Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ – Η Δεσποτική και Θεομητορική εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον θεόσδοτο θεσμό της οικογένειας και ιδιαίτερα για την ιερότητα της μητρότητας και την αξία της μάνας.
Ολίγα χρόνια παλαιότερα, η ημέρα αυτή ήταν εορτή αφιερωμένη στη μάνα. Ξεχάστηκε όμως αυτό. Η Εκκλησία, ωστόσο, ως κοιτίδα της αλήθειας έρχεται και το υπενθυμίζει.
Υπενθυμίζει τις βασικές αρχές και αυθεντικές αξίες της ζωής του ανθρώπου.
Ο,τι η διάκριση των δύο φύλων είναι εύνοια της θείας Πρόνοιας. Ως λέγει η Αγ. Γραφή: «Ο Θεός εποίησεν τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27).
Ο,τι γάμος δεν είναι απλώς μία δικαιοπραξία ή ένα σύμφωνο συμβίωσης αλλά είναι η ένωση άνδρα και γυναίκας, ένα ιερό Μυστήριο που ευλογεί ο Θεός, ως λέγει πάλιν η Αγ. Γραφή: «Και ευλόγησεν αυτούς (άνδρα και γυναίκα) ο Θεός, λέγων αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. 1,28) και το μυστήριον τούτο μέγα εστιν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» (Εφεσ. 5,28).
Και ακόμη καταφάσκουμε την ιερότητα της μητρότητας και την δωρεά του Θεού που είναι τα παιδιά, τα οποία θέλουν πατέρα και μητέρα για να μεγαλώσουν και να διαπαιδαγωγηθούν σωστά.
Ιδιαίτερα, η μάνα είναι λέξη αναντικατάστατη, λέξη που την προφέρει ο κάθε άνθρωπος από την κούνια μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του σ’ αυτό τον κόσμο. Και η μάνα με τον πλούτο της καρδιάς της είναι το στήριγμα σε λύπες και χαρές και εκείνη που διαμορφώνει την προσωπικότητα του παιδιού της.
Έτσι η οικογένεια είναι ιερός θεσμός, το θεμέλιο μιάς κοινωνίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία διακηρύττει ότι δεν αποδέχεται άλλα νομικά σχήματα, άλλα τεχνητά είδη γάμου, άλλες μορφές οικογένειας. Ειδικότερα, η Εκκλησία σύμφωνα και με την πρόσφατη απόφαση της Ιεράς Συνόδου (23.1.2024) είναι κάθετα αντίθετη προς το προτεινόμενο νομοσχέδιο για «ομόφυλο γάμο» – «ομόφυλη γονεικότητα», καθ’ ότι αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του θείου θελήματος. Η ομοφυλοφιλία κατά την χριστιανική διδασκαλία είναι αμαρτία και φέρει την οργή του Θεού. Έτσι διδάσκουν ο Απ. Παύλος (Ρωμ. 1, 26-28 και Γαλ. 5,19-21) και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Αξίζει να τονίσουμε και πάλιν ότι υπάρχει η Χριστιανική Ηθική και λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι και «ο Θεός ου μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7), δηλαδή, δεν εξαπατάται ούτε και περιπαίζεται. Μπορούν οι νομοθέτες να φέρουν ένα νόμο που δεν είναι σωστός και να τον επιβάλλουν, αλλά δεν είναι ένας καλός νόμος. Είναι αντι-ευαγγελικός, άρρωστος νόμος, που φέρει δυσνομία και όχι την ευνομία. Και ακόμη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «δικαιοσύνη, υψοί έθνος, ελαττούσι δε φυλάς αμαρτίαι» (Παροιμ. 14,34).
Έπειτα γνωρίζουμε ότι πάντοτε ο Θεός ως Φιλάνθρωπος και Ελεήμων Πατέρας, γεμάτος αγάπη περιμένει την επιστροφή του ασώτου ανθρώπου, δέχεται την μετάνοιά του, τον ευλογεί και τον σώζει και η θεοίδρυτη Εκκλησία είναι το πανδοχείον του «ελέους και της χάριτος». Δέχεται τον αμαρτωλό, απορρίπτει την αμαρτία.
Εκπληρούντες ιερόν καθήκον, επιβαλλόμενο εκ της θέσεώς μας, αποβλέπουμε ν’ αφυπνίσουμε και να καταστήσουμε υπευθύνους απέναντι της συνειδήσεώς τους τους νομοθετούντες, ούτως ώστε, κατά το δυνατόν, να κάμνουν δεύτερη σκέψη και να αποσύρουν το παρόν νομοσχέδιον, γιατί είναι αντίθετο με τις εντολές του Θεού και μη ευεργετικό για την πατρίδα μας. Η γενναιότητα βρίσκεται στην απόσυρση του νομοσχεδίου και η σύνεση στο φόβο του Θεού. Παράκληση διατυπώνουμε. Παραίνεση δίδουμε. Και ευχή και προσευχή αναπέμπουμε προς τον Θεό για το έλεός Του προς όλους μας.