ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο λόγος ενός Ιεράρχου πρέπει νά είναι θεολογικός, βιβλικός, πατερικός, χριστοκεντρικός καί πρωτίστως εκκλησιαστικός.
Ωστόσο, τό προσκλητήριο τών κοινωνικών θεμάτων, τών ανθρωπίνων προβλημάτων πού καταφθάνει ενώπιόν μας δέν απορρίπτεται καί δέν τυγχάνει τής λήθης ή τής αδιαφορίας τού όλου ποιμαντικού έργου. Βέβαια, τά ζητήματα πού έρχονται στό προσκήνιο πρέπει νά «εμβαπτίζονται» στήν Αγία Γραφή, στήν Ιερά Παράδοση, στή σοφή διδασκαλία τών θεοφόρων Πατέρων τής Εκκλησίας. Συνάμα, κυρίως, είναι ιερότατο χρέος νά έρχονται στήν προσευχητική διακονία του Αρχιερέως.
Από τήν άλλη πλευρά, δέν θά πρέπει νά θεωρείται δεδομένη η γνώση εφ όλων τών θεμάτων, ως επί παραδείγματι θεμάτων νομικών, ιατρικών, οικονομικών, μηχανολογικών ζητημάτων καί προβλημάτων τής αστροφυσικής, τής βιολογίας, κ.ά. καθ ότι υπάρχουν καί επιλαμβάνονται οι ειδικοί επιστήμονες κατά κατηγορίαν, δηλ. οι επαίοντες.
Μέ συστολή, λοιπόν, καί αυτογνωσία τής θέσεως καί τού ρόλου πού πρέπει νά έχει ο καθένας μας, χαράσσουμε ακροθιγώς καί ταπεινώς τίς παρακάτω γραμμές, ευρισκόμενοι στίς παρυφές τού λόφου τών θετικών επιστημών μέ τό επίκαιρο τούτο θέμα τής σχέσης Εκκλησίας καί ιατρικής επιστήμης.
Ο Θεός δημιουργήσας «κατ εικόνα καί καθ ομοίωσιν» Αυτού τόν άνθρωπον, τήν κορωνίδα τής δημιουργίας, εκτείνει τήν πρόνοιά Του στή συντήρηση καί τήν υγεία καί τού τελευταίου ανθρωπίνου κυττάρου. Άλλωστε, ο Θεός μάς έδωκε σώμα υπέρτερον πάντων τών ζώων. Μάς έδωκε ψυχήν «κατ εικόνα» Του εστολισμένη μέ νού, λογική, θέληση, συναίσθηση καί, τό κυριώτερο, ο άνθρωπος έχει σχέση, αναφορά ως πρόσωπο μέ τό Θεό. Ως λέγει ο Ι. Δαμασκηνός: «Ο Θεός εδημιούργησε τόν άνθρωπον άκακον, ευθύν, ενάρετον, άλυπον, αμέριμνον, στολισμένον μέ τήν λαμπρότητα κάθε αρετής, προικισμένον μέ όλα τά αγαθά, ωσάν κάποιον δεύτερον κόσμον, μικρόν κόσμον μέσα εις τόν μεγάλον, άλλον άγγελον προσκυνητήν, σύνθετον, θεατήν τής ορατής δημιουργίας, γνώστην τών μυστηρίων τής νοητής, Βασιλέα τών επιγείων, πού κυβερνάται άνωθεν, επίγειον καί ουράνιον, προσωρινόν καί αθάνατον, ορατόν καί νοούμενον, ενδιάμεσον μεταξύ μεγαλείου καί μικρότητος» (ΕΠΕ, 19, Β, 211 επ.).
Ωστόσο, συνέπεια τής προπατορικής αμαρτίας τού ανθρώπου ήταν η αχρείωση καί η αμαύρωση τού «κατ εικόνα». Διεσαλεύθησαν οι σχέσεις του μέ τόν Δημιουργό αλλά καί μέ τήν κτίση. Εισήλθε στή ζωή τού ανθρώπου ως αποτέλεσμα τής πτώσεως καί τής αποστασίας του από τόν Θεό, η φθορά, η ασθένεια, ο πόνος, ο κόπος, οι θλίψεις, μέ αποκορύφωμα τόν θάνατο.
Βέβαια, «ούκ εστιν αίτιος τών κακών ο Θεός», ως λέγει ο Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 7, 87) καί τό κακόν δέν εκτίσθη συγχρόνως μέ τό καλόν. Ο Θεός έπλασε σώμα καί όχι ασθένεια. Η νόσος δέν είναι δημιούργημα τού Παναγάθου Θεού. Ο πόνος δέν είναι από τόν Θεό. Μόνον τόν επιτρέπει. Καί τούτο γιατί έπλασε τόν άνθρωπο από άπειρη αγάπη νά ζεί καί νά γεύεται τήν μακαρία ευφροσύνη καί χαρά στήν κοινωνία μαζί Του στόν Παράδεισο.Εκεί δέν υπήρχε κανένας πόνος καί, φυσικά, μετά τήν έξοδο τού ανθρώπου απ αυτόν, ο Θεός επιτρέπει τόν πόνο πρός παιδαγωγία. Καί βέβαια δέν άφησε ο Ουράνιος Πατήρ αβοήθητο τόν πεπτωκότα άνθρωπο, αλλά μέ τήν άπειρο αγάπη Του προσέφερε τήν σωτηρία καί τήν απαλλαγή του κυρίως από τόν θάνατο. Αυτό πραγματώνεται μέ τήν ενανθρώπηση τού Υιού καί Λόγου τού Θεού. Καί επειδή ο άνθρωπος τυγχάνει ψυχοσωματικόν όν, συναποτελούμενον εκ ψυχής καί σώματος, έρχεται η χριστιανική διδασκαλία καί αγκαλιάζει τόν όλο άνθρωπο, τό δισύνθετον αυτού, εξυψώνοντας τό σώμα σέ «ναό τού Αγίου Πνεύματος» καί τήν ψυχή ως τό πολυτιμότερον στοιχείον τού ανθρώπου, καθ ό,τι αθάνατος. Έτσι έχουμε μία συνάντηση θρησκείας καί επιστήμης, πίστεως καί επιστήμης καί ειδικότερα ιατρικής επιστήμης, Εκκλησίας καί Ιατρικής.
Κατ αρχάς, στήν Αγία Γραφή δέν απαγορεύεται η προσφυγή στήν ιατρική περίθαλψη καί γιά νά μιλήσουμε ειδικότερα, σχετικά μέ τό σώμα, τήν ιατρική χρησιμοποιεί ο προφήτης Ησαίας γιά νά θεραπεύσει τόν Εζεκία (κεφ. ΛΗ) καί ο Ραφαήλ γιά νά φροντίσει τόν Τωβία (κεφ. ΙΑ). Έπειτα η Σοφία Σειράχ (κεφ. ΛΗ) πλέκει κυριολεκτικά τό εγκώμιο στό ιατρικό επάγγελμα-λειτούργημα. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Τίμα ιατρόν πρός τάς χρείας αυτού καί γάρ αυτόν έκτισε Κύριος» (στιχ. 1, 1) καί παρακάτω στό ίδιο κεφάλαιο: «Κύριος έκτισε εκ γής φάρμακα … αυτός έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοίς θαυμασίοις αυτού» (στίχ. 4 καί 6).
Ο ίδιος δέ ο Χριστός πολλάκις ευρισκόμενος μπροστά σέ ασθενείς ανθρώπους τούς παρέχει τήν θεραπεία, ασφαλώς καί τού σώματος καί τής ψυχής, γιατί είναι ο Ιατρός ψυχών καί σωμάτων. Είναι Εκείνος πού θεράπευσε λεπρούς, τυφλούς, χωλούς, παραλυτικούς, κωφαλάλους, τήν αιμορροούσα γυναίκα, τήν κατάκοιτο καί πυρέσσουσα πενθερά τού Πέτρου, τήν θυγατέρα τού Ιαείρου, τούς δαιμονιζομένους, τήν συγκύπτουσα γυναίκα καί βέβαια έχουμε καί περιγράφονται στά Ιερά Ευαγγέλια καί αναστάσεις νεκρών από τόν Χριστό. Είχε στό Πανάγιο πρόσωπό Του εκπληρωθεί ο προφητικός λόγος: «Αυτός τάς ασθενείας ημών έλαβε καί τάς νόσους εβάστασεν» (Ματθ. 8, 17). Έπειτα ο Χριστός έδωσε στούς Αποστόλους, από τήν πρώτη αποστολή τους, τήν εξουσία πού είχε ο Ίδιος νά θεραπεύει τούς ασθενείς (Ματθ. 10, 1). Γι αυτό καί στίς «Πράξεις τών Αποστόλων» διαβάζουμε πολλές φορές γιά τίς θεραπείες ασθενών από τούς μαθητάς καί Αποστόλους.
Η Εκκλησία κατόπιν παρουσιάζει τόν Χριστό ως τόν Συνοδοιπόρο στόν ανθρώπινο πόνο, ως τόν Καλό Σαμαρείτη, ως τόν Φίλο τών ανθρώπων, ως τόν Παράκλητο καί τόν Ελεήμονα. Τηρεί δέ απαρασάλευτα καί διηνεκώς τόν λόγον τού Κυρίου, ως ιερό καθήκον, τό «ησθένησα καί επισκέψασθέ με» (Ματθ. 25, 36) καί τό τού Απ. Παύλου «χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Έτσι σέβεται τό σώμα, τιμά τό πρόσωπο, δείχνει υπευθυνότητα απέναντι στήν επιστήμη, προσφέρει διακονία στόν κάθε ασθενή.
Έπειτα η ποιμαντική τής Εκκλησίας συναντάται μέ τήν ενάσκηση τής ιατρικής. Συναντώνται στό έργο τής προόδου τής επιστήμης καί τής παρηγορίας τού ανθρώπινου πόνου. Ο ιατρός επιτελεί τό χρέος του κατά τόν Ιπποκράτειο όρκο καί τήν ιατρική δεοντολογία. Ο ιερεύς τό δικό του ποιμαντικό χρέος. Βρίσκεται στό προσκέφαλο τού κάθε ασθενούς καί μεριμνά γιά τήν σωτηρία τής ψυχής. Αυτό αποδεικνύει χρόνια τώρα η πείρα τόσο τών ιατρών όσο καί τών κληρικών, οι οποίοι υπηρετούν νυχθημερόν στά νοσηλευτικά Ιδρύματα.
Ειδικότερα στόν ιερό κλήρο υπάρχουν καί πολλοί Ιερείς καί μέ τήν ιδιότητα τού ιατρού, διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι συνδράμουν στό υψηλό έργο τής ιατρικής καί τής νοσηλευτικής. Άριστο παράδειγμα είναι ο άγιος Λουκάς, ο χειρουργός, ο καί Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας, ο θαυματουργός, ο οποίος έγινε γνωστός τά τελευταία χρόνια στόν ελλαδικό χώρο.
Κατά συνέπειαν, η χριστιανική διαδασκαλία καί η Εκκλησία, επικροτεί καί καταφάσκει τήν πρόοδο τής επιστήμης καί ειδικότερα τήν ιατρική επιστήμη καί άσκηση τού ιατρικού λειτουργήματος. Δέν υφίσταται καμμία σύγκρουση στό σημείο αυτό θρησκείας καί επιστήμης, όπως θέλουν νά ισχυρίζονται μερικοί, γιά άλλους λόγους, εκτός πίστεως καί επιστήμης. Η συμπόρευση τής πίστεως μέ τό ιατρικό λειτούργημα ως συνέργεια τού θείου καί ανθρωπίνου παράγοντα, ακριβώς όπως σημειώσαμε, επιβεβαιώνεται τόσο από τά ιερά κείμενα τής Αγίας Γραφής, όσο καί από τήν ίδια τήν πράξη τής Εκκλησίας στό διάβα τών αιώνων.
Μάλιστα η επιστημονική αναζήτηση εκκινά από τήν θεϊκή εντολή «πλήρωσατε τήν γήν καί κατακυριεύσατε αυτής» (Γεν. 1, 28) ως καί η θέση τών πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο τής τρυφής «εργάζεσθαι αυτόν καί φυλάσσειν» (Γεν. 1, 15). Εδώ έγκειται ακριβώς η όλη εργασία καί η δημιουργικότητα τού ανθρώπου καί η επιστημονική ερευνητική εργασία. Δηλ. στήν εντολή νά μεριμνήσει γιά τήν δημιουργία, τήν οποία, μέ τόση σοφία δημιούργησε καί συντηρεί γιά τό αγαθό τού ανθρώπου. Έτσι η ιατρική αποτελεί έργο ευλογίας γιατί συμβάλλει στήν ευόδωση τού μεγάλου αγαθού τής υγείας. Η μέριμνα γιά τό σώμα είναι καθήκον, η ατίμωση είναι πράξη άνομη καί αμαρτωλή. Ό,τι δέ είναι γιά τό καλό τής διατήρησης τού σώματος σέ υγιεινή κατάσταση, η Εκκλησία τό επικροτεί. Αρκεί βέβαια νά μήν γίνεται αθέτηση τών κανόνων τής ιατρικής επιστήμης καί τού ιατρικού λειτουργήματος.
Η γνώση ουδόλως καταφρονείται από τήν Εκκλησία, γιατί αποτελεί δώρο τού Θεού στόν άνθρωπο. Γι αυτό καί η επιστημονική πρόοδος έχει κάτι τό θεϊκό μέσα της. Η ορθή χριστιανική ορθόδοξη θεολογία σέβεται τήν έρευνα καί τήν επιστήμη. Η δέ σύζευξη τής πληροφορικής καί τών τεχνολογιών αιχμής μέ τούς τομείς υγείας έχει αλλάξει τήν όλη πραγματικότητα. Αυτό είναι πράγματι επιστημονική επανάσταση. Έτσι η ρομποτική υποκατέστησε τήν μυϊκή δύναμη, η πληροφορική τήν μνήμη, η κυβερνητική τήν σκέψη. Κατά συνέπειαν, μεταλλάσσεται τό περιεχόμενο τών φυσικών όρων, η έννοια τής ασθένειας, η θεραπευτική μέθοδος, ακόμη καί η διατροφή. Αλλά η Εκκκλησία ευλογεί κάθε επιστημονική εργασία, μελέτη καί πρόοδο φυσικά όταν είναι γιά τό καλό τής ανθρωπότητας καί όχι γιά την καταστροφή της. Γι αυτό καί δέν μπορεί νά γίνεται λόγος γιά αληθή πρόοδο τής επιστήμης χωρίς ηθικές προϋποθέσεις, άλλως δέν γίνεται επωφελής, αλλά εγωπαθώς καταστροφική. Πάντα ισχύει εν προκειμένω η αρχαία ρήση: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία καί ου σοφία φαίνεται». (Πλάτων-Σ. Μενέξενος).
Από τήν άλλη, η θεωρία τού επιστημονισμού, πού θεωρούσε τήν επιστήμη ικανή νά εισδύσει καί στήν ουσία τών όντων καί νά δώσει τελεσίδικες απαντήσεις στά μεταφυσικά πνευματικά προβλήματα καί θέματα, έπαυσε νά υπάρχει. Καί σ αυτόν τόν αυστηρό επιστημονικό τομέα απεδείχθη η σχετικότητα τής επιστημονικής γνώσης. Η επιστήμη έχει όρια καί οφείλει, άν είναι αυθεντική επιστήμη, νά μένει σ αυτά. Όλοι έχουν όρια καί ο ιερεύς θά πεί: «Αυτό είναι θέμα τής ιατρικής επιστήμης» καί ο σωστός ιατρός θά πεί: «Αυτό είναι πνευματικό θέμα». Ειδικότερα, κορυφαίοι ιατροί αλλά καί επιστήμονες τών φυσικών καί άλλων επιστημών, ομολογούν τό: «Μέχρις εδώ, παραπέρα σηκώνω τά χέρια». Τί ακριβώς δηλώνει αυτό; Δηλώνει ότι ο σοβαρός καί υπεύθυνος επιστήμονας ξέρει ότι είναι πεπερασμένη η λογική τού ανθρώπου καί τά όρια τής επιστήμης κάπου τελειώνουν καί πάλι συνεχίζουμε τήν έρευνα, τήν παρατήρηση καί τό πείραμα. Καί μόνο νά σκεφθούμε από τόν χώρο τής αστροφυσικής, αυτό πού έχει λεχθεί, ότι σήμερα κατανοούμε μόνο τό μικρό ποσοστό τού 4% τού ολικού σύμπαντος, ενώ τό υπόλοιπο 96% είναι «σκοτεινό» καί «άγνωστο» καί από τό χώρο τής ιατρικής, ότι ολοένα καί νέα επιστημονικά δεδομένα παρουσιάζονται καί ποικίλες εξελίξεις σέ ασθενείς καί θεραπείες, καταλαβαίνει κανείς ότι δέν μπορεί νά κρατεί μία στάση αλαζονείας καί αυτάρκειας καί, τό χειρότερο, περιφρόνησης καί από τίς δύο πλευρές. Ακόμη καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος δέν είναι μόνο αυτό πού βλέπουμε, δέν είναι μόνο ύλη. Υπάρχει καί τό άϋλο, τό πνευματικό στοιχείο. Υπάρχει καί τό θαύμα, όπως αποδεικνύεται από τήν ιστορία τής Εκκλησίας. Γι αυτό κάθε προσπάθεια υπηρεσίας στόν άνθρωπο δέν πρέπει νά είναι μονοδιάστατη καί μόνο εγκόσμια.
Άλλωστε καί κατά τόν Ιπποκράτη «ουκ ένι ιατρικήν ειδέναι, όστις μή οίδεν ότι τί εστιν ο άνθρωπος», δηλαδή είναι αδύνατο νά γνωρίζει τήν ιατρική αυτός πού δέν γνωρίζει ακριβώς τί είναι άνθρωπος.
Κατά συνέπειαν, είναι πέραν τής επιστήμης, θέματα λατρείας τής Εκκλησίας, όπως τά ζητήματα μέ τήν θεία μετάληψη. Άλλως εν προκειμένω θά έχουμε ανεπίτρεπτη είσοδο στά interna corporis τής Εκκλησίας, από άλλον εξωγενή παράγοντα. Τό ίδιο καί η Εκκλησία γιά θέματα ιατρικής δεοντολογίας. Ως έχει γραφεί από κορυφαίο καθηγητή τής Αγγειοχειρουργικής τής Ιατρικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών: «Η ιατρική επιστήμη αναλαμβάνει τήν ανακούφιση τού πόνου καί τή θεραπεία τής σωματικής ασθενείας, ενώ η Εκκλησία φτάνοντας μέχρι τή ρίζα τού αιτίου, πού φθείρει τήν ψυχή καί καταβάλλει τήν ανθρώπινη Ύπαρξη, αποδεικνύεται πνευματικό θεραπευτήριο σέ συνεχή εφημερία, τό οποίο, μέ τή χάρη τού Αγίου Πνεύματος, ολοκληρώνει τό έργο τής ιάσεως σέ κάθε καταπονημένη ψυχή» (Παναγιώτου Δημακάκου, «Ο ανθρώπινος πόνος, ιατρική καί πνευματική θεώρηση», Αθήναι 2016, σ. 19 επ.). Εδώ πλέον ισχύουν τά θαυμάσια λόγια: «Εγώ, Κύριε, τόν γιάτρεψα, Εσύ τόν εθεράπευσες» (Ambroise Pare) καί η «επιστήμη δέν έχει Θεό, οι επιστήμονες έχουν Θεό καί επιστήμη» (Louis Paster).
Δέν είναι συνεπώς ο λόγος τής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναχρονιστικός, απηρχαιωμένος, συντηρητικός. Δέν αντιτάσσεται τήν επιστήμη, τά μαθηματικά, τήν φυσική, τήν χημεία, τήν βιολογία, τήν ιατρική, τήν αστρονομία, τήν τεχνολογία. Η ορθόδοξη Εκκλησία καταφάσκει τήν επιστημονική πρόοδο, χαίρεται μέ τίς ανακαλύψεις, μέ τά νέα φάρμακα, μέ τά σύγχρονα επιτεύγματα τής ιατρικής πρακτικής. Ως σπουδαιότατο παράδειγμα στέκονται οι κορυφαίοι Πατέρες τής Εκκλησίας, οι Τρείς Ιεράρχες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος καί Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ειδικότερα, ο πρώτος, είχε σπουδάσει αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική, φιλοσοφία καί οι άλλοι φιλολογία, φιλοσοφία καί ρητορική. Καί οι Τρείς τους ήταν πανεπιστήμονες καί «φιλόσοφοι νόες».
Κατ ακολουθίαν, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι η επιστήμη έχει δικό της πεδίο ερεύνης καί δράσης καί δέν υπεισέρχεται σέ ζητήματα πίστεως. Δέν κάμνει, δέν επιτρέπεται νά κάμνει, μεταφυσική καί η δύναμή της ουδόλως θέτει στό περιθώριο τήν πίστη. Άν, δέ, η επιστήμη πλουτίζει τόν άνθρωπο σέ γνώσεις καί σέ επιτεύγματα θαυμαστά στό χώρο τής ιατρικής, η πίστη, η μεταφυσική, η θρησκεία, η Εκκλησία, συνελόντ ειπείν, είναι κάτι άλλο. Εξημερώνει τόν άνθρωπο, τόν εξευγενίζει, τόν αγιάζει, τόν θεώνει, φέρνει τόν Παράδεισο «εν τή καρδία» ως πρόγευση τής Βασιλείας τών Ουρανών. Είναι άλλης κατηγορίας από εκείνη τής ιατρικής επιστήμης, καθ ότι Εκείνος πού έπλασε τόν άνθρωπο όρισε ως σκοπό τής δημιουργίας Του καί τήν τελείωσή του. Η Εκκλησία σ αυτό θητεύει. Τό «ποιός» καί τό «γιατί» γιά τόν άνθρωπο θά τό πεί η χριστιανική διδασκαλία, τό «πώς» καί τό «τί» η επιστήμη.
Γι αυτό, τελικά, εμπιστευόμεθα τό Θεό καί δεχόμεθα τό ιατρικό δέον.