ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – Το θέμα «Γάμος – Οικογένεια – Ομοφυλοφιλία» δεν είναι δεύτερης κατηγορίας ζήτημα. Έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη, το δισύνθετο του ανθρώπου, σώμα και ψυχή, την αρχή της ζωής και τέλος, τον θάνατον και μετά απ’ αυτόν, την αιωνιότητα.
Ημείς κυρίως δεν υπεισερχόμεθα σε ζητήματα ιατρικής και βιολογίας και τους κλάδους αυτών των επιστημών, όπως της γυναικολογίας, μαιευτικής, ανατομίας, φυσιολογίας και ειδικότερα της Γενετικής, Βιοτεχνολογίας και Βιοιατρικής, καθ’ ότι δεν είμεθα ειδικοί και οφείλουμε να έχουμε την δέουσα προσοχή, σεβόμενοι την επιστήμη.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΣΗ
Η οικογένεια αποτελεί το βασικό και ουσιαστικό δομικό στοιχείο για την ανθρώπινη κοινωνία. Αυτή η έννοια της οικογένειας στηρίζεται στη διάκριση των φύλων του ανθρωπίνου όντος (άνδρας – γυναίκα) και εν συνεχεία διά τεκνογονίας έχουμε τέκνον -α και συνιστούν τον πυρήνα της οικογένειας.
Εν πρώτοις, ως είναι γνωστόν, κατά την χριστιανική θεώρηση η δημιουργία του ανθρωπίνου ζεύγους είναι θεική βούληση. Έτσι το θέλησε ο Θεός, ο πλάσας τον άνθρωπο, την κορωνίδα της δημιουργίας και αυτή η δημιουργία του ανθρώπου είναι τελικά η απόδειξη της προαιώνιας αγάπης του Θεού γι’ αυτόν.
Η θεία Αποκάλυψη, όπως διατυπώνεται στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, στη «Γένεση», γράφει πολύ χαρακτηριστικά. «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»1, και έπειτα: «Και είπε Κύριος ο Θεός ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν… και ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν, ην έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ και είπεν Αδάμ τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου˙ αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη˙ ένεκεν τούτου καταλήψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»2.
Επακριβώς, στους παραπάνω βιβλικούς στίχους, εδράζεται ο θεοσύστατος θεσμός του γάμου και της οικογενείας. Στο δε στίχο 28 του Α’ κεφαλαίου αναγράφεται η σπουδαιοτάτη φράση: «Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός». Ο Θεός ευλογεί τον άνδρα και την γυναίκα και την σύζευξη αυτών, τον γάμο και δωρίζει στη συνέχεια ως καρπόν του μυστηρίου του γάμου τα τέκνα. Ευλογεί, τουτέστιν, τον πυρήνα της ανθρωπίνης κοινωνίας, την οικογένεια. Μάλιστα η θεία ευλογία συνοδεύεται και από την ειδική πρόνοια του Θεού με τους παρακάτω λόγους: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», «πληρώσατε την γην» «κατακυριεύσατε αυτής» «άρχετε». Αναγιγνώσκουμε παρακάτω τα βιβλικά λόγια: «Αδάμ δε έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού και συλλαβούσα έτεκε τον Κάιν και είπεν εκτησάμην άνθρωπον διά του Θεού και προσέθηκε τεκείν τον αδελφόν αυτού, τον Άβελ»3. Αυτή η φράση «διά του Θεού» δηλώνει ότι ο Θεός έδωκε τα τέκνα και αυτά είναι, τω όντι, δώρα, ευλογία του Θεού στους γονείς. Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα ευλογίας του Θεού είναι και η διήγηση – προτύπωση του γάμου του Τωβία με την Σάρρα, την κόρη του Ραγουήλ 4.
Ο Θεός με την άπειρο αγάπη Του εδημιούργησε τον άνθρωπο με σκοπό, όπως τον καταστήσει και αυτόν κοινωνό της θείας μακαριότητος και ατελευτήτου δόξης. Τον έπλασε ο Τριαδικός Θεός, τον εκ σώματος και ψυχής συγκείμενο άνθρωπο, ως κορωνίδα της όλης δημιουργίας και κτίσεως. Τον έπλασε εκ σώματος υλικού και ψυχής νοεράς. Δισύνθετος, λοιπόν, ο άνθρωπος. Ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος γράφει ότι ο Θεός «παρά μεν της ύλης λαβών, ήδη προϋποστάσης, παρ’ εαυτού δε πνοήν ενθείς, ο δη νοεράν ψυχήν και εικόνα Θεού οίδεν ο λόγος, οίόν τινα κόσμον δεύτερον εν μικρώ μέγαν επί της γης έστησε (τον άνθρωπον) άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί της γης, βασιλευόμενον άνωθεν»5. «Εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον… άρσεν και θήλυ εποίησε αυτούς»6. Η παρουσία του ανδρός και της γυναικός αποτελεί επεξήγηση του ενός και μοναδικού ανθρώπου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν».
Στο σημείο αυτό υπάρχει το μείζον ερώτημα. Γιατί ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον «άρσεν και θήλυ»; Η ύπαρξη των δύο ανθρωπίνων φύλων, του ανδρός και της γυναικός και ο πόθος, η έλξη μεταξύ τους έχουν σχέση με την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, με την Τριαδική αγάπη. Το βιολογικό αυτό γεγονός αλλά και το ισχυρό αίσθημα της αμοιβαίας έλξεως η ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία το αναβιβάζει σε πνευματικό επίπεδο.
Σ’ αυτή την δυναμική για την πραγμάτωση του εσχάτου προορισμού συντελεί και η διάκριση του ανθρώπου σε άρσεν και θήλυ. Η ελκτική κοινωνία που έθεσε ο Θεός στον άνθρωπο εκπηγάζει από την αλήθεια του προσώπου του, ως εικόνος Θεού και ζωοποιείται από την χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό που λέγει ο Αδάμ. «Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκοληθήσεται προς τη γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»7, αναφέρονταν όπως λέγει ο Απ. Παύλος προφητικά στο μέγα μυστήριον, στο θαυμαστό σχέδιο του Θεού για την ένωσή του με τον άνθρωπο, που πραγματοποιήθηκε και πραγματοποιείται εν τω Χριστώ και τη Εκκλησία 8.
Η διάκριση των δύο φύλων και η φυσική τους έλξη είναι η εύνοια της θείας πρόνοιας, της πανσοφίας του Θεού για να βοηθήσει τον άνθρωπο να αισθανθεί την αγάπη του Θεού γι’ αυτόν και συνάμα να εμπνεύσει τον ιερό πόθο της ανταποδόσεως αυτής της αγάπης και της επιθυμίας του στην πραγμάτωση του «καθ’ ομοίωσιν» κατά χάριν και να ζήσει στη Βασιλεία Του. Γι’ αυτό και η «Βασιλεία του Θεού» χαρακτηρίζεται με την λέξη «γάμος» και «δείπνον του γάμου», η τελική ένωση του Θεού με το πλάσμα των χειρών Του. Ακριβώς, λοιπόν, η διάκριση των φύλων κρύβει μία ιερότητα και έχει αυτόν τον παιδαγωγικό χαρακτήρα για τον άνθρωπο ώστε να δυνηθεί ν’ ανταποκριθεί στην άπειρη δημιουργική αγάπη του Θεού γι’ αυτό και έχει βαθύτατη πνευματική σημασία και δεν παραμένει απλώς σ’ ένα βιολογικό δεδομένο.
Έτσι με τον βιβλικό λόγο, η διάκριση των δύο φύλων λαμβάνει άλλη διάσταση. Φωτίζεται από ένα άλλο φως, το φως της Βασιλείας του Θεού. Ο άνδρας με την επιθυμία του να αγαπήσει, να δημιουργήσει, να κάμει ένα άλλο πρόσωπο ευτυχισμένο, γίνεται μια διαρκής υπόμνηση της δημιουργικής αγάπης και της στοργικής προνοίας του Θεού. Ενώ η γυναίκα, που χρειάζεται τη βοήθεια του ανδρός για να γίνει μητέρα, γίνεται ένα ζωντανό κήρυγμα της πραγματικής καταστάσεως κάθε ανθρώπου, της ανάγκης του να βοηθηθεί από τη χάρη του Θεού για να μπορέσει να εκπληρώσει το λόγο της υπάρξεώς του και να αξιοποιήσει τον πλούτο των χαρισμάτων και των δυνατοτήτων που φέρει μέσα του. Έτσι ο ανθρώπινος «οίκος», το φυσικό και επιθυμητό αποτέλεσμα κάθε πραγματικής συναντήσεως του ανδρός και της γυναικός, γίνεται μια «εκκλησία μικρά»9, μια καθημερινή βίωση και φανέρωση της πραγματικής ζωής του ανθρώπου, της ζωής με την οποία ζει η Εκκλησία και η οποία αποτελεί αποκάλυψη και μετοχή της ζωής με την οποία ζει ο «Εις αλλ’ εν τρισίν υποστάσεσι Θεός».
Ένα επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι στην «Γένεση», ενώ στα ζώα η διάκριση του φύλου, του αρσενικού και του θηλυκού παρουσιάζεται ταυτόχρονη με την δημιουργία του, στην περίπτωση του ανθρώπου δημιουργείται πρώτα ο άνδρας και μετά, από ένα μέρος του σώματος του ανδρός, πλάθεται η γυναίκα. Και αναγιγνώσκουμε ακόμη ότι η γυναίκα δημιουργήθηκε σαν «βοηθός» του ανδρός. Γράφει: «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον ποιήσωμεν βοηθόν κατ’ αυτόν»10. Βοηθός σημαίνει στο ένα και μοναδικό έργο του ανθρώπου στην ομοίωση με το Θεό και την μετοχή στη δόξα Του.
Πράγματι, ο Αδάμ, ήταν ο «τύπος του μέλλοντος ανθρώπου» του Χριστού11. Όσα συνέβαιναν σ’ εκείνον ήσαν προεικονίσεις, προφητικές προαγγελίες των όσων επρόκειτο να συμβούν στον «καινόν άνθρωπον», τον γεγεννημένον εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Έτσι η δημιουργία της Εύας, δηλαδή της γυναικός, και η αγάπη του ανδρός γι’ αυτήν, ήταν μία προφητική και συμβολική προτύπωση της δημιουργίας της «καινής ανθρωπότητος», της Εκκλησίας, και της αγάπης του Χριστού γι’ αυτήν. Μέσα από τον ανθρώπινο πόθο και την ανθρώπινη αγάπη προέβαλλε, ένας άλλος πόθος, μια άλλη αγάπη: ο πόθος και η αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα. Ο άγιος Ειρηναίος τονίζει απερίφραστα ότι η Αγία Γραφή μιλά για τη δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, όχι μόνο για να δείξει την ταυτότητα της φύσεως και την πλήρη ισοτιμία που υπάρχει μεταξύ του ανδρός και της γυναικός, αλλά και για να προδηλώσει την ένωση και την κατά χάριν ταυτότητα που έμελλε να υπάρξει μεταξύ του Χριστού και της Εκκλησίας. Από την απέραντη αγάπη και τρυφερότητα για το πλάσμα του ο Θεός έγινε άνθρωπος και έδωσε στην ανθρωπότητα τη χάρη να μετέχει και αυτή στη θεία ζωή… Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο όχι για να είναι αναγκαστικά δούλος Του ή υπηρέτης Του, αλλά τον έπλασε για να τον αγαπά και να Τον αγαπούν.
Ο Θεός, λοιπόν, έδωκε την κοινωνία αυτή της αγάπης που είναι ο γάμος που αποδεικνύεται ότι αποτελεί ένα ευεργέτημα του Θεού προς τον άνθρωπο. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι όταν η Αγία Γραφή κάμνει λόγο για τον γάμο αναφέρεται στο γάμο του Χριστού με την Εκκλησία. Δηλαδή, πρότυπο του συζυγικού δεσμού είναι ο Χριστός και ο δεσμός του με την Εκκλησία. Τόσον πολύ εξυψώνεται ο θεσμός του γάμου, ώστε ανάγεται σε ιερό θεσμό και μέγα μυστήριο. Γράφει ο Απ. Παύλος: «Ο ανήρ εστι κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας και αυτός εστι σωτήρ του σώματος… οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής… ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας, ως τα εαυτών σώματα· ο αγαπών την εαυτού γυναίκα εαυτόν αγαπά… το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν»12.
Συνεπώς ο χριστιανικός γάμος, ως ιερό μυστήριο, αποτελεί εικόνα της ενώσεως του Χριστού με την Εκκλησία και παρέχεται με την ιερολογία η χάρη του Θεού και η ευλογία της Εκκλησίας στην κοινωνία αυτή του άνδρα και της γυναίκας με σκοπό τον κοινό αγώνα για το καθ’ ομοίωσιν και την δημιουργία οικογένειας. Αυτή η κοινή πορεία προς την πληρότητα της αγάπης και την τελείωση στη θέωση μπορεί να υπάρξει ακόμη και στα άτεκνα ζεύγη13.
Μη λησμονούμε άλλωστε ότι και ο γάμος είναι ένα μέσο και αυτό της πραγμάτωσης του θείου προορισμού του ανθρώπου της επί γης ζωής τους. Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας συνδέουν τον γάμον με την ευλογία της Εκκλησίας. Αναφέρουμε, εν προκειμένω, τις θέσεις μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μ. Βασίλειος ομιλεί στην «Εξαήμερον» για τον δεσμό, την ένωση του ανδρός μετά της γυναικός ως «αγιαζομένης διά της ευλογίας»14. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει για τον γάμο της Ολυμπιάδας, ότι ο ίδιος μη δυνάμενος να παρευρεθεί, όμως λέγει παρίστατο νοερώς, συνάπτων μάλιστα τα χείρας των νεονύμφων15. Ο δε Ι. Χρυσόστομος γράφει για την πρόσκληση και παρουσία των ιερέων, οι οποίοι «δι’ ευχών και ευλογιών» συνεσφίγγουν το συνοικέσιον16. Τυγχάνουν δε πολύ χαρακτηριστικά τα αιτήματα προς τον Θεόν στα «Ειρηνικά», τα οποία και εκφωνούνται στην Ι. Ακολουθία του γάμου, όπως μεταξύ των άλλων και τα εξής:
«Υπέρ των δούλων του Θεού (του ) και (της ), των νυν συναπτομένων αλλήλοις εις γάμου κοινωνίαν, και της σωτηρίας αυτών, του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του ευλογηθήναι τον γάμον τούτον, ως τον εν Κανά της Γαλιλαίας, του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του παρασχεθήναι αυτοίς σωφροσύνην, και καρπόν κοιλίας προς το συμφέρον, του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του ευφρανθήναι αυτούς εν οράσει υιών και θυγατέρων, του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του δωρηθήναι αυτοίς ευτεκνίας απόλαυσιν, και ακατάγνωστον διαγωγήν, του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του δωρηθήναι αυτοίς τε και ημίν πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι ο γάμος ονομάζεται στην Εκκλησία και με τον όρο «στέψις». Τα στέφανα βέβαια ανήκουν στους μάρτυρες και στους αγίους της Εκκλησίας. Ωστόσο η Εκκλησία έρχεται και στεφανώνει και τους νεονύμφους, ακριβώς διότι θέλει να δηλώσει ότι ο γάμος είναι ένας ιερός αγώνας. Μάλιστα, ψάλλεται στην Ιερή Ακολουθία και το τροπάριον: «Άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες…». Εισέρχονται στον ιερό δεσμό και θεσμό του γάμου με την καθαρότητα των καρδιών τους για ν’ αγωνιστούν, ώστε όπως πάλιν λέγει η Ευχή, ο Θεός ν’ «αναλάβη τους στεφάνους αυτών εν τη Βασιλεία Του ασπίλους και αμώμους και ανεπιβουλεύτους διατηρών αυτούς εις τους αιώνας των αιώνων» και τους στεφανώσει εν τέλει με δόξα και τιμή.
Ο γάμος συνεπώς κατά την χριστιανική διδασκαλία και θεώρηση, ως θεοσύστατος θεσμός, και περαιτέρω η οικογένεια με την πατρότητα και μητρότητα κέκτηται μία ιερότητα. Πράγματι, ομιλούμε για ιερά θέματα και ζητήματα αρχών και αξιών της ζωής του ανθρώπου. Ο καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας και Ακαδημαικός Ιω. Καρμίρης γράφει, εν προκειμένω, πολύ χαρακτηριστικά και συνοπτικά: «Γάμος είναι εν των επτά Μυστηρίων της Εκκλησίας, δι’ ου αύτη ευλογεί και εξυψοί και εξαγιάζει την εκουσίαν συζυγικήν ένωσιν ανδρός και γυναικός, παρέχουσα την αναγκαιούσαν θείαν χάριν προς συμπλήρωσιν πάσης της ζωής αυτών «εν Κυρίω» και εκπλήρωσιν των σκοπών του γάμου. Και ως ειδικόν μεν σκοπόν του γάμου τιθέμεθα την διά της αμοιβαίας αγάπης και κοινωνίας και βοηθείας των συζύγων και της χαλιναγωγήσεως και εγκοιτώσεως των επιθυμιών αυτών πνευματικήν και ηθικήν ανάπτυξιν και τελείωσιν αυτών, ως γενικόν δε την διά της τεκνογονίας και χριστιανοπρεπούς ανατροφής των τέκνων διαιώνισιν και αύξησιν του ανθρωπίνου γένους και ιδίως των μελών της Εκκλησίας»17.
*
Περαιτέρω η ιερολογία του γάμου, ως απαραίτητο στοιχείο, καθιερώθηκε και νομικώς με την Νεαρά 89 του Λέοντος Σοφού κατά το 893μ.Χ. η οποία και ορίζει ότι: «Τα συνοικέσια τη μαρτυρία της ιεράς ευλογίας έρρωσθαι κελεύομεν»18. Μάλιστα, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ο λειτουργός του Υψίστου και ειδικότερα του Μυστηρίου του γάμου επικυρώνει την προς γάμο βούληση των μελλονύμφων με την χαρακτηριστική φράση της ιερολογίας του γάμου: «Και νυν, Δέσποτα, εξαπόστειλον την χείρα σου εξ αγίου κατοικητηρίου σου και άρμοσον τον δούλον σου (δείνα) και την δούλην σου (δείνα), ότι παρά σου αρμόζεται ανδρί γυνή». Ο γάμος συνεπώς έχει εκκλησιαστική – κανονική και νομική ιδιότητα. Αναγνωρίζεται επίσημα ιερό, αυτό το Μυστήριο της Εκκλησίας και ως θεσμός Δικαίου κατά τα ειδικότερα αντίστοιχα των παραπάνω ιδιοτήτων ως προς τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες σύμφωνα και με τα σχετικά άρθρα του Αστικού Κώδικα.
Εξάλλου ο περίφημος ορισμός του γάμου έχει διατυπωθεί ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ. υπό του Ρωμαίου Νομοδιδασκάλου Ερεννίου Μοδεστίνου (228 μ.Χ.) και είναι ο ακόλουθος: «Γάμος εστιν ανδρός και γυναικός συνάφεια και συμπλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία»19. «Nuptiae sunt conjunctio maris et feminae et consortium omnis vitae, divini atque humani juris communicatio»20. Καταφαίνεται έτσι η συστατική πράξη του γάμου, η κοινωνία βίου ανδρός και γυναικός, ήτοι ο ηθικός, κοινωνικός και νομικός δεσμός των δύο αυτών προσώπων, ανδρός και γυναικός, των ερχομένων εις γάμον. Συνελόντ’ ειπείν, έτσι άρχεται και δημιουργείται η οικογένεια, το θεμέλιο μιάς κοινωνίας ανθρώπων, ενός έθνους. Μάλιστα, ο παραπάνω ορισμός ανταποκρίθηκε ανά τους αιώνες προς τις ηθικές και νομικές αντιλήψεις τόσο του ελληνικού λαού, όσο και των λοιπών ευρωπαικών λαών. Βέβαια δεν αγνοούμε και τις ποικίλες τάσεις απόκλισης εκ του ορισμού αυτού. Πάντως ανεξάρτητα από παραβιάσεις, ο παραπάνω ορισμός κατέχει την ιδιότητα του παγίου.
Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η οικογένεια δεν είναι δημιούργημα του δικαίου. Το δίκαιο βρήκε την οικογένεια ως δημιούργημα θείο και περαιτέρω των ηθών του ανθρώπου. Το δίκαιο ως έννομη τάξη επενέβη κατά το μέτρο που κρίθηκε αναγκαίο για την συνοχή της κοινωνίας και την συμβίωση. Έτσι έχουμε το Οικογενειακό Δίκαιο, στις διατάξεις του οποίου ως οικογένεια νοείται το σύνολο των προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους διά του γάμου, ήτοι το ζεύγος, άνδρας και γυναίκα, των εν νομίμω γάμω συμβιούντων συζύγων μετά των ανηλίκων και αγάμων αυτών τέκνων. Περαιτέρω διαμορφώνεται και η συγγένεια, η οποία διακρίνεται εις εξ αίματος συγγένεια και εξ αγχιστείας. Εξ αίματος υπάρχει όταν μεταξύ δύο προσώπων το εν κατάγεται εκ του άλλου ή και τα δύο κατάγονται εκ του αυτού τρίτου προσώπου και αγχιστεία είναι η σχέση του ενός των συζύγων προς τους εξ αίματος συγγενείς του ετέρου. Και βεβαίως τα αποτελέσματα της συγγενείας είναι εξόχως σημαντικά, όχι μόνο για το Οικογενειακό αλλά και για άλλους κλάδους του Δικαίου.
*
Περαιτέρω το ισχύον Σύνταγμα (1975/1986/2001) αναφέρεται ρητώς τόσο στον γάμο όσο και στην οικογένεια, ήτοι εν γένει τον οικογενειακό θεσμό. Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το Προοίμιον του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος, ήτοι: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», αποτελεί βασικό στοιχείο ιστορικής συνδέσεως του παρόντος Συντάγματος με την όλη σύσταση και προέλευση του Ελληνικού Κράτους. Την θεμελιώδη σημασία του σηματοδοτεί το γεγονός ότι ανάγει την αρχή του σ’ αυτό το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, εν Επιδαύρω, την α’ Ιανουαρίου, έτει αωκβ’ και Α’ της Ανεξαρτησίας». Δηλαδή ένα σύντομο κείμενο δηλωτικό της μετάβασης της Ελλάδος από την δουλεία στην ελευθερία και το ανεξάρτητο Κράτος. Και είναι ιστορικό γεγονός, ότι από την Ελληνική Επανάσταση τα πρώτα συνταγματικά κείμενα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνος προέτασσαν ως προοίμιο το «όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» αυτή την «υπερκειμένη και υπερδικαιακή Αρχή». Τούτο, βέβαια, ως απόρροια της ριζωμένης στη ψυχή των Ελλήνων πίστης στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Το προοίμιο, τουτέστιν, έχει καταστεί μία ιδιαίτερη συνταγματική ιστορική παράδοση και βέβαια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κειμένου του όλου Συντάγματος και έχει κατ’ ακολουθίαν και αυτό, νομικές και ηθικές συνέπειες ανάλογες προς την φύση και το περιεχόμενό του.
Έπειτα, το άρθρο 3 αποτελεί θεμέλιο νομικής οργανώσεως των σχέσεων τόσο του Κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και της τελευταίας με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και θεμελιώνονται οι διακριτοί ρόλοι των δύο αυτών μεγεθών. Τα δύο αυτά παραπάνω σημεία τυγχάνουν θεμελιώδη στοιχεία για το ενδιαφέρον της Εκκλησίας αναφορικά με τα ζωτικά ζητήματα του λαού. Ειδικότερα, σε δύο άρθρα του το Σύνταγμα που είναι ο θεμελιώδης, ο βασικός γραπτός κανόνας δικαίου και με αυξημένη τυπική ισχύ, κατ’ αρχήν στο άρθρο 9§1 ορίζει ότι: «Η οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη…» και κυρίως στο άρθρο 21§1 αναγράφει: «1. Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Πολύτεκνες οικογένειες… έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος».
Ωστόσο, σε μία παρατήρηση του άρθρου 21 του ισχύοντος Συντάγματος και του αντιστοίχου άρθρου 24 του Συντάγματος του έτους 1927, διαπιστώνουμε, ότι θεωρούσε τον γάμο ως πρωτογενή πυρήνα της οικογένειας και δεν αναφερόταν σ’ αυτόν ξεχωριστά από τον οικογενειακό θεσμό. Δηλαδή, το Σύνταγμα εκείνο (του 1927), προστάτευε την οικογένεια την εκ του γάμου προερχομένη και δεν άφηνε αορίστως την έννοια οικογένεια. Το άρθρο όμως 21 του ισχύοντος Συντάγματος δεν αναφέρεται στον γάμο «ως θεμέλιο της οικογένειας», αλλά γενικότερα στον «γάμο».
Ένα άλλο σημείο, εξαιρετικά σπουδαίο, είναι ότι η οικογένεια προστατεύεται στο Σύνταγμα και ως ατομικό δικαίωμα. Άλλως το «οικογενειακό δικαίωμα». Ειδικότερα στο δεύτερο Μέρος του Συντάγματος περί των «ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων» έχουμε την τυπική ένταξη των σχετικών διατάξεων περί του γάμου και οικογενείας, η οποία και σηματοδοτεί ότι το κράτος με τους κοινούς τυπικούς και ουσιαστικούς νόμους του οφείλει σεβασμό και προστασία στο γάμο και την οικογένεια, αλλά συνάμα και υφίσταται η υποχρέωση και της μη βλαπτικής επέμβασης στον εν γένει οικογενειακό θεσμό με αποσταθεωρητική νομοθεσία ως π.χ. κατά κόρον συμβαίνει με την ευκολία της λύσεως του γάμου.
Τοιουτοτρόπως, η οικογένεια αποτελεί σπουδαιότατο και καθωριστικό εν πολλοίς συνταγματικό ευεργέτημα με σημασία κοινωνική και εθνική. Θεωρείται και είναι εν τοις πράγμασιν «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους». Και αυτό πρέπει να τονίζεται.
*
Η οικογένεια, τελικά, είναι ο χώρος διάσωσης της πιο μικρής αλλά εξόχως σπουδαίας ομάδος της ανθρωπότητος, όπου διασώζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα και σφυρηλατείται η πιο αυθεντική αξιοπρεπής σχέση, ως ρίζα ζωής. Ειδικότερα, η χριστιανική διδασκαλία ανεβίβασε την οικογένεια στην πλέον υψηλή βαθμίδα και προσέφερε τις δέουσες ηθικές αξίες για την στήριξη και λειτουργία της.
Η οικογένεια δεν είναι απλώς ένα άθροισμα ατόμων. Μέσα στον χριστιανισμό βρίσκει την καταξίωσή της. Είναι ιερός θεσμός. Και στη συνταγματική νομοθεσία θεμέλιο του οικοδομήματος του έθνους. Η παραθεώρηση των δύο αυτών γνωρισμάτων δεν αποτελεί θετικό στοιχείο. Η περίσκεψη, εν προκειμένω, είναι απόλυτα αναγκαία.
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ
Η Αγία Εκκλησία μας είναι ταμιούχος της θείας χάριτος και συγχρόνως και φορεύς των αληθειών του Ιερού Ευαγγελίου του Χριστού. Συνεπής δε προς την ύψιστη αποστολή της έρχεται, ως ποιμαίνουσα Εκκλησία, και καθοδηγεί ως φιλόστοργη μητέρα τα τέκνα της, τους πιστούς, «ίνα δικαίως και ευσεβώς ζώσιν εν τω νυν αιώνι»21.
Στα ποιμαντικά αυτά πλαίσια εντάσσεται και το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας.
Για την Εκκλησία, η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία. Ουδόλως δε δέχεται τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Ως διετυπώθη, στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 6315/18-12-2023 Εγκύκλιον Σημείωμα της Ιεράς Συνόδου γενικά για την θεώρηση του γάμου από την Εκκλησία της Ελλάδος: «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν τάσσεται ειδικά κατά του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά τάσσεται κατά του πολιτικού γάμου γενικώς. Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού έχει την δική της θετική πρόταση ζωής που είναι ο χριστιανικός γάμος μεταξύ άνδρα και γυναίκας».
Για την θέση αυτή της Εκκλησίας θα εστιάσουμε την προσοχή μας κατ’ αρχήν στα βιβλικά δεδομένα.
Όπως αναγιγνώσκουμε στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής στη «Γένεση», ο εν Τριάδι Θεός από άπειρη αγάπη δημιούργησε τον άνθρωπο με απώτερο σκοπό, όπως τον καταστήσει κοινωνό της θείας μακαριότητος και δόξας. «Εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς»22. Οι πρώτοι άνθρωποι, ο Αδάμ και η Εύα έλαβον την ευλογία του Θεού και την θεία εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»23. Με την πτώση του όμως ο άνθρωπος, «ημαύρωσε το κατ’ εικόνα» και στερήθηκε την θεία Χάρι. Εισήλθε στη ζωή του η αμαρτία, δηλαδή η παράβαση της ανιδιοτελούς αγάπης προς τον Θεόν και τον συνάνθρωπον, τουτέστιν ο θάνατος, καθ’ ότι η αμαρτία βασιλεύει στο θάνατο ως το κέντρο αυτού24. Και ο διάβολος τίκτει στον άνθρωπο την αμαρτία και κινεί τα πάθη.
Τοιουτοτρόπως, η ομοφυλοφιλία είναι μία ενέργεια κατά του Θεού, γιατί στο βάθος κρύβει άρνηση του Θεού, αφού η αμαρτία αυτή, το πάθος αυτό, γιατί περί αυτού πρόκειται, αντιστρατεύεται το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της δημιουργίας του ανθρώπου. Είναι μία άρνηση της τριαδικής αγάπης, καθ’ ότι θητεύει και εξυπηρετεί την αυτολατρεία, τον ανθρώπινο εγωισμό και ατομισμό. Συνιστά, ωστόσο, μία τραγωδία του ανθρωπίνου όντος γιατί αποτελεί μία οντολογική αλλοτρίωση. Το κατά φύσιν, είναι η ένωση του διαφορετικού φύλου, όπου εκεί θεμελιώνεται η αληθινή αγάπη. Το άλλο, είναι παρά φύσιν και η πράξη αυτή σαφώς είναι μία ασθένεια της προσωπικότητος.
Για να βοηθήσει όμως τον πεπτωκότα άνθρωπο ο Θεός έδωκε Νόμον και Προφήτες και έφερε γεγονότα. Παροιμιώδης είναι η τιμωρία των πόλεων Σοδόμων και Γομόρρας εξ αιτίας του πάθους αυτού. Όπως γράφει το κείμενο: «Αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» υπήρξαν25 και «Ουχ αι τυχούσαι, αλλά μεγάλαι και σφόδρα μεγάλαι. Ξένον γαρ τρόπον παρανομίας επενόησαν και αλλοκότους και αθέσμους των μίξεων νόμους εφεύρον», ως υπογραμμίζει ο Ιερός Χρυσόστομος26. Έπειτα στο «Λευιτικόν» αναφέρεται: «Και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν, βδέλυγμα γαρ εστι»27 και ακόμη «Ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι»28.
Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς Χριστός, ο Οποίος διεκήρυξε ότι «μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας˙ ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι»29 επικροτεί και βεβαιώνει ότι «ο ποιήσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και είπεν, ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»30.
Έπειτα, ο Απ. Παύλος ομιλεί σαφώς για «πάθη ατιμίας». Δηλαδή ότι οι γυναίκες χωρίς να εντραπούν και σεβαστούν, ούτε και τον εαυτόν τους, άλλαξαν την φυσική χρήση του φύλου τους στην παρά φύσιν και εξετράπησαν σε ακατονόμαστους πράξεις. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι άρρενες άφησαν την φυσική σχέση και χρήση της γυναικός και εφλογίσθησαν στις εμπαθείς ορέξεις μεταξύ τους, ώστε άνδρες σε άνδρες να ενεργούν αναισχύντους και εξευτελιστικές πράξεις. Έφθασαν, λοιπόν, σε «αδόκιμο νού», δηλ. παραδόθηκαν και υποδουλώθηκαν σε ανίκανο νού, που να μη μπορεί να διακρίνει το ορθό. Γράφει: «Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. Αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν εν έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες. Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νούν, ποιείν τα μη καθήκοντα»31.
Έπειτα έχουμε και άλλα χωρία όπου ο Απ. Παύλος αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ότι η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία. Ειδικότερα γίνεται αναφορά στο γενικότερο περιεχόμενο της ομοφυλοφιλίας με τους όρους: «μαλακοί», «αρσενοκοίτες». Γράφει: «Ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι»32. Επισημαίνει: «Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται, ειδώς τούτο, ότι δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι και αμαρτωλοίς, ανοσίοις και βεβήλοις, πατρολώαις και μητρολώαις, ανδροφόνοις, πόρνοις, αρσενοκοίταις, ανδραποδισταίς, ψεύσταις, επιόρκοις, και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται, κατά το ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού, ο επιστεύθην εγώ»33.
Στην δε Καθολική Επιστολή του Ιούδα, του αδελφού του Ιακώβου, αναγράφεται ότι: «Ως Σόδομα και Γόμορρα και αι περί αυτάς πόλεις τον όμοιον τούτοις τρόπον εκπορνεύσασαι και απελθούσαι οπίσω σαρκός ετέρας πρόκεινται δείγμα, πυρός αιωνίου δίκην υπέχουσαι»34. Γράφει, εν προκειμένω, για την ηθική παρακμή συνανθρώπων του, συνιστώντας στους χριστιανούς να προφυλάσσονται από τους «εμπαίκτας» και να μένουν πιστοί στη «παραδοθείσα πίστη»35.
Περαιτέρω οι «Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων» (Δ’ αι.) λέγουν: «Ουκέτι δε και η παρά φύσιν βδελυκτή μίξις ή η παράνομος πράξις, εχθρά γαρ Θεού υπάρχουσα και γαρ παρά φύσιν εστιν η Σοδόμων αμαρτία», την οποία δεν αποκαλούν απλώς αμαρτία, αλλά «ασέβημα», και οι φορείς του οποίου «διάλυσιν κόσμου μηχανώνται, τα κατά φύσιν παρά φύσιν επιχειρούντες ποιείν»36.
Αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας γράφουν και ομιλούν για την αμαρτία αυτή, όπως ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος αναφερόμενος στην κατάσταση του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, υπογραμμίζει ότι «ουκ ην δε τούτων μακράν ουδέ τα παρά φύσιν», τα οποία βέβαια προσδιόριζε με την ομοφυλοφιλία37.
Ο Ι. Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την «Γένεση» και την «Προς Ρωμαίους Επιστολήν» του Απ. Παύλου έχει αυστηρόν λόγον για το αμάρτημα αυτό38. Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χαρακτηρίζει το αμάρτημα αυτό, ως «φοβερόν πράγμα»39.
Προσέτι οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν: Ο 62ος κανών του Μεγ. Βασιλείου επιτάσσει ότι «ο την ασχημοσύνην εν άρσεσιν επιδεικνύμενος» τιμωρείται ως μοιχός40. Ως επίσης κατά τον 7ο κανόνα του ιδίου πατρός, οι «αρρενοφθόροι» εξισώνονται ως προς το επιτίμιο με τους ζωοφθόρους, τους φονείς, τους φαρμακούς, τους μοιχούς και τους ειδωλολάτρες41. Στην έννοια της μοιχείας εντάσσει και ο 4ος κανών του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και την παιδεραστία, υπογραμμίζοντας ότι και επ’ αυτής εις «το αλλότριόν τε και παρά φύσιν γίνεται η αδικία»42. Το επιτίμιον είναι κατά τον Μεγ. Βασίλειον 15 χρόνους ακοινωνησία, κατά δε τον Γρηγόριον Νύσσης 18 χρόνια. Και ο άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής στον 18ο κανόνα του θέτει επιτίμιο 3 χρόνια και «κλαίοντα και νηστεύοντα και προς εσπέραν ξηροφαγούντα»43.
Βέβαια, η Εκκλησία έχει και την εφαρμογή του 102ου κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου, κατά τον οποίο, εξετάζει «την της αμαρτίας ποιότητα και την του ημαρτηκότος προς επιστροφήν ετοιμότητα» και ασφαλώς ασκεί την ποιμαντική της μετανοίας και σωτηρίας, καθ’ ότι, ως διακελεύει ο ίδιος ο κανόνας, «πας γαρ λόγος Θεού και τω την ποιμαντικήν εγχειρισθέντι ηγεμονίαν, το πλανώμενον πρόβατον επαναγαγείν και τρωθέν υπό του όφεως εξιάσασθαι (=να γιατρεφθεί) και μήτε κατά κρημνών ωθήσαι της απογνώσεως»44. Με άλλους λόγους η Εκκλησία αγαπά τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο αλλά καταδικάζει την αμαρτία. Η Εκκλησία λειτουργεί λυτρωτικά γιατί «προσλαμβάνει την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση για να την ξαναπλάσει και την θεώσει», και γιατί η Εκκλησία είναι η ιστορία της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και «συμπάσης της Εκκλησίας στέφανος ο Χριστός», ο οποίος είπε: «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν»45.
Μία άλλη δε παράμετρος του όλου ζητήματος είναι η προσπάθεια να δοθεί ένα θρησκευτικό, τρόπον τινα, πρότυπο για την ομοφυλοφιλία. Αναζητείται μάλιστα και μία «θρησκευτική κατοχύρωση». Ως εκ τούτου προβάλλεται η φράση του Απ. Παύλου «εν φιλήματι αγίω»46 ή η άλλη της Θείας Λειτουργίας «αγαπήσωμεν αλλήλους» ή οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία ομοφυλοφιλίας. Αλλά όλα αυτά είναι αποκυήματα ανίερα και όλως εκτός πραγματικότητος, συνάμα και βλάσφημα.
Εν κατακλείδι, η Εκκλησία βάσει της διδασκαλίας της δεν δέχεται την ομοφυλοφιλία, ούτε την τέλεση γάμου ομοφυλόφιλων ζευγαριών ούτε και την υιοθεσία τέκνων απ’ αυτά. Και η Εκκλησία κανένα απολύτως δεν εξαναγκάζει. Η Εκκλησία δεν νομοθετεί τους νόμους του κράτους αλλά υπάρχει από συστάσεώς της για να διδάσκει, να προτρέπει, να συμβουλεύει. Χρησιμοποιεί τον λόγο της αλήθειας και την πειθώ. Προβάλλει τον Θείο Νόμο. Το Ιερό Ευαγγέλιο του Χριστού, την διδασκαλία Του. Αλλά συνάμα και πληροφορεί ότι λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι και ως λέγει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»47. Αυτό πράττει αιώνες τώρα. Και η βασική αποστολή της είναι η σωτηρία των πιστών από την αμαρτία και η είσοδό τους στη Βασιλεία των ουρανών. Γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι «ιατρείον ψυχών» και «πανδοχείον» της Χάριτος του Θεού.
Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Κατ’ αρχήν χρειάζεται, εν προκειμένω, μία σημαντική επισήμανση για την έννοια του γάμου. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η έννοια της λέξεως «γάμος» δεν είναι νομική. Έτσι ο νομοθέτης δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να περιγράψει τον γάμο εννοιολογικώς. Ο νόμος βρήκε την έννοια του γάμου. Γι’ αυτό και περιορίστηκε να καθορίσει μόνο τους όρους σύναψης αυτού. Ο Διεθνής μάλιστα Νομοθέτης στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ όρισε ότι ο γάμος είναι ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μία γυναίκα. Αυτό είναι το πρωταρχικό, το ουσιώδες και το φυσικό.
Εν προκειμένω, έχουμε στην ελληνική νομοθεσία τον θρησκευτικό τύπο του γάμου και τον πολιτικό (καθιερώθηκε με τον Ν.1250/1982 και Π.Δ. 391/1982). Σύμφωνα δε με το άρθρο 1367 ΑΚ ο γάμος τελείται, είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σ’ αυτό, δηλαδή προχωρούν σε πολιτικό γάμο, είτε με ιερολογία, ήτοι θρησκευτικό γάμο, από ιερέα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα κατά τα ειδικότερα του ανωτέρου άρθρου ως προς την δήλωση και τις προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας.
Και βέβαια, η τέλεση πολιτικού γάμου δεν εμποδίζει την ιερολογία του ιδίου γάμου κατά την θρησκεία και το δόγμα των συζύγων.
Περαιτέρω, επειδή με τον όρο «μελλόνυμφοι» δεν προσδιορίζεται επαρκώς στη διάταξη το χαρακτηριστικό του φύλου αναγκαία είναι ως αναφέρει η υπ’ αριθμ. 1428/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου: «Η προσφυγή στο σκοπό του γάμου και τη βούληση του νομοθέτη, όπου με τον όρο αυτό δεν νοείται φυσικά μόνο ο εθνικός νομοθέτης, δηλαδή οι κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξεως, αλλά και οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες κατά ρητή συνταγματική διάταξη (άρθρο 28, παρ.1 Συντάγματος) υπερισχύουν των κοινών νόμων. Με αφετηρία την Ευρωπαική Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 12 αυτής, σύμφωνα με την οποία “άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους”. Όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, το δικαίωμα συνάψεως γάμου και της δημιουργίας οικογένειας αναγνωρίζεται και στα δύο φύλα, χωρίς να παρέχεται και εδώ άμεση λύση στο εάν υπονοείται ότι ο “ανήρ” και η “γυνή” μπορούν να συνάπτουν γάμο αποκλειστικά ο ένας με τον άλλο ή και μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι η διάταξη παραπέμπει στην εκάστοτε εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή η σύμβαση αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα συνάψεως γάμου και στα δύο φύλα, όμως ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις τελέσεώς του παραπέμπει στον εθνικό νομοθέτη, αφήνοντας σ’ αυτόν την πρωτοβουλία και την αρμοδιότητα να ορίσει σχετικά (πρβλ. και Ολομ. ΣτΕ 867/1988).
Περαιτέρω, στο Διεθνές Σύμφωνο της Ν. Υόρκης για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, ανάλογη είναι η διάταξη του άρθρου 23, η οποία ορίζει: “1. Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους, 2. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια, 3. Κανείς γάμος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ελεύθερη και πλήρη συναίνεση των μελλοντικών συζύγων και 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων και των ευθυνών των συζύγων σε σχέση με το γάμο, κατά τον έγγαμο βίο και κατά τη λύση του γάμου”. Και στην εν λόγω διάταξη δηλαδή, αφού θεσπίζεται η γενικότερη προστασία της οικογένειας και του δικαιώματος για τη σύναψη γάμου, αφενός, κατά τρόπο όμοιο με την προαναφερόμενη διάταξη της ΕΣΔΑ, δεν επιλύεται το ζήτημα του ενδεχόμενου γάμου μεταξύ ομοφύλων μελλονύμφων, αφετέρου δε ανατίθεται στα συμβαλλόμενα κράτη η αρμοδιότητα να λάβουν τα συγκεκριμένα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων των συζύγων.
Επομένως, αμφότερες οι προαναφερόμενες διατάξεις, αμέσως ή εμμέσως, παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος συνάψεως γάμου. Ακριβώς για το λόγο αυτό σε όσες ευρωπαικές χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία, Σουηδία, Ισπανία κλπ) θεσπίσθηκε κατά τα τελευταία έτη ο γάμος ομόφυλων προσώπων, τούτο υπήρξε αποτέλεσμα νομοθετικής πρωτοβουλίας του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη και όχι υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ. Ευλόγως, λοιπόν, ο ελληνικός αστικός κώδικας δεν προσφέρει ασφαλή απάντηση στο σχετικό πρόβλημα. Τούτο είναι προφανές, δεδομένου ότι κατά το χρόνο συντάξεως του εν λόγω νομοθετήματος το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας γενικότερα είχε πολύ περισσότερο περιορισμένη διάσταση από ο,τι σήμερα, ενώ το ενδεχόμενο γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δεν είχε απασχολήσει τους συντάκτες του, ως αυτονόητα ανύπαρκτο.
Έτσι, ως προς τον όρο “μελλόνυμφοι”, αφετηρία των συγγραφέων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία του αστικού κώδικα, αποτελεί ο ορισμός του γάμου, όπως διατυπώθηκε από τον Μοδεστίνο, Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο του 3ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Χριστιανός, και σύμφωνα με τον οποίο “γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία”. Κατά λογική ακολουθία, στα ερμηνευτικά συγγράμματα του αστικού κώδικα, η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο του υποστατού του γάμου και αξιούμενη προϋπόθεση από το νόμο, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, αφού με τη μη θέσπιση του πολιτικού γάμου, ο ορισμός του γάμου στον ΑΚ ήταν περιττός, ενόψει του ότι η χριστιανική εκκλησία ενέκρινε πλήρως τον παραπάνω ορισμό του Μοδεστίνου. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων, αφού η διαφορά φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο έλληνας νομοθέτης…
Εξάλλου, από συνταγματική άποψη το νομοθετικό αυτό πλαίσιο (της διαφοράς φύλου ως στοιχείου για το υποστατό του γάμου) δεν κείται εκτός των ορίων των άρθρων 4 παρ. 1, για την αρχή της ισότητας, και 5 παρ. 1, για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Τούτο δε γιατί η αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και τη διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, η παραβίαση δε της αρχής αυτής ελέγχεται από τα δικαστήρια… Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη στην προκειμένη περίπτωση τις υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες, η μη αναγνώριση της ευχέρειας τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων κρίνεται δικαιολογημένη, αφού πρόκειται για πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή δεν είναι άνδρας και γυναίκα, αλλά άτομα του ιδίου φύλου.
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την προσωπική ελευθερία με την ευρεία έννοια. Ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας θα μπορούσε να καταγραφεί και η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει (με την προϋπόθεση στην τελευταία διάσταση ότι το άλλο πρόσωπο συναινεί). Η ελευθερία αυτή πάντως δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα του προσώπου να τυποποιεί νομικά τη σχέση του με άλλο πρόσωπο, κυρίως γιατί εκεί όπου ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει μία παρόμοια υποχρέωση του κοινού νομοθέτη το έπραξε ρητά (γάμος) (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος)… Επομένως, υπό το κρατούν νομικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν νοείται πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφύλων…». Αυτό είναι το σκεπτικό και διατακτικό της σημαντικής αυτής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας.
*
Περαιτέρω, νομοθετήθηκε με τον Ν.3719/2008 (ΦΕΚ Α’ 241) το σύμφωνο συμβίωσης που αφορούσε μόνο τα ετερόφυλα ζευγάρια με συμβολαιογραφική πράξη και εισήγαγε έννομες συνέπειες υπέρ του ζεύγους. Αναγνώριζε ακόμη ότι τα παιδιά που γεννιούνται από τους φυσικούς γονείς των συμβαλλομένων μερών έχουν το ίδιο νομικό καθεστώς προσωπικών και περιουσιακών σχέσεων ως έχει και το γεννηθέν εντός γάμου τέκνο (άρθρα 8,9,10,11).
Όμως ο Νόμος αυτός δεν επέτρεπε την υιοθεσία από τα συμβαλλόμενα μέρη του συμφώνου αυτού συμβιώσεως. Και τούτο προφανώς καθ’ ότι το σύμφωνο συμβίωσης δεν έχει την δέουσα σταθερότητα, η οποία και τυγχάνει αναγκαία για την ανατροφή και ανάπτυξη του παιδιού. Το άρθρο 4 γράφει για την εύκολη λύση του συμφώνου συμβίωσης, αφού και στην β’ περίπτωση το σύμφωνο δύναται να λυθεί απλώς και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον.
Αργότερα θεσπίστηκε ο Ν.4356/2015 (ΦΕΚ Α’ 181), ο οποίος επεξέτεινε το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια αλλά χωρίς πάλιν την υιοθέτηση του δικαιώματος υιοθεσίας παιδιών.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με την νομοθεσία τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια που μας ενδιαφέρει δεν δύνανται να συνάψουν γάμο είτε θρησκευτικό είτε πολιτικό, ως ορίζει ο Αστικός Κώδικας, παρά μόνον σύμφωνο συμβίωσης αλλά με την μοναδική εξαίρεση, την μη ύπαρξη δικαιώματος υιοθεσίας παιδιών.
Αναφορικά δε με την Διεθνή και Ευρωπαική Νομοθεσία καταθέτουμε τα εξής σημαντικά και ουσιαστικά στοιχεία:
1. Στην Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (ήδη Π.Δ. 76/2022, ΦΕΚ Α’ 205) κατοχυρώθηκε το δικαίωμα γάμου μόνο μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Το άρθρο 12 όρισε ότι: «Με τη συμπλήρωση ηλικίας γάμου, ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν γάμο και να ιδρύουν οικογένεια, σύμφωνα προς τους εθνικούς νόμους που διέπουν στην άσκηση αυτού του δικαιώματος».
Το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του».
Και το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ για την απαγόρευση διακρίσεων κατά την προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαική Σύμβαση ορίζει ότι: «Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, πρέπει να εξασφαλιστεί χωρίς καμμία διάκριση που να βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση». Τίθενται δε τα παραπάνω δύο τελευταία άρθρα και μόνον για την αναγνώριση τουλάχιστον ενός ειδικού καθεστώτος εννόμων σχέσεων των συμβιούντων ομοφυλόφιλων και όχι βέβαια για γάμο.
2. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαικής Ενώσεως (που αναγνωρίσθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαική Ένωση (Ε.Ε.), όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, που κυρώθηκε με τον Ν. 3671/2008, ΦΕΚ Α’ 129), ορίζει στο άρθρο 7 ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του» και στο άρθρο 9 ότι: «Το δικαίωμα γάμου και το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας διασφαλίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους».
Σύμφωνα, συνεπώς, και με την παραπάνω ευρωπαική νομοθεσία προκύπτει ότι κατοχυρώνεται το δικαίωμα γάμου μόνο μεταξύ ανδρός και γυναικός, ως και εκείνο της ιδρύσεως οικογένειας και αυτά τα δικαιώματα επαφίονται στην άσκησή τους σύμφωνα προς τους εθνικούς νόμους εκάστου κράτους. Επομένως, η προστασία του γάμου αφορά ετερόφυλα ζευγάρια και δεν είναι υποχρεωτική εξίσωση με τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Υποχρεωτική εξίσωση αυτών ανάγεται μόνο στο καθεστώς συμφώνου συμβιώσεως, όπως ισχύει σε ετερόφυλα ζευγάρια μ’ αυτό.
*
Το αμέσως επόμενο ζήτημα, εν προκειμένω, εξαιρετικά ζωτικό, είναι η υιοθεσία ή η τεκνοθεσία. Αναφέρεται, ότι η απόκτηση τέκνου είναι δικαίωμα και ότι δεν πρέπει στην ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού να τίθενται νομικοί περιορισμοί. Δηλαδή, υπάρχει το ερώτημα, γιατί δεν δίδεται το δικαίωμα υιοθεσίας παιδιών με το σύμφωνο συμβίωσης; Όμως, δίπλα στο πρώτο αυτό ερώτημα έρχεται αβίαστα το δεύτερο συναφές ερώτημα: Η ανάγκη ενός νεογνού, ενός βρέφους, ενός νηπίου, όπως αναπτυχθεί μέσα σε μία οικογένεια που να αποτελείται από τους γεννήτορές του και τους φυσικούς γονείς του, δεν είναι δικαίωμα; Δεν έχει δικαίωμα της βιωματικής πληροφόρησης ότι υπήρξε καρπός της σύζευξης των δύο γονέων του;
Υπάρχει βέβαια, ως γνωρίζουμε, ο θεσμός της υιοθεσίας και μάλιστα η υιοθεσία τυγχάνει αρχαίος θεσμός στο Οικογενειακό Δίκαιο και λόγοι καθιέρωσής της διαφοροποιούνται ανά τους αιώνες. Μάλιστα η ορολογία «υιοθεσία» παραπέμπει επακριβώς στην εποχή όπου μόνο η υιοθεσία αρρένων, δηλαδή σε θέση υιού παρουσίαζε ενδιαφέρον για την συνέχιση της οικογένειας. Και μάλιστα, η υιοθεσία κυρίως σήμερα αποβλέπει στη βελτίωση της θέσης του υιοθετημένου από κάθε άποψη. Οι διάφορες δε μορφές υιοθεσίας που ισχύουν κατά το παρελθόν καταργήθηκαν από της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23.2.1946). Ο θεσμός της υιοθεσίας προστατεύεται από το Σύνταγμα με την διάταξη του άρθρου 5§1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και από την διάταξη του άρθρου 21 για την προστασία της οικογένειας.
Κατά τον επικρατέστερο και εγκυρότερο ορισμό, υιοθεσία καλείται η νομική πράξη με την οποία δημιουργείται μεταξύ δύο προσώπων έννομη σχέση όμοια προς αυτή που υπάρχει μεταξύ γονέως και γνήσιου τέκνου, δηλαδή μία σχέση πατέρα ή μητέρας και παιδιού. Πρόκειται για νομική σχέση υιοθετούντος και υιοθετουμένου. Δηλαδή, εννοείται η νομική πράξη με την οποία αφ’ ενός μεν, διακόπτεται οποιοσδήποτε νομικός δεσμός του παιδιού με την φυσική – βιολογική του οικογένεια και αφ’ ετέρου, αυτό το παιδί εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα με την οποία και συνδέεται με πλήρη συγγενικό δεσμό. Η υιοθεσία άλλως αποκαλείται τεκνοθεσία.
Στην υιοθεσία η σχέση δημιουργείται από το δίκαιο, αφού δεν προϋποθέτει καμμία αντίστοιχη βιολογική σχέση και σ’ αυτό ακριβώς διαφέρει η υιοθεσία από την νομιμοποίηση του εξώγαμου και την αναγνώριση.
Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις υιοθεσίας, τα κωλύματα, τον τρόπο τελέσεως, τα αποτελέσματα, την ακυρότητα, ως και την λύση αυτή. Περαιτέρω το δίκαιο της υιοθεσίας δέχθηκε σημαντικές μεταρρυθμίσεις με τον ΝΔ 610/1970 «Περί υιοθεσίας των μέχρις ηλικίας δέκα οκτώ ανηλίκων», το οποίο ίσχυσε για μία εικοσαετία και πλέον μέχρι την θέσπιση του Ν.2447/1996.
Ο νομοθέτης προβαίνει σε διαφορετική ρύθμιση στην υιοθεσία μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων ως προς τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα αυτής. Ειδικότερα, για την υιοθεσία ανηλίκων ο νομοθέτης αποσκοπεί αποκλειστικά στο συμφέρον του ανηλίκου – παιδιού, το οποίο ένεκεν της ηλικίας του αδυνατεί να μεριμνήσει για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, ενώ για την υιοθεσία ενηλίκου νομοθέτης έρχεται και την επιτρέπει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (άρθρο 1579ΑΚ όπως διαμορφώθηκε με την διάταξη του άρθρου 25 Ν.2915/2001 και το άρθρο 1588ΑΚ).
Κυρίως η υιοθέτηση ενηλίκου στοχεύει στην διατήρηση του ονόματος, στην περίθαλψη των ηλικιωμένων υιοθετούντων ή στην εξασφάλιση οικονομικών συμφερόντων.
Όσον αφορά την νομική φύση της η υιοθεσία συνιστά διφυή νομική σχέση, ήτοι δικαιοπραξίας και δικαστικής απόφασης (εκούσια δικαιοδοσία).
Αλλά άλλο η υιοθεσία ως την αναφέρει ο Αστικός Κώδικας και άλλο η τεχνητή δημιουργία πατρότητας ή μητρότητας, η παρένθετη μητρότητα, η εναλλακτική ή «τεχνητή οικογένεια» που δημιουργούν μείζονα προβλήματα στην όλη ψυχοπνευματική ανάπτυξη του παιδιού;
Επί πλέον, με τον Ν.3089/2002 ρυθμίστηκε νομοθετικά η τεχνητή γονιμοποίηση, η παρένθετη μητρότητα, η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση καθώς και η εφαρμογή μεθόδων τεχνητής γονιμοποίησης σε άγαμες μητέρες. Ειδικότερα, ο δανεισμός μήτρας, όπως διαφορετικά αποκαλείται η παρένθετη μητρότητα, που μας ενδιαφέρει περισσότερον, επιτρέπεται με προϋποθέσεις, βέβαια, εφαρμογής της, όπως καθορίζονται από τους Ν.3089/2002, Ν.3305/2005 και Ν.4272/2014. Δύο δε προσέτι επισημάνσεις νομοθετικής φύσεως πρέπει να ειπωθούν: 1ον. Η επιλογή φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή (άρθρο 1455 ΑΚ) και 2ον. Ο νόμος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1455, 1456, 1458 και 1464 του ΑΚ χορηγεί το δικαίωμα απόκτησης τέκνου μόνο σε γυναίκα. Εννοείται ότι οιαδήποτε οικονομική συναλλαγή αναφορικά με την παρένθετη μητρότητα είναι παντελώς ανεπίτρεπτη. Ωστόσο, εγείρονται πλείστα όσα ζητήματα νομικής, ψυχολογικής και ηθικής υφής. Το μέγα ερώτημα είναι: Που είναι η ιερότητα της μητρότητας;
Από την άλλη υφίσταται ο Ν.4538/2018, ο οποίος θεσπίστηκε για να μειώσει τις περιπτώσεις «παράνομων υιοθεσιών» αλλά για επίσπευση της διαδικασίας της υιοθεσίας, όπου σύμφωνα με το άρθρο 8 είναι επιτρεπτή μία νομική σχέση παιδιού και ομόφυλου ζεύγους με σύμφωνο συμβίωσης. Ονόμασε μάλιστα αυτούς ο νόμος «αναδόχους γονείς». Βέβαια, εν προκειμένω, ο όρος «γονείς» δεν έχει το περιεχόμενο της επέλευσης εννόμων συνεπειών οικογενειακού δικαίου, δηλαδή οι «ανάδοχοι γονείς» δεν αποκτούν συγγενική σχέση γονέως και τέκνου. Γεννάται όμως το ερώτημα: Έχει την αρμόζουσα καταλληλότητα ένα ομοφυλόφιλο ζεύγος για ανάδοχή τέκνου;
*
Επισημαίνουμε και πάλιν ότι το όλο θέμα της προσβάσεως τυχόν στον θεσμό του γάμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια και περαιτέρω το δικαίωμα της υιοθεσίας τέκνων επαφίεται στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών της Ε.Ε.. Δεν υποχρεώνει με νομική διάταξη, ούτε συνιστά με Οδηγία, αλλά αφήνει ελεύθερο το κάθε εθνικό κράτος να πράξει ως αυτό βούλεται αρμοδίως με τα δικά του νομοθετικά όργανα.
Έτσι έχει αποφανθεί και η νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης (ΔΕΕ) σε πλείστες περιπτώσεις. Τουτέστιν προκύπτει από τις δικαστικές αποφάσεις ότι τα ευρωπαικά κράτη έχουν υποχρέωση να νομοθετήσουν για τα ομόφυλα ζευγάρια μόνο νομοθεσίες αστικής ένωσης (όπως π.χ. το σύμφωνο συμβίωσης). Επίσης σαφώς δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν γάμο ομοφυλόφιλων ζευγαριών ή και υιοθεσία τέκνων γι’ αυτούς (δηλ. στην ομοφυλόφιλη γονεικότητα δεν υποχρεώνεται το κάθε εθνικό κράτος). Ακόμη δεν υποχρεώνονται τα εθνικά κράτη να εξισώσουν τους τυχόν θεσμούς αστικής ένωσης που ισχύουν για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια με τον γάμο. Είναι άλλο το ζήτημα της διευκολύνσεως θεμάτων ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής στην Ευρωπαική Ένωση ή θεμάτων εργασιακών και κοινωνικο-ασφαλιστικών, στα οποία δεν έχει κανείς αντίρρηση.
Μπορούμε, λοιπόν, ως Εκκλησία να στέρξουμε στη νομοθέτηση γάμου ομοφυλόφιλων ζευγαριών και στη συνέχεια και της υιοθεσίας παιδιών από κοινού από τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια ή υιοθεσίας του τέκνου του ενός μέλους ομόφυλου ζευγαριού από το άλλο μέλος του ζευγαριού; Η Εκκλησία είναι σαφώς αρνητική.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Ως είναι γνωστόν, από την μακραίωνη παιδαγωγική – ψυχολογική και οικογενειακή παράδοση, από τα πανάρχαια δεδομένα, το παιδί έχει πρωτίστως ανάγκη των γονέων του, του πατέρα και της μητέρας.
Ειδικότερα, σχετικά με το ζήτημα της τεκνοθεσίας ή της υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, η βασική αρχή ερείδεται στο ονομαζόμενο «συμφέρον του παιδιού». Τι συμφέρει δηλαδή το παιδί για την ομαλή ανάπτυξή του και διάπλαση του χαρακτήρα του. Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού της 20.11.1989 (κυρώθηκε με τον Ν. 2101/1992 (ΦΕΚ Α’ 192)) ορίζει ότι όλες οι αποφάσεις που σχετίζονται με τα παιδιά, πρέπει αυτές, να λαμβάνουν απαραιτήτως υπ’ όψιν τους το συμφέρον του παιδιού και όχι την καταστρατήγησή του. Γι’ αυτό είναι χαρακτηριστικό ότι και το σχετικό άρθρο 1542 του Αστικού Κώδικα αναφέρει: «Η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετημένου». Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία και τις ρυθμίσεις αυτής στόχος πάντοτε είναι η δημιουργία συνθηκών ζωής για το υιοθετημένο άτομο ανάλογες με εκείνες των βιολογικών παιδιών από κατάλληλη οικογένεια και όχι ασφαλώς από περιβάλλον μιάς «τεχνητής οικογένειας» που αποκλίνει από τον ρόλο του άνδρα και της γυναίκας. Άλλωστε, η ανατροφή και προστασία παιδιών χωρίς πατέρα και μητέρα, αλλά με γονέα Α και γονέα Β δεν συνταυτίζεται και με το άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος. Με τυχόν γονείς Α’ και Β’ προξενείται αιτία συμφοράς και δυσχέρειας στην όλη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού.
Διατυπώνουμε την άποψη ότι παγίως το στήριγμα της οικογένειας είναι ο πατέρας και η μητέρα. Καθ’ ότι, οι γονείς, πατέρας και μητέρα, έχουν διαφορετικές αρετές και διαφορετικές αποστολές στην ιδανική τους μορφή και η συνάντηση αυτών φέρει την αγαθή και ευεργετική ισορροπία στην οικογένεια. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, εν προκειμένω, θα υπογραμμίσει: «Τι πατρός γνησιότερον και τι μητρός συμπαθέστερον;»!48. Γι’ αυτό και η προτρεπτική εντολή του Θεού έχει μεγίστη αξία ανά τους αιώνες. «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης»49 και το βιβλίο των «Παροιμιών» του σοφού Σολομώντος θα μας πεί: «Άκουε, υιέ, παιδείαν πατρός σου και μη απώση θεσμούς μητρός σου. Στέφανον γαρ χαρίτων δέξη ση κορυφή και κλοιόν χρύσεον περί σω τραχήλω»50. Έτσι, αν ο πατέρας είναι ο εγκέφαλος της οικογένειας και κυβερνήτης του σπιτιού, η μητέρα είναι η καρδιά και η ύπαρχος. Ο πατέρας θέτει την λογική, η μητέρα το αίσθημα. Ο πατέρας έχει την δύναμη, η μητέρα την απλότητα. Ο πατέρας δίνει την προσταγή, η μητέρα την τρυφερότητα. Ο πατέρας δηλώνει την προστασία, η μητέρα την οικειότητα. Ωστόσο και οι δύο αλληλοσυμπληρώνονται. Ο ένας χρειάζεται τον άλλο. Και έπειτα υπάρχει μία απέραντη θεόσδοτη, φυσική αγάπη που συνδέει γονείς και παιδιά και αναπτύσσεται ένας σεβασμός που προσφέρεται από τους μικρότερους προς τους μεγαλύτερους. Έτσι υπάρχει μια ακένωτη πηγή στοργής από τους γεννήτορες προς τα παιδιά και ένας μυστικός δρόμος, τουτέστιν υπαρξιακός, ηθικός που συνδέει γονείς και παιδιά. Αυτοί μοναχά τον γνωρίζουν.
Μ’ αυτή την συμπόρευση οι γονείς μπορούν πλέον να προχωρήσουν και στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Ακριβώς διότι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών θέλει πολλή αγάπη, τέχνη και πολλή υπομονή. Είναι δύσκολο το έργο της αγωγής των παιδιών και χρειάζεται την ειδική μεταχείριση επειδή έχουμε να κάνουμε με ψυχές παιδιών, προσωπικότητες ανηλίκων. Ο Ι. Χρυσόστομος θα πεί: «Χαλεπόν η νεότης, ότι ευρίπιστον, ευεξαπάτητον και ευόλισθον»51.
Έπειτα τα παιδιά διψούν για κοινωνικότητα, επιθυμούν τον διάλογο, ερωτούν και περιμένουν απαντήσεις, αναζητούν πρότυπα, ποθούν την αλήθεια. Δεν παύει διηνεκώς να χρειάζεται την κατάλληλη και μετά πολλής διακρίσεως και συνέσεως αγωγή, ιδιαίτερα η εφηβική ηλικία, όπου στην χρονική αυτή περίοδο το παιδί αιφνίδια αλλάζει και εξελίσσεται ραγδαία τόσο σωματικά όσον και ψυχικά και διανοητικά. Ακριβώς, διότι δεν αρκεί η γνώση. Είναι αναγκαίο και το ήθος. Και φυσικά οι γονείς είναι εκείνοι που θα σμιλεύσουν τον χαρακτήρα και θα στηρίξουν το οικοδόμημα της νεότητας. Γιατί εκεί μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, το παιδί κυριολεκτικά δέχεται, διαισθάνεται, καταγράφει και αντιγράφει κανόνες ζωής και συμπεριφοράς. Εκεί ο πατέρας θα εκπροσωπεί το κύρος και η μητέρα την οικειότητα. Άλλη βέβαια είναι η ιδιοσυγκρασία του πατέρα και άλλη της μητέρας. Τον πατέρα τον διακρίνει ο εγωκεντρισμός, την μητέρα ο ετεροκεντρισμός. Ενώ ο πατέρας ψάχνει να βρεί γιατί άραγε να κλαίει το παιδί, η μάνα έχει κιόλας κατορθώσει να στεγνώσει τα δάκρυά του. Γι’ αυτό χρειάζονται και οι δύο σ’ αυτό το εργαστήριον της διαπαιδαγώγησης. Εξ’ όλων αυτών προκύπτει ασφαλώς και το σπουδαιότατο ζήτημα της ευθύνης και της όλης συμπεριφοράς των γονέων απέναντι στα παιδιά τους.
Ιδιαίτερα ο νέος έχει την φυσική τάση να μιμηθεί τον πατέρα του, στον οποίο διακρίνει εσωτερική δύναμη και αισιοδοξία αλλά και σιγουριά για την αντιμετώπιση της ζωής, τον αγωνιστή πατέρα, ο οποίος είναι πρότυπο και μεταδίδει την «τέχνη του ζην». Τότε ιδία ο έφηβος γίνεται κοινωνός των οικογενειακών θεμάτων και λαμβάνει την αίσθηση της ευθύνης έναντι του περιβάλλοντός του και του εαυτού του.
Θα μείνουμε, ωστόσο, περισσότερο στο πρότυπο της μητέρας. Ο βιολογικός, φυσιολογικός τρόπος με τον οποίο ο Θεός έδωσε την μητρότητα καταλήγει στην μέγιστη αγάπη της μητέρας για το παιδί της. Είναι σπλάγχνο της. Είναι το δώρο της που έδωκε ο Θεός σ’ αυτή. Κατέστη συν-δημιουργός του Θεού. Λειτουργεί το μυστήριο της ζωής και αυτή είναι η ιερότητα της μητέρας. Η μητρότητα κλείνει μέσα της κάτι το μοναδικό και αναντικατάστατο. Είναι τούτο ασφαλώς και προνόμιο και ευθύνη και προικισμένη με πλούσιο ψυχικό κόσμο αυτή ως επί το πλείστον διαμορφώνει τον χαρακτήρα του παιδιού. Είναι εκείνη που δίνεται, έτοιμη για προσφορά, για διακονία. Ξέρει και κινείται στον κόσμο των συγκινήσεων, ενώ ο πατέρας στον κόσμο των συμφερόντων και συλλογισμών. Γι’ αυτό και η μητέρα περισσότερο αφοσιώνεται στο παιδί της, στη σωματική και πνευματική του ανάπτυξη, κάτι που χρειάζεται συνεχή αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Ως διδάσκει η επιστήμη της ψυχολογίας, η γυναικεία ψυχοσύνθεση διαφέρει από την ανδρική. Αυτό που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει την γυναίκα είναι η έντονη ευαισθησία και συναισθηματικότητα, ο πλούτος της καρδιάς της και με τον πλούτο αυτό διακονεί και υπηρετεί, το παιδί της. Και το παιδί βαθειά, μυστικά αισθάνεται αυτή την ζεστασιά και αφοσίωση και στοργή της μητέρας. Αυτή είναι η ηθική της αξία και η ανωτερότητά της.
Ειδικότερα τα παιδιά τρόπον τινα, λαμβάνουν από την μητέρα «διπλή ζωή», δηλαδή ζωή του σώματος και ζωή της ψυχής. Έτσι, η αποστολή και η προσφορά της μητέρας είναι ανυπολόγιστη. Πολύ σοφά έχει λεχθεί, ότι μία σωστή μητέρα ισοδυναμεί με 1000 δασκάλους.
Αξίζει να παραθέσουμε ένα ιστορικό γεγονός από την αρχαία Ρώμη εξόχως διαφωτιστικό. «Μπροστά σ’ ένα απέρριττο σπίτι σταματά ένα αμάξι. Μια κυρία κατεβαίνει, ντυμένη λαμπρά, στολισμένη με πλούσια κοσμήματα. Την υποδέχεται η οικοδέσποινα, μια σοβαρή γυναίκα με φωτεινό μέτωπο και καθαρή ματιά. Τη λένε Κορνηλία. Είναι φίλες με την επισκέπτρια. Κάθονται και κουβεντιάζουν με πολλή χαρά και διάθεση. Κάποτε η κουβέντα φτάνει και στα φορέματα. Σαν όλες τις γυναίκες, οι δυό Ρωμαίες κάτι έχουν να πούν γι’ αυτό. Τότε η επισκέπτρια δείχνει στην Κορνηλία τα κοσμήματά της με πολύ καμάρι και της περιγράφει κι άλλα πολλά, που έχει κρυμμένα στην κασετίνα της, στο σπίτι. Ύστερα ζητάει απ’ την Κορνηλία να της δείξει κι εκείνη τα δικά της. Η Κορνηλία γυρίζει αλλού την κουβέντα και φαίνεται σαν να μην άκουσε την επιθυμία της φίλης της. Σε λίγη ώρα μπαίνουν στο δωμάτιο δύο νεαρά παλληκάρια. Πλησιάζουν και χαιρετούν τις δυό γυναίκες. Τότε η Κορνηλία τα τραβάει κοντά της και λέει στη φίλη της: «Να, τα διαμάντια μου».
Ήταν οι γυιοί της, οι αδελφοί Γράκχοι, ο Τιβέριος και ο Γάιος. Δυό απ’ τις μεγαλύτερες δόξες της αρχαίας Ρώμης. Η ιστορία δεν αναφέρει το όνομα της άλλης κυρίας με τα πολλά χρυσαφικά. Μιλάει όμως με το σεβασμό για την Κορνηλία, τη μητέρα που φρόντισε να σμιλέψει στο σπίτι της αθάνατα διαμάντια, τα παιδιά της».
Πράγματι, η μητέρα είναι εκείνη που θα διδάξει και θα συμβουλεύσει το παιδί της. Εκείνη θα κάμνει διάλογο μαζί του. Θα δώσει τις πρώτες απαντήσεις στα πρώτα ερωτήματα του παιδιού της. Εκείνη θα χαρίσει την εμπιστοσύνη της και θα υπάρξει έτσι η ανταπόδοση. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι το μεγάλο ευεργέτημα. Θα λέγαμε ότι η ετεροσυγκινητικότητα της γυναίκας είναι ως ένας φάρος που καθοδηγεί την αποστολή της. Ο ψυχικός της κόσμος που επηρεάζει όλες τις διαθέσεις, τους πόθους, τις αποστροφές, τις πράξεις της. Το φυσικό ένστικτο της μητέρας την ωθεί στην εκπλήρωση της αποστολής της, αβίαστα, φυσιολογικά και όχι τεχνητά και εικονικά. Είναι έμφυτη η έντονη αφοσίωση της μητέρας στο σπλάγχνο της, στο παιδί της.
Ο σχηματισμός δε του χαρακτήρα αρχίζει από την εποχή που το παιδί βρίσκεται στη κούνια του. Δεν είναι ανάγκη να του πούν οι γονείς λέξεις και φράσεις ότι το αγαπάνε. Το παιδί αισθάνεται, αναπνέει την αγάπη των γονιών του. Το νήπιο δεν ξέρει λέξεις, δεν ξέρει να διαβάζει. Ξέρει όμως να διαβάζει τα μάτια της μητέρας του. Όταν το πάρει η μητέρα στην αγκαλιά της, το χαιδεύσει, το φιλήσει και του μιλήσει απαλά, τότε στο νήπιο, γεννιέται η πίστη στον εαυτό του που είναι βασικότατο στοιχείο για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Και η μητέρα μ’ όλες τις φυσιολογικές κινήσεις της από τον θηλασμό μέχρι τα πρώτα βήματα διαμορφώνει χαρακτήρα. Ξέρει να παίρνει τα αγκάθια της ζωής και να τα πλάθει άνθια. Και βέβαια, η πηγαία αγάπη της μητέρας έχει την ανταπόδοση και την τιμή και τον σεβασμό του παιδιού προς την μητέρα του, ως το παράδειγμα που αναφέρει ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του, όπου ο Κλέοβις και ο Βίτων ζεύχθηκαν στην άμαξα αντί υποζυγίων για να μεταφέρουν την μητέρα τους την Κυδίππη στο ναό52.
Κάθε άνθρωπος και προπαντός κάθε παιδί έχει ανάγκη από την μητέρα Του. Είναι κανόνας. Σε λύπες και χαρές στήριγμα η μητέρα. Στην αρχή της ζωής και στο τέλος της η μητέρα. Μην αμφιβάλλουμε η λέξη μάνα είναι ιερή για τον κάθε άνθρωπο. Αυτή η λέξη κατόρθωσε, πιο πολύ απ’ άλλες, να ενώσει τις ψυχές των ανθρώπων.
Ωραιότατα θα το διατυπώσει ο Μεγ. Βασίλειος μιλώντας για την μάμμη του και φυσικά για την μητέρα του: «Ην εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου (=Εμμέλειας) και της μάμμης Μακρίνης, ταύτην αυξηθείσαν έσχον εν εμαυτώ˙ ου γαρ άλλα εξ άλλων μετέλαβον εν τη του λόγου συμπληρώσει, αλλά τας παραδοθείσας μοι παρ’ αυτών αρχάς ετελείωσα»53.
*
Από το άλλο μέρος η έλλειψη της μητέρας παίζει σπουδαιότατο ρόλο στην όλη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Το παιδί βαθύτατα στον εσωτερικό του κόσμο βιώνει αυτή την απουσία, την έλλειψη της μητέρας, γιατί η μητέρα μοιάζει με την θάλασσα που όλα τα κύματα των χρόνων κυλάνε και αλλάζουν, πάντα όμως η μητέρα θάναι μητέρα, η ίδια στη θέση της, αλλά και στη ψυχή του παιδιού της. Η ίδια. Το παιδί, το οποίο στερήθηκε την μητέρα του αν δεν καλλιεργηθεί σωστά, αν δεν λάβει ηθική – πνευματική δύναμη, θα έχει στο μέλλον δύσκολη κοινωνική προσαρμογή. Η όλη πνευματική και ψυχολογική του ανάπτυξη θα εμποδίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις ή στάσεις εναντιώσεως, ποικίλες αμφισβητήσεις ή υπερβολές μη ομαλής συμπεριφοράς. Ως αναφέρει ο Πλούταρχος θα έχει μία «ατονία ψυχής»54, το παιδί που μεγαλώνει χωρίς μητέρα. Και με την έκφραση «ατονία ψυχής», ο Πλούταρχος δηλώνει τον νέον εκείνον που παρουσιάζει ασθένεια ως προς την βούληση και εν γένει αστάθεια ως προς τον χαρακτήρα του. Άνθρωπος δηλαδή χωρίς ψυχικό σθένος και σταθερά θέληση. Ρώτησαν ένα κρατούμενο στις φυλακές. -Ποιο πράγμα στερήθηκες πιο πολύ στην παιδική σου ηλικία; Και η απάντηση: -Την παρουσία της μάνας. Γι’ αυτό και είναι πολύ σπουδαίο το σωστό οικογενειακό περιβάλλον που με την βοήθεια και την όλη διαπαιδαγώγηση των γονέων και ιδιαίτερα της μητέρας, να μπορέσει το παιδί ν’ ανοιχθεί στη ζωή ώστε να ανακαλύψει το είναι του, την προσωπικότητά του και τον κόσμο που το περιβάλλει.
Έπειτα οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι εάν ένα παιδί νοιώσει στα πρώτα του χρόνια στοργή, ζεστασιά και εμπιστοσύνη, μεγαλώνοντας θα δημιουργήσει εγκάρδιες σχέσεις και με τους άλλους ανθρώπους. Δεν θα μισεί τον άλλο. Δεν θα είναι εχθρός του. Θάναι ο συνάνθρωπος. Έτσι διακρίνουμε ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί για το παιδί ένα είδος προστατευτικού πλαισίου. Μετά όμως, στο μέλλον, τι γίνεται; Μη λησμονούμε την βασική αρχή ότι «το παιδί μιμείται ή αντιτίθεται σύμφωνα με τους όρους του οικογενειακού περιβάλλοντος». Έπειτα θα έλθει το σχολικό περιβάλλον. Εκεί πως θα σταθεί; Πως θα αντιμετωπίσει τις διάφορες προκλήσεις; Και είναι γνωστό ότι από μία μη ομαλή οικογενειακή κατάσταση έχουμε και μία ταραγμένη αυριανή κοινωνία. Είναι αποδεδειγμένο πλέον ότι όποιος χάνει το παιδί σήμερα χάνει την κοινωνία αύριο.
*
Χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ψυχολογικών κατευθύνσεων είναι ότι στο κέντρο της ψυχολογικής έρευνας τίθεται πάντοτε η ψυχική ολότητα (Struktur). Ο άνθρωπος δεν ανατέμνεται ως άψυχος μηχανικός οργανισμός, αλλ’ εξετάζεται ως ενιαία και αδιάσπαστη ψυχική και βιολογική ολότητα, ως ζωντανός οργανισμός, εξελισσόμενος κατά την σ’ αυτόν κρατούσα εντελέχεια. Γι’ αυτό και έχει ανάγκη παιδιόθεν την παρουσία του πατέρα και της μητέρας.
Συνελόντ’ ειπείν, ο καλός χαρακτήρας των γονέων, η αρμονική συμβίωσή τους, το ηθικό περιβάλλον αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τον σχηματισμό μιάς ολοκληρωμένης προσωπικότητας των παιδιών.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ
Αλλά πάντοτε τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι η σωστή σχέση μεταξύ νόμου του κράτους και του θείου θελήματος; Και βέβαια προβάλλει συνάμα και το ζήτημα της συνειδήσεως του καθενός ως πολίτου και ως πιστού.
Είναι γεγονός ότι από την ανάγκη στην κοινωνία των ανθρώπων μιάς εξωτερικής επιβολής κανόνων συμβιώσεως γεννήθηκε το Δίκαιο. Και Δίκαιο είναι οι κανόνες που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση κατά τρόπο ομοιόμορφο, κοινό, αναγκαστικό με κυρώσεις στις περιπτώσεις παραβάσεων και βέβαια κανόνες στοιχειώδους κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ο κοσμικός νόμος εκφράζει την ανθρώπινη αντίληψη για το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, την δικαιοσύνη και την αδικία. Και ακριβώς ο νόμος του κράτους, ως έργο ανθρώπινο, έχει ατέλειες και οφείλουμε να έχουμε επίγνωση ότι ο ανθρώπινος νόμος ακόμη εκτός από ατελής είναι και πεπερασμένος. Είναι άδειος από την μεταφυσική διάσταση και προσδοκία. Έχει απλώς όρια. Δεν σώζει καθ’ εαυτόν.
Από την άλλη, ο νόμος περιορίζεται να ρυθμίζει την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων και δεν εισχωρεί «ένδον», δεν ενδιαφέρεται για την ψυχή και τα πνευματικά θέματα. Άλλωστε ο νόμος δεν έχει σκοπό τον εξαγιασμό των ανθρώπων, ούτε την θέωσή του. Αρκείται στην περιστολή του κακού, μιάς αυθαιρεσίας, μιάς αναταραχής στην κοινωνία, στο να μη καταστεί η ζωή, μία ζούγκλα ζώων. Και βέβαια η απαίτηση της τηρήσεως του νόμου επέρχεται με την απειλή κυρώσεων και ποινών, επιβολής εξαναγκαστικώς του νόμου σ’ όλους τους πολίτες, είτε συμφωνούν, είτε διαφωνούν ιδεολογικά με την νομική διάταξη. Όμως ο νόμος είναι, τω όντι, αναγκαίος καθ’ ότι υπάρχει το κακό. Υπάρχει το ανθρώπινο δίκαιο, γιατί ο κόσμος δεν είναι αγγελικός. Περιττό είναι το δίκαιο μόνο σ’ ένα κόσμο αγίων κατά το «δικαίω νόμος ου κείται»55.
Ωστόσο, υπάρχει και ο Νόμος Θεού και οφείλουμε να γνωρίζουμε σαφώς, ότι οι εντολές του Θεού έχουν δοθεί. Υπάρχουν, είτε το θέλουμε είτε όχι. Υφίσταται ο θείος νόμος. Αυτόν δε, τον θείο νόμο, δεν μπορεί κανείς άνθρωπος, να τον θίξει. Ούτε ο κοσμικός νόμος να τον καταργήσει. Έτσι και όταν ο νόμος του κράτους επιτρέπει ή χειρότερα επιβάλλει θέματα αντίθετα με το θείο νόμο, ο νόμος του Θεού ουδόλως θίγεται. Θίγεται ο νομοθέτης που φέρει νόμο ανόσιο και κατ’ ακολουθίαν η κοινωνία γεύεται τις συνέπειες. Ο δε Ι. Χρυσόστομος υπογραμμίζει: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο αδύνατο από τον παραβάτη των θείων νόμων, όπως επίσης τίποτε πιο ισχυρό από τον υπερασπιστή των θείων νόμων»56.
Αλλά και κάτι άλλο, πρέπει να γνωρίζουμε: Οι θείες εντολές απαιτούν οικειοθελή συμμόρφωση, διότι αναγκαστική συμμόρφωση απαιτεί, όπως προαναφέραμε, μόνο ο νόμος του κράτους. Στις θείες εντολές αντίθετα υπάρχει το γεγονός της ελευθερίας του ανθρώπου, λειτουργεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Ισχύει το «όστις θέλει», ακολουθεί τον Χριστό και εφαρμόζει την διδασκαλία Του. Κανένα δεν εξαναγκάζει σε σωτηρία ο Χριστός. Και η Εκκλησία ως «Θείον, ιερόν και αιώνιον Καθίδρυμα» διέπεται υπό θεοσυστάτων ηθικών αρχών και κανόνων, τους οποίους Αυτός Ούτος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, οι άγιοι Απόστολοι και οι θεοφόροι Πατέρες, εν Πνεύματι Αγίω, εθέσπισαν.
Έτσι διαμορφώθηκε η Ηθική από την χριστιανική διδασκαλία και ομιλούμε πλέον για Χριστιανική Ηθική, την οποία και διδάσκει η Εκκλησία και μ’ αυτή ποιμαίνει τον λαό του Θεού. Και αυτό ουδόλως θα πρέπει να μας φοβίζει και ως έκφραση και ως ορολογία. Την Χριστιανική Ηθική την αποκαλούμε και με τις εκφράσεις «κατά Χριστόν ήθος», «περιπατείν κατά Πνεύμα», «ζην κατά Θεόν», «πνευματική ζωή» κα. Και βέβαια η Χριστιανική Ηθική είναι αναπόσπαστα ενωμένη με την ορθόδοξη θεολογία. Πηγή της η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Και ακόμη στο σημείο αυτό, πρέπει να ειπωθεί ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική Ηθική διακρίνεται σαφώς από των άλλων Χριστιανικών Ομολογιών την Ηθικολογία.
Στην ορθόδοξη παράδοση η Ηθική δεν υποδηλώνει την εκ μέρους του ανθρώπου εφαρμογή τυποποιημένων διατάξεων σχολαστικού τύπου, αλλά καθοδηγεί τον άνθρωπο στην εν Χριστώ «καινή ζωή», την καινούργια ζωή. Έτσι η Χριστιανική Ηθική δεν είναι άρνηση αλλά θέση, πνευματικός αγώνας με βάση την μετάνοια, ένα δημιουργικό έργο, υπεύθυνο «εργόχειρο», όπως λένε οι νηπτικοί πατέρες, και συνειδητή προσωπική πορεία προς το «πλήρωμα» του νόμου, την αγάπη57. Και αυτό κατορθούται μέσα στην Εκκλησία με τα Ιερά της Μυστήρια.
Οι χριστιανοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων, αξιοποιώντας τις έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας, ήθος, ηθική και τα παράγωγά τους, προσδιώρισαν με τους όρους αυτούς το εκκλησιαστικό ηθικό φρόνημα, την Χριστιανική Ηθική.
Έτσι, ο Κλήμης Ρώμης ομιλεί για «αξιαγάπητον ήθος αγνείας» των χριστιανών58. Ο Μεγ. Βασίλειος υπογραμμίζει ότι το σπουδαιότατο βιβλίο των «Παροιμιών» έχει ως σκοπό την «παίδευσιν των ηθών και παθών επανόρθωσιν και όλως διδασκαλίου βίου, πυκνάς τας υποθήκας περιέχουσα των πρακτέων»59. Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει για τον ηθικό βίο των Χριστιανών στο έργο του «Περί τελειότητος»60, ενώ ο Ι. Χρυσόστομος σημειώνει την οργανική σχέση δογματικής διδασκαλίας και ηθικής και γράφει συγκεκριμένα: «Και τι της πίστεως όφελος, ειπέ μοι, βίου μη όντος καθαρού;… Άρα σοι δοκούμεν μάτην υπέρ βίου πεφοβήσθαι και πολλήν του ηθικοτέρου μέρους της φιλοσοφίας ποιείσθαι σπουδήν;»61. Ο Ωριγένης δε αναφέρεται συχνά στα ήθη. (Περί αρχών, 3,1,14). Μέχρι και τους νεοτέρους χρόνους, όπου ο Αγ. Νεκτάριος διδάσκει την Χριστιανική Ηθική και μ’ αυτόν τον τίτλο ονομάζει το σχετικό διδακτικό σύγγραμμά του. Συγκεκριμένα γράφει: «Η Χριστιανική ηθική, ως ηθικός κανών, δεικνύει πάσι τοις χριστιανοίς τι το συμφωνούν και τι το διαφωνούν προς τας ηθικάς αρχάς του Ιερού Ευαγγελίου, τι το τελειοποιούν και ζωογονούν, και τι το απολλύον και διαφθείρον το κάλλος της θείας Εικόνος, ης ομοίωμα εγένετο ο άνθρωπος. Η ηθική του Χριστιανού τελειοποίησις είνε το μέσον, δι’ ου μόνου ο Χριστιανός δύναται να απολάυση την αιώνιον μακαριότητα, την αιώνιον ζωήν, και τύχη του άκρου αγαθού, όπερ είνε ο ύψιστος του ανθρώπου πόθος…» Και ακόμη: «Η σχέσις της ηθικής προς την δογματικήν είναι η σχέσις της θεωρίας προς την πράξιν. Η μεν δογματική εξετάζει την σχέσιν του Θεού προς τον άνθρωπον και διδάσκει τας Χριστιανικάς αληθείας, ας οφείλει ο Χριστιανός να πιστεύη ακραδάντως, η δε Ηθική διδάσκει την σχέσιν του ανθρώπου προς τον Θεόν και το προς τον Θεόν και τον πλησίον ημών καθήκον»62.
Εκτός βέβαια από το Δίκαιο και την Ηθική γενικότερα υπάρχουν και τα λεγόμενα «χρηστά ήθη», τα οποία πολλές φορές επικαλείται και ο κοσμικός νομοθέτης. Είναι βέβαια οι άγραφες ηθικές αντιλήψεις συνήθειας και συναισθήματα που επικρατούν σε μία κοινωνία. Οι κανόνες των «χρηστών ηθών» ομοιάζουν με τους κανόνες Δικαίου, γιατί απευθύνονται στον εξωτερικό άνθρωπο, διαφέρουν όμως απ’ αυτούς και προσεγγίζουν στους κανόνες της Ηθικής καθ’ ότι ελλείπει το στοιχείο του εξαναγκασμού. Το ερώτημα όμως το οποίο τίθεται: Είναι πάντοτε τα «ήθη» χρηστά;
Αλλά γεννάται και το άλλο ερώτημα: Όλοι οι κανόνες Δικαίου είναι και κανόνες Ηθικής; Όχι βέβαια, γιατί υπάρχουν νόμοι που δεν εμπνέονται και δεν συμβαδίζουν με τον ηθικό νόμο ή την Χριστιανική Ηθική. Εν προκειμένω, αναφύεται και η σύγκρουση καθηκόντων, όπως η περίπτωση της Αντιγόνης που βρέθηκε σε δίλημμα να υπακούσει στο νόμο του Κρέοντα που απαγόρευε την ταφή του αδελφού της, ως εχθρού της πόλεως ή να υπακούσει στο «θείο νόμο» που επέβαλλε την ταφή του νεκρού. Στον ισχύοντα βέβαια Ποινικό Κώδικα υφίσταται το άρθρο 33 κατά το οποίο, η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τέλεσε, αν κατά την τέλεσή της αδυνατούσε να συμμορφωθεί προς το δίκαιο λόγω ανυπέρβλητου για τον ίδιο διλήμματος, εξαιτίας σύγκρουσης καθηκόντων και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε. Αλλά δεν θα πρέπει να φθάνουμε εκεί.
Πέραν όλων αυτών είναι επιβεβλημένο να μη λησμονούμε, ως χριστιανοί, ότι ισχύει αείποτε, ο του Κυρίου λόγος: «Εισέλθετε διά της στενής πύλης˙ ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής, Τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν»63. Και ο Ίδιος ο Χριστός διακηρύττει ότι: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι»64. Όσον αφορά δε την Εκκλησία, η γραφίδα του Ι. Χρυσοστόμου τυγχάνει διαχρονική: «Σκληρόν γαρ σοι προς κέντρα οξέα λακτίζειν. Ουκ αμβλύνεις τα κέντρα, αλλά τους πόδας αιμάσσεις· επεί και τα κύματα την πέτραν ου διαλύει, αλλ’ αυτά εις αφρόν διαλύονται. Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον, άνθρωπε. Άνθρωπον εάν πολεμής, η ενίκησας, η ενικήθης. Εκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε αμήχανον. Ο Θεός έπηξε, τις επιχειρεί σαλεύειν;»65. Συνελόντ’ ειπείν: «Ουδέν φοβερόν των εν τω βίω, ή μόνον το προσκρούσαι τω Θεώ»66.
ΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Ένα άλλο συναφές θέμα είναι ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται στο λεξιλόγιο διάφοροι νεολογισμοί ή και νέες λέξεις ή και νέες ερμηνείες λέξεων και όρων. Για παράδειγμα: «Ομοφοβία», «δικαιωματισμός», «ρητορική μίσους», «νέα-κανονικότητα» κα.
Αν εξετάσει κανείς βαθύτερα την νέα αυτή ορολογία θα διαπιστώσει ότι δεν εκφράζουν επακριβώς το όλο περιεχόμενο των λέξεων. Περισσότερο είναι προιόντα του ορθολογιστικού πνεύματος των περασμένων αιώνων και απηχούν τάσεις είτε ωραιοποιήσεως του κακού, είτε απαξιώσεως του καλού. Και δεν είναι πάντοτε αυτονόητο ότι κατανοούνται ή ερμηνεύονται ορθώς και επαρκώς σημαντικές λέξεις και εκφράσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Λεξικά διαφοροποιούνται στο λήμμα «ομοφυλοφιλία» και ενώ άλλα αναφέρονται στην ερμηνεία και εξήγηση του όρου «ομοφυλοφιλία», ως μία «γενετήσια διαστροφή», άλλα δεν έχουν αυτό τον χαρακτηρισμό και άλλα γράφουν απλώς για μία σεξουαλική προτίμηση κάποιου σε πρόσωπο του ιδίου φύλου με το δικό του.
Αλλ’ οφείλουμε να καταθέσουμε ότι υπάρχει και το βιβλικό, χριστιανικό λεξιλόγιο. Υπάρχουν λέξεις και φράσεις θεολογικές και εκκλησιαστικές, των οποίων η κατανόηση τυγχάνει εξόχως διδακτική και ευεργετική. Και είναι χαρακτηριστικό ότι η κλασσική φιλοσοφία και γραμματεία έδωκε τις λέξεις και έννοιες, σοφία, ανδρεία, δημοκρατία για παράδειγμα, ο Χριστιανισμός από την άλλη έδωσε στην ανθρωπότητα τις άλλες μεγάλες έννοιες, εκείνες της μετάνοιας, της αγάπης και της ανάστασης.
Ακόμη μία σπουδαία και λίαν επίκαιρη βιβλική έννοια είναι ο «φόβος του Θεού». Γι’ αυτή ουδόλως γίνεται λόγος σήμερα. Και όμως θα έπρεπε ιδιαίτερα στους καιρούς αυτούς της αρνήσεως και αποστασίας, καθ’ ότι ο φόβος του Θεού είναι αληθινή φιλοσοφία της ζωής. Αλλοίμονον αν δεν έχουμε φόβο Θεού. Αυτός είναι που προφυλάσσει από την αμαρτία και απ’ αυτόν ρέει κάθε πνευματικό και σωματικό αγαθό. Είναι ως η πυξίδα του βίου μας, γιατί χωρίς τον φόβο του Θεού θα έχουμε αναπόφευκτο όλεθρο. Και φόβος σημαίνει σεβασμό στο Θεό, τήρηση των εντολών Του.
Μία άλλη έκφραση την οποία χρησιμοποιεί ο Απ. Παύλος είναι η φράση «υγιαίνουσα διδασκαλία»67. Εδώ γίνεται λόγος για την ορθή διδασκαλία, εκείνη, η οποία είναι σύμφωνη με το Ευαγγέλιο και τα θεία διδάγματα και καθίσταται σωτήριος για τον άνθρωπο και τούτο, γιατί υπάρχουν πολλές διδασκαλίες, οθνείες, αιρετικές, προβληματικές. Κάθε φορά θα πρέπει να εξετάζεται ποία είναι η «υγιαίνουσα διδασκαλία».
Αλλά κατ’ αυτή ακόμη η λέξη «αγάπη» κακοποιείται και παρερμηνεύεται. Συχνά χρησιμοποιείται και λέγεται ότι η Εκκλησία είναι η έκφραση της αγάπης και ότι ο χριστιανισμός κηρύττει την αγάπη. Αλλά τι σημαίνει όμως αυτό; Στέκεται από μόνη της η αγάπη; Ο Απ. Παύλος, ο διδάχος αυτός της αγάπης, θα διαφωτίσει τα μέγιστα το περιεχόμενό της και μεταξύ των άλλων θα υπογραμμίζει, ότι η αγάπη συμπορίζεται με την αλήθεια. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας εν τη κυβεία των ανθρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης, αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστιν η κεφαλή, ο Χριστός»68. Και έπειτα μόνον όταν έχεις τέτοια «αγάπη ανυπόκριτον»69, τότε αυτή η αγάπη «πάντα στέγει»70 και «συγχαίρει τη αληθεία»71. Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης θα τονίσει ότι οι δωρεές του Θεού, η χάρις, το έλεος και η ειρήνη, τότε ακριβώς έρχονται στη ζωή του ανθρώπου, όταν μέσα του είναι συνυφασμένη η αγάπη με την αλήθεια72. Αλλά αγάπη σημαίνει και αγάπη του Θεού. Και βέβαια αν αγαπά ο άνθρωπος τον Θεό, τότε και εφαρμόζει τις εντολές Του, άλλως δεν αγαπά. Γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Εν τούτω γινώσκομεν ότι αγαπώμεν τα τέκνα του Θεού, όταν τον Θεόν αγαπώμεν και τας εντολάς αυτού τηρώμεν»73. Αγαπάμε τον συνάνθρωπον όταν του λέγουμε την αλήθεια, διαφορετικά η αγάπη μας αυτή είναι υποκριτική, ανώριμη και εγωιστική. Έτσι λόγος περί αγάπης περιέχει βαθύτατο νόημα. Άλλως είναι κενολογία περί αγάπης, αλλοίωση της αγάπης, εικονική και άδικη και κακή αγάπη, χωρίς τα στοιχεία της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Συνεπώς, κάθε φορά θα πρέπει να γίνεται κατ’ ακρίβειαν ερμηνεία των όρων και των εκφράσεων. Και προς τούτο, αναγκαία η παιδεία σ’ όλα τα επίπεδα.
ΤΟ ΔΕΟΝ
Εν κατακλείδι, είναι γεγονός, ότι νέοι χρόνοι – νέα ήθη και νέες καταστάσεις και με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται ενώπιόν μας. Διαπιστώνουμε, είναι πικρή αλήθεια, να επικρατεί και στην ελληνική κοινωνία νοσηρόν πνεύμα με καρπούς την ηθική παρακμή και ένα συνεχώς αυξανόμενο ρεύμα διαφθοράς και φαυλότητας. Βλέπουμε οι άνθρωποι να ακολουθούν την αμφισβήτηση, την ολιγοπιστία, την λησμοσύνη του Θεού. Συχνά καλλιεργούνται υλόφρονες απόψεις και αντιευαγγελικές αντιλήψεις. Το αίσθημα της αιδούς και της ιερότητας καταλύεται. Διαμορφώνεται μία κοινωνία χωρίς Θεό, με το σύνθημα ότι ο Θεός είναι περιττός, δεν μας χρειάζεται. Είμεθα αυτάρκεις. Πιστεύουμε στον εαυτό μας. Πρόκειται για ένα νεο-ανθρωπισμό, ερήμην του Θεού.
Επισημαίνουμε, επιπλέον, ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει αλλάξει. Ζούμε σε μία μεταβατική εποχή. Ενώπιόν μας νέα δεδομένα, νέοι αριθμοί που φέρουν οι στατιστικές. Και για να φέρουμε ένα μόνο παράδειγμα από μία περιφερειακή ενότητα, εκείνη της Μεσσηνίας, όπως δείχνουν τα στοιχεία στα ληξιαρχεία της, το 2023 με σύμφωνο συμβίωσης προχώρησε το 29% των ζευγαριών αντί για τέλεση γάμου, ενώ πριν από μία δεκαετία μόλις το 1,4% των ζευγαριών επέλεξε να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Αλλά δεν είναι μόνον οι νέες τεχνολογίες που επηρεάζουν τα μέγιστα την καθημερινότητα του ανθρώπου και μάλιστα την νεότητα. Είναι πρωτίστως οι κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις που επικρατούν στην κοινωνία. Περαιτέρω και ένα άλλο σημείο τυγχάνει άξιο παρατηρήσεως. Είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα ακολουθεί τις άλλες ευρωπαικές χώρες και τις μιμείται παντοιοτρόπως. Έπαψε να είναι πρωτοπόρος. Να ανοίγει δρόμους, να δημιουργεί και να προσφέρει πολιτισμό. Κάποτε με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό έδωσε τα φώτα στην οικουμένη. Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε το σπουδαιότερο ευεργέτημα για την ανθρωπότητα. Σήμερα τι γίνεται; Τι προσφέρουμε ή τι δεχόμεθα; Ο,τι συνήθως συμβαίνει ή επιτάσσει η Ευρώπη εμείς άκριτα το υιοθετούμε. Είναι ένα σοβαρό πρόβλημα αυτό.
*
Ειδικότερα, το θέμα Θεός είναι το μέγιστο και πρωταρχικό θέμα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Παλεύει ο άνθρωπος με το Θεό και πάντοτε βρίσκεται μεταξύ πίστεως και απιστίας. Θα σταθεί απέναντι στο Θεό και βέβαια στις εντολές του; Μπορεί να καταστρατηγείται ο νόμος του Θεού;
Έπειτα υπάρχει άγνοια ή ημιμάθεια σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού. Τι είναι ο Χριστός; Την θέλουμε την διδασκαλία Του;
Στη συνέχεια έρχεται το θέμα Εκκλησία, όπου εδώ επικρατεί πολλή σύγχυση. Τι είναι η Εκκλησία; Είναι γεγονός ότι υπάρχει μία παρεξηγημένη ιδέα και εικόνα για την Εκκλησία και τα Ι. Μυστήριά της, μία λανθασμένη αντίληψη. Συνάμα εμφανίζεται και ένας αρνητισμός γι’ αυτή. Τελικά το μείζον ερώτημα είναι: Τι είδους άνθρωπο θέλουμε και ποια κοινωνία;
Το ερώτημα απευθύνεται βέβαια και σε μας. Εμείς τι κάνουμε; Πόσο εμπνέουμε το λαό;
*
Κατ’ ακολουθίαν, επιτακτική προβάλλει η ανάγκη επανακατήχησης του λαού μας, χριστιανικής καθοδήγησης, επαναφοράς των παρεκκλινόντων στην ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας. Η φράση στην ευχή της Θ. Λειτουργίας του Μεγ. Βασιλείου «τους εσκορπισμένους επισυνάγαγε», κατ’ αναλογίαν, έχει απόλυτη εφαρμογή.
Ειδικότερα στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας μία εξόχως σημαντική θέση σήμερα πρέπει να είναι η παραίνεση. Πρόκειται για ένα ζωτικό και ουσιαστικό χρέος. Οι ομιλίες των προφητών πάντοτε είχαν το στοιχείο της παραίνεσης και απευθυνόντουσαν στη σκέψη αλλά και στην καρδιά των ανθρώπων. Τους παρότρυναν, τους ενεθάρρυναν, τους παρακινούσαν ν’ ακούσουν τον λόγο του Θεού, τους νουθετούσαν, τους δίδασκαν, τους συνεβούλευαν να μετανοήσουν, να μεταστραφούν από τα είδωλα στον αληθινό Θεό. Ο αγ. Ιωάννης ο Προφήτης, Πρόδρομος και Βαπτιστής «πολλά μεν ούν και έτερα παρακαλών ευηγγελίζετο τον λαόν»74. Πολύ χαρακτηριστικά η φράση «παρακαλών ευηγγελίζετο, δηλαδή δεν ήλεγχε μόνον αλλά παρηγορούσε και προέτρεπε τους ακροατές σε μετάνοια και αγαθές πράξεις. Ο Ίδιος ο Κύριος ημών προσκαλεί τους ανθρώπους ν’ ακολουθήσουν την θεία Διδασκαλία Του, τους παραινεί και τους παροτρύνει σε μετάνοια και σε πίστη στο Ευαγγέλιο, στα αιώνια ρήματά Του, στην τήρηση των εντολών Του. Έπειτα οι Απόστολοι, κατά το παράδειγμα του Χριστού, «λαλούν οικοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν»75 και ο Απ. Παύλος θα πεί: «Ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον»76. Ο δε Ι. Χρυσόστομος λέγει πολύ χαρακτηριστικά για την δύναμη του λόγου και την παραίνεση: «Υπάρχει μόνον μία μηχανή, ένας τρόπος θεραπείας, η διδασκαλία διά του λόγου. Αυτή είναι το όργανον, αυτή η τροφή, αυτή η αρίστη κράσις του αέρος˙ αυτή χρησιμεύει ως φάρμακον, αυτή ως πυρ, αυτή ως σιδηρούν εργαλείον˙ και όταν χρειάζεται να καυτηριασθή και αποκοπή ένα μέλος, αυτή κατ’ ανάγκην θα χρησιμοποιηθή˙ αν δε δεν φέρη αποτελέσματα αυτή, όλα τα άλλα μέσα είναι ανωφελή. Με αυτήν σηκώνομεν την ψυχήν όταν κατάκειται και την καταπραύνομεν όταν θερμαίνεται, με αυτήν περικόπτομεν τα περιττά και αναπληρώνομεν τας ελλείψεις και προβαίνομεν εις όλας τας άλλας ενεργείας που συντελούν εις την υγείαν της ψυχής»77. Η παραίνεση, συνεπώς, ως διδαχή και νουθεσία, ως καθοδήγηση των ανθρώπων, τυγχάνει πολύτιμο διακόνημα όλων μας. Η Εκκλησία αυτό αιώνες τώρα πράττει και θα συνεχίσει να επιτελεί.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Γεν. 1,27
Γεν. 2,18,22-24
Γεν. 4,1-2
Τωβίτ, κεφ. 7-12
Εις τα γενέθλια του Σωτήρος, Λόγος ΛΗ’, PG 36, 321D
Γεν. 1,27
Γεν. 2,24
Εφ. 5,32
Εις Α’ Κορινθ., Ομιλία ΜΔ’, PG 61, 376B
Γεν. 2,18
Ρωμ. 5,14
Εφεσ. 5,22-32
Πρβλ. Σοφ. Σολ. 4, 1-16 και Σοφ. Σειράχ 16, 1-5
Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Ζ’, PG 29,160
Επιστολαί, PG 37,316
Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΗ’, PG 54,443
ΘΗΕ τομ. 4, στ.205
Ζέπων Ιω. και Παν. Ζέπου , IGR Jus graecoromanum, τομ. 1 (1931), σελ. 156
Βασιλικά 28,4,1
Digesta 23,2,1
Τιτ. 2,12
Γεν. 1,27-28
Γεν. 1,28
Α’ Κορ. 15,56
Γεν. 18,20
Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ
Λευιτικόν 18,22
Λευιτικόν 20,13
Ματθ. 5,17
Ματθ. 19,4-5
Ρωμ. 1,21-28
Α’ Κορ. 6, 9-10
Α’ Τιμοθ. 1,8-11
Ιούδα, 7
Αγουρίδου Σάββα, ΘΗΕ, τομ.6, στ. 921 επ.
Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων διά Κλήμεντος, PG 1, κεφ. ΚΗ’, 984A
Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, PG 25,105c
Εις την Γένεσιν, ομιλία ΜΒ’-ΜΓ’ ΕΠΕ,4 και Προς Ρωμαίους, ομιλία Γ’ και Δ’, ΕΠΕ 16Β (Σε άλλη πρόσφατη μελέτη μας αναφερθήκαμε ειδικότερα για τις θέσεις του ιερού πατρός σχετικά με την ομοφυλοφιλία)
Πηδάλιον, εκδ. 1886, σελ. 481
Οπ. παρ. σελ. 503
Οπ. παρ. σελ. 480
Οπ. παρ. σελ. 529
Οπ. παρ. σελ. 571
Οπ. παρ. σελ. 255
Ματθ. 9,13
Ρωμ. 16,16
Εβρ. 10,31
Λόγος περί φιλοπτωχείας, ΙΔ’, PG 35, 869
Έξοδ. 20,12
Παροιμ. 1,8-9
Εις τους ανδριάντας, Ομιλία Α’, PG 49, 21δ’
Ηροδότου Ιστορίαι 1.31.1
Προς Ευστάθιον Σεβαστείας Επιστολή υπ’ αριθμ. 223, ΕΠΕ 2 σελ. 74
Περί δυσωπίας III, σ. 386 εκδ. Βερναρδάκη
Α’ Τιμοθ. 1,9
Εις Ησαίαν, Ομιλία Ε’, 2 ΕΠΕ 8Α, σελ. 412
Ρωμ. 13,10
Επιστολή προς Κορινθίους Α’, PG1, κεφ. ΚΑ’, Β, σελ. 256
Εις την αρχήν των Παροιμιών, Ομιλία ΙΒ’, PG 31, 388
Περί τελειότητος, PG 46, 272D
Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον 1,6, PG 47, 536
Μάθημα Χριστιανικής Ηθικής (1897) και ως Χριστιανική Ηθική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, έκδοσις δευτέρα μεγάλως ανεπτυγμένη, Αθήναι 1965, σελ. 1 και 6
Ματθ. 7,13-14
Ματθ. 24,35
Ομιλία προ της εξορίας, PG 52,428-429
Εις Εφεσίους, Ομιλία Κ’, 9, PG 62, 147
Α’ Τιμοθ. 1,10
Εφεσ. 4,14-15
Ρωμ. 12,9
Α’ Κορ. 13,7
Α’ Κορ. 13,6
Β’ Ιω.3
Α’ Ιω. 5,2
Λουκ. 3,18
Α’ Κορ. 14,3
Πραξ. 20,31
Περί Ιερωσύνης, Λόγος Δ’, ΕΠΕ 28, σελ. 213