ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – Στους καιρούς μας πλανάται μία λανθασμένη ή παρεξηγημένη αντίληψη για την έννοια, τον σκοπό και εν γένει τον ρόλο της Εκκλησίας. Συγχρόνως εμφανίζεται και ένα φρόνημα απαξίωσης και περιθεωριοποίησης που ενίοτε φθάνει μέχρι και του χλευασμού.
Πολλές φορές αντιμετωπίζεται η Εκκλησία ως ένας Σύλλογος, ως ένα Σωματείο του άρθρου 78 του Αστικού Κώδικα, ως μία οιανδήποτε θρησκευτικού τύπου Κοινότητα. Λέγονται ή γράφονται άσχετες φράσεις και αδόκημες λέξεις για την Εκκλησία, καθ’ ότι υπάρχει ανεπαρκής γνώση της εκκλησιαστικής ορολογίας. Παρουσιάζεται ημιμάθεια ή και παντελής άγνοια των Ιερών Μυστηρίων της. Τι τελείται και γιατί τελείται το Ιερό Μυστήριο είναι ζητήματα θολά και άγνωστα. Επικρατεί πολλές φορές μία όλως συγκεχυμένη και πλημμελής ιδέα και άποψη γενικότερα περί της λατρείας στο χώρο της Εκκλησίας.
Από το άλλο μέρος γίνεται αποδεκτή η Εκκλησία με μία εντελώς χρησιμοθηρική έννοια. Δηλαδή, είναι καλή η Εκκλησία, ως ένας οργανισμός που δραστηριοποιείται στην κοινωνική αλληλεγγύη, στον τομέα της πρόνοιας, στην περίθαλψη της τρίτης ηλικίας ή ακόμη είναι ένας χώρος για συναισθηματικού τύπου εκδηλώσεις, φεστιβάλ μουσικής, δημοτικών χορών και άλλων απασχολήσεων.
Ως επίσης θέλουμε την Εκκλησία, αλλά αυτή να είναι κλεισμένη στα λεγόμενα «τα του οίκου της». Μέσα στο ναό να τελεί ο,τι τελεί και βέβαια εκείνο που ενδιαφέρει είναι να μη βρίσκεται στο δημόσιο βίο. Έτσι δεν πρέπει να μιλάει για την αρχή και το τέλος της ζωής του ανθρώπου, τον θάνατο και τα μετά απ’ αυτόν, για τον γάμο, την οικογένεια, το σχολείο, την διαπαιδαγώγηση των παιδιών, την ιστορία, την ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό, τα εθνικά θέματα, την Ευρώπη, τον κόσμο. Θέλουν να έχει κλειστό το στόμα της. Να μην επεμβαίνει στα ζωτικά και κεφαλαιώδη ζητήματα της ζωής του ανθρώπου και να μην συμβουλεύει όταν διαπράττονται ανθρώπινες αβελτηρίες.
*
Μία όμως τέτοια θέση για την Εκκλησία είναι σε λάθος βάση. Και τούτο, γιατί η άγνοια είναι μεγάλη και καθωριστική. Και πως να μην είναι, όταν απουσιάζει η παιδεία, η μόρφωση περί της Εκκλησίας, η καλλιεργημένη συνείδηση, η βίωση της άλλης πραγματικότητας που είναι η Εκκλησία.
Οφείλουμε, λοιπόν, να είμεθα πολύ προσεκτικοί. Δεν είναι εύκολο να ομιλούμε για την Εκκλησία, ούτε στατιστικές να κάμνουμε, ούτε συγκρίσεις μ’ άλλους χώρους ή ιδεολογίες ή καταστάσεις κοσμικού ή πολιτειακού τύπου. Η Εκκλησία ξεφεύγει απ’ όλα αυτά. Είναι κάτι άλλο. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε τα επιτεύγματά της με την συνήθη αριθμητική ή να την οριοθετήσουμε με κριτήρια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
*
Έτσι με τα παραπάνω δεδομένα, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι αδυνατούμε να ορίσουμε τι είναι Εκκλησία. Δεν μπορούμε να δώσουμε ένα ορισμό, όπως σ’ άλλα θέματα ή αντικείμενα του επιστητού κόσμου. Γι’ αυτό τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην πατερική γραμματεία χρησιμοποιούνται περισσότερο περιγραφικές εικόνες προς δήλωση της Εκκλησίας. Όπως π.χ. ποίμνη, άμπελος, γεώργιον, λυχνία, οίκος, οικοδομή, σκηνή, πύργος, βασιλεία, νέα Ιερουσαλήμ, μήτηρ, αλλά και εκφράσεις όπως λαός του Θεού, κοινωνία αγίων, σώμα Χριστού. Συνεπώς υπάρχει μία αδυναμία του ανθρώπου να εισδύσει και κατανοήσει το τι είναι Εκκλησία. Παραμένει μυστήριο, όχι ότι είναι κάτι το κρυφό και μυστηριώδες, αλλά μυστήριο υπό την πνευματική έννοια του όρου, ακριβώς γιατί συνάπτεται με το Θεό. Έπειτα, και μόνον να εμβαθύνουμε στην παύλειο εξεικόνιση της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού», όπου Κεφαλή Αυτός Ούτος ο Χριστός και μέλη του σώματος οι πιστοί, φθάνει τούτο, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, παρά να σταθούμε με ιερότατο δέος αλλά και ήθος ταπεινοφροσύνης υπακούοντας στο θείο θέλημα της θεοίδρυτης Εκκλησίας. Ο ιερός Δαμασκηνός θα γράψει, εν προκειμένω, ότι «στύλος εστι της οικουμένης η Εκκλησία˙ και μυστήριόν εστι και μέγα και ευσεβείας μυστήριον και ομολογουμένως, ου ζητουμένως. Αναμφίβολον γαρ εστι» (PG 95, 1008).
Κατ’ ακολουθίαν Εκκλησία δεν είναι ο ένας. Είμαστε όλοι μας. «Ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18,20) θα μας πεί ο Χριστός. Είναι τελικά σύναξη των πιστευόντων στον Χριστό. Γι’ αυτό, για να εννοήσει κάποιος την Εκκλησία πρέπει πρώτα να εννοήσει και βιώσει τον Χριστό. Έτσι και αυτός που την αμφισβητεί, την αντιμάχεται, λέει ότι δεν την θέλει, την πολεμά χωρίς να ξέρει βαθύτερα γιατί το κάνει αυτό, είναι στην Εκκλησία αλλά βέβαια «ου κατ’ επίγνωσιν». Έπειτα είναι λάθος η τοποθέτηση: «Εγώ ή εσύ και η Εκκλησία». Η Εκκλησία δεν είναι απέναντι, δεν είναι ο άλλος μονάχος του. Εγώ, εσύ και ο άλλος είμαστε Εκκλησία. Όλοι μαζί είμαστε Εκκλησία. Είναι η αυθεντική οικογένεια του Θεού, οι οικείοι του Θεού, γιατί ενός πατέρα είμαστε τέκνα. Η Εκκλησία είναι, ως λέγει ένα αρχαίο κείμενο, «Θεού φυτεία» (Αποστ. Διατ.).
Και οφείλουμε να γνωρίζουμε, εν προκειμένω, ότι η Εκκλησία είναι Μία, γιατί μία η Κεφαλή αυτής, ο Χριστός και στη συνέχεια μία είναι η πίστη και ένα είναι το βάπτισμα και είναι ακόμη και Αγία, γιατί Άγιος και Αναμάρτητος ο Χριστός και έχει σκοπό τον εξαγιασμό των μελών της και κατέχει το πλήρωμα της αληθείας, έχει τουτέστιν την ιδιότητα της Καθολικότητας και εκτείνεται σ’ όλους τους αιώνες και σ’ όλη την οικουμένη αλλά και Αποστολική επειδή συνεστήθη από τον Πρώτο Απόστολο, τον Χριστό, που απέστειλε στη συνέχεια τους μαθητές Του ως Αποστόλους να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. Έτσι ο Χριστός είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος», αφήνοντας ως συνεχιστές τους Επισκόπους κατά την τάξη της αποστολικής διαδοχής.
Έπειτα ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι λόγος ψεύτικος, εικονικός αλλά αλήθειας και μόνον αυθεντικός κατά την διακήρυξη του Χριστού «εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6). Ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι αντιεπιστημονικός αλλά καταφατικός στην πρόοδο της επιστήμης για το καλό της ανθρωπότητας, καθ’ ότι στο «εργάζεσθαι και φυλάττειν» που είπε ο Θεός στον άνθρωπο, κρύπτεται η ευλογία της επιστήμης αλλά και σ’ αυτή την φράση της Σοφίας Σειράχ «έδωκε ο Θεός την επιστήμη» (κεφ. 38,1 επ). Ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι ρατσιστικός, ακριβώς γιατί το Ευαγγέλιο μας παραδίδει την εντολή «πορευθέντες….μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,9) και «έσεσθέ μοι μάρτυρες έως εσχάτου της γης» (Πραξ. 1,8). Αγκαλιάζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, όπου γης. Ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι μισαλλόδοξος, με καμμία εκφορά ρητορικής μίσους. Είναι λόγος αγάπης, συμπάθειας, λόγος παράκλησης, παραμυθίας, γιατί ξέρει ότι ο Κύριος είπε το: «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13).
Ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι αντίθετος, ούτε φειδωλός στα ανθρώπινα δικαιώματα, γιατί πρώτη η Εκκλησία μίλησε, στήριξε και σφράγισε τα ατομικά – ανθρώπινα δικαιώματα με το «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν ή θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28). Μετά, πολύ αργοτέρα φάνηκαν οι νομικές διατάξεις και διακηρύξεις. Ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι σκοταδιστικός αλλά όλος φως, γιατί «υμείς εστε το φως του κόσμου» και ο Χριστός διεκήρυξε: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιω.8,12) και όπου κι αν πήγε το Ευαγγέλιο της Εκκλησίας, εκεί δημιουργήθηκε και στερεώθηκε ο αληθινός πολιτισμός των ανθρώπων.
Και προπαντός, ο λόγος της Εκκλησίας δεν είναι πρόσκαιρος, φευγαλέος, ατελής. Είναι λόγος αιώνιος, καθ’ ότι έχει γραφεί ότι «ρήματα ζωής αιωνίου έχει» (Ιω.6,68) ο Κύριος και ακόμη είναι «πλήρωμα του νόμου» ο λόγος Του και το φοβερότερο που είπε ο Χριστός ότι «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Γι’ αυτό και η Εκκλησία σκοπό έχει και μόνο την σωτηρία του ανθρώπου. Και όταν λέμε σωτηρία εννοούμε την λύτρωση από το κακό, την αμαρτία. Τον αμαρτωλό αγαπά και την αμαρτία αποκηρύττει. Γι’ αυτό και έρχεται η Εκκλησία και προσλαμβάνει την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση για να την ξαναπλάσει και για να την θεώσει. Όταν ο άνθρωπος έχει ξεστρατίσει από τον δρόμο του Θεού, η Εκκλησία βοηθά τον άνθρωπο να βρεί την σώζουσα αλήθεια, να μετανοήσει, να επιστρέψει στο θεικό σπίτι.
Η Εκκλησία δεν μισεί τον αμαρτωλό. Την αμαρτία αποστρέφεται. Τον «πεπτωκότα» δεν τον απεχθάνεται, δεν τον διώχνει. Τον ανακαλύπτει πίσω ίσως από την κολόνα που τύπτει το στήθος και λέγει: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Και τον φέρνει ενώπιον του Χριστού. Και από κεί και πέρα αναλαμβάνει ο Χριστός. Φέρει περιστάσεις, γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Είναι του Θεού πλέον η πνευματική εργασία.
Έτσι η Εκκλησία ξέρει και βρίσκει πάντα το κατάλληλο φάρμακο, θα λέγαμε, για την κάθε περίπτωση, «τοις πάσι γινομένη τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώση» (Α’ Κορ. 9,22). Δεν στέκεται μακρυά από τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες του κόσμου. Σκύβει στις πληγές, ως άλλος Καλός Σαμαρείτης, ζώνεται το «λέντιον», προσφέρει ανιδιοτελή και ανυπόκριτη αγάπη, μα προπαντός λέγει την αλήθεια. Διδάσκει την αλήθεια. Κατηχεί τους ανθρώπους. Δεν κηρύττει ένα κούφιο μοντερνισμό, ούτε μία ξηρά παρελθοντολογία. Δεν είναι συντηρητική, ούτε φιλελεύθερη. Είναι παραδοσιακή και αγιοπνευματική. Η Εκκλησία δεν πολιτεύεται, ούτε φτιάχνει κόμματα. Είναι πάνω απ’ αυτά τα σχήματα του κόσμου τούτου. Και η Εκκλησία υπάρχει για να διακονεί τον άνθρωπο. Αν ο Χριστός, η Κεφαλή της Εκκλησίας «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. 20,28), πόσο μάλλον η Εκκλησία! Ο ρόλος της είναι η εφαρμογή των λόγων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για τον καθένα, το: «πτερώσαι ψυχήν, αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ».
Έτσι η Εκκλησία είναι νύκτα – μέρα κοντά στον άνθρωπο. Διανυκτερεύει, ως άλλο θεραπευτήριο, πανδοχείο ελέους και χάριτος. Στο ερώτημα: Τι κάνει η Εκκλησία; η απάντηση είναι: Θεραπεύει τον ψυχικά άρρωστο άνθρωπο. Αφουγκράζεται τον πόνο. Περιμένει τους «κοπιώντες και πεφορτισμένους». Άλλωστε στα Ιερά Ευαγγέλια δεν γίνεται αναφορά μόνο στους μαθητές. Εκεί βρίσκουμε τον εκατόνταρχο, την Χαναναία, την συγκύπτουσα, την αμαρτωλή γυναίκα, τον άσωτο, τον Ζακχαίο, τον ληστή και αυτόν τον προδότη, τον Ιούδα. Ο Φιλάνθρωπος και Πανάγαθος Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμοθ. 2,4). Αλλά ξέρει η Εκκλησία, αιώνες τώρα, να μεταμορφώνει τους ανθρώπους, να εμπλουτίζει λαούς, να φέρνει την καλή αλλοίωση των ψυχών. Αυτό συνιστά το υπέρλογο μυστήριο της Εκκλησίας.
Αυτός είναι ο ρόλος της Εκκλησίας και στον σύγχρονο κόσμο. Η σωτηρία της ψυχής και η επάνοδος στον κήπο της Εδέμ, στη Βασιλεία των Ουρανών. Άλλωστε, ως γράφει, η προς Διόγνητον επιστολή, όλοι είμεθα σε τούτη την γη, «ως πάροικοι».
Αλλά πως μπορεί να καταλάβει την Εκκλησία ο «αμύητος»; Δεν μπορεί να την καταλάβει και τούτο συμβαίνει, γιατί δεν έχει τους άλλους οφθαλμούς, εκείνους του Πνεύματος, τους εσωτερικούς της ψυχής, ώστε να μπορέσει να δεί τι είναι και τι κάνει η Εκκλησία. Πως να ερμηνεύσει την θεία διδασκαλία, πως να εννοήσει ένα μέγα Απόστολο των Εθνών Παύλο, πως να εισέλθει «ένδον» του γράμματος της Αγίας Γραφής ή πως να εισδύσει στη σοφία των αγίων θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι εξακολουθεί να θεωρεί την ηθική της Εκκλησίας, ηθικολογία, την δογματική διδασκαλία, δογματισμό και την αμαρτία ανύπαρκτη και το κήρυγμα περί αυτής, ρητορική μίσους.
Παράδοξα πράγματα θα πεί κάποιος. Ναί, γιατί η Εκκλησία δεν εξαντλείται στα εξωτερικά, στα βλεπόμενα. Είναι πέρα από τα ορατά, όπου είναι αοράτως παρών ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα, η ψυχή της Εκκλησίας, που ενεργεί τα πάντα.
*
Είναι, επί πλέον, όλως λανθασμένες και οι απόψεις ότι:
α) «Εγώ πιστεύω στο Χριστό αλλά δεν δέχομαι την Εκκλησία». Όμως δεν υπάρχει Χριστός χωρίς την Εκκλησία, γιατί «συμπάσης Εκκλησίας στέφανος ο Χριστός», θα πεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς.
β) Λέγεται ότι η Εκκλησία εμπορεύεται τρόπον τινα την ενοχή στους ανθρώπους και τον φόβο του Θεού. Αλλά αμέσως τίθενται τα ερωτήματα: Γιατί υπάρχει η ενοχή στον άνθρωπο και στη συνέχεια δεν θα πρέπει να έχουμε φόβο Θεού, αφού «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου»; Άλλωστε, εκείνος που φοβάται, επειδή νοιώθει ένοχος, είναι φανερό, ότι δεν έχει γίνει τέλειος στην αγάπη προς τον Θεό.
γ) Υπάρχει, επίσης, το θεώρημα ότι το δόγμα και η βιβλική ιδεοληψία είναι ισχυροί ανασταλτικοί παράγοντες για την πρόοδο της κοινωνίας. Τι είναι όμως πρόοδος; Και μία κοινωνία για να προοδεύσει αληθινά και ουσιαστικά, δεν χρειάζεται στο οικοδόμημά της γερά θεμέλια; Η Αγία Γραφή και τα εξ αυτής δόγματα πίστεως, αυτό είναι ακριβώς, θεμέλια. Εκτός αν θέλουμε άθεη κοινωνία. Τότε όμως θα δεχθούμε και τις συνέπειες.
δ) Όταν, επί πλέον, εμφανίζεται ένα δύσκολο ζήτημα στη κοινωνία, αμέσως χωρίς βαθύτερη σκέψη λέγεται η τυποποιημένη πιά φράση: «Να γίνει χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας». Αλλά, εν προκειμένω, εμφανίζεται μεγάλη προχειρότητα και άγνοια των δύο αυτών μεγεθών. Τι να χωρίσεις; Την μάνα του Γένους στα δύο; Και στη χώρα μας υφίσταται μία οντολογική ιδιαιτερότητα που είναι η ζύμωση του Έλληνα με την Ορθοδοξία και η Εκκλησία από την φύση της έχει την ιδιότητα να συνδέει τους ανθρώπους και όχι να τους χωρίζει. Άλλωστε η Εκκλησία υπάρχει προ του Κράτους και είναι αυτή που διαφυλάττει τελικά την ελληνορθόδοξη συνείδησή μας. Αυτό είμαστε.
Και ε) Νομίζουν μερικοί ότι ωρισμένα θέματα που έχουν σχέση με την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, ο,τι αυτά έχουν κλείσει οριστικά με νομικές διατάξεις. Το κλείσιμο όμως αυτό είναι νομιζόμενο, καθ’ ότι από την δημοσίευση του νόμου και την εφαρμογή του η εμπειρία της ζωής έχει δείξει ότι από τότε αρχίζουν τα ουσιαστικά ανθρώπινα προβλήματα ή ψυχικά τραύματα, γιατί τα θέματα αυτά δεν επιλύονται με το τεχνητό ανθρώπινο νόμο αλλά με τον πνευματικό νόμο. Αυτό τον νόμο που κατέχει το «είναι της Εκκλησίας».
Αλλά θα πρέπει και κάτι επί πλέον να γνωρίζουμε: Ότι η φοβερότερη πίκρα και τραγωδία για την ζωή του ανθρώπου γεννάται εκεί, όπου λείπει ο ναός και έχει σιγήσει ο ήχος της καμπάνας. Και τούτο, γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος για το Θεό. Συγγενεύει μαζί Του και τον αναζητά η ψυχή του διηνεκώς.
Το μείζον ακριβώς πρόβλημα για μία κοινωνία είναι να μη τεθεί η Εκκλησία στη γωνία. Αν όμως τεθεί, δεν χάνει τότε η Εκκλησία. Η κοινωνία θάχει τον βάσανο και ο άνθρωπος θα θητεύει στο ανυποψίαστο για την αλήθεια της ωραιότητας της Εκκλησίας, στο ανακόλουθο του θείου θελήματος και στο ακόρεστο της υλιστικής νοοτροπίας. Θα ισχύει τότε το ψαλμικόν: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψ. 48,13). Παρά ταύτα στον εκκοσμικευμένο κόσμο υπάρχει η ρίζα της πίστεως. Δεν έχει μετατεθεί η λυχνία της Εκκλησίας. Ίσως μπορεί αύριο. Αλλά ας αναλογισθούμε στο σημείο αυτό τους τρεις σταυρούς του Γολγοθά. Ο ένας εκπροσωπεί την άρνηση. Ο άλλος την μετάνοια. Και ο του Χριστού την σωτηρία. Αυτές οι καταστάσεις υπάρχουν και μας προσκαλούν σε ουσιαστικότερη σκέψη.
*
Προβάλλει, συνεπώς, ως απόλυτη ανάγκη να παύσουν οι λανθασμένες θεωρίες για την Εκκλησία. Θάναι πνευματική κατάκτηση η κατανόηση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Άλλωστε, ως λέγει ο Ιερός Κυπριανός, «δεν δύναται κάποιος να λέγει ότι έχει Πατέρα τον Θεό, ο μη έχων μητέρα την Εκκλησία». Και έπειτα, «ουδείς σοφώτερος της Εκκλησίας» και βέβαια γνωρίζει εκείνη να περιμένει, να υπομένει, να προσεύχεται, να διορθώνει και να επαναφέρει την χάρι. Άραγε, θα οικειοποιηθούμε την του Ιερού Χρυσοστόμου προτροπή: «Μένε εν τη Εκκλησία». Η πρόσκληση είναι συνεχής.