ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – Εορτάζεται, ως είθισται να λέγεται, η Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Και ορθώς. Ως είναι γνωστόν μετά την λήξη του φοβερού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήλθε η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Global Declaration of Human Rights) από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948 και η επίσημη θέσπιση της ημέρας αυτής πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1950 από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Είχαν βέβαια προηγηθεί ο Μέγας Χάρτης των Ελευθεριών του Ιωάννη του Ακτήμονα το 1215 και στη συνέχεια τα κείμενα των Petition of Rights (1628) και Bill of Rights (1689). Ακόμη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής του 1776 και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 κατά την Γαλλική Επανάσταση. Έχουμε ακόμη και την Ευρωπαική Συμφωνία για την διαφύλαξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των βασικών ελευθεριών (1950) την γνωστή και ως Ευρωπαική Σύμβαση της Ρώμης που τέθηκε σε ισχύ στις 3-9-1953.
Η θέσπιση της ημέρας αυτής τυγχάνει για τον πολιτισμό εξαιρετικά σπουδαίο γεγονός και για τον κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτου φυλής, φύλου, εθνότητας, θρησκείας, χρώματος, ηλικίας, γλώσσας, μορφώσεως, εργασίας και λοιπών χαρακτηρισμών και ιδιοτήτων. Είναι ένα παγκόσμιο γεγονός αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα ανήκουν σ’ όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως.
Ωστόσο, παρ’ ότι τα ατομικά και κοινωνικά ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται ως δεδομένα και αυτονόητα για την επίσημη καθιέρωσή τους προηγήθησαν, ως είναι γνωστόν, επίπονοι και μακροί αγώνες στους λαούς και τα κράτη.
*
Ποία όμως είναι αυτά τα δικαιώματα;
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ αναφέρει τριάντα (30) δικαιώματα, εξόχως σημαντικά, τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις λεγόμενες προσωπικές ελευθερίες, το δικαίωμα στη ζωή, την ισότητα έναντι του νόμου, την ελευθερία έκφρασης του λόγου και της θρησκείας, το δικαίωμα της ιθαγένειας, της κοινωνικής προστασίας, της εργασίας, της εκπαίδευσης, της υγείας, της ιδιοκτησίας και πρωταρχικά κατά την Διακήρυξη «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα» (άρθρο 1).
Βέβαια η κλασική διάκριση των ατομικών δικαιωμάτων διατυπώθηκε από τον G. Jellinek (1911) και αποτελείται από τρεις κατηγορίες που αναφέρονται στην αποθετική, ως π.χ. η απαγόρευση επεμβάσεως (βάσανος, διακήρυξη ελευθερίας), την θετική ως π.χ. δικαίωμα παιδείας, εργασίας και την ενεργό κατάσταση του ατόμου ως π.χ. εκλογικό δικαίωμα και έχουν την αντιστοιχία τους στις ατομικές ελευθερίες, τις αξιώσεις παροχών ενός συντεταγμένου κράτους και τα πολιτικά δικαιώματα. Ασφαλώς και οι τρεις ως άνω κατηγορίες έχουν μία αλληλεξάρτηση και τούτο είναι εξαιρετικά σπουδαίο για την όλη δυναμική και λειτουργία των δικαιωμάτων.
Ωστόσο, αυτό το οποίο επισημαίνουμε και θα πρέπει να γνωρίζουμε, είναι ότι στην έμπνευση και εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ατομικών και κοινωνικών, συνέβαλε τα μέγιστα το Ευαγγέλιο του Χριστού, η χριστιανική διδασκαλία, ως την ανέπτυξε και ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος. Αναφέρουμε μερικά μόνον χαρακτηριστικά σημεία. Ο Χριστιανισμός διακήρυξε την πνευματική και σωματική ελευθερία και κήρυξε την ισότητα των ανθρώπων. Έδωκε δύναμη στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Εξύψωσε την γυναίκα, προστάτευσε το παιδί, κατήργησε την βρεφοκτονία, σεβάστηκε τον ξένο. Το φιλάνθρωπο πνεύμα του Ιερού Ευαγγελίου έγινε το βασικό στοιχείο μιάς αληθινής πολιτισμένης κοινωνίας, αυτό που σήμερα αποκαλείται ανθρωπιστική βοήθεια. Αλλά η χριστιανική πνοή ενίσχυσε ακόμη και τα γράμματα, την επιστήμη, τις καλές τέχνες, την εν γένει παιδεία του ανθρώπου.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, το φως του Ευαγγελίου φώτισε τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνιολογία του Ευαγγελίου εξύψωσε τον πολιτισμό των ανθρώπων και η χριστιανική διδασκαλία έδωσε έμπνευση στους λαούς. Μάλιστα, όπου κι αν πήγε το Φως του Ευαγγελίου εξημερώθησαν λαοί, μορφώθηκαν, καλλιέργησαν τον εσωτερικό τους κόσμο, δημιούργησαν την ανωτερότητα του ανθρωπίνου όντος μέσα στη κτίση. Και αυτό γιατί η χριστιανική θεώρηση για τον άνθρωπο είναι πιο πλούσια και βαθειά από εκείνη που μπορεί να έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του με μόνη την δική του λογική. Ήδη τον πρώτο αιώνα, ο ουρανοβάμων Παύλος είχε διακηρύξει: «Ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. 3, 28) και το πνευματικό αξίωμα του Ευαγγελίου «αγαπάτε αλλήλους», αποτελεί την πεμπτουσία του Χριστιανισμού.
Τόσο η όλη Αγία Γραφή, ως Θεία Αποκάλυψη, όσο και το «Φυσικό Δίκαιο» τυγχάνουν δεδομένα του σχεδίου της Πρόνοιας του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου. Επακριβώς τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι αυθαίρετα και ανεξάρτητα από τον όλο άνθρωπο, την υπόστασή του, την πνευματική και ηθική δομή του. Κατά συνέπειαν, όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν ρίζα ηθικών αρχών και αξιών. Η κορύφωση συνίσταται στο ότι η χριστιανική ανθρωπολογία βλέπει τον άνθρωπο ως μία «αξία θεόπλαστη», ως «κατ’ εικόνα Θεού», θείο δημιούργημα με προορισμό την θέωση.