Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ – Πράγματι. Τόσες και τόσες κουβέντες ακούγονται σήμερα. Μιλούν οι άνθρωποι για την πολιτική, την οικονομία, το φαγητό, τους πολέμους, το ποδόσφαιρο, τις θεατρικές παραστάσεις, τις συναυλίες, τα δυστυχήματα, την κλιματική αλλαγή, τα διεθνή γεγονότα.
Τόσα και τόσα λόγια. Αλλά λόγος περί του Ιησού Χριστού ολίγος.
Ωστόσο, δεν υπάρχει ωραιότερο, από το να μιλάς για τον Χριστό. Δύο δε λέξεις μέσα στο Ιερό Ευαγγέλιο είναι πολύ χαρακτηριστικές. Η μία η λέξη «πορευθέντες» και η άλλη αμέσως μετά, «μαθητεύσατε». Είναι λέξεις που τις είπε ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Πορεία και μαθητεία εν ονόματι Ιησού Χριστού.
Ο Κύριος όταν τελείωσε το επί γης έργο του απέστειλε τους μαθητές Του για να το συνεχίσουν και εκεί στη Γαλιλαία όπου εμφανίστηκε, καθώρισε την αποστολήν τους με τούτα τα λόγια: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). «Πορευθέντες», «μαθητεύσατε». Σ’ αυτές τις λέξεις συνοψίζεται η αποστολή για την εξαγγελία του θείου μηνύματος, η ιεραποστολή.
*
Έτσι, ο σκοπός της ιεραποστολής είναι να οδηγηθούν ψυχές στο Χριστό. Είναι το κάλεσμα των ανθρώπων για να γίνουν ζωντανά μέλη της Εκκλησίας του Σωτήρος Χριστού. Όχι οπαδοί κάποιου, αλλά μαθητές Ιησού Χριστού, κλήματα της θείας Αμπέλου. Κάθε φορά που συντελείται αυτό, πραγματώνεται η νίκη του αγαθού κατά του κακού και του πονηρού. Κατανικάται ο αρχέκακος εχθρός του ανθρώπου και χαίρονται τα ουράνια και δοξάζεται το όνομα του Θεού.
Στη Καινή Διαθήκη, η ιεραποστολή ονομάζεται: «αποστολή», «διακονία του λόγου» και με τις φράσεις: «Λαλώ τον λόγον», «κηρύττω τον Ιησούν», «καταγγέλλω τον λόγον του Ιησού». Και στους θεοφόρους Πατέρες βρίσκουμε τις φράσεις: «Προσαγωγή στη πίστη», «διακονώ την κλήση», «πρεσβεύω το Ευαγγέλιον», «σπείρω τον λόγον», «καλή γεωργία», «καλλίστη οικοδομή».
*
Το κίνητρο κατ’ ακολουθίαν του έργου της ιεραποστολής είναι η εντολή του Θεού, οι δύο παραπάνω λέξεις που τονίσαμε, η οφειλή και η ανάγκη κατά τον Απ. Παύλο, η γενική αρχή: «Ου δυνάμεθα ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πραξ. 4,20). Άλλωστε «λευκαί αι χώραι προς θερισμόν ήδη» (Ιω. 4,35). Δηλαδή, σε πολλά μέρη κοντινά ή και πιο μακρυά υπάρχουν ψυχές των ανθρώπων που είναι έτοιμες, ώριμες να δεχθούν τον θείο λόγο, την σωτηρία της ψυχής τους. Έχουν την καλή προαίρεση και περιμένουν τους εργάτες του θερισμού, τους κήρυκες του Ευαγγελίου του Χριστού.
Στο διάβα της εκκλησιαστικής ιστορίας πολλοί ήσαν βέβαια εκείνοι που έθεσαν τους εαυτούς τους στη διακονία του λόγου του Θεού. Στη πρώτη γραμμή βρίσκονται οι Απόστολοι, ακολουθούν οι Αποστολικοί Πατέρες και ύστερα έρχονται μεγάλοι θεοφόροι Πατέρες από τον Χρυσόστομο και τον Φώτιο μέχρι τους αδελφούς από την Θεσσαλονίκη Κύριλλο και Μεθόδιο και τον Κοσμά τον Αιτωλό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Και το ιεραποστολικό φρόνημα συνεχίστηκε και τον τελευταίο αιώνα τον 20ο με την ανάδειξη εξόχων ιεραποστόλων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η Εκκλησία μάλιστα ουδέποτε έπαυσε να είναι ποιμαίνουσα και ιεραποστολική αντλώντας πάντοτε το ιεραποστολικό της ήθος από το Ιερό Ευαγγέλιο, που το θέτει πάνω στην Αγία Τράπεζα δηλώνοντας έτσι, ότι η ιεραποστολική πορεία ξεκινά από την ευχαριστιακή σύναξη, από την Αγία Τράπεζα, από τον κενό τάφο του Αναστάντος. Έτσι, χαρακτηρίζεται και η Ιεραποστολή στην ορθόδοξη Εκκλησία, ως «λειτουργία μετά την Θεία Λειτουργία». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.
Γι’ αυτό και Εκκλησία χωρίς Ιεραποστολή είναι σχήμα οξύμωρο. Η Εκκλησία έχει «αποστολή», για να συνεχίσει το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ήτοι: «ευαγγελίσασθαι πτωχοίς, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).
Το όλο ιεραποστολικό έργο συνδέεται με την εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. Λέμε και ομολογούμε «Πιστεύω εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Αυτό το «Καθολικήν» πόσο γνωρίζουμε τι σημαίνει; Σημαίνει ότι κατέχει και φυλάττει η ορθόδοξη Εκκλησία όλη την αλήθεια και ο,τι αναφέρεται σ’ ολόκληρη την οικουμένη. Και όσο ακατανόητη είναι μία Εκκλησία χωρίς λειτουργική ζωή, το ίδιο ακατανόητη είναι μία Εκκλησία χωρίς Ιεραποστολική ζωή. Η Εκκλησία έχει ανοικτούς ορίζοντες. Είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες». Συνεχίζει και πρέπει να συνεχίζει το έργο του Χριστού. Αυτό είναι Ιεραποστολή.
*
Αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ακόμη και τι δεν είναι Ιεραποστολή. Δεν είναι ο προσηλυτισμός, η προπαγάνδα, δεν είναι ο «ζηλωτισμός», ούτε μία κοσμικού τύπου προσπάθεια για αριθμητική αύξηση των μελών της Εκκλησίας. Δεν είναι η χρήση βίας, η παραπλάνηση της συνείδησης του άλλου. Ιεραποστολή είναι, η με ταπείνωση και σεβασμό στην ελευθερία του άλλου, κήρυξη της θείας αποκάλυψης που βάση της έχει την βίωση της αγάπης προς τον Χριστό. Αυτή είναι η αυθεντική ιεραποστολή.
*
Αλλά περαιτέρω οφείλουμε να επισημάνουμε ακόμη ότι όσο έχει εισχωρήσει η αθεία και η νεοειδωλολατρία στις κοινωνίες μας, άλλο τόσο προβάλλεται εξόχως ενώπιόν μας η ανάγκη του επανευαγγελισμού και της επανακατήχησης των ανθρώπων. Το χρέος της Ιεραποστολής είναι μεγάλη υπόθεση. Είναι ύψιστο και ευθυνοφόρο έργο. Είναι ιερή αποστολή, καθ’ ότι οι περισσότερον δυστυχισμένοι άνθρωποι είναι εκείνοι, που δεν έχουν ακούσει για τον Χριστό. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Μας το αναφέρει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος στους δύο τελευταίους στίχους της επιστολής του. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Αδελφοί, εάν τις εν υμίν πλανηθή από της αληθείας και επιστρέψη τις αυτόν, γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών» (Ιακ. 5,19-20). Δηλαδή, το θερμό και ολόψυχο ενδιαφέρον μας για την επιστροφή του πλανηθέντος συνανθρώπου μας που είναι αδελφός μας εν Χριστώ, θα έχει σαν αποτέλεσμα και συνέπεια δύο τινά: α) σώσει ψυχήν εκ θανάτου και β) καλύψει πλήθος αμαρτιών. Καθίσταται έτσι συνεργός Κυρίου, ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης αλλά και καλύπτει και πολλές αμαρτίες. Την θέση μάλιστα αυτή του Ιακώβου, ότι ο ενεργών έργα ιεραποστολικά θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών, όχι μόνο του παρεκτρομένου αλλά και του εαυτού του, την δηλώνει και ο Απ. Παύλος όταν γράφει προς τον μαθητή του Τιμόθεο ότι: «τούτο γαρ ποιων και σεαυτόν σώσης και τους ακούοντάς σου» (Α’ Τιμ. 4,16). Και στη Β’ επιστολή του Κλήμεντος (15,1) διαβάζουμε: «Μισθός γαρ ουκ εστί μικρός πλανωμένην ψυχήν και απολλυμένην αποστρέψας εις το σωθήναι. Και εαυτόν σώσεις και τον συμβουλεύσαντα ταύτην γαρ έχομεν την αντιμισθίαν».
*
Εν κατακλείδι, το ζήτημα είναι ν’ αποκτήσουμε ιεραποστολική συνείδηση. Είναι, τω όντι, ωραίο έργο να μιλάς για τον Χριστό. Όπου και όπως πρέπει. Και βέβαια πρωτίστως το χρέος αυτό ανήκει στον ιερό κλήρο. Υπεύθυνος δε του όλου ιεραποστολικού έργου και του κηρύγματος είναι πάντα ο Επίσκοπος. Μόνον με εντολή εκείνου πρέπει να επιτελούνται αυτά τα θεάρεστα έργα, για να υπάρχει η ασφάλεια και βεβαιότητα των λεγομένων και πραττομένων και να τηρείται η εκκλησιαστική τάξη, ως γράφει και ο θεοφόρος Ιγνάτιος «άνευ επισκόπου, μηδέν πράσσειν υμάς» (Τραλλ. ΙΙ,2) και «ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει» (Σμυρν. ΙΧ,1). Αλλά και κάθε χριστιανός ως λέγει ο Ι. Χρυσόστομος: «Θα ήθελα, λέγει, όσα ακούτε από τα κηρύγματά μου να μη τα κρατάτε μόνο για τον εαυτό σας αλλά να τα μεταδίδετε και σε άλλους, έτσι που να μπορείτε να τους συμπαραστέκεστε πνευματικά. Μάλιστα, θα ήθελα, συνεχίζει ο ιερός πατήρ, να μην πραγματοποιείται αυτό μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα σας να καθοδηγείτε τους γύρω σας για την προκοπή τους στη χριστιανική ζωή» (Ομιλίαι εις την Γένεσιν, Κ’ PG 53,173).
*
Όλοι μας καλούμεθα να δώσουμε την μαρτυρία της πίστεως στο Χριστό κατ’ εξοχήν στην εποχή μας. Μη λησμονούμε ότι οι χριστιανοί είμεθα το «φως του κόσμου» και το «άλας της γης». Και οφείλουμε να είμεθα φως το μη σβεννύμενον και άλας το μη έξω βαλλόμενον, «φως το πάσιν γλυκύτατον και άλας το πάσιν εράσμιον».