Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Μέσα στη φλυαρία των λόγων, τις ποικίλες εκδηλώσεις, την όλη εξωστρέφεια που παρατηρείται, το θέμα μετάνοια παρουσιάζεται ως ξένο στη βιοτή μας.
Ως να μην χρειάζεται, ως νάναι μόνον αναγκαία στα τέλη της ζωής μας. Άλλα θέματα κατακλύζουν τον χώρο της ύπαρξής μας και η λέξη «μετάνοια», ηχεί σαν κάτι το απόκοσμο, το οπισθοδρομικό, το ενοχλητικό. Ίσως, ξεχάσαμε την μετάνοια.
Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε μία αδιάκοπη προβληματική κατάσταση. Η αμαρτία έχει εισβάλλει τα μέγιστα στη ζωή μας και διακόπτει την επικοινωνία μας με τον Θεό. Η πίστη δείχνει τραυματισμένη και ο άνθρωπος αλλοτριωμένος. Η πνευματική κρίση της εποχής μας εμφανίζεται με υποχωρήσεις συνεχείς σε ακατάλυτες βασικές αρχές, με συμπλέγματα, με ανατροπή των ηθικών κριτηρίων.
Εν προκειμένω, αρκούν τρεις βασικές διαπιστώσεις:
α). Η υλοφροσύνη. Είναι το πρώτο που κυριαρχεί. Ο μετα-μοντέρνος, ως αποκαλείται, άνθρωπος έχει ελκυσθεί σε μεγάλο βαθμό από το γήινο – υλιστικό φρόνημα. Σ’ όλους τους τομείς, η ζωή διαμορφώνεται με χρηματοοικονομικούς όρους. Άσβεστη τυγχάνει η δίψα απόκτησης υλικών και μόνον αγαθών. Ένα πάθος πλεονεξίας, το οποίο δεν έχει τέλος. Ισχύει απόλυτα η ευαγγελική ρήση: «Καθελώ μεν τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου και ερώ τη ψυχή μου… αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. 12, 18-19). Καμμία υποψία περί ψυχής. Αδιαφορία για τον πλησίον. Άγνωστη χώρα η πνευματική ζωή. Θόλωση της πίστεως. Παραμερισμός του Θεού. Σαφέστατα είναι σε εφαρμογή το βιβλικόν: «Έφαγε και ενεπλήσθη και απελάκτισεν… ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και εγκατέλιπε Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν» (Δευτερ. 32,15). Αλλά η αλήθεια, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ότι βρίσκεται στο: «Όταν έχεις τον ουρανό τάχεις όλα». Αυτό είναι το «μείζον» και όχι οι «μείζονες αποθήκες» της ματαιότητας του κόσμου τούτου.
β). Τα ψυχολογικά προβλήματα. Είναι αναμφίβολο το γεγονός ότι ο άνθρωπος των καιρών μας παρουσιάζεται να έχει πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Νοιώθει ένα κενό στην ύπαρξή του. Κενό ψυχής. Και τω όντι, διέρχεται βάσανο. Είναι αληθώς βασανισμένος και κουρασμένος ψυχικά ο σημερινός άνθρωπος και ζει σ’ ένα απαράκλητο κόσμο. Η υποδούλωσή του στα πάθη, η αιχμαλωσία στο κακό δημιουργεί μία ζωή γεμάτη άγχος, κατάθλιψη, απόγνωση, απελπισία. Φθάνει ακόμα και στα όρια της αυτοχειρίας. Χάθηκαν οι στόχοι και τα οράματα. Φυγαδεύτηκε το νόημα της ζωής. Και υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας απαρηγόρητοι. Και ομολογούν: «Εν τη κακία ημών κατεδαπανήθημεν». «Αρετής σημείον ουδέν έσχομεν δείξαι» (Σοφ. Σολ. 5, 6-13). Τι φοβερό, να λέγει κάποιος ότι η ζωή υπήρξε μηδέν. Και η πραγματικότητα αυτή είναι αμείλικτη. Γι’ αυτό και προβάλλει η αδήριτη ανάγκη ο άνθρωπος που ταράσσεται να υπερβεί τον ανθρώπινο λόγο για να βρεί τον θεικό λόγο, ν’ ανακαλύψει την άλλη λογική, εκείνη του Ευαγγελίου.
γ). Η διάσταση από την Εκκλησία. Τρίτη διαπίστωση είναι η διάσταση από την Εκκλησία. Παρατηρείται πράγματι μία άμβλυνση του εκκλησιολογικού ήθους και φρονήματος των ανθρώπων. Χαλάρωση του συνδέσμου των ανθρώπων με την Εκκλησία και τα ιερά της Μυστήρια. Καταγράφεται αύξηση των πολιτικών γάμων, αποχή από τον συνειδητό εκκλησιασμό, επιφανειακή θρησκευτικότητα, θεώρηση των ιερών Μυστηρίων ως κοινωνικές εκδηλώσεις. Αυτά τα φαινόμενα είναι πνευματικώς ολέθρια και η στάση αυτή δεν διασφαλίζει την πνευματική υγεία της κατά Χριστόν πολιτείας. Άλλωστε, ο καθένας μόνος του δεν μπορεί νάναι Εκκλησία, ούτε νοείται Χριστός χωρίς Εκκλησία κατά την λανθασμένη αντίληψη ότι: «Εγώ διαμορφώνω το πιστεύω μου» και «εγώ δέχομαι το Χριστό, αλλ’ όχι την Εκκλησία».
Συνάμα με τις παραπάνω διαπιστώσεις παρουσιάζονται ποικίλες προτάσεις επανασύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας στα πρότυπα μιάς άκριτης παγκοσμιοποίησης δίχα την θέση της Εκκλησίας. Και βέβαια ο νεο-διαφωτισμός έρχεται πάντοτε στο προσκήνιο θεωρούμενος ως πανάκεια για την επίλυση ζωτικών θεμάτων του σύγχρονου ανθρώπου. Όμως η φοβερότερη τραγωδία για την ζωή του ανθρώπου γεννάται εκεί όπου εκδιώκεται ο Θεός, που τίθεται στο περιθώριο, εκτός του δημόσιου βίου, εκεί τελικά όπου νεκρώνεται η πίστη, λείπει ο ναός και απουσιάζει το φως του Ευαγγελίου και παύει το «κατά Θεόν πολιτεύεσθαι». Όταν δε διατυμπανίζεται ότι ο λόγος του Ευαγγελίου, δηλαδή της Εκκλησίας, είναι αναχρονιστικός, συντηρητικός, μεσαιωνικός, αυτή η άποψη είναι καθαρά προχειρολογία και κενοφωνία, αποτέλεσμα αμάθειας και ημιμάθειας. Τούτο, γιατί ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι καιρικός αλλ’ αιώνιος, δεν είναι ρητορική μίσους αλλ’ λόγος αγάπης για τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, λόγος αλήθειας και όχι ψεύδους. Και το σπουδαιότερο της Εκκλησίας, που διακονεί και λειτουργεί ως «ιατρείον ψυχών», είναι η λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία, η μετάδοση τελικά της αθανασίας. Αυτό κάνει η Εκκλησία. Και μόνον μ’ αυτό, καταξιώνεται.
Η απομάκρυνση, λοιπόν, αυτή από το Θεό είναι ανάγκη να τελειώνει. Φθάνει πιά να στεκόμεθα μακρυά. Να ξαναγυρίσουμε στο «σπίτι του Πατέρα». Και χρειάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος να προσέξει την πνευματική διάσταση της οντολογίας των θεμάτων. Να σκεφθεί βαθύτατα. Ο,τι «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν… εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πραξ. 4,12). Η λύτρωση από το κακό και την αμαρτία βρίσκεται κάπου αλλού. Είναι στην επιστροφή και στην επανασύνδεση. Στη γλώσσα της θεολογίας ονομάζεται «καταλλαγή» (Ρωμ. 5,11), δηλαδή συμφιλίωση με τον Θεό – Πατέρα. Αυτό είναι η ουσία της μετάνοιας. Έτσι για την υλοφροσύνη, η μετάνοια λειτουργεί ως σκέψη αυτογνωσίας. Για την ψυχική ακαταστασία, ως θυγατέρα ελπίδας και για την διάσταση από την Εκκλησία, ως βάση μιάς αυθεντικής εκκλησιαστικής βιοτής. Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς… Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11, 28-29). Αλήθεια, πρόκειται για μία λυτρωτική πρόσκληση. Το αναγνωρίζουμε ότι όλοι μας είμαστε κοπιώντες και πεφορτισμένοι ποικιλοτρόπως. Μην τρέφουμε αυταπάτες. Εξακολουθεί να ισχύει το: «Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν». Έτσι, η μετάνοια είναι ένας ατέλειωτος δρόμος. Τελειώνει μόνον όταν κλείσουμε τα μάτια μας. Και το «μετανοείτε» του Κυρίου δεν είναι σε χρόνο παρακείμενο. Είναι σε ενεστώτα διαρκείας χρόνο.
Δύο περιστατικά από το Γεροντικό είναι πολύ χαρακτηριστικά για το όλο θέμα, άξια πολλής προσοχής.
Το πρώτον:
«Έλεγαν για τον Αββά Σισώη ότι, όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι πατέρες γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και τους λέγει: «Να, ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Και μετά από λίγο λέγει: «Να, η χορεία των προφητών ήλθε». Και πάλι το πρόσωπό του περίσσια έλαμψε και είπε: «Να, η χορεία των αποστόλων ήλθε». Και έλαμψε πάλι το πρόσωπό του πιο πολύ. Και ιδού, ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Και τον ρώτησαν οι γέροντες λέγοντας: «Με ποιόν μιλάς, πάτερ;». Και εκείνος είπε: «Να, οι Άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη». Και του λέγουν οι γέροντες: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσης, πάτερ». Και τους είπε ο γέρων: «Σας βεβαιώνω ότι δεν βλέπω να έχω κάμει αρχή». Και πληροφορήθηκαν όλοι ότι είναι τέλειος».
Το δεύτερον:
«Ο αββάς Δωρόθεος, όταν εύρισκε σε μαύρη απελπισία τον αδελφό Δοσίθεο που του είχαν εμπιστευθεί, μετά από τις κατάλληλες νουθεσίες, συνήθιζε να του λέγει: «Ο Θεός συγχωρήση σοι. Έγειρε, από του νυν, βάλωμεν αρχήν. Σπουδάσωμεν του λοιπού και ο Θεός βοηθεί. Βάλωμεν αρχήν. Ευθέως δε ως ήκουεν (ο Δοσίθεος), ηγείρετο τρέχων μετά χαράς εις την υπηρεσίαν».
Συνελόντ’ ειπείν, αν κάτι χρειαζόμεθα στους σημερινούς δύσκολους καιρούς μας, αυτό είναι η μετάνοια. Το «βάπτισμα των δακρύων». Την μετάνοια, που περιφρονούμε και για την οποία δεν μιλούμε και δυστυχώς την ξεχάσαμε.