Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Υπάρχουν στήν ανθρωπότητα αιώνια κείμενα. Αριστουργήματα. Παραμένουν ανεπανάληπτα, ανεξίτηλα. Ιερά κείμενα. Ένα τέτοιο κείμενο είναι καί η περικοπή, τήν οποία μάς παραθέτει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στό κεφάλαιο ιε καί στούς στίχους 11-32.
Αυτή η ευαγγελική Περικοπή είναι η Παραβολή τών Παραβολών, τό Ευαγγέλιο τών Ευαγγελίων. Έτσι έχει χαρακτηρισθεί. Είναι τό αγλάϊσμα τών τριάντα δύο Παραβολών τού Κυρίου. Έχει λεχθεί, ότι καί μόνο νά υπήρχε αυτή η Ευαγγελική Περικοπή μέσα εις τίς σελίδες τής Καινής Διαθήκης, αρκούσε αυτή η περικοπή νά μάς μεταφέρει καί νά μάς δώσει τό μήνυμα τής πίστεώς μας, τήν πεμπτουσία τού Χριστιανισμού, πού είναι η μετάνοια η δική μας καί η αγάπη τού Θεού.
Θά μελετήσουμε, λοιπόν, τήν Ευαγγελική περικοπή μέ πολλή προσοχή καί θά ερμηνεύσουμε τίς λέξεις καί τίς φράσεις της, πού κρύβουν βαθύτατα καί ουσιαστικά νοήματα. Θά προσεγγίσουμε τήν περικοπή, αλληγορικά καί θεολογικά. Οφείλουμε, ως γράφει ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, «διασχόντες τό γράμμα καί είσω παρακύψαντες», νά μπορέσουμε νά δούμε τό «απόθετον κάλλος».
*
«Τέσσερεις πίνακες» εμφανίζονται, λοιπόν, ενώπιόν μας. Ο πρώτος πίνακας επιγράφεται: «Η ασωτία τού υιού». Αρχίζει δέ, η Παραβολή, ως εξής: «Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς». Ποίος άραγε είναι αυτός ο άνθρωπος; Ποίος ο πατέρας τών δύο υιών; Εδώ η λέξη άνθρωπος εικονίζει τόν Θεό Πατέρα καί χρησιμοποιείται η λέξη αυτή, γιά νά γίνει πιό οικεία καί πιό προσιτή η όλη διήγηση τής Παραβολής. Είναι ο Πατέρας, όχι μόνον τών δύο υιών, αλλά όλης τής ανθρωπότητος. Καί γιατί «δύο υιούς»; Διότι υπάρχουν οι δίκαιοι καί οι αμαρτωλοί. «Καί είπεν ο νεώτερος αυτών τώ πατρί πάτερ, δός μοι τό επιβάλλον μέρος τής ουσίας καί διείλεν αυτοίς τόν βίον». Καί γιατί ο «νεώτερος»; Διότι εικονίζει τό επιπόλαιον καί ευεξαπάτητον καί άστατον τής νεότητος, αλλά καί τό γεγονός, ότι τό κακό είναι επιγενόμενο. «Ουκ αίτιος τού κακού ο Θεός» (Μέγ. Βασίλειος). Θρασύς καί απερίσκεπτος, απαιτητικός καί μέ αναισχυντία, ζητεί ο νεώτερος τό μερίδιόν του από τήν πατρική περιουσία. Νομίζει, αυτός ο νεώτερος υιός, πού επιθυμεί τόν βίον τής αμαρτίας μακρυά από τό σπίτι τού πατέρα του, θεωρεί καί διαλογίζεται καί φαντάζεται, ότι όλα τά αγαθά πού δίδει η αγάπη καί η πρόνοια τού Θεού στόν άνθρωπο, ό,τι είναι χρέη πού τού οφείλει ο Ουράνιος Πατέρας, ότι είναι δικά του, ιδιοκτησία του, ότι αυτός τά απέκτησε καί τά κάμνει ό,τι θέλει. Νομίζει, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος νά τού δώσει όλα τά αγαθά καί τά δώρα τής ζωής. Η ύπαρξή του, τό σώμα του, η ψυχή του, η υγεία του, ο ήλιος, τό οξυγόνο, τό νερό, τό ψωμί, τά χρήματα, τά άλλα αγαθά, έχει τήν αίσθηση ότι τού ανήκουν αυτοδικαίως. Δέν εκφράζει καμμία ευχαριστία, ευγνωμοσύνη καί δοξολογία πρός τόν Θεόν. Απαιτητικός, αγενής καί μέ θρασεία αναισχυντία λέγει τό, «δός μοι». Ζητεί τό μερίδιόν του, νά τό διαχειρισθεί ερήμην τού Θεού, χωρίς τήν μέριμνα καί πρόνοιά Του. Δείχνει έτσι μία μωρά φιλοδοξία καί ένα εγωϊσμό έναντι τού Φιλανθρώπου Θεού Πατέρα.
Καί ο καλός πατέρας δέν τόν απέπεμψε ως αυθάδη καί αγενή, αλλά τού έδωσε τό μερίδιόν του, καθ ότι ο Θεός ουδένα βιάζει. Αναγνωρίζει τό αυτεξούσιον, πού ο Ίδιος έχει δώσει στόν άνθρωπο, σέβεται τήν ελευθερία τού καθενός καί αφήνει τήν δραστηριότητα στόν άνθρωπο. Μόνος του, ο κάθε άνθρωπος νά ενεργήσει καί νά διαλέξει τό καλό ή τό κακό. Καί ο νεώτερος υιός, αφού συνέλεξε όλα όσα τού έδωκε ο πατέρας του, «μετ ου πολλάς ημέρας», πού δηλώνει ότι τάχιστα θέλει νά φύγει από τό πατρικό σπίτι, λαθραίως, χωρίς ένα ευχαριστώ, χωρίς νά χαιρετίσει, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έφυγε μακριά από τό σπίτι τού πατέρα, απεμακρύνθη. Καί βλέπουμε χαρακτηριστικά, λέγει τό Ευαγγέλιο, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν», έφυγε πολύ μακριά, όχι σέ γειτονική, αλλά σέ ξένη χώρα, απεδήμησε σέ φθοροποιό χώρα, πού σημαίνει ότι διέκοψε κάθε επικοινωνία μέ τό σπίτι του, μέ τόν πατέρα του. Εδώ πλέον είναι η απομάκρυνση από τό Θεό, η αποξένωση. Δέν θέλει νά έχει καμμία σχέση. Η διακοπή αυτή τής οικειότητος, τής σχέσεως μέ τόν πατέρα, δηλώνει ακριβώς ότι η αμαρτωλή ζωή δέν έχει τίποτα τό κοινόν μέ τήν αναμαρτησία καί αγαθότητα τού Θεού. Φυγή από τό Θεό σημαίνει υιοθέτηση αμαρτωλού βίου.
Καί εκεί στή μακρυνή χώρα, ο άσωτος υιός, «διεσκόρπισε τήν ουσίαν αυτού», δηλαδή σπατάλησε όλην του τήν περιουσία. Καταδαπάνησε ό,τι πήρε από τόν πατέρα του, ό,τι τού έδωσε. Κάτω, βέβαια, από τήν λέξη «ουσία», κρύβεται ακριβώς όλο τό περιεχόμενο, όλα τά χαρίσματα πού δίνει ο Θεός στόν άνθρωπο. Ο νεώτερος αυτός, λοιπόν, υιός, τά διεσκόρπισε όλα, «κακώς εσκόρπισε τόν θείον πλούτον», καί άρχισε καί συνέχισε νά ζεί μιά ζωή διαφθοράς, ανηθικότητας, ακολασίας, ασωτίας. «Ζών ασώτως», λέγει τό ιερό κείμενο. Η φράση αυτή άπαξ αναφέρεται στό Ευαγγέλιο. Η λέξη «ασώτως» είναι σύνθετη, από τό στερητικό α- καί τό ρήμα σώζω, πού σημαίνει πλέον, ότι εκείνος πού ζεί στήν ασωτία δέν έχει ελπίδα σωτηρίας, δέν σώζεται, άν δέν μετανοήσει. Είναι πλέον βυθισμένος μέσα στό βυθό αμαρτημάτων, στόν βούρκο τής αλογίας, βρίσκεται στήν κατάσταση τής εκμηδένισης. Καί δέν ήταν μόνο αυτό. Υπέκυψε στά πάθη καί αιχμαλωτίστηκε απ αυτά. Πεπλήρωται τό είναι του «πάσης αισχύνης». Καί έτσι, τώ όντι, «Τής πατρώας δόξης αποσκίρτησε αφρόνως καί εν κακοίς εσκόρπισε».
*
Αυτός λοιπόν, ο άσωτος υιός, όταν έφθασε στήν κατάπτωση τής ακολασίας καί τής ανηθικότητος, δηλαδή, ως περιγράφει τό κείμενο, όταν «ήρξατο υστερείσθαι», πού δηλώνει τό υπαρξιακό κενό, τότε, «εκολλήθη ενί τών πολιτών τής χώρας εκείνης», πού σημαίνει ότι πήγε νά βρεί τήν λύτρωσή του, προσπάθησε νά τήν βρεί μέσα, ακόμα βαθύτερα, στόν βούρκο τής αμαρτίας. «Πολίτης τής χώρας» εκείνης είναι ο διάβολος καί ο διάβολος είναι ο πρώτος άσωτος. Εκείνος, ο παμπόνηρος, τόν έστειλε στούς αγρούς νά βόσκει χοίρους. Οποίον κατάντημα! Τόν εξευτέλισε. Τού πήρε τόν πλούτο τής ψυχής. Οι «αγροί» δέ, είναι οι πονηροί λογισμοί καί οι «χοίροι», ακριβώς, είναι οι εμπαθείς λογισμοί, ο βυθός τής αλογίας. Είναι πλέον αυτό, πού λέει πολύ ωραία, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, «η αλητεία τού νοός» τού ασώτου υιού καί τού κάθε ανθρώπου, πού έχει φθάσει στό έσχατον τής αμαρτίας. Διότι η αμαρτία είναι η εσχάτη αφροσύνη. Καί σ αυτό τό βάθος βρέθηκε ο άσωτος υιός. «Ταίς ηδοναίς τού σώματος υπέκυψε παναθλίως». Καί συνεχίζει τό κείμενο: «Καί επεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αυτού από τών κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι καί ουδείς εδίδου αυτώ». Δηλ. προσπαθούσε νά γεμίσει τό στομάχι του, νά θρέψει τόν εαυτόν του από τήν φοβερή αυτή πνευματική πείνα, πού είχε, από τά κεράτια, από τά ξυλοκέρατα πού «ήσθιον οι χοίροι». Καί αυτά τά ξυλοκέρατα στήν αρχή, πρός καιρόν, γλυκαίνουν τόν φάρυγγα. Ύστερα, όμως, φέρουν στυφότητα καί πικρία. Πίκρα στό στόμα, πίκρα στή ζωή. Ωραιότατα ο Μεγ. Βασίλειος λέγει γιά τά κεράτια «ηδονή τροφή τού αιωνίου σκώληκος ή πρός καιρόν μόνον γλυκαίνει τόν απολαύοντα, ύστερον δέ πικρότερον χολής ποιείται τάς ανταποδόσεις». Ο ταλαίπωρος, ο άσωτος αυτός υιός, βόσκει χοίρους καί τήν κοιλία του πρίσκει μέ τήν τροφή τών χοίρων. Ο δύστυχος πώς ζούσε καί τώρα, πώς περνούσε. Έτσι ήταν ο άσωτος. Διότι δέν μπορούν τά κεράτια, τά ξυλοκέρατα τής αμαρτίας τού φθαρτού τούτου κόσμου, οι ποικίλες ηδονές, νά πληρώσουν τό εσωτερικό κενό τού αμαρτωλού ανθρώπου. Βιώνει έτσι ο άσωτος μία βοσκηματώδη ζωή, γεύεται τήν πικρότητα τής αμαρτίας. Καθυπετάγη στούς πονηρούς δαίμονες, στά πάθη τής αμαρτίας καί ισχύει εν προκειμένω τό τού προφήτου Ησαία: «Άνθρωπος εν τιμή ών ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοίς κτήνεσι τοίς ανοήτοις καί ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη, 13). «Καί ουδείς εδίδου αυτώ». Ποιός νά τού δώσει; Ποιός; Δίδει, μόνον, όποιος, είναι κοντά στό Θεό. Αυτός μόνον είναι ελεήμων καί φιλάνθρωπος.
*
Θά ακολουθήσει στή συνέχεια, στήν Ευαγγελική Περικοπή, ο δεύτερος πίνακας. Είναι ο πίνακας τής επιστροφής τού ασώτου. Ο τίτλος «η επιστροφή»! Λέγει τό κείμενο: «Εις εαυτόν δέ ελθών». Όταν δηλ. ήλθε στόν εαυτόν του, όταν ήλθε στά σύγκαλά του, όταν κατάλαβε πού βρίσκεται καί τί ακριβώς είχε χάσει, τότε θυμήθηκε καί είπε: «Πόσοι μίσθιοι τού πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ απόλλυμαι». Δηλ. όταν συνήλθε από τή ζάλη καί τό κατάντημα τής αμαρτωλής ζωής, είπε, πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν μέ τό παραπάνω ψωμί καί φαγητό, εγώ δέ χάνομαι από τήν πείνα. «Λιμώ απόλλυμαι», φθάνει τό τέλος μου, σβήνω, πεθαίνω. Καί πράγματι, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ότι μέσα στήν κατάντια πού βρισκόταν, ο άσωτος αυτός υιός, θυμήθηκε τό σπίτι του, τόν πατέρα του. Σημαίνει ότι υπήρχε μέσα του, σέ κάποια γωνία τής ψυχής του, ο θείος σπινθήρ. Θυμάται τόν Πλάστη του, τόν Πατέρα του. Καί λέγει, αμέσως, τήν μεγάλη εκείνη καί μεγαλειώδη φράση: «Αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί ερώ», καί θά τού πώ, «πάτερ, ήμαρτον εις τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου», δηλ. δέν είμαι πλέον ικανός νά ονομάζομαι υιός σου. «Ποίησόν με, ως ένα τών μισθίων σου», κάνε με σάν ένα από τούς δούλους σου. Ο άσωτος τώρα έρχεται σέ αυτογνωσία, σέ περισυλλογή, σέ περίσκεψη, καταλαβαίνει ότι αθέτησε τά θεία προστάγματα καί παρώργισε τόν Θεό. Καταλαβαίνει ότι έχει καταρρακώσει καί αμαυρώσει τήν θεία εικόνα. Έτσι λαμβάνει τήν γενναία απόφαση. Καί αυτή η απόφαση βρίσκεται στή φράση, «αναστάς πορεύσομαι».
Καί πράγματι, ο άσωτος υιός πραγματοποίησε αυτή του τήν απόφαση. Είναι η επιστροφή, ο δρόμος τής μετάνοιας, η επιστροφή στό σπίτι τού πατέρα, από όπου είχε φύγει, είναι ο γυρισμός στό αρχοντικό του. Καί αξίζει νά προσέξουμε ακόμη ότι είπε «πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Θά επιστρέψω στόν πατέρα μου. Δέν σκέφθηκε νά επιστρέψει κάπου αλλού, δέν σκέφθηκε νά αυτοκτονήσει, δέν σκέφθηκε νά πάει στά ναρκωτικά, δέν σκέφθηκε κάποια άλλη λύση, κάποια άλλα χάπια, γιά νά επανέλθει καί νά βρεί τήν ευτυχία, από τήν δυστυχία του. Σκέφθηκε βαθειά μέσα του, μέ σύνεση πλέον, μοναχά τό σπίτι τού Πατέρα του. Αυτή ακριβώς τήν απόφαση, τήν έθεσε σέ εφαρμογή καί άρχισε τό δρόμο τής επιστροφής. «Καί αναστάς ήλθε πρός τόν πατέρα αυτού». Ζώνεται τά κουρέλια του καί επιστρέφει καί σέρνοντας τά πόδια του, παίρνει τόν δρόμο τής επιστροφής. Είναι ένα ερείπιο. Είναι νέος, αλλά αισθάνεται γερασμένος. Χωρίς φίλους, χωρίς αύριο. Είχε φύγει πρίγκηπας καί επιστρέφει χοιροβοσκός. Όμως επιστρέφει. Αυτό έχει αξία.
*
Καί ακολουθεί ο τρίτος πίνακας. Ο πίνακας πού μπορεί νά λάβει τόν τίτλον «Ο εναγκαλισμός»! Τό κείμενο είναι καταπληκτικό καί λίαν συγκινητικό. «Έτι δέ αυτού μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού καί ευσπλαχνίσθη καί δραμών επέπεσεν επί τόν τράχηλον αυτού καί κατεφίλησεν αυτόν». Ενώ ακόμη βρισκόταν ο άσωτος μακρυά από τό σπίτι, ο πατέρας, πού ήταν στό αγνάντι, τόν είδε. Πόσα χρόνια άραγε τόν περίμενε; Πόσες άραγε φορές δέν ήταν έξω από τήν πόρτα τού σπιτιού καί κοίταγε, μήπως τόν δεί νά έρχεται; Ο πατέρας περίμενε! Γιατί, ο πατέρας ξέρει νά περιμένει. Δηλ. ο Θεός περιμένει τόν αμαρτωλό άνθρωπο, τόν κάθε αμαρτωλό, τόν περιμένει. Καί όχι μόνον αυτό, αλλά αναφέρει η Ευαγγελική Περικοπή, «καί είδεν αυτόν» από μακριά, τόν είδε μέ τά κουρέλια, μέ τά ακάθαρτα ράκη τού χοιροβοσκού καί τόν ανεγνώρισε, γιατί πάντα ήταν παιδί του. Ο Θεός μάς βλέπει, όπου κι άν είμαστε. Καί στόν βούρκο τής αμαρτίας νά είμαστε καί στήν χοιροβοσκή τής αμαρτίας καί βυθισμένοι στήν ακολασία, ο Θεός μάς βλέπει. Καί υπάρχει στό ιερό κείμενο, στή συνέχεια, ένα πολύ δυνατό ρήμα. «Ευσπλαχνίσθη». Ο πατέρας, όταν τόν είδε, τόν σπλαγχνίσθηκε, άνοιξε τά σπλάγχνα τών οικτιρμών του καί τής αγάπης του.
*
Ο γέροντας πατέρας, συνεχίζει η Ευαγγελική Περικοπή, ωραιότατα, «καί δραμών επέπεσεν επί τόν τράχηλον αυτού καί κατεφίλησεν αυτόν». Όπως ήταν, ρυπαρός καί μέσα στή βρώμα, ειλικρινά τόν αγκάλιασε, τόν έσφιξε στήν αγκαλιά του, «ρυπαρόν καί όζοντα». Ώ, ύψος θείας πατρικής αγάπης! Ώ, ύψος ευσπλαγχνίας τού Ουρανίου Πατρός! Εδώ, ιδιαίτερα νά εντείνουμε τήν προσοχή μας, κάθε μία λέξη κρύβει σπουδαιότατο θεολογικό, διδακτικό καί σωτήριο νόημα. Έτρεξε ο γέροντας πατέρας, πρίν προλάβει καί έλθει καί γονατίσει, πλησίασε τόν άσωτο υιό καί τόν ασπάστηκε στοργικά. Διαπιστώνουμε πόσο χαρακτηριστικό είναι τό ρήμα. «Επέπεσεν δέ επί τόν τράχηλον αυτού». Ναί, στόν τράχηλο, όπου συγκεντρώνεται όλη η βρωμιά, η βρωμιά τής αμαρτίας. Δέν τόν έδιωξε δέ από κοντά του καί ούτε τού είπε καμμία λέξη. Μόνο τόν αγκάλιασε καί τόν κατεφίλησε. Ό,τι είχε νά τού πεί, τό είπε μέ τό «κατεφίλησε». Όχι απλώς φίλησε, αλλά καί μέ τήν πρόθεση «κατά», δηλαδή θερμώς φίλησε. Έτσι, μέ τήν κίνηση αυτή, τόν συγχώρεσε. Η συγχώρηση ιερουργείται εδώ, στόν χώρο τής σιωπής. Ο υιός μέ δάκρυα στά μάτια, μέ τρεμάμενα χείλη καί φοβερά συντετριμμένος, μόνον ψέλισε: «Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου καί ουκέτι ειμι άξιος κληθήναι υιός σου». Εδώ πλέον είναι η κορύφωση τής μετάνοιας. Είναι η αληθής καί ειλικρινής μετάνοια, η εξομολόγηση, η ομολογία τής αμαρτωλότητός του. Ο πατέρας, ωστόσο, ο άρχοντας τής αγάπης, δέν τόν επιπλήττει, δέν τόν τιμωρεί, δέν τού λέγει πού ήσουν, γιατί κατασπατάλησες τήν περιουσία. Τίποτε απολύτως. Ως νά μήν είδε τόν ρύπο. Είδε τό παιδί. Ως νά μή κοίταξε τή βρωμιά τής αμαρτίας. Ήκουσε τό «ήμαρτον». Μόνο δίνει τήν εντολήν αμέσως στούς δούλους, τούς υπηρέτας, πού αλληγορικά είναι οι άγγελοι, «εξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ενδύσατε». Ποιά είναι η πρώτη στολή; Είναι εκείνη πού φορούσε όταν δέν ήταν στό χώρο τής αμαρτίας, πού είχε πρίν φύγει από τό σπίτι τού Πατέρα. Είναι τά γνωρίσματα τής «οικείας δόξης», είναι η στολή πού λάβαμε από τό Θεό, η θεούφαντος στολή, η γεμάτη θεία χαρίσματα. Συμβολίζει τό βάπτισμα, τόν χιτώνα τού βαπτίσματος. Αυτή τήν στολή νά τού φορέσετε. Καί «δότε δακτύλιον εις τήν χείρα αυτού». Νά τού δώσετε καί δαχτυλίδι, πού συμβολίζει πάλιν τήν επανένωση μέ τόν Θεό. Είναι ο θείος δεσμός, η αμοιβή τής μετάνοιας, η αναγνώριση. «Καί υποδήματα εις τούς πόδας», δηλαδή, δώστε του τήν ηθική ενίσχυση καί τήν δύναμη γιά νά συνεχίζει τόν πνευματικό αγώνα, τόν καινούργιο, πού αρχίζει μετά τήν μετάνοια. Η χαρά τής μετάνοιας είναι η ουσιαστική συνέχεια τής πνευματικής ζωής.
«Καί ενέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε, καί φαγόντες ευφρανθώμεν», δηλαδή παραθέσατε τράπεζα στόν μετανοήσαντα νέο. Έπρεπε νά παρατεθεί επίσημο γεύμα καί νά θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, τό μοσχάρι τό οποίο έτρεφε καί διατηρούσε γιά μία εξαιρετική καί σπουδαία περίσταση. Καί η περίσταση είναι η επιστροφή τού ασώτου υιού. Εδώ πράγματι, έρχονται στό νού μας η ίδια η διαβεβαίωση τού Χριστού, ότι ήλθε «δούναι τήν ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. η, 28). Η θυσία αυτού τού μόσχου, τού σιτευτού, τής Παραβολής, εικονίζει αλληγορικώς τήν θυσία τού Κυρίου, τού «μόσχου τού αμώμου, τού μή δεχομένου αμαρτίας ζυγόν». Προσφέρθηκε καί θυσιάστηκε ο Χριστός γιά μάς, τόν καθένα μας, τόν αμαρτωλό άνθρωπο. Αυτή η θυσία επί τού Σταυρού συνεχίζεται καί συντελείται στό ιερό Μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας. Καί εκεί, στήν θεία αυτή τράπεζα τής θυσίας, προσκαλούνται όλοι οι άνθρωποι καί αυτοί πού μετενόησαν. Είναι «τά άγια τοίς αγίοις», δηλ. γιά τούς αγωνιζομένους καί μετανοούντες πιστούς. Καί συνεχίζει «καί φαγόντες ευφρανθώμεν», διότι «ούτος ο υιός μου νεκρός ήν καί ανέζησε, καί απολωλώς ήν καί ευρέθη». Πάλιν ο φιλεύσπλαγχνος Πατέρας δέν είπε τί έπραξε, ούτε τί έπαθε ο υιός του αυτός. Ιδού τό μέγεθος τής διακριτικής αγάπης του. «Καί ήρξαντο ευφραίνεσθαι». Όλοι βρέθηκαν στό πανηγυρικό αυτό τραπέζι καί χάρηκαν γιά τήν επιστροφή τού ασώτου γιά τήν μετάνοιά του, γιά τήν σωτηρία του. Μά πιό πολύ οι άγιοι άγγελοι, ο επουράνιος κόσμος, καθ ότι «χαρά γίνεται ενώπιον τών αγγέλων τού Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».
*
Ακολουθεί στό τέλος, ο τέταρτος πίνακας. Ονομάζεται «Η ζηλοφθονία». Αλλ ενώ στόν ουρανό γίνεται χαρά γιά τήν μετάνοια έστω καί ενός αμαρτωλού, στή γή παρουσιάζεται, καί μία άλλη κακή διαγωγή τών ανθρώπων. Εάν ο Πατέρας είναι φιλεύσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος, όμως υπάρχουν άνθρωποι αφιλάδελφοι καί φθονεροί. Έτσι στήν Παραβολή βλέπουμε τόν μεγαλύτερο υιό, ο οποίος παρουσιάζει μία τέτοια απαράδεκτη διαγωγή. Φανερώνει τήν κακή συμπεριφορά του, απέναντι στόν πατέρα του, αλλά καί στόν αδελφό του. Δείχνει εγωϊσμό, φαρισαϊσμό, ζηλοφθονία, μικροπρέπεια, αγένεια καί έλλειψη σύνεσης καί πρό παντός αγάπης. Τώρα, όπως διαβάζουμε παρακάτω στήν Παραβολή, μ όσα λέγει καί μ όσα πράττει, δέν σέβεται τόν πατέρα του καί δέν αγαπά τόν αδελφό του, πού σώθηκε από τόν θάνατο τής αμαρτίας.
Λέγει τό ιερό κείμενο: «Ήν δέ ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ καί ως ερχόμενος ήγγισε τή οικία, ήκουσε συμφωνίας καί χορών». Όταν πλησίασε στό σπίτι καί άκουσε όλα αυτά, κάλεσε έναν υπηρέτη, γιά νά πληροφορηθεί τί ακριβώς συμβαίνει. Όταν όμως έμαθε τήν αιτία, ότι, δηλαδή, επέστρεψε ο αδελφός του καί παρατέθηκε από τόν πατέρα του εορταστικό δείπνο γιά τόν υγιαίνοντα καί σωματικώς καί ψυχικώς πρώην άσωτο παιδί του καί αδελφό του, τότε χωρίς καμμία άλλη λέξη, αυτός «ωργίσθη καί ουκ ήθελε εισελθείν» στό σπίτι τής χαράς. Αλλά, ο πατέρας έμαθε όλα αυτά πού συνέβησαν μέ τόν πρεσβύτερο υιό του, καί τότε, «εξελθών παρεκάλει αυτόν». Αναγκάστηκε νά εξέλθει ο ίδιος έξω από τό σπίτι, ο σεβάσμιος πατέρας καί νά τόν παρακαλέσει νά εισέλθει μέσα καί νά χαρεί καί αυτός γιά τήν επιστροφή τού χαμένου αδελφού του. Εκείνος όμως κυριευμένος από εγωϊσμό καί ζήλεια απήντησε: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι καί ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον καί εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον, ίνα μετά τών φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δέ ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τόν βίον μετά πορνών ήλθεν, έθυσας αυτώ τόν μόσχον τόν σιτευτόν». Μέ τήν απάντησή του όμως αυτή, ο πρεσβύτερος υιός δείχνει τόν κακό χαρακτήρα του. Καυχάται γιά αρετές, ενώ έχει μεγάλο εγωισμό, κατηγορεί τόν πατέρα του γιά μεροληψία καί εκδηλώνει ζήλεια, σκληρότητα, φθόνο καί κακία, κατά τού αδελφού του, καί εξογκώνει τήν ασωτία του. Ουδόλως δέχεται τήν ειλικρινή μετάνοιά του καί δέν τόν θέλει, παρ ότι συντετριμμένος επέστρεψε στήν οικία τού πατρός του. Αυτή η συμπεριφορά, όμως, δέν έχει καμμία σχέση μέ τήν αληθινή χριστιανική ιδιότητα.
Πλήν όμως ο πατέρας είναι πάντα πατέρας. Στοργικός καί συγκαταβατικός, λέγει μέ τρυφερότητα, στόν πρεσβύτερο υιό: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ εμού εί, καί πάντα τά εμά σά εστιν». Σύ, παιδί μου, τού λέγει, είσαι πάντοτε μαζί μου καί επομένως όλα τά αγαθά μου είναι καί δικά σου. Τό ότι δέχθηκα τόν χαμένο αδελφό σου, δέν σημαίνει ότι σέ απεξένωσα, ότι καί εσύ δέν είσαι δικό μου παιδί. Καί στή συνέχεια τού λέγει μέ πατρική τρυφερότητα: «Ευφρανθήναι δέ καί χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν καί ανέζησε καί απολωλώς ήν καί ευρέθη». Τού λέγει, παιδί μου, έπρεπε νά μήν θυμώσεις καί οργισθείς, αλλά νά χαρείς καί νά έλθεις στό συμπόσιο καί νά ευφρανθείς. Καί τούτο, γιατί ο αδελφός σου, ο κατά σάρκα αδελφός σου, όχι δηλαδή μόνο υιός μου, ήταν πνευματικώς νεκρός καί ανέστη καί βρισκόταν σέ απώλεια, ένεκεν τής αμαρτίας καί αποστασίας καί τώρα, μέ τήν μετάνοιά του, βρέθηκε καί σώθηκε. Τόν προσκαλεί, λοιπόν, ο πατέρας, νά καταστεί άνθρωπος αγάπης καί χαράς.
«Νεκρός ήν καί ανέζησε καί απολωλώς ήν καί ευρέθη». Έτσι μέ αυτά τά καταπληκτικά λόγια τού Πατέρα περατούται η θαυμάσια αυτή Παραβολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι αποσιωπά τό γεγονός άν εισήλθε ο πρεσβύτερος υιός στό σπίτι ή όχι. Ενδέχεται νά συγκλονίστηκε από τήν στοργική στάση τού πατέρα του, νά ανεγνώρισε τό λάθος του, νά συνεφιλιώθη μέ τόν αδελφόν του καί νά εισήλθε στήν χαρά. Αλλά ενδέχεται νά έμεινε ασυγκίνητος, νά παρέμεινε στό φθόνο, στή ζήλεια, κλεισμένος στόν εγωϊστικό εαυτό του. Δέν γνωρίζουμε τί απέγινε. Η μή γνώση μας, ωστόσο, άν συνέβη τό δεύτερο, τότε τούτο δηλώνει, ότι γιά τέτοιους ανθρώπους, πού μένουν στό μίσος, δέν υπάρχει θέση στό πνευματικό συμπόσιο τής Βασιλείας τών Ουρανών καί αποκλείονται τής πνευματικής ευφροσύνης.
*
Δέν μένει, παρά νά ξαναδιαβάσουμε αυτή τήν Ευαγγελική περικοπή. Ίσως, κάτω από τίς γραμμές τού Ευαγγελίου αυτού, νά ανακαλύψει ο καθένας τόν εαυτό του, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Αλλά νά ξέρουμε όμως, ότι όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας έναν άσωτο. Καί όταν ανακαλύψουμε πραγματικά τόν εαυτό μας, μέ τήν αυτοεξέταση καί τήν αυτογνωσία, τότε άς ψελλίσουμε καί εμείς τά λόγια τού μετανοούντος ασώτου υιού καί άς πούμε στόν Θεό: «Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ουρανόν καί ενώπιόν σου». Άς ψελλίσουμε αυτά τά λόγια μέ ταπείνωση, μέ συντριβή καρδίας, μέ διάθεση μετάνοιας. Καί ασφαλώς μετά, άς αφήσουμε τόν εαυτό μας στό Θεό. Γιατί ο Θεός, «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ουκ εξουθενώσει» (Ψαλμ. ν, 19). Τότε θά καταλάβουμε, ότι έχουμε Πατέρα. Πατέρα άπειρης αγάπης. Πατέρα θείου ελέους. Έχουμε τόν Ουράνιο Πατέρα, πού μάς αγαπά καί μάς περιμένει μέ ανοικτές τίς αγκάλες, νά μετανοήσουμε, νά επιστρέψουμε στό «παλάτι» Του. Καθ ότι, ο Κύριος είναι «οικτίρμων καί ελεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλαιος» (Ψαλμ. ρβ, 8) καί ο Χριστός μάς διαβεβαίωσε γιά τόν Εαυτό Του, ότι «ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ, 13). Ιδού, ενώπιόν μας οι τέσσερεις τόσο διδακτικοί πίνακες, τής Παραβολής τού Ασώτου ή τού Φιλεύσπλαγχνου Πατρός. Είναι αληθώς συγκλονιστικοί.