκισσιστές του εγώ τους» και «εισαγγελείς των ελάχιστων αδελφών τους»! Αν έτσι θεωρεί ο κ. Καθηγητής τους σύγχρονους «συντηρητικούς», τότε θα έπρεπε να συμπεριλάβει σ’ αυτούς και τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι επέμεναν να διαφυλάξουν την ανόθευτη Ορθοδοξία! Θα έπρεπε να συμπεριλάβει και τον άγιο Μάρκο Ευγενικό, ο οποίος τα «έσπασε» κυριολεκτικά στην ψευδοσύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), διασώζοντας την σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας και αλλάζοντας ταυτόχρονα τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας!
Κλείνοντας το σχόλιό μας στο άρθρο του Καθηγητή κ. Χρήστου Γιανναρά, θέλουμε να εκφράσουμε την πικρία μας, διότι θα περιμέναμε από αυτόν, τον διαπρεπή θεολόγο και στοχαστή, μια πιο «βαθειά» θεώρηση και κριτική ανάλυση των «εγγενών αντιφάσεων» και αδυναμιών περί την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η οποία πλέον πέρασε στην ιστορία. Μελετώντας με προσοχή το άρθρο του, διαπιστώνουμε μια σημαντική μετατόπιση από τα παλιά περισπούδαστα (παρ’ όλες τις αδυναμίες τους) έργα του, στα οποία καθόριζε επακριβώς τα όρια της Εκκλησίας και των αιρέσεων. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι είναι ένας από τους κυριότερους σύγχρονους θεολόγους, ο οποίος (στο παρελθόν) κατάδειξε την θεολογική γύμνια και πενία της δυτικής χριστιανοσύνης και τον αστείρευτο πλούτο και τη γνησιότητα της Ορθοδοξίας. Με απογοήτευση διαπιστώσαμε πως δεν στάθηκε συνεχιστής και υπερασπιστής των παλαιών του αυτών απόψεων στο συγκεκριμένο άρθρο του, όσον αφορά τη σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου, αλλά αρκέστηκε σε μια άγονη, κατά τη γνώμη μας, κριτική, κοινωνιολογικού στοχασμού, απόλυτα ανίκανη να συμβάλλει θετικά στο μεγάλο γεγονός των ημερών και να διαφωτίσει επαρκώς τους αναγνώστες του.