Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Τό ενδιαφέρον όλου τού ξένου κόσμου, πού μαζεύτηκε κείνο τό έτος στήν Ιερουσαλήμ, δέν ήταν τόσο γιά τό Πάσχα, γιά τό οποίο καί ήρθαν, αλλά γιά τή δίκη τού Γαλιλαίου Ιησού.
Τούτον αποκαλούσαν άλλοι μέγαν κακούργο, απατεώνα, αγύρτη, επαναστάτη, καί άλλοι μέγαν διδάσκαλο, Μεσία, προφήτη. Οι τελευταίοι ήσαν πρό πάντων Γαλιλαίοι ψαράδες τής Γενησαρέτ, οι οποίοι πολλές φορές είχαν φάγει μαζί του ψάρια καί είχαν ακούσει τίς θείες ομιλίες του καί αυτοί ήσαν πού έστρωσαν πρό τριών ημερών τά ιμάτιά τους στό δρόμο τού Ιησού καί έκραζαν «Ωσσανά εν τοίς Υψίστοις!».
Καί γι’ αυτό τή νύχτα τής δίκης ήσαν πολλοί, πάρα πολλοί, μαζευμένοι στό πραιτώριο, όπου εδίκαζαν οι αρχιερείς, γιά νά παρακολουθήσουν τή δίκη καί νά μάθουν τό αποτέλεσμα. Τό πρωί διεδόθη σέ όλη τήν Ιερουσαλήμ, ότι ο Γαλιλαίος κατεδικάσθη νά σταυρωθή στό λόφο τού Γολγοθά μέ δύο ληστάς. Καί γι’ αυτό από νωρίς, καί ο εντόπιος πληθυσμός καί ο ξένος, άρχισαν νά συρρέουν στό δρόμο τού Γολγοθά, καί στό λόφο επάνω φαινότανε από μακράν μυρμηκιά περιέργων, οι οποίοι έτρεχαν νά απολαύσουν τό θέαμα τριών ανθρώπων πού θά εσταυρώνοντο καί πρό πάντων γιά νά ιδούν τόν παράξενο εκείνον Γαλιλαίο, γιά τόν οποίον τόσες φήμες διεδίδοντο.
Έβλεπε λοιπόν κανείς από τό ένα καί από τό άλλο μέρος τού δρόμου ανθρώπους πάσης ηλικίας καί πάσης φυλής, νά περιμένουν ανυπομόνως τό πέρασμα τής συνοδείας.
Ήταν πλέον μεσημέρι καί έλαμπαν στόν ήλιο οι πανοπλίες τών Ρωμαίων στρατιωτών, πού ωδηγούσαν στόν Γολγοθά τούς καταδίκους. Καί σέ λίγο η συνοδεία τών στρατιωτών, πού εβάδιζαν μέ κανονικό καί σοβαρό βήμα, ανέβαινε στόν ανήφορο τού Γολγοθά, έχοντας στή μέση τούς τρείς καταδίκους φορτωμένους τούς σταυρούς των. Όλοι τότε έσπευδαν πρός τόν δρόμο, οι οπίσθιοι έσπρωχναν τούς μπροστινούς, όλοι εσηκώνοντο στίς μύτες τών ποδιών τους, ετέντωναν τούς λαιμούς των καί άνοιγαν διάπλατα τά μάτια τους νά ιδούν, νά ιδούν τούς καταδίκους καί πρό πάντων τόν Γαλιλαίο. Γυναίκες κρατούσαν στήν αγκαλιά τους τά μικρά παιδιά τους καί έδειχναν σ’ αυτά μέ τό δάχτυλο τόν Γαλιλαίο.
Εκείνος εβάδιζε σκυφτός από τό βάρος τού σταυρού του καί ο ιδρώτας έπεφτε κατά σταγόνας από τό μέτωπό του στή γή. Λέγουν ότι τήν άλλη ημέρα ο δρόμος τού Γολγοθά ήταν γεμάτος από ανθισμένους κατάλευκους κρίνους, οι οποίοι εφύτρωσαν από κάθε σταγόνα ιδρώτος τού Ιησού καί εγέμιζαν από ευωδία τόν αέρα. Στό πλήθος μέσα ήσαν καί πολλές γυναίκες από τήν Γαλιλαία, πού είχαν ακολουθήσει τόν Ιησού γοητευμένες από τή γλυκειά του μορφή καί τή γλυκειά του ομιλία. Τόν είχαν ακούσει πολλές φορές στήν ωραία πατρίδα τους νά διδάσκη μέ τή μελωδική φωνή του στίς εξοχές, στήν ακρογιαλιά, στίς καταστόλιστες από παπαρούνες πεδιάδες, καί η φωνή του έφθανε έως αυτές μυρωμένη από τίς ανθισμένες πορτοκαλλιές. Καί τώρα τόν έβλεπαν νά σηκώνη τό σταυρό του, καί δάκρυα εγέμιζαν τά μάτια τους, χωρίς νά τολμούν νά ταφήσουν νά χυθούν, γιατί τό μάτι τών Γραμματέων καί Φαρισαίων έφθανε παντού καί έβλεπε καί κατασκόπευε πάσα ένδειξη συμπαθείας πρός τό καταλύτη τού Νόμου.
Στήν άκρη τού δρόμου, στεκότανε καί μιά Γαλιλαία, πού κρατούσε από τό χέρι ένα παιδάκι έξη χρονών καί έσκυβε πρός αυτό καί τού έδειχνε μέ τό δάχτυλό της τόν Ιησού, τή στιγμή πού η συνοδεία περνούσε απ’ εμπρός της. Τό παιδί όμως, όταν είδε τούς ψηλούς καί αυστηρούς Ρωμαίους στρατιώτας, όταν είδε τά όπλα τους, πού εσυμβόλιζαν τήν κυριαρχία τής Ρώμης, νά αστράφτουν στόν ήλιο, εφοβήθηκε, έβαλε φωνές καί προσπαθούσε νά κρυφθή στίς πτυχές τού φορέματος τής μητέρας του. Εκείνη τό εθάρρυνε μέ λόγια καί τού έστρεφε τό κεφάλι πρός τό μέρος τής συνοδείας καί τού έδειχνε τόν Ιησού. Εκείνο ετόλμησε νά παρατηρήση καί, μόλις αντίκρυσε τό πρόσωπο τού Ιησού, έτρεξε χαρούμενο, διέσχισε τήν γραμμή τών στρατιωτών, επλησίασε τόν Ιησού, αγκάλιασε τά γόνατά του καί τόν έβλεπε κατάμματα μ’ ένα αγγελικό μειδίαμα στά χείλη. Ήταν ένα από τά παιδιά εκείνα πού είχε ευλογήσει πρό ολίγων ημερών ο Ιησούς καί έτρεξε νά αγκαλιάση τά γόνατά του, γιατί τόν είχε αγαπήσει.
Όταν ο Ιησούς είδε ότι από όλο εκείνο τό πλήθος μόνο ένα μικρό παιδί ετόλμησε νά τού δείξη συμπάθεια, απέθεσε τό βαρύ σταυρό κατά γής, έσκυψε καί εφίλησε τό παιδί εκείνο στό μέτωπο.
Μέ τό επεισόδιο αυτό η συνοδεία εσταμάτησε καί τό δειλό πλήθος τών Εβραίων ήταν έτοιμο νά τραπή εις φυγήν μόλις είδε τούς Ρωμαίους νά σταματήσουν. Κάποιος κρύος φόβος διέτρεξε τά πλήθη καί οι Ρωμαίοι στρατιώται, οι οποίοι δέν αγαπούσαν τίς αταξίες, εβρόντησαν τά δόρατα στίς ασπίδες τους. Ξεροί κρότοι ακούσθηκαν. Ήταν ο βρυχηθμός τής Ρώμης. Τά πλήθη επάγωσαν στή θέση τους.
Ο κεντυρίων έτρεξε βιαστικός νά ιδή τί τρέχει καί, κεντών μέ τό δόρυ του τόν Ιησού, τού είπε απότομα: «Εμπρός, δέν έχουμε καιρό νά χάνουμε. Είστε τρείς πού θά σταυρωθήτε καί η ώρα περνά».
Τό παιδί απεδόθη στή μητέρα του, ο Ιησούς εσήκωσε πάλι τό σταυρό του καί η συνοδεία εξακολούθησε τό δρόμο της πρός τήν κορφή τού λόφου.