Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ – Εορτάζουμε το μεγάλο και χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Θεός Πατέρας απέστειλε τον Μονογενή Υιό Του Σωτήρα και Λυτρωτή των ανθρώπων. Είναι το μέγα Μυστήριο, το θείο και ιερό, το οποίο «ου φέρει έρευναν», αλλά «πίστει μόνη τούτο πάντες δοξάζομεν».
Αξίζει να προσεγγίσουμε το Μυστήριο αυτό με βοηθούς τους Προφήτες, τους Ευαγγελιστές, τους θεοφόρους αγίους Πατέρες, τους ιερούς υμνογράφους και μελωδούς. Και αυτό γιατί οι Προφήτες της Π. Διαθήκης εξήγγειλαν αιώνες προ της Γεννήσεως την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Οι Ευαγγελιστές και κυρίως ο Λουκάς και ο Ματθαίος, ιστόρησαν το αληθινό ιστορικό γεγονός ώστε να ακυρωθεί κάθε μυθολογία, οι σοφοί άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας θεολόγησαν με τους λόγους και τα συγγράμματά τους με σταθμό την ενανθρώπηση και ερμήνευσαν το όλο νόημα της εορτής για τους πιστούς και τέλος οι ιεροί υμνογράφοι και ποιητές ανέπεμψαν ύμνους και ωδές αλλά και δοξολόγησαν και μελώδησαν τον Γεννηθέντα Ιησούν Χριστόν. Προφήτες, Ευαγγελιστές, Πατέρες, Υμνογράφοι ενώπιόν μας.
α) Οι Προφήτες:
Είναι γεγονός ότι ο Θεός εξήγγειλε την Γέννηση του Μονογενούς Υιού Του, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και διά των προφητών Του και ανήγγειλε όχι απλώς την έλευσή Του στον κόσμο αλλά και την λύτρωσή του από την αμαρτία. Σημειώνουμε ενδεικτικά:
Οκτακόσια χρόνια προ της Γεννήσεως του Χριστού ο μεγαλώνυμος προφήτης Ησαίας, ο και αποκληθείς «πέμπτος Ευαγγελιστής», γράφει για την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ», δηλαδή: «Να, η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιό και θα τον ονομάσεις Εμμανουήλ» (που σημαίνει «ο Θεός είναι μαζί μας») (Ησαίας. 7,14). Και συμπληρώνει ακόμη, ότι θα φύγει το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και θα έλθει το φως της αλήθειας για ολάκερη την ανθρωπότητα. «Ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει, ίδετε φως μέγα˙ οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει εφ υμάς», δηλαδή: «Λαέ, που ζεις στο σκοτάδι, δες φως μεγάλο˙ σε σας που κατοικείτε στη χώρα και στη σκιά του θανάτου, φως θα λάμψει επάνω σας» (9,2).
Βλέπει ακόμη ο Ησαίας και ευφραίνεται και διακηρύττει το μήνυμα της λυτρώσεως από την αμαρτία σαν να ήταν ένα γεγονός τότε τετελεσμένο. Λέγει ο προφήτης: «Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν» (9,6). Γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. «Παιδίον εγεννήθη ημίν». Αλλά το «Παιδίον» αυτό δεν είναι απλούς άνθρωπος. Η ζωή του δεν άρχισε από την στιγμή που γεννήθηκε. Υπάρχει «προ πάντων των αιώνων». Είναι Υιός της Παρθένου και συνάμα Υιός του Θεού. Είναι «Παιδίον νέον» κατά την ανθρωπίνη φύση, αλλ’ ως Θεός είναι «Παλαιός των ημερών». Παιδίον! Νήπιον ο άπειρος Θεός. Τούτο, λοιπόν, είναι το μέγα και ασύλληπτο και ανερμήνευτο με την ανθρώπινη λογική γεγονός. Δεν επιδέχεται μάλιστα τούτο το Μυστήριο έρευνα. Είναι το καταπληκτικό γεγονός από όσα ανέγραψε και θα αναγράψει η ιστορία μέχρι της συνεπείας των αιώνων. Στη συνέχεια, ο προφήτης θα προσθέσει και θα προφητεύσει και για τις θεικές ιδιότητες του «Παιδίου». Αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά, ήτοι: «Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος», δηλαδή: «Θα γεννηθεί παιδί για μας, παιδί μας δόθηκε, που η εξουσία του υπάρχει απ’ την αρχή επάνω στους ώμους του και το όνομά του θα είναι αγγελιαφόρος της μεγάλης βουλής (του Θεού), θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός της ειρήνης, πατέρας του μέλλοντος αιώνος» (9,6).
*
Ένας άλλος προφήτης, ο Ιερεμίας (γύρω στα 600 π.Χ.), εκτός των άλλων, προφήτευσε το θρήνο για τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη: «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού˙ Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι επί τοις υιοίς αυτής, ότι ουκ εισίν». Δηλαδή: «Στην περιοχή Ραμά ακούστηκε θρήνος και κλάματα και οδυρμός. Είναι η Ραχήλ που έκλαιγε και δεν ήθελε να παρηγορηθεί για τα παιδιά της, αφού πιά αυτά δεν ζούν» (Ιερ. 38,15). Είναι φοβερό το γεγονός. Η ανθρώπινη κακία στο πρόσωπο του Ηρώδη. Ζητεί μέσα στον παραλογισμό της εξουσιομανίας και εγωπάθειας του να φονεύσει το γεννηθέν Νήπιον. Και επειδή δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει ποίος είναι ο τεχθείς Βασιλεύς, διέταξε τον φόνο όλων των αθώων νηπίων της Βηθλεέμ και της περιχώρου. Οι υπηρέτες του σφάζουν τα αθώα νήπια και αντήχησαν κοπετοί και θρήνοι. Οι γονείς έκλαιγαν και όλος ο λαός για το δράμα αυτό. Και τα μεν νήπια λευκοί άγγελοι επτερούγησαν στους ουρανούς, ο δε φθονερός Ηρώδης βασανιζόμενος, απέθανε μισούμενος απ’ όλους. Τα νήπια καθίστανται οι πρώτοι αγνοί και αθώοι μάρτυρες της Εκκλησίας. Και ο κακός και παράνομος Ηρώδης δεν θα ματαιώσει το σχέδιο του Θεού. Ο Μονογενής Υιός του Θεού θα έμενε Λυτρωτής των ανθρώπων από την κακία και την έχθρα.
*
Την άσημη Βηθλεέμ, ως τόπο γεννήσεως του Χριστού, προφητεύει ο προφήτης Μιχαίας. «Και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα˙ εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ» (Μιχ. 5,1). Και συ Βηθλεέμ, που περιλαμβάνεσαι εις την περιοχήν της φυλής Ιούδα, μολονότι φαίνεσαι μικρόν και άσημον χωρίον, δεν είναι καθόλου ασήμαντος μεταξύ των μεγάλων πόλεων της φυλής Ιούδα. Διότι από σε θα προέλθη άρχων, ο οποίος θα ποιμάνη τον λαόν μου τον Ισραήλ.
Πράγματι, η Βηθλεέμ δεν ήταν από τις μεγάλες πόλεις του Ισραηλιτικού έθνους. Ήταν, παρ’ ότι κοντά στα Ιεροσόλυμα σε αφάνεια, σαν να μην υπήρχε. Ήλθε όμως η ημέρα στο διάβα της Ιστορίας όπου η Βηθλεέμ φωτίστηκε από ουράνιο φως και δοξάστηκε ανά τους αιώνες. Εκεί υπήρχε η πενιχρή φάτνη σ’ ένα από τα σπήλαιά της και εκεί στάθηκε το λίκνο του Βασιλέως Χριστού. Αναρίθμητοι στρατιές αγγέλων και αρχαγγέλων ανεβοκατέβαιναν από τον ουρανό της Βηθλεέμ. Και απλοί ποιμένες της μικρής αυτής πόλεως άκουσαν την νύκτα εκείνη της Γεννήσεως τον υπέροχο ύμνο «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Εκεί στην άσημη Βηθλεέμ πρωτοακούστηκε η σωτηρία και θεόσδοτη ειρήνη.
*
Στη συνέχεια έρχεται ο δίκαιος Βαρούχ. «Επί της γης ώφθη και εν τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38) θα πεί και ο Βαρούχ (6ος π.Χ.). Ο Ίδιος ο Χριστός θέλησε να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί. Σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Είναι ιστορικό πρόσωπο. Δεν είναι μύθος ο Χριστός ούτε διανοητικό κατασκεύασμα. Ο Θεός «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Ο Θεός, λοιπόν, ο αιώνιος και άναρχος, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού εμφανίσθηκε στον κόσμο μας, συνανεστράφη τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους με σάρκα και οστά, όπως εμείς. Το καταπληκτικό αυτό γεγονός άρχισε με τα Χριστούγεννα. Τα πρώτα Χριστούγεννα του κόσμου.
β) Οι Πατέρες της Εκκλησίας:
Όσο διαβάζουμε τους λόγους των αγίων και θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας για την Γέννηση του Χριστού, τόσο διαισθανόμαστε την έκπληξη και το ιερό θάμβος των Πατέρων μπροστά στο θείο Μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Ο ίδιος ο Ι. Χρυσόστομος λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «Συγχώρησέ με, παρακαλώ, γιατί θέλω από την αρχή να σταματήσω τον λόγο. Φοβάμαι να προχωρήσω στην έρευνα του μεγάλου μυστηρίου (της σαρκώσεως). Με ποιο τρόπο και προς τα που να στρέψω το τιμόνι του νού για να πηδαλιουχήσω το σκάφος του λόγου;» (ΕΠΕ, 35 σελ. 469).
Και βέβαια ο πρύτανις των ιεροκηρύκων, ο χρυσορρήμων λέγει: «Αλλά τι να πω ή πως να μιλήσω; Διότι με γεμίζει από κατάπληξη το θαύμα. Ο παλαιός των ημερών έγινε παιδί, εκείνος που κάθεται σε θρόνο ψηλό και μεγαλοπρεπή, τοποθετείται σε φάτνη, ο απλησίαστος, ο απέριττος, ο ασύνθετος και ασώματος τυλίγεται με ανθρώπινα χέρια, εκείνος που σπάζει τα δεσμά της αμαρτίας, τυλίγεται σε σπάργανα, επειδή αυτή είναι η θέλησή του. Διότι θέλει την ατιμία να την μεταβάλει σε τιμή, την αδοξία να την ενδύσει με δόξα, την κατάσταση της προσβολής να την μεταβάλει σε τρόπο αρετής. Γι’ αυτό λοιπόν λαμβάνει το σώμα μου, για να χωρέσω εγώ μέσα μου τον Λόγο αυτού˙ και, αφού έλαβε το σώμα μου, μου δίνει το Πνεύμα του, ώστε, δίνοντας αυτός σε μένα και παίρνοντας από μένα, να μου προσφέρει τον θησαυρό της αιώνιας ζωής. Παίρνει τη σάρκα μου, για να με αγιάσει και μου δίνει το Πνεύμα του, για να με σώσει» (οπ. παρ. σελ. 473).
Καταλήγει δε τον υπέροχο αυτόν λόγο του που επιγράφεται: «Λόγος εις το Γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» με την προτροπή: «Ελάτε, λοιπόν, να εορτάσουμε, ελάτε να πανηγυρίσομε. Πράγματι είναι παράξενος ο τρόπος της εορτής, επειδή είναι παράξενος και ο λόγος της γεννήσεως αυτού. Διότι σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά, ο διάβολος καταντροπιάσθηκε, οι δαίμονες δραπέτευσαν, ο θάνατος καταργήθηκε, ο παράδεισος ανοίχθηκε, η κατάρα εξαφανίσθηκε, η αμαρτία διώχθηκε μακριά, η πλάνη απομακρύνθηκε, η αλήθεια επανήλθε, και ο λόγος της ευσέβειας σπάρθηκε και διαδόθηκε παντού˙ ο ουράνιος τρόπος ζωής φυτεύθηκε στη γη, οι άγγελοι επικοινωνούν με τους ανθρώπους, και οι άνθρωποι χωρίς φόβο συνομιλούν με τους αγγέλους. Γιατί; Επειδή ο Θεός ήρθε στη γη και ο άνθρωπος ανέβηκε στον ουρανό» (οπ. παρ. σελ. 481).
*
Ο Μέγας Αθανάσιος νωρίτερα είχε θεολογήσει γράφοντας στον λόγο του «Περί της ενανθρωπήσεως» ήτοι: «Αυτός (= ο Χριστός) έγινε άνθρωπος ούτως ώστε εμείς να θεοποιηθούμε και Αυτός εφανέρωσεν τον εαυτόν Του σωματικώς ώστε εμείς να λάβουμε γνώση του αοράτου Πατρός» (PG 25, 192).
Γι’ αυτόν τον πλούτο της θεότητος μέσα μας θα γράψει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Αυτός ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο απεριόριστος, ο ασώματος, η αρχή εκ της αρχής, το φως εκ του φωτός, η πηγή της ζωής και της αθανασίας, το αποτύπωμα του πρωτοτύπου κάλλους, η ακίνητος σφραγίς, η αμετάβλητος εικών, ο λόγος του Πατρός έρχεται εις την ιδικήν του εικόνα και ενδύεται το ανθρώπινο σώμα προς χάριν του ανθρώπου και συνδέεται με νοεράν ψυχήν προς χάριν της ιδικής μου ψυχής, καθαρίζων το όμοιον με το όμοιον, και γίνεται άνθρωπος εις όλα, εκτός της αμαρτίας… Εκείνος, που υπάρχει, γίνεται (άνθρωπος)˙ και ο άκτιστος (ο μη δημιουργηθείς) κτίζεται (δημιουργείται)… και εκείνος, που χορηγεί τον πλούτον, γίνεται πτωχός προσλαμβάνει την πτωχείαν του (ανθρωπίνου) σώματός μου, διά να λάβω εγώ τον πλούτον της θεότητός του. Και αυτός, που είναι πλήρης (από τα αγαθά της θείας φύσεως), αποβάλλει το θείον μεγαλείον του διότι αποξενώνεται επ’ ολίγον χρόνον από την δόξαν του, διά να πάρω εγώ μέρος από τον ιδικόν του πλούτον (των θείων αγαθών)» (PG 36, 633-636).
*
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα δύο ερωτήματα που θέτει ο μεγάλος της δογματικής θεολογίας πατήρ της Εκκλησίας ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αι.). Ερωτά: α) Γιατί ενηνθρώπησε ο Υιός και όχι ο Πατήρ, ούτε το Άγιον Πνεύμα; και β) Τι κατόρθωσε με την ενανθρώπηση ο Υιός; Απαντά στην «Έκδοσι ακριβή της Ορθοδόξου Πίστεως» ο ίδιος: «Πατέρας είναι ο Πατέρας και όχι Υιός. Υιός είναι ο Υιός και όχι Πατέρας, Πνεύμα Άγιο το Πνεύμα και όχι Πατέρας ούτε Υιός˙ γιατί η ιδιότητα είναι ακίνητη. Ή πως θα μπορούσε να κινείται και να αλλάζει; Γι’ αυτό ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός του ανθρώπου, ώστε να μείνει η ιδιότητα ακίνητη˙ ως Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος αφού σαρκώθηκε από την αγία Παρθένο και δεν έχασε τη δική του ιδιότητα. Και ενανθρώπησε ο Υιός του Θεού, για να χαρίσει ξανά στον άνθρωπο αυτό, για το οποίο τον δημιούργησε˙ τον έκανε κατ’ εικόνα του, νοερό και αυτεξούσιο και καθ’ ομοίωση. Αφού δε κατέστησε τον άνθρωπο κοινωνό με τον εαυτό του, τον ανέβασε με την κοινωνία του προς το άφθαρτο» (οπ. παρ. σελ. 425).
*
Ο Πρόκλος, ο διάκονος του Ι. Χρυσοστόμου και Πατριάρχης Κων/λεως (5ος αι.) γράφει στον Β’ Λόγο του «Εις την Ενανθρώπησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»: «Διά την ημέραν της ενανθρωπήσεως ομιλώ, όταν η Παρθένος εμιμήθη τον ουρανόν. Όταν από την κοιλίαν της εξεπήδησαν ακτίνες. Όταν το Φως μετεσχηματίσθη και έλαβε ανθρωπίνην μορφήν. Όταν η γέννησις του γεννηθέντος, δεν υπήρξε αρχή, αλλά ανατολή… Όταν ο Κύριος Θεός ων επί της γης εφανερώθη και διά της Παρθένου ήλθε σωματικώς εκεί όπου και προηγουμένως ήτο πάντοτε παρών. Και η γέννησις δεν τον ηλάττωσε. Και η σάρκωσις την άκτιστον φύσιν του δεν την ηλλοίωσεν. Αλλ’ η κτιστή μορφή τον κτίστην εμορφοποίησε και τον αχώρητον σαρκωθέντα ο κόσμος εχώρησε» (PG 65,700 επ.).
*
Ο δε Βασίλειος Σελευκείας (5ος αι.) θα χαράξει αυτές τις τόσο θαυμάσιες γραμμές για την Παρθένο Μαριάμ, την Υπεραγία Θεοτόκο: «Όταν η Θεοτόκος έμεινε μόνη με τον μικρόν Ιησούν εις την αγκάλην της, αλλά και από δέος, αυτά περίπου θα έλεγεν εις τον Υιόν της: Πως, Υιέ μου, να απευθυνθώ προς Σε; Ως προς άνθρωπον; Αλλά θεικήν είχες την σύλληψιν. Ως προς Θεόν; Αλλά ανθρωπίνην έλαβες σάρκωσιν. Τι λοιπόν να πράξω απέναντί Σου; Να γαλακτοτροφήσω ή να θεολογήσω; Ως μητέρα να Σε περιποιηθώ ή ως δούλη να Σε προσκυνήσω; Ως τέκνον μου να Σε εναγκαλισθώ ή ως να ευρίσκωμαι εμπρός εις τον Θεόν μου να πέσω εις τα γόνατα και να προσευχηθώ; Να Σου δώσω γάλα ή να Σου προσφέρω θυμίαμα; Τι είναι αυτό το μέγα θαύμα, το οποίον βλέπω εμπρός μου; Ο ουρανός είναι ο θρόνος Σου και ιδική μου αγκάλη Σε βαστάζει. Ολόκληρος εδώ κάτω εις την γην ήλθες, αλλά καθόλου δεν απεχωρίσθης από τους κόλπους του Πατρός. Διότι δεν έγινε τοπική κατάβασις, αλλά επραγματοποιήθη θεική συγκατάβασις. Υμνώ, Υιέ μου, την φιλανθρωπίαν Σου. Δεν ημπορώ όμως να ερευνήσω την οικονομίαν Σου».
Έτσι ομιλούν και γράφουν οι θεοφόροι, σοφοί και άγιοι Έλληνες Πατέρες.
γ) Οι Ευαγγελιστές:
Την γέννηση του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού ιστορούν οι Ευαγγελιστές. Οι Ματθαίος και Λουκάς στα Ευαγγέλιά τους που βρίσκονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης γράφουν για την Θεία Γέννηση. Δηλώνουν συνάμα το «ου σεσοφισμένοις μύθοις (=με έξυπνους φτιαγμένους μύθους) εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται (αυτόπτες μάρτυρες) γενηθέντες της Εκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ. 1,16).
Κατ’ αρχήν, τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά όπως και τα άλλα δύο, εκείνα του Μάρκου (το αρχαιότερο) ως του Ιωάννου (το θεολογικότερο) κατέχουν όλα τα σοβαρά στοιχεία, ήτοι: Την αξιοπιστία, την γνησιότητα και την ακεραιότητα (Βλ. Αγουρίδου Σάββα, Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, Αθήναι 1971, σελ. 15-16).
Ειδικότερα σχετικά με την Γέννηση του Ιησού Χριστού.
*
Ο Ματθαίος, όταν στο α’ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, με το οποίο αρχίζει η Καινή Διαθήκη, γράφει την γενεαλογία, απαριθμεί τους προγόνους του Χριστού κατά την κατιούσα τάξη αρχίζοντας από τον Αβραάμ αντί του Αδάμ, ήτοι: «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ…» (Ματθ. Α’ 2) (καθ’ ότι ο ανήρ γεννά, η δε γυνή τίκτει), ενώ ο Λουκάς υιοθετεί την ανιούσα τάξη, ήτοι: «Και αυτός ην Ιησούς, ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ, του Ηλί, του Ματθάν… του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού» (Λουκ. Γ’ 23,28). Έπειτα ο Ματθαίος μας αναφέρει την προσκύνηση των Μάγων, ενώ ο Λουκάς μας περιγράφει το χαρμόσυνο μήνυμα στους ποιμένες από τον άγγελο, την όλη αγγελική δοξολογία και την επίσκεψη των ποιμένων στο θείο βρέφος. Ο ίδιος Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει και την ιστορικότητα του γεγονότος όταν γράφει ότι με την αφορμή της απογραφής που είχε διατάξει συγκεκριμένα ο καίσαρ Αύγουστος, ο Ιωσήφ μετά της Μαρίας μετέβη στη Βηθλεέμ στον τόπο της πατρώας καταγωγής, προκειμένου να τύχουν της νομικής απογραφής.
Στη συνέχεια, την Βηθλεέμ την αναφέρουν και οι δύο Ευαγγελιστές (Ματθαίος και Λουκάς), ως τον τόπο γέννησης του Ιησού. Περαιτέρω ο Ματθαίος δύο φορές υπογραμμίζει την φράση «εκ Πνεύματος Αγίου». Στο στίχο 18 γράφει: «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην˙ μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου» και στον στίχο 20 «το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστιν Αγίου».
Έπειτα είναι χαρακτηριστικό ότι το ιερό κείμενο γράφει στον στίχο 21 του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου «τέξεται δε υιόν». Δεν γράφει «τέξεταί σοι». Το γεννηθέν είναι πάσης της ανθρωπότητος. Αξίζει όμως να προχωρήσουμε και στην αλληγορική ερμηνεία μερικών φράσεων ευαγγελικών κειμένων που αναφέρονται στο γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως. Οφείλουμε βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι η σπουδαιοτέρα και περιεκτικοτέρα φράση στα ιερά Ευαγγέλια βρίσκεται στην φράση του Ευαγγελίου του Ιωάννου όπου αναγράφεται: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. 1,14).
*
Ωστόσο εμείς στο άρθρο μας αυτό θα περιορισθούμε στους δύο Ευαγγελιστές Ματθαίον και Λουκάν. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές αξιοπρόσεκτες φράσεις που κρύβουν βαθύτατο πνευματικό νόημα. Ειδικότερα, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ. 1,23).
«Εμμανουήλ». Το εβραικό αυτό όνομα μεταφράζεται στα Ελληνικά: Ο Θεός είναι μαζί μας. Και παρατηρούμε ότι ο Ευαγγελιστής αναφέρει και τα δύο ονόματα Ιησούς και Εμμανουήλ, το πραγματικό και το προφητικό. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Εμμανουήλ, λοιπόν. «Ο Θεός μεθ’ ημών» και μείς ο λαός Του. Αυτό είναι το σπουδαίο. Ο άπειρος Θεός για την πολλή του αγάπη έγινε άνθρωπος. Μας συνανεστράφη, έζησε ανάμεσά μας, ως να ήταν ένας από μας. Και το πλέον πνευματικό υπέροχο είναι το γεγονός ότι συγκαταβαίνει τόσο πολύ, ώστε να κατοικεί και στην ψυχή του καθενός πιστού. Αυτός είναι ο σκοπός της ενανθρώπησης του Σωτήρος. Ο Χριστός «ένδον εν τη καρδία ημών» για την σωτηρία μας. «Ουδέν άλλο δηλοί το «καλέσουσιν Εμμανουήλ» – λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος- ή ότι όψονται Θεόν μετά των ανθρώπων˙ αεί μεν γέγονε μετά των ανθρώπων, ουδέποτε δε ούτω σαφώς».
-«Πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ» (Ματθ. 2,11). Οι Μάγοι, οι σοφοί και πλούσιοι και άρχοντες ήλθαν καθοδηγούμενοι από τον αστέρα βρήκαν το Παιδίον. Τότε «πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ». Έπεσαν κατά γης και το προσκύνησαν. Πριν από λίγες ημέρες είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλέως Ηρώδη. Και όμως καμμία απολύτως τέτοια κίνηση. Εκείνον τον βασιλέα, δεν τον προσκυνούν. Μόνον τον Ιησούν, παρ’ ότι Νήπιον και τούτο γιατί αν και έβλεπαν ενώπιόν τους ένα Βρέφος, τα μάτια της ψυχής τους αισθανόντουσαν και έβλεπαν τον ενανθρωπήσαντα Θεό και τον Θεό τον προσκυνούμε. Οι σοφοί μάλιστα αυτοί Μάγοι εκπροσωπούν και τους πεπαιδευμένους ανθρώπους, τους επιστήμονες όλων των αιώνων. Έτσι και οι σοφοί και οι επιστήμονες προσκυνούν ταπεινά Εκείνον που είναι η άπειρος σοφία, η του Θεού σοφία.
-Μια άλλη φράση είναι:«Δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών» (Ματθ. 2,11-12). Οι Μάγοι έκαναν μία μεγάλη και δύσκολη πορεία. Επέρασαν βουνά, πεδιάδες, ποταμούς, χωρία και κωμοπόλεις. Ο σκοπός του ταξιδιού τους ήταν να ικανοποιήσουν την επιθυμία που φλόγιζε την καρδιά τους, δηλαδή να φθάσουν τον Άφθαστο. Να εγγίσουν τον αιώνιο Βασιλέα. Ήταν τόση η δίψα τους για τον σαρκωθέντα Θεό, του Οποίου το αστέρι έλαμπε στον ουρανό, ώστε δεν υπελόγισαν κόπους και μόχθους. Ο πόθος τους να δούν, να δεχθούν ένα κάποιο μήνυμα Του, τους έκανε να ψάχνουν, να μοχθούν, να περπατούν και να ρωτούν: «Που ο Χριστός γεννάται»; Και αυτός ο πόθος πραγματοποιήθηκε. Ευρήκαν τον Χριστό, το Παιδίον Ιησούς. Τότε γονάτισαν, προσεκύνησαν και πρόσφεραν τα δώρα τους. Χρυσόν που συμβολίζει την βασιλεία του Χριστού, λίβανον για την θεότητα και σμύρνα για την ταφή Του. Και έπειτα αφού εξεπλήρωσαν τον σκοπό της επισκέψεώς τους «δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών». Αλληγορικά σημαίνει ότι όποιος ανακαλύπτει τον Σωτήρα δεν μπορεί πλέον να επιστρέφει από τον ίδιο δρόμο της αμαρτωλής του καταστάσεως. Όποιος γνωρίζει ουσιαστικά τον Χριστό μετανοεί, αλλάσσει ζωή και βιώνει πλέον μια καινούργια εν Χριστώ βιοτή.
*
Ο άλλος ο Ευαγγελιστής Λουκάς έχει την φράση: «Ετέχθη υμίν Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. 2,11). Δηλαδή, ο άγγελος είπε στους ποιμένες ότι γεννήθηκε σήμερα για σας Σωτήρ, ο Οποίος είναι ο Κύριος και Θεός.
Αυτό το «υμίν», για εσάς, αφορά όλη την ανθρωπότητα. Ο Ουράνιος Πατέρας δεν μας λησμόνησε. Ούτε μας περιεφρόνησε και μας απαρνήθηκε. Όσο και αν απομακρυνθούμε από τον Πλάστη και Δημιουργό μας, Εκείνος βρισκόταν πάντοτε δίπλα μας και περίμενε την κατάλληλη ώρα για να μας επαναφέρει στο Παράδεισο της δόξας. Το «υμίν» λοιπόν είναι για όλους μας, το ανθρώπινο γένος.
Παρατάσσει, επιπλέον, εκείνος ο άγγελος, ο ευαγγελιζόμενος τους ποιμένες, τις ονομασίες και τις ιδιότητες του αρτιγέννητου βρέφους, τον Οποίον η αγάπη και η ευδοκία του Πατρός απέστειλε στον κόσμο, ήτοι «Σωτήρ», «Χριστός», «Κύριος». Είναι ο «Σωτήρ» από την αμαρτία που εισήλθε στον κόσμο με την παρακοή του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ. Είναι «Χριστός» κεχρισμένος όχι με το τυπικό εκείνο έλαιον της σκιάς του νόμου, αλλά με το πνευματικό έλαιον της θείας χάριτος, το οποίο αυτό το πλήρωμα της θεότητος το σωματικώς «εν αυτώ κατοικήσαν» εξέχυνε πλούσια στην ανθρώπινη φύση Του. Είναι «Κύριος», δηλαδή αν και βλέπουμε ασθενές και πτωχό και αδύναμο νήπιο, εν τούτοις κρύπτεται σ’ Αυτό η παντοδυναμία Του.
Έπειτα αναφέρει: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2,14). Αυτόν τον ύμνον έλεγαν κατεβαίνοντας από τον ουρανό και ανεβαίνοντας οι στρατιές των Αγγέλων, την αγία νύκτα των Χριστουγέννων και έτσι πανηγυρικά χαιρετούσαν και έφερναν στην ανθρωπότητα το χαρμόσυνο μέγα μήνυμα της Γεννήσεως του Σωτήρος και Λυτρωτού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Είναι αλήθεια, τα Χριστούγεννα φέρνουν την ουσιαστική και αυθεντική ειρήνη στον κόσμο. Την χριστιανική ειρήνη, του Ευαγγελίου του Χριστού, γιατί ο Χριστός είναι ο «Άρχων της ειρήνης». Είναι «ο ειρηνοποιήσας διά του αίματος του σταυρού Αυτού τον κόσμον» (Κολ. 1,20). Άλλωστε ο Ίδιος είπε: «Ειρήνη αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». (Ιω. 14,27). Είναι ο Γεννηθείς, ο αληθινός Ειρηνοποιός του κόσμου. Με την Γέννησή Του ο Χριστός φέρνει στην ανθρωπότητα την ευδοκία, δηλαδή την αγάπη και στοργή του Θεού στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και οι άγγελοι ψάλλουν και δοξολογούν την σωτηρία και την λύτρωση των ανθρώπων.
Και ακόμη γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Και ήλθον σπεύσαντες (=οι ποιμένες) και ανεύρον την τε Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη» (Λουκ. 2,16). «Κείμενον εν τη φάτνη». Αλήθεια, ποίος θα το πίστευε; Ποίος θα σχημάτιζε ποτέ την γνώμη, ότι το αδύνατο νήπιο της Βηθλεέμ ήταν Θεός ισχυρός και παντοδύναμος, «βασιλεύς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων»; Γεννήθηκε μέσα σ’ ένα σταύλο. Ανεκλίθη στην φάτνη των αλόγων ζώων. Χρησιμοποίησε ως στρώμα για το τρυφερό σώμα του τα ξηρά χόρτα του σταύλου, ως βρεφικά ενδύματα, ο,τι πρόχειρο είχε μαζί της η Παρθένος μητέρα και ως πρώτους συμπαραστάτες δέχθηκε τα ζώα της φάτνης. Τίποτε το επίσημο, ουδέ καν το στοιχειωδώς άνετο, δεν του προσέφερεν ο επίγειος κόσμος. Ποίος, λοιπόν, κάτω από τα ταπεινά αυτά περιστατικά, θα διέβλεπε τον ισχυρό Θεό; Αλλά αυτή την πτωχεία και την ταπείνωση την εξέλεξεν ο Ίδιος για τον εαυτόν του, για να δώσει σε μας ως Θεός ισχυρός και πολυέλεος τα άπειρα αγαθά των πνευματικών του θησαυρών. Ο απόστολος Παύλος έγραφεν αργότερα προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, ότι «ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (Β’ Κορ. η’ 9).
Οι ποιμένες αντιπροσωπεύουν τους απλοικούς ανθρώπους, οι οποίοι και αυτοί με άδολη καρδιά και πολλή ταπείνωση έρχονται κοντά στον νεογέννητο Χριστό. Τούτο δηλώνει ότι για να προσεγγίσεις και να βιώσεις τον Σωτήρα Χριστό χρειάζεσαι ταπεινό φρόνημα. Στο σπήλαιο της Βηθλεέμ εισέρχεσαι με συναίσθηση της αμαρτωλότητός σου και με την ψυχή σου πλημμυρισμένη από πίστη και ταπεινοφροσύνη. Δεν χωράει εγωισμός και αλαζονεία.
δ) Οι υμνογράφοι
Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού είναι γεμάτη από υψηλή ποίηση, ιερή υμνογραφία και μελωδία. Μεγάλοι και σπουδαίοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας, συνέθεσαν τροπάρια, ιαμβικούς κανόνες και καταβασίες, ιδιόμελα Εσπερινού και Όρθρου, εξαποστειλάριον, απολυτίκιον και κοντάκιον, που όλα αυτά τα μελωδήματα είναι ανεκτίμητοι και πολύτιμοι θησαυροί της εκκλησιαστικής ποίησης, αλλά θάλεγα και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην όλη επιτυχία της γραφής των τροπαρίων αυτών συνετέλεσε σε κύριο και ύψιστο βαθμό, η πλουσιότατη ελληνική γλώσσα, που από μόνη της τυγχάνει αριστούργημα της έκφρασης του λόγου του ανθρώπου.
Έτσι δεν είναι μόνο οι στρατιές των αγγέλων που δοξολογούν και ανυμνούν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ, αλλά είναι και ο νούς, η γραφή και η φωνή, οι ψυχές των ιερών υμνωδών που σκιρτούν από αγαλλίαση. Από τον Κοσμά μέχρι τον Ρωμανό, τους αποκαλουμένους Μελωδούς, χορεία αγίων και οσίων μορφών ψάλλουν και ανυμνούν τον Γεννηθέντα Χριστό, ο καθένας με το δικό του χάρισμα που τους έδωσε ο Θεός.
*
Είναι γεγονός, ότι όταν εισέλθουμε στο ναό την παραμονή το εσπέρας των Χριστουγέννων, θα ακούσουμε το θαυμάσιο Δοξαστικό σε αποφθεγματικές γραμμές. Σαν ν’ απαγγέλλεται το διάταγμα της απογραφής του Καίσαρα. «Aυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης, η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο· και Σου ενανθρωπήσαντος εκ της αγνής, η πολυθεία των ειδώλων κατήργηται. Υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον αι πόλεις γεγένηνται και εις μίαν δεσποτείαν θεότητος τα έθνη επίστευσαν. Απεγράφησαν οι λαοί τω δόγματι του Kαίσαρος· επεγράφημεν οι πιστοί ονόματι θεότητος…».
Αλλά ποιος είναι αυτός που προφέρει τις μεγαλοπρεπείς αυτές αντιθέσεις; Είναι η περίφημος Κασία ή Κασσιανή των βυζαντινών χρόνων.
Έπειτα άλλοι στίχοι εξόχως σπουδαίοι και με θεολογικό περιεχόμενο μας μεταφέρουν στον τόπο του θείου Μυστηρίου της Γεννήσεως.«Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον αλλ’ ουρανός σε πάσιν εκήρυξεν, ώσπερ στόμα τον αστέρα προβαλλόμενος, Σωτήρ…». Πρόκειται για ένα υπέροχο τροπάριο πληρέστατο από την θεολογία της Θείας Γεννήσεως. Η μετοχή «λαθών» του ρήματος «λανθάνω», σημαίνει διαφεύγω της προσοχής κάποιου. Έτσι ο Χριστός σαν είναι άγνωστος, απαρατήρητος, έρχεται και μας διδάσκει ότι η θεότητά Του είναι κρυμμένη μέσα στην ενανθρώπηση. Πράγματι, ο Χριστός μας σμίκρυνε εκούσια το μεγαλείον και την δόξα Του, προς καιρόν, και ταπείνωσε τον Εαυτόν Του δεχόμενος να γεννηθεί κρυφά, χωρίς εξωτερικούς θορύβους και κοσμικές θριαμβολογίες, εκεί στο σκοτεινό σπήλαιο, στη φάτνη των αλόγων. Αντί να γεννηθεί στην πρωτεύουσα στα Ιεροσόλυμα, προτιμά την ταπεινή και άσημη πολίχνη Βηθλεέμ. Αντί τα ανάκτορα με την χλιδή, την φάτνη με τα άχυρα των αλόγων. Αντί τα χρυσοκέντητα ενδύματα, τα πτωχικά σπάργανα της Παρθένου Μαρίας. Έκρυψε την θεότητά Του, έγινε «εν ομοιώματι σαρκός» (Ρωμ. 8,3), ντύθηκε την ανθρώπινη φύση χωρίς αμαρτία για να μας λυτρώσει και σώσει από τις δικές μας αμαρτίες. Αλήθεια, σε αδρές γραμμές, πόση ύψιστη θεολογία.
Και όταν πιά ξημερώνει, ο μελωδός με την λύρα του, μας ξυπνά για να υπάγουμε και υπαντήσουμε και ψάλλουμε το: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…».
Αλλά τι να προφέρουν τα χείλη, όταν η καρδιά ξεχειλίζει από αίσθημα και ο νούς σταματά; Θάμβος και έκσταση συνέχουν τον υμνωδό. Αφού η Παρθένος εκπλήσσεται, σε σημείο ώστε εκείνος να την ερωτά: -«Τι θαυμάζεις Μαριάμ; τι εκθαμβείσαι το εν σοι;» Και εκείνη: -«Ότι άχρονον υιόν χρόνω εγέννησα, φησί».
Η πραγματική όμως απάντηση, η μεταφυσική λύση του μυστηρίου, δίδεται επιγραμματικά στη συνέχεια μ’ ένα και μόνο συμπέρασμα: «Όπου Θεός δε βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Και πάλιν ο υμνογράφος διερωτάται: «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; «Ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της μητρός; Πάντως ως είδεν, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησε». Ο τελευταίος στίχος κλείνει όλο το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως και συγκαταβάσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
*
Στη συνέχεια, ο Κανόνας του Κοσμά του Μελωδού, θα μας ανεβάσει στα ουράνια και μαζί με τους αγγέλους θα ψάλλουμε: «Χριστός Γεννάται δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε˙ Χριστός επί γης υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται». Τα λόγια είναι από τον λαμπρόν «Εις τα Θεοφάνεια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος», Λόγον του μεγάλου θεολόγου του Αγίου Γρηγορίου (PG 36,312). Εδώ νάματα μελίρρυτα ξεχύνονται στις 8 ωδές του Κανόνα και προσκαλεί ο μελωδός να συνεορτάσει μαζί με τους πιστούς ολάκερο το σύμπαν. Η μία ωδή καλύτερη από την άλλη, με βαθύτατο πνευματικό νόημα.
*
Ανάμεσα σ’ αυτόν τον Κανόνα του Κοσμά του Μελωδού έρχεται και ο Ιαμβικός Κανόνας που έχει επιγραφή «Ιωάννου μοναχού», έτσι απλά και τόσο λιτά. Ο Κανόνας αυτός έχει 26 θαυμάσιες στροφές και κάμνει μεγάλη εντύπωση η τόσο ταπεινή επιγραφή. Ποίος τάχα να το έγραψε το εμπνευσμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα; Κάποιος άγνωστος, μοναχός σε κάποιο άγνωστο μοναστήρι. Και όμως. «Ιωάννης μοναχός» είναι ο ταπεινότερος τίτλος μιάς από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των βυζαντινών χρόνων. Είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ένας εκ των αρχόντων, των μεγίστων υμνογράφων και μελωδών της Εκκλησίας μας. Ο της Δογματικής Θεολογίας πατήρ, με το σπάνιο ποιητικό του τάλαντο, την μεγάλη του έμπνευση και την γλυκύτατη λύρα της θεολογίας του, ο οποίος κυριολεκτικά συγκινείται και συγκλονίζεται πνευματικά από το θείο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού. Και με την πέννα του γράφει και μας προσφέρει τον υπέροχο ιαμβικό κανόνα στον οποίο ο πλούτος των αισθημάτων της ψυχής του συναγωνίζεται το βάθος των νοημάτων καθώς και την βαθειά κατοχή και γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αξίζει κάπως περισσότερο να απασχοληθούμε με τον δύσκολο αυτό ιαμβικό κανόνα. Και ιδού η αρχή: «Έσωσε λαόν, θαυματουργών Δεσπότης υγρόν θαλάσσης, κύμα χερσώσας πάλαι. Εκών δε τεχθείς εκ Κόρης, τρίβον βατήν Πόλου τίθησιν ημίν· ον κατ’ ουσίαν Ίσόν τε Πατρί, και βροτοίς δοξάζομεν».
Δηλαδή, ο Δεσπότης Κύριος έσωσε τους Ισραηλίτες με θαυμαστό τρόπο, μετατρέποντας την θάλασσα σε ξηρά. Από την Παρθένο Μαρία, ο Χριστός με την θέλησή Του, γεννήθηκε άνθρωπος και έγινε διαβατός ο δρόμος μας προς τον ουρανό. Αυτόν που είναι όμοιος ως προς την ουσία με τον Πατέρα Θεό και με μας τους ανθρώπους, ας Τον δοξάσουμε. Έτσι αρχίζει ο υμνογράφος με εικόνες και με τύπους και αλληγορίες για να μας δώσει την δυνατότητα προσέγγισης του Μυστηρίου της Γεννήσεως. Μας μεταφέρει στο γεγονός της Π. Διαθήκης, στην Ερυθρά θάλασσα και παρομοιάζει όπως ο Δεσπότης, ο Θεός, διά μέσου θαυματουργίας έσωσε τον λαόν μεταβάλλοντας σε ξηρά το υγρό στοιχείο, την θάλασσα και πραγματοποιήθηκε η διάβαση για τους Ισραηλίτες, προς σωτηρίαν τους, έτσι και τώρα, ο Γεννηθείς εκουσίως από την Παρθένο, έκαμε βατή την οδό του πόλου, ήτοι το στερέωμα του ουρανού. Μας άνοιξε και πάλιν την θύρα του Παραδείσου.
Αλλ ο Γεννηθείς Χριστός δεν άνοιξε μόνο τον δρόμο προς τον ουρανό. Μας έδωσε και το φως. Έτσι με μία δεύτερη μεγαλειώδη εικόνα ο υμνωδός μας παρουσιάζει από την μία πλευρά τους ανθρώπους κατρακυλισμένους μέσα στη νύκτα της αμαρτίας και όπως γράφει: «λυγρώς (=ελεεινώς) πεσόντας εν σκότει των πταισμάτων» αλλά από την άλλη έρχεται ο Σωτήρ σκορπίζει το «φως της άνω φρυκτωρίας». Μία φρυκτωρία, δηλαδή ένα φωτεινό σημάδι που ανάβει στον ουρανό και που διακηρύττει το πρωτάκουστο γεγονός, δηλαδή την ανάπλαση του γένους των θνητών. Γράφει συγκεκριμένα ο υμνογράφος Δαμασκηνός: «Ο λαός είδεν ο πριν ημαυρωμένος μεθ’ ημέραν φως της άνω φρυκτωρίας…» (τροπάριο ε’ ωδής).
Έπειτα δίνει και πολλές άλλες εικόνες με τα τροπάρια και των άλλων Ωδών και καλεί τα έθνη που ήταν βυθισμένα στη φθορά, τώρα που ήλθε ο Χριστός και γλύτωσαν από τον όλεθρο, να υψώσουν είναι καιρός πλέον, τα χέρια τους, ψάλλοντες ύμνους και ωδές, αλλά συγχρόνως και προσκαλεί να αναλάβουν και το καθήκον να σέβονται και να λατρεύουν μόνο τον Σωτήρα και Λυτρωτή και Ευεργέτη του κόσμου, τον Χριστό και όχι τα είδωλα και τα πάθη. Ωραιότατα λέγει το τροπάριον: «Έθνη τα πρόσθεν τη φθορά βεβυσμένα, όλεθρον άρδην δυσμενούς πεφευγότα, υψούτε χείρας συν κρότοις εφύμνιον, μόνον σέβοντα Χριστόν ως ευεργέτην, εν τοις καθ’ ημάς, συμπαθώς αφιγμένων». Δηλαδή, οι ειδωλολάτρες που ήσαν βυθισμένοι στην αμαρτία, η κατάστασή τους τώρα άλλαξε πέρα για πέρα από τον όλεθρο. Και με την γέννηση του Χριστού, απέφυγαν τον πνευματικό θάνατο που προκαλεί ο διάβολος. Υψώστε, λοιπόν, τα χέρια σας στον ουρανό και δοξάσατε τον μόνον Κύριό μας που σαρκώθηκε και ήλθε στον κόσμο ως ευεργέτης.
Τέλος, με τις ωδές του, ο ιερός υμνογράφος αναπέμπει ευχές. Την ευχή να ταπεινωθεί η επηρμένη οφρύς του αρχεκάκου, του ψεύδους, του εχθρού της ψυχής μας, δηλαδή του διαβόλου και ο Γεννηθείς Κύριος να μας στηρίξει στη βάση της πίστεως. Λέγει το τροπάριο: «Νεύσον προς ύμνους, οικετών Ευεργέτα εχθρού ταπεινών, την επηρμένην οφρύν· φέρων τε παντεπόπτα, της αμαρτίας Ύπερθεν ακλόνητον, εστηριγμένους Μάκαρ μελωδούς, τη βάσει της πίστεως». Και στο τελευταίο τροπάριο άλλη ευχή, εκείνη του πόθου της πνευματικής ανακαινίσεως. Αφού αξιώθηκε ο υμνωδός και ο πιστός λαός να ζήσει την παρουσία του Θεού στον κόσμο, τώρα ζητεί να χαρεί και την εορτή της παλιγγενεσίας, ήτοι των Θεοφανείων. Ωραιότατα το διατυπώνει: «Πόθου τετευχώς, και Θεού παρουσίας, ο χριστοτερπής λαός ηξιωμένος, νυν ποτνιάται, της παλιγγενεσίας…».
*
Ύστερα, σπουδαίος ύμνος χαράς της εορτής είναι το Κοντάκιον. Ο Πίνδαρος της ορθοδοξίας, ο Ρωμανός ο Μελωδός μας τον προσφέρει : «Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι. Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Κλείνουμε το κείμενό μας αυτό με το υπέροχο και εξόχως περιεκτικό και θεολογικότατο Απολυτίκιον της εορτής. «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως· εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο· σε προσκυνείν, τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν, Κύριε δόξα σοι».
*
Ηδύμολπα, λοιπόν, τροπάρια και ύμνοι εξυμνούν την «Μητρόπολιν των εορτών» και μελωδούν την «Γενέθλιον ημέρα της ανθρωπότητος». Αλήθεια, πόσο θα έπρεπε να μελετούμε, να διδασκόμεθα και να εμπνεόμεθα απ’ αυτό το ιερό θησαύρισμα; Τότε της φωνής των υμνωδών των Χριστουγέννων ενωτιζόμενοι, τω όντι, θα βιώνουμε, το του Χριστού Γεννών, μέγα Μυστήριο.
Κατόπιν όλων αυτών, το μείζον όμως ερώτημα εξακολουθεί να υπάρχει ενώπιόν μας. Άραγε θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε και πάλιν το βαθύτατο και ουσιαστικότατο, το μοναδικό νόημα των Χριστουγέννων;
Πάντως, το σταθερό σημείο είναι, ότι ο Ιησούς δεν είναι απών από την σύγχρονη κοινωνία μας. Ο Χριστός «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας».