Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Το ερώτημα «τί είναι ο άνθρωπος» φέρει πανάρχαιο καί επίκαιρο χαρακτήρα. Πάντοτε καί κάθε άνθρωπος ερωτά: Τί είμαι; Από πού προέρχομαι; Πού πηγαίνω; Ποίος ο σκοπός τής ζωής μου;
Σ’ αυτά τά εύλογα ερωτήματα, τά τόσο θεμελιώδη καί ουσιαστικά, οι Τρείς Ιεράρχες στοχάστηκαν, φιλοσόφησαν, θεολόγησαν, έγραψαν καί κήρυξαν. Τό θέμα «άνθρωπος» τούς απασχόλησε τά μέγιστα.
Δέν ήσαν, βέβαια, οι Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος καί Γρηγόριος ο Θεολόγος κάποιοι απλώς κληρικοί αλλά υπήρξαν καί οι τρείς τους σπουδαίες προσωπικότητες, μέ λιπαρά παιδεία ελληνική καί χριστιανική. Κυρίως όμως, ο κατά Χριστόν βίος τους λάμπει στό πνευματικό στερέωμα καί ο λόγος τους έχει πλέον εκκλησιαστικό κύρος ανά τούς αιώνες. Είναι καί παραμένουν πατέρες καί οικουμενικοί διδάσκαλοι τής Εκκλησίας.
*
Είναι γνωστόν, ότι κατά τήν βιβλική γραμματεία, ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωσιν Θεού» (Γεν. 1,16) καί ακριβώς σ’ αυτή τήν αρχή στηρίχθηκαν οι θεοφόροι τρείς ιεράρχες γιά νά μάς δώσουν τήν σκέψη τους.
Ο ουρανοφάντωρ (= ο λάμπων μέχρις ουρανού καί αποκαλύπτων τά θεία μυστήρια τού ουρανού) Βασίλειος, «τά τών ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε» μέ τό όλον του έργο καί κυρίως μέ τήν πόλη τής αγάπης τήν οποία δημιούργησε κοντά στήν Καισάρεια καί στήν οποία «νόσος φιλοσοφείται καί συμφορά μακαρίζεται καί τό συμπαθές δοκιμάζεται», ως έλεγε στόν «Επιτάφιον» ο επιστήθιος φίλος του Γρηγόριος. Προσέτι, ο Μεγ. Βασίλειος μίλησε γιά τήν εκρίζωση τών παθών τού ανθρώπου, γιά τήν μετάνοια, τήν νηστεία, τήν ταπεινοφροσύνη καί έφθασε στά ύψη γράφοντας γιά τήν δυναμική τής θεοπτίας τού ανθρώπου μέ τήν δύναμη τού Παναγίου Πνεύματος. Αυτό τό τελευταίο είναι τό εξόχως σημαντικό τής προσφοράς του ακριβώς διότι εξυψώνει τόν άνθρωπο πού έχει καθαρθεί, ώστε νά μπορεί νά εισέρχεται στά άδυτα καί «απόρρητα» τής πνευματικής κατά Θεόν ζωής. Θά πεί ο σοφός Ιεράρχης: Εφ’ όσον διά τού «κατ’ εικόνα» έχει ενσφραγισθεί μέσα στόν άνθρωπο τό «θεοειδές», τό «καθ’ ομοίωσιν» φανερώνει τό δυναμικό τής ψυχής, δηλαδή τήν δυνατότητα πρός τήν θέωσι. Ωραιότατα γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «Εάν δέ (=ο άνθρωπος) πρός τήν θειοτέραν απονεύση μερίδα καί τάς τού Πνεύματος υποδέξηται χάριτας (=ενεργείας), τότε γίνεται τών θειοτέρων καταπληκτικός, όσον αυτού τή φύσει σύμμετρον… Ο μέντοι τή θεότητι τού Πνεύματος ανακραθείς νούς, ούτος ήδη τών μεγάλων εστί θεωρημάτων εποπτικός καί καθορά τά θεία κάλλη, τοσούτον μέντοι όσον η χάρις ενδίδωσι καί η κατασκευή αυτού υποδέχεται» (Επιστολή 233, 1, P.G. 32, 865).
Ο άλλος φωστήρ τής Εκκλησίας, ο Ιερός Χρυσόστομος, ο πρύτανις αυτός τού θείου κηρύγματος γιά τό θέμα «άνθρωπος» μελετά, ερευνά τήν Αγία Γραφή, θεολογεί καί διδάσκει: «Άνθρωπος εστι, τό μέγα ζώον καί θαυμαστόν, καί τής κτίσεως απάσης τώ Θεώ τιμιώτερον, δι’ όν ουρανός καί γή καί θάλαττα καί τό λοιπόν άπαν τής κτίσεως σώμα» (PG 54, 587α). Καί προχωρεί βαθύτερα: «Άνθρωπος γάρ εστιν, ουχ όστις απλώς, χείρας καί πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν καί αρετήν μετά παρρησίας ασκεί» (PG 49, 232α).
Ειδικότερα, ο ιερός πατήρ, αναφέρεται στόν αληθινό, τόν αναγεννημένο άνθρωπο, «τόν τής αρετής άνθρωπον» καί αφού ερωτήσει ο ίδιος ότι: «Όταν γάρ ίδω σε αλόγως βιούντα, πώς σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί βούν; Όταν ίδω σε αρπάζοντα, πώς σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί λύκον; Όταν ίδω σε πορνεύοντα, πώς σε καλέσω άνθρωπον; αλλ’ ουχί χοίρον; Όταν ίδω σε δολερόν, πώς σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί όφιν… Όταν ίδω σε απειθή καί ασύνετον, πώς σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί λίθον; Έλαβες ευγένειαν παρά Θεού, τί προδίδως τήν αρετήν τής φύσεως; Τί ποιείς;» (PG 55, 500-501α), στή συνέχεια απαντά καί καταθέτει: «Ο μέν γάρ άνθρωπος έργον Θεού, η δέ πλάνη έργον τού διαβόλου» (PG 61, 282δ καί PG 63, 578). Γι’ αυτό καί δίνει ιδιαίτερη σημασία στήν όλη αγωγή τού ανθρώπου από τήν νεαρή ηλικία. Η ομιλία του «περί κενοδοξίας καί όπως δεί τούς γονέας ανατρέφειν τά τέκνα» είναι λίαν χαρακτηριστική. Τό μήνυμά του είναι διαχρονικό: «Διά πάντων ένεστι παιδεύειν» (PG 57, 364β) καί σέ δυναμικό λόγο του λέγει: «παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (PG 63, 205γ).
*
Επί πλέον, στά γραπτά καί στούς λόγους, τού τρίτου μεγάλου αγίου ανδρός, τού Γρηγορίου τού Θεολόγου ευρίσκουμε υψηλά νοήματα γιά τόν άνθρωπο. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ο τεχνίτης Λόγος (τού Θεού) από τά δύο, δηλαδή τήν αόρατο καί τήν ορατή φύση, δημιουργεί ένα ζωντανό πλάσμα, δηλαδή τόν άνθρωπο καί αφού έλαβε τό σώμα από τήν ύλη, πού είχε ήδη δημιουργηθεί καί αφού έβαλε μέσα σ’ αυτό πνοή από τόν εαυτό του…, τόν τοποθετεί επάνω στή γή τρόπον τινά, ως ένα δεύτερο κόσμο, μεγάλο μέσα στό μικρό, ως ένα άλλο άγγελο, μικτόν προσκυνητήν (λάτρην), επιτηρητή τής ορατής κτίσεως, μυημένο στά μυστικά τής αοράτου (μόνον διά τού νού αντιληπτής), βασιλέα τών επιγείων, αλλ’ υπήκοο στήν άνω βασιλεία, επίγειο καί ουράνιο, πρόσκαιρο καί αθάνατο, ορατό καί αόρατο, ευρισκόμενον στό μέσον μεταξύ μεγαλείου καί ταπεινής θέσεως τόν ίδιον πνεύμα καί σάρκα ένα ζωντανό όν, τό οποίον εδώ (στόν κόσμο αυτό) διακυβερνάται, αλλ’ αλλού κατευθύνεται (αποδημεί), καί, πράγμα πού αποτελεί τό άκρον άωτον τού μυστηρίου, φθάνει στήν θέωση μέ τήν ροπή (τάση) πρός τόν Θεόν» (PG 36, 321 επ.).
Τώ όντι, ο άγιος Γρηγόριος φιλοσόφησε καί θεολόγησε γιά τήν ανθρώπινη ύπαρξη. Μάλιστα έθεσε ως βασικό μέλημα τού αληθούς ανθρώπου τήν απόκτηση τής αρετής. Βέβαια, η ιδέα τής αρετής ήταν γνωστή στόν αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά στόν εξαιρετικά πεπαιδευμένο καί καλλιεργημένο Πατέρα τής Εκκλησίας ευρήκε σέ ύψιστο βαθμό τήν θέση της καί τήν δύναμη τής πραγμάτωσής της. Ο Χριστιανισμός, αυτό τό σπουδαίο επιτυγχάνει. Δέν αφήνει μετέωρο τόν άνθρωπο στήν πνευματική του ανάβαση. Δέν φιλοσοφεί μόνον γιά νά φιλοσοφεί. Ο άνθρωπος, θά πεί, ο άγιος Γρηγόριος καθίσταται όντως άνθρωπος μόνον όταν θέτει τά πάθη του υπό τήν ηγεμονία τού λόγου αλλά ενός λόγου «πού θά φωτίζεται από τόν ενανθρωπήσαντα Λόγον». Έτσι εξηγείται ο «φιλόσοφος βίος», δηλαδή η κατά Χριστόν ζωή καί φωτίζεται η ανθρωπολογία του.
*
Κατ’ ακολουθίαν τών ανωτέρω, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη καί σήμερα, μέσα στήν τόση ηθική παρακμή καί κατάπτωση νά γίνει μία παλινόρθωση τής εννοίας τού ανθρώπου. Πρέπει νά καταδειχθεί η «δόξα τού Θεού, ο ζών άνθρωπος, ο επίγειος καί ουράνιος, ο πρόσκαιρος καί αθάνατος». Έτσι, τό τελειότερον δημιούργημα τού Θεού έχει αξία, θέση καί προορισμό. Γι’ αυτό απαιτείται σεβασμός καί τιμή. Οι Τρείς Ιεράρχες, εν προκειμένω, μάς έδειξαν «τί έστιν άνθρωπος».