ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Εορτάζουμε κατ’ αυτάς την σεπτήν των Τριών Ιεραρχών, θεοφόρων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και Οικουμενικών Διδασκάλων, μνήμην και σύναξιν.
Και, όχι μόνον οι θεολογούντες και οι παιδείας μετασχόντες οφείλουν θαυμασμόν προς αυτούς και μελέτην των συγγραμμάτων τους, αλλά καθείς φίλος της αληθείας δέον όπως εορτάζει την 30η Ιανουαρίου και μετά πολλής της ευγνωμοσύνης ν’ αναφέρει τα χρυσέα ονόματά τους.
Τω όντι, οι Τρεις Ιεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξαν αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος, μελίρρυτοι ποταμοί σοφίας, άνθη μυρίπνοα και τερπνότατα, περιφανείς διδάσκαλοι, στύλοι της ευσεβείας, ουρανοβάμονες επίγειοι Άγγελοι, μεγάλα προπύργια της Εκκλησίας. Αληθώς, ο ιερός υμνογράφος δίδει πανευφροσύνως το σύνθημα «σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων», διά το ύψος της προσωπικότητός των (βλ. Μηναίον Ιανουαρίου Λ’).
*
Ο Μέγας Βασίλειος:
Λαμπρότατος της Καισαρείας της Καππαδοκίας ποιμήν, μιμητής του Αρχιποίμενος Χριστού, του Καλού Ποιμένος. Επεδείξατο βίον αγνόν, καθαρόν, ανεπίληπτον, με καρδίαν στοργικήν και ελεήμονα, με φρόνημα αγωνιστικόν, ηρωικόν και ατρόμητον ενώπιον πάσης κοσμικής εξουσίας. Κάτοχος λιπαράς παιδείας θύραθεν τε και χριστιανικής, κατέχων πλούτον γνώσεως, έχων καλλιέπειαν λόγου μετ’ αποδεικτικής ισχύος και δυνάμεως. Από την μίαν πλευράν ήλεγξε τους κακοδόξους και δυσσεβείς Αρειανούς και Ευνομιανούς και ορθοτόμησε τον λόγον της αληθείας, στερεώσας τα ιερά δόγματα της Εκκλησίας και από την άλλην εμερίμνησε υπέρ των πτωχών, των ορφανών, των χηρών, των αστέγων, των ξένων, των ασθενών, των πασχόντων συνανθρώπων του, αφ’ ενός μεν δαπανήσας την πατρικήν του περιουσίαν, αφ’ ετέρου δε ιδρύσας σπουδαιότατον συγκρότημα φιλανθρωπίας και αγάπης, το οποίον και έλαβε από τον λαόν το όνομα «Βασιλειάς».
Δικαίως τον απεκάλεσαν «θείον μύστην», «φωστήρα της οικουμένης», «ουρανοφάντορα». Ο Μέγας Φώτιος γράφει διά την προσωπικότητά του: «Άριστος μεν εν πάσι τοις αυτού λόγοις ο μέγας Βασίλειος˙ λέξει τε γαρ καθαρά και ευσήμω και κυρία και όλως πολιτική και πανηγυρική δεινός, ει τις άλλος, χρήσασθαι, νοημάτων τε τάξει και καθαρότητι πρώτος, αλλ’ ουδενός δεύτερος άδεται˙ πιθανότητος δε και γλυκύτητος και γε λαμπρότητος εραστής, και ρέων τω λόγω, και ώσπερ εξ αυτοσχεδίου πηγάζων το ρείθρον». Και συνεχίζει: «Ουδενός αυτόν ετέρου δεήσεσθαι οίμαι, ούτε Πλάτωνος ούτε Δημοσθένους» (PG 103, 420-21).
Ο καθηγητής της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής και ιστορικός Φιλάρετος Βαφείδης (†1933) γράφει: «Ο Βασίλειος παρίσταται εν τη ιστορία ως φαινόμενον σπάνιον και αληθώς βασιλικόν… είναι μέγας και διά τα συγγράμματα αυτού, μαρτυρούντα την βαθείαν αυτού κλασικήν παίδευσιν και την σπανίαν γνώσιν των Γραφών και του κόσμου» (Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.Α’, εν Κωνσταντινουπόλει 1884, σελ. 350-351).
Ο καθηγητής της Πατρολογίας Δημ. Μπαλάνος (†1959) τον χαρακτηρίζει ως μίαν των μεγαλυτέρων μορφών της Εκκλησίας και τονίζει ότι «εφημίσθη διά την φιλανθρωπίαν του, την ευστάθειάν του εν τη πίστει, την σωφροσύνην του και την σοφίαν του» (Πατρολογία, εν Αθήναις 1930, σελ. 294). Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος ( ο Παπαδόπουλος, †1938) και ακαδημαικός υπογραμμίζει σε ομιλία του: «Εν ταίς ομιλίαις (του Μεγ. Βασιλείου) διαφαίνεται η υπέροχος προσωπικότης, η αριστοκρατική μεγαλοπρέπεια και ο ηθικός χαρακτήρ» (περ. «Οι Τρεις Ιεράρχαι», αριθμ. φύλλου 1478, Ιαν.- Φεβρ. 1995).
Ο των νεωτέρων χρόνος έγκριτος πατρολόγος, καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος (†2012), αναφέρει πολύ χαρακτηριστικώς εις την Πατρολογίαν του: «Ο Μέγας Βασίλειος ανήκει στα ρηξικέλευθα πνεύματα της ιστορίας, που κυριολεκτικά δημιουργούν την ιστορία και την ορίζουν» (Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σελ. 355).
Δεν είναι ανάξιον λόγου να ειπωθή ότι η πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» εντός πεντήκοντα ετών (1450-1500 μ.Χ.) είδε το φως της εκτυπώσεως είκοσι φοράς, καθ’ ότι εθεωρήθη ως η εγκυροτάτη μαρτυρία περί της αξίας της κλασικής παιδείας και των γραμμάτων.
Κατ’ ακολουθίαν, θαυμασίως ο ιερός υμνογράφος αναγράφει: «Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω. Ζη και παρ’ ημίν, ως λαλών εκ των βίβλων» (Μηναίον Ιανουαρίου Α’).
*
Γρηγόριος ο Θεολόγος:
Απεκλήθη «θεολόγος»! Οποίος τιμητικός τίτλος, τον οποίον τρεις μόνον κατέχουσι εν τη Εκκλησιαστική Ιστορία! Τον είπαν «θεοφόρον διδάσκαλον», «μεγαλώνυμον», «θεολογίας πηγήν», «λαμπρόν από του βίου και των πραγμάτων, λαμπρόν από του λόγου και των δογμάτων», «μεγάλον ποιητήν» και «μεγάλον ρήτορα».
Κατ’ εξοχήν δε ο ιερός υμνογράφος χρησιμοποιεί ωραιοτάτας φράσεις διά να εγκωμιάσει τον μεγάλον αυτόν Πατέρα της Εκκλησίας. Γράφει ότι υπήρξε: «Ο των δογμάτων ακριβής φύλαξ έννομος», «ο της ευσεβείας μεγαλόφωνος κήρυξ και εύσημος θεολογίας θεολόγος» (Μηναίον, Ιανουάριος, ΚΕ’). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι πολλοί προσήρχοντο και εκ της Δύσεως εις την Κωνσταντινούπολιν, ιν’ ακροασθώσιν αυτού και πολλοί λόγοι του εχρησίμευσαν ως πηγαίον υλικόν της εκκλησιαστικής υμνογραφίας.
Ταπεινός άγιος και θεολόγος της εμπειρίας, άφησε υπέροχα αποφθέγματα εξόχως διδακτικά, όπως: «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, διά των προσταγμάτων όδευσον˙ πράξις γαρ επίβασις θεωρίας» (PG 36, 317). Εις τον περίφημον «Περί φιλοπτωχίας» λόγον του τονίζει: «Έως εστί καιρός, Χριστόν επισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν θρέψωμεν, Χριστόν ενδύσωμεν, Χριστόν συναγάγωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν» (PG 35, 909). Και ακόμη, η συγκλονιστική φράση του: «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» (PG 36, 16). Ο Γρηγόριος, γράφων επιστολάς, αι οποίαι είναι από τα ωραιότερα μνημεία της χριστιανικής γραμματείας – και έγραψε περί τας 246 – αποδεικνύεται αληθής πνευματικός πατήρ, με πλούσια αισθήματα αγάπης και ήθους. Ιδού τι γράφει προς τον πρεσβύτερον Σακερδώτα: «Προσαγορεύω σε, την νέαν ημών ελπίδα, τον πολιόν εν νεότητι˙ και παν ο,τι σοι κάλλιστον βούλομαί τε και εύχομαι. Των δε καλών το πρώτον ουκ αγνοείς˙ όπερ εστιν αεί Θεόν κτάσθαι και γενέσθαι κτήμα Θεού διά της προς αυτόν οικειώσεώς τε και αναβάσεως» (PG 37, 349). Αλλά και το ποιητικόν του έργον είναι απαύγασμα της πλήρους Θεού ψυχής του. Μοναδικού κάλλους ποιητικοί στίχοι, έπη περί τα 396, δογματικά, ηθικά, ιστορικά, επιγράμματα, επιτάφια.
Είναι γεγονός, ότι ο Καππαδόκης ούτος Πατήρ της Εκκλησίας, με τους πέντε θεολογικούς λόγους του ειδικώτερον, οι οποίοι τυγχάνουν εκ των θαυμασίων δογματικών έργων της Εκκλησίας και εξεφωνήθησαν υπ’ αυτού εν τω ναώ της Αγίας Αναστασίας εν Κων/λει, ανεδείχθη «θεία λύρα» του πνεύματος, «Πατήρ Πατέρων και Ποιμήν Ποιμένων και δόξα Πιστών, Ιερέων φωστήρ, οικουμένης το κλέος». Κατέστη, ο θείος Γρηγόριος, συνελόντ’ ειπείν, μέτρον Ορθοδοξίας και κανών πίστεως. Διά τούτο και ο ιστορικός Ρουφίνος (4ος αι.) έγραφε: «Το να μη συμφωνή κανείς με την πίστιν του Γρηγορίου είναι φανερά απόδειξις πλάνης εις τα ζητήματα της πίστεως και ευσεβείας» (PG 36, 736).
*
Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
Ο χρυσούς την τε διάνοιαν και την γλώτταν Ιεράρχης, ο διά την υπέροχον αυτού ρητορικήν δεινότητα και ευγλωττίαν «χρυσούν στόμα», «Χρυσολόγος», «Χρυσορρήμων» και «Χρυσόστομος» δικαίως επικληθείς, υπήρξε ουχί μόνον εκ των αρίστων ερμηνευτών της Αγίας Γραφής, Παλαιάς τε και Καινής Διαθήκης, αλλά και αρετής πρότυπον τοις πάσι. Προσέτι, υπήρξε και θερμός προστάτης των αδικουμένων και των χηρών και ορφανών αρωγός και αντιλήπτωρ.
Τον Ιερόν Χρυσόστομον, είτε τον ίδωμεν ως θερμουργόν κήρυκα του θείου λόγου, πρύτανιν των ιεροκηρύκων και συνάμα συγγραφέα πολυτιμοτάτων πραγματειών είτε ως ποιμένα των λογικών προβάτων της ποίμνης του Χριστού είτε ακόμη ως τον θαυμάσιον ιερουργόν των θείων Μυστηρίων, κατανοούμεν διατί έλαμψε με το φως του Ευαγγελίου έμπροσθεν των ανθρώπων.
Αριστοτέχνης του χειρισμού της ελληνικής γλώσσης, έχων φυσικήν ευφράδειαν λόγου, ωμιλούσε, πολλάκις και δις της ημέρας, προς τον λαόν, παρακολουθούντα μετ’ αδιαπτώτου προσοχής και συγκινήσεως, ενίοτε δε και μέχρι δακρύων και χειροκροτημάτων. Όταν ωμιλούσε διά την αγάπην, γινόταν «δύο φορές Χρυσόστομος» και επυρπόλει τας καρδίας των ανθρώπων, ώστε πολλοί προχωρούσαν αυθωρεί εις διακονίαν των πενήτων. Τα συγγράμματά του είναι σελίδες αριστουργηματικαί λόγου και πνευματικού βάθους. Ερμηνευτής άριστος περικοπών και χωρίων της Αγίας Γραφής, με πολλήν την εμβάθυνσιν εις τον μέγαν Απόστολον των Εθνών Παύλον, ποιμαντορικαί συγγραφαί, όπως οι περίφημοι έξι λόγοι Περί Ιερωσύνης, άλλα έργα δογματικά, παιδαγωγικά, ηθικά, απολογητικά αλλά και εγκώμια εις μάρτυρας και πλήθος επιστολών, όπως προς την διακόνισσαν Ολυμπιάδα δέκα και επτά συμβουλευτικαί επιστολαί.
Υπεράνω όλων ίσταται η υπ’ αυτού συγγραφή της Θείας Λειτουργίας. Απαράμιλλον κείμενον, αριστούργημα θείας μυσταγωγίας, προσφορά όντως λογικής και αναιμάκτου λατρείας. Και δεν ήταν μόνον συγγραφή της χρυσοστομικής πένας η Θεία Λειτουργία του, αλλά πρωτίστως ένα συγκλονιστικόν βίωμα ολοκλήρου του είναι του. Όταν ετέλει την Θ. Λειτουργία, ήτο εξαϋλωμένος υπεράνω γης, «όλος ιερωμένος Θεώ» και έλεγε προσφυέστατα: «Ενταύθα γαρ σοι την γην ουρανόν ποιεί τουτί το μυστήριον. Αναπέτασον γούν του ουρανού τας πύλας, και διάκυψον˙ μάλλον δε ουχί του ουρανού, αλλά του ουρανού των ουρανών, και τότε όψει το ειρημένον. Το γαρ πάντων εκεί τιμιώτερον, τούτο σοι επί της γης δείξω κείμενον. Ώσπερ γαρ εν τοις βασιλείοις, το πάντων σεμνότερον ουχ οι τοίχοι, ουκ όροφος χρυσούς, αλλά το βασιλικόν σώμα το καθήμενον επί του θρόνου˙ ούτω και εν τοις ουρανοίς, το του βασιλέως σώμα. Αλλά τούτο σοι νυν έξεστιν επί γης ιδείν. Ου γαρ αγγέλους ουδέ αρχαγγέλους ουδέ ουρανούς ουρανών, αλλ’ αυτόν τον τούτων σοι δείκνυμι Δεσπότην. Είδες πως το πάντων τιμιώτερον οράς επί γης; και ουχ οράς μόνον, αλλά και άπτη; και ουχ άπτη μόνον, αλλά και εσθίεις, και, λαβών, οίκαδε αναχωρείς;» (PG 61, 205).
Διά τον λόγον αυτόν έγραφε, σχετικώς με την ιερωσύνην: «Η γαρ ιερωσύνη τελείται μεν επί της γης, τάξιν δε επουρανίων έχει ταγμάτων. Ου γαρ άνθρωπος, ουκ άγγελος, ουκ αρχάγγελος, ουκ άλλη τις κτιστή δύναμις, αλλ’ αυτός ο Παράκλητος ταύτην διετάξατο την ακολουθίαν και έτι μένοντας εν σαρκί την των αγγέλων έπεισε φαντάζεσθαι διακονίαν. Διό χρη τον ιερωμένον, ώσπερ εν αυτοίς εστώτα τοις ουρανοίς μεταξύ των δυνάμεων εκείνων, ούτως είναι καθαρόν» (PG 48, 642).
Ο σύγχρονος μελετητής των έργων του Ιερού Χρυσοστόμου, Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος, γράφει: «Δεν είναι τυχαίος εκκλησιαστικός άνδρας ο Ιερός Χρυσόστομος˙ επηρέασε την ζωήν της Εκκλησίας όσον ελάχιστοι… Ούτε έπαψε, ούτε θα πάψει να προκαλεί το ενδιαφέρον και να συγκινεί τους χριστιανούς η σεπτή μορφή και το έργο του Ιερού Χρυσοστόμου…». Λίαν αξιόλογοι τυγχάνουν επίσης οι χαρακτηρισμοί διά τον Ι. Χρυσόστομον, ως τους απαριθμεί ο εν λόγω Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παρουσιάζει τους κάτωθι χαρακτηρισμούς:
α) «Διδάσκαλος της Εκκλησίας» κατά την Στ’ Οικουμενικήν Σύνοδον, β) «Μέγας της Οικουμένης Διδάσκαλος» κατά τον πάπα Ρώμης Ιννοκέντιον, γ) «το της Εκκλησίας στόμα και ο της ευσεβείας ανθρώπων οφθαλμός», κατά τον ιστορικόν Θεοδώρητον Κύρου, δ) «ο Νέος Ιωάννης ο Βαπτιστής», επίσης κατά τον Θεοδώρητον Κύρου, ε) «ο τρισμακάριστος άνθρωπος», κατά τον Ιερόν Φώτιον, στ) «ο της οικουμένης απάσης διδάσκαλος και φωστήρ», κατά τον Γεώργιον Αλεξανδρείας, ζ) «ο αληθής του Θεού άνθρωπος και γνήσιος της μετάνοιας κήρυξ», κατά τον Συμεών τον Μεταφραστήν, η) «ο της θείας ευσπλαγχνίας μιμητής και εγγυητής», κατά τον Λέοντα τον Σοφόν, θ) «ο Οικουμενικός διδάσκαλος», κατά τον Θεοδόσιον τον Μικρόν, ι) «ο των του Θεού απορρήτων σοφός υποφήτης Ιωάννης, ο της εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός», κατά τον Ισίδωρον Πηλουσιώτην και ια) «ο Διδάσκαλος των διδασκάλων», κατά τον Νικόδημον τον Αγιορείτην. Ο Ιερός Χρυσόστομος ανήκει εις τους μεγαλυτέρους άνδρας της ιστορίας» (βλ. Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου Καλαιτζή, Ιερού Χρυσοστόμου Απάνθισμα, έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Μύρων, 2018, σελ. 9 και 23-24).
Αληθώς, οι Τρεις Ιεράρχαι δεν ήσαν συνήθεις άνθρωποι. Ήσαν πανεπιστήμονες παιδείας και αρετής. Και τούτο έχει βαρύνουσαν σημασίαν δι’ όλους μας.
Ας ευφημήσωμεν, λοιπόν, «τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος».