ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ – Με την εισαγωγική μου αυτή ομιλία, θέλω να παρουσιάσω τον λόγο, το νόημα, της Ημερίδας μας και τον λόγο του εορτασμού των Β´ Καραβαγγελείων.
Ο λόγος είναι ο Οικουμενικός Ελληνισμός, και ως αφόρμηση λαμβάνουμε τα 120 χρόνια από τον «θάνατο του παληκαριού», του Παύλου Μελά, τον οποίο θεωρούμε, και έτσι θα τον παρουσιάσουμε, ως Οικουμενικό Έλληνα.
Και είναι Οικουμενικός Έλληνας ο Παύλος Μελάς, όχι απλώς γιατί κατάγεται, έζησε και συνδέθηκε με τόπους του Ελληνισμού εκτός της Ελλάδος, αλλά διότι είχε τις αρετές που συγκροτούν τον οικουμενικό Έλληνα.
Α´ Τα δομικά στοιχεία του Ελληνισμού
1. Ελληνισμός
Ελληνισμός είναι η ιδιότητα του να είναι κανείς Έλληνας, έχοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της καταγωγής, της γλώσσας, της θρησκείας, της παιδείας και των ετέρων πολιτιστικών στοιχείων και χαρακτηριστικών.
Και ενώ στα αρχαία χρόνια ο όρος Ελληνισμός περιέχει ίσως και τον περιοριστικό όρο της καταγωγής από γένος και φυλή Ελληνική, μέσα στην αιωνόβια πορεία του υπερέβη και τον φυλετισμό.
Αυτό έγινε -με την ξεχωριστή παιδεία του, -με την επιρροή του στους γειτονικούς λαούς, ιταλούς και ανατολίτες, -με τις αποικίες του, -με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την δημιουργία του Ελληνιστικού μεγάλου κόσμου, όπως τον ονομάζει ο Καβάφης, -με την στρατιωτική και πολιτική υποταγή στην Ρώμη, που αντιστράφηκε αμέσως σε υποταγή της Ρώμης στην πολιτιστική ανωτερότητα της Ελλάδας, -με τον διάλογο και την βάπτισή του στον Χριστιανισμό, -με την Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, -με την Ρωμηοσύνη που διασώθηκε και στο Ρούμ Μιλιέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, -με Οικουμενικό Πατριαρχείο και με τα άλλα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία -και με τον σύγχρονο Ελληνισμό εντός και εκτός Ελλάδας.
Από την άποψη αυτή, η αμφιλεγόμενη ως προς την ερμηνεία της φράση του Ισοκράτη στον λόγο του στην εκατοστή (100η) Ολυμπιάδα, ότι «το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας», υπερβαίνει τον προβληματισμό αν η φράση αυτή έχει χαρακτήρα φυλετικό ή όχι, και λαμβάνει μια «προφητική» διάσταση, μέσα στους αιώνες που θα ακολουθήσουν, ότι δηλαδή πράγματι μετά ταύτα Έλληνες εκλήθησαν και καλούνται όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας παρά όσοι μετέχουν στην ίδια φυλή.
Από όλα τα ανωτέρω, κατά την άποψή μας, αυτό που κατέστησε τον Ελληνισμό κατ᾽ εξοχήν οικουμενικό είναι ότι υπηρέτησε την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και του Ευαγγελίου Του με την Ελληνική γλώσσα και με τους μεγάλους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας.
Έτσι, η ως άνω πορεία του Ελληνισμού, που μπορεί να ονομασθεί σήμερα και Ελληνορθοδοξία, Ρωμηοσύνη, Ελληνικο-Χριστιανικός κόσμος, οδήγησε έτι περαιτέρω στην οικουμενικότητα του Ελληνισμού, ώστε να φθάσει ο μεγάλος θεολόγος του 20ου αιώνος αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκι να διατυπώσει την άποψη, που μόλις ακούσαμε στον Σεπτό Χαιρετισμό του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ότι «ο Ελληνισμός ολοκληρώθηκε μέσα στην Εκκλησία».
Και με άλλη απόφανσή του, ο ίδιος Θεολόγος, που δεν ήταν Έλληνας στο γένος, συνδέει αναπόσπαστα τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό, υποστηρίζοντας «τήν μόνιμον σημασίαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν Πατέρων διά τόν Χριστιανισμόν».
Ο Ελληνισμός με την Οικουμενική του διάσταση παρέμεινε ελεύθερος και ηγετικός, παρόλες τις αλλαγές στην διοίκηση (Ρωμαική Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία), κατά τον λόγο του στωικού Ιουδαίου Φίλωνος «Μόνον σοφός ελεύθερος τε και άρχων καν μυρίους έχη του σώματος δεσπότας».
Εξαίρεση αποτελεί ίσως η περίπτωση της υποδούλωσης στους Φράγκους, όπου στα μέρη εκείνα αφομοιώθηκε,γιατί έχασε την Ορθοδοξία του.
2. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του Ελληνισμού
Επειδή ο ορισμός μπορεί να γίνει και περιορισμός, γι᾽ αυτό θα παραθέσουμε κατωτέρω ποια στοιχεία κατά την γνώμη μας είναι αυτά που συγκροτούν τον Ελληνισμό, κατά την εσώτερη και βαθειά αξία τους:
α) Η πίστη, η θρησκεία
Σε όλην την αιωνόβια πορεία του βλέπουμε τον Ελληνισμό να θρησκεύει, να πιστεύει, να θεολογεί, να φιλοσοφεί, να μυθολογεί, πάντα στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον Θεό, το Ον και τα όντα, να ερμηνεύσει την δημιουργία, να λυτρωθεί, να αληθεύσει, να γνωρίσει την ψυχή του και την πορεία της, αν προϋπήρχε και που πορεύεται μετά τον θάνατο.
Ο Ελληνισμός δεν υπήρξε ποτέ άθεος.
Θρησκεία του ήταν άλλοτε το Δωδεκάθεο, άλλοτε το Ον της φιλοσοφίας, άλλοτε έκλινε προς τον υλισμό και άλλοτε προς την ιδεολογία, αλλά πάντοτε πίστευε.
Στα πρόσωπα δε του Αγίου Ιεροθέου Α´ Επισκόπου Αθηνών, Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, των Αποστολικών Πατέρων, των Καππαδοκών Πατέρων και των άλλων Πατέρων και πρώτων Αγίων της Εκκλησίας, ο Ελληνισμός διαλέχθηκε, κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε στον Χριστιανισμό.
Έκτοτε, Ελληνισμός και Ορθοδοξία συμπορεύονται μαζί, ώστε η Ορθοδοξία να αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του Ελληνισμού.
Η πίστη θεωρείται στον Ελληνισμό μεγαλύτερο αγαθό από την πολυμάθεια, στην ιεράρχησή τους. Μάλιστα η πολυμάθεια χωρίς την πίστη θεωρείται αγαθόν κατά δόκησιν και όχι πραγματικό: «Άμεινον και συμφερώτερον ιδιώτας και ολιγομαθείς τινας υπάρχειν, και διά της αγάπης πλησίον γενέσθαι του Θεού, ή πολυμαθείς και εμπείρους δοκούντας είναι, βλασφήμους εις τον εαυτών ευρίσκεσθαι Δεσπότην» (Μ. Βασίλειος).
β) Η σοφία
Οι Έλληνες ζητούσαν και ζητούν την ολοκληρωμένη γνώση για το Ον και τα όντα. Η Ελλάδα ήταν η χώρα των σοφών, όχι των ειδικών. Οι Έλληνες δεν εξειδικεύονται, δεν απομονώνουν τα όντα, αλλά θέλουν να έχουν μια σφαιρική γνώση γι᾽ αυτά. Δεν αρκούνται στις αποσπασματικές θεωρήσεις της ζωής. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ισοκράτους «Σοφούς νόμιζε μη τους ακριβώς περί μικρών ερίζοντας, αλλά τους ευ περί μεγίστων λέγοντας».
Επίσης, δεν αρκούνται στην πολυμάθεια, ωσάν τα σημερινά ρομπότ, αλλά στην διάκριση και την σοφία του νού, η οποία δίδεται διά της παιδείας: «Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει» (Ηράκλειτος), και «ως ουδέν η μάθησις εάν μη νούς παρή» (Μένανδρος).
Για τον Έλληνα έχει σημασία να γνωρίσει και τον δημιουργό πριν την δημιουργία, και το βάθος της ψυχής του ανθρώπου και την πορεία του ανθρώπου μετά τον θάνατο. Η μελέτη του θανάτου είναι αναπόσπαστη από τον Ελληνισμό, ώστε η φιλοσοφία να ορίζεται ως «μελέτη θανάτου».
Μια γνώση που αγνοεί αυτά τα βασικά σημεία της ζωής, δεν έχει αξία για τον Έλληνα ή έχει σχετική και μικρή αξία.
γ) Η παιδεία
Η παιδεία για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν η εκπαίδευση απλώς ή η πολυμάθεια. Η παιδεία συνδεόταν με τον νού,την φρόνηση και την σωφροσύνη, θεωρείτο θείο αγαθό που δινόταν σε όποιον αγωνιζόταν να την λάβει δίπλα σε διδασκάλους και θεωρείτο αναφαίρετο αγαθό.
Η παιδεία στον Ελληνισμό έχει χαρακτήρα θεραπευτικό και λυτρωτικό των παθών. Έχει δε ευεργετικάαποτελέσματα και για τον άνθρωπο και για την πόλη. Η παιδεία είναι για τους Έλληνες η χώρα της ευδαιμονίας.
Ο Πλούταρχος θεωρεί την παιδεία αθάνατο κάι θείο αγαθό, ακατάλυτο και από τον πόλεμο: «Παιδεία των εν ημίν μόνον εστίν αθάνατον και θείον. Ο γε μην πόλεμος χειμάρρου δίκην πάντα σύρων και πάντα φέρων, μόνην ου δύναται παιδείαν παρελέσθαι» και ο Μένανδρος αναφαίρετο αγαθό: «Αναφαίρετον κτημ᾽ εστί παιδεία βροτοίς».
Σε άλλο λόγο του υπογραμμίζει το ήθος της παιδείας, που περιέχει και την αιδώ: «Οι ευγενούς και βασιλικής τω όντι παιδείας τυγχόντες, πρώτον σιγάν, είτα λαλείν μανθάνουσι· και επί μεν της γνώμης έχουσι σωφροσύνην, επί δε της γλώσσης σιγήν, επί δε του προσώπου αιδώ».
Ο Πυθαγόρας υπογραμμίζει τον θεραπευτικό χαρακτήρα της παιδείας: «Απαιδευσία πάντων των παθών μήτηρ· το δε πεπαιδεύσθαι ουκ εν πολυμαθείας λόγων αναλήψει, εν απαλλάξει δε των φύσει κακών θεωρείται».
Ο δε Σωκράτης χαρακτηρίζει την παιδεία χώρα ευδαιμονίας και πανήγυρη της ψυχής: «Η παιδεία καθάπερ ευδαίμων χώρα πάντα τα αγαθά φέρει». Και «πανήγυρίς εστι ψυχής η παιδεία· πολλά γαρ εστιν εν αυτή ψυχής θεάματα και ακούσματα».
Πάντως, η παιδεία στους Έλληνες δεν ταυτίζεται με την μάθηση και την πολυμάθεια, αλλά μάλλον με τον καρπό της, που είναι η αρετή.
δ) Η Αρετή
Η Αρετή είναι αναπόσπαστο στοιχείο του Ελληνισμού, σε αντίθεση με την κακία, την έλλειψη και την υπερβολή.
Η αρετή είναι ο καρπός της παιδείας και είναι αναφαίρετη, όπως και η παιδεία. Η αρετή είναι καρπός παιδείας και άσκησης.
Ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «Τιμιώτερον αρετή ή πλούτος· μόνη κτημάτων η αρετή αναφαίρετον», και «μόνη δε κτημάτων η αρετή αναφαίρετον, και ζώντι και τελευτήσαντι παραμένουσα».
Το ίδιο και ο αδελφός του, άγιος Γρηγόριος Νύσσης, επαινεί την αρετή: «Η αρετή χρήμά εστι και αναγκαίον και συμφέρον, και καλόν και πρέπον και λυσιτελές και χρήσιμον».
Ο Ευριπίδης προκρίνει τις τρεις μεγάλες αρετές, την πίστη, την τιμή στους γονείς και την φιλοπατρία: «Τρεις εισιν αρεταί τας χρεών σ᾽ ασκείν, τέκνον. Θεούς τιμάν, τους τε θρέψαντας γονείς, νόμους τε κοινούς Ελλάδος· και ταύτα δρων, κάλλιστον έξεις στέφανον ευκλείας αεί».
Ο Πλάτων ορίζει την αρετή ως υγεία της ψυχής: «Αρετή μεν υγίειά τε τις αν είη και κάλλος και ευεξία ψυχής, κακία δε νόσος τε και αίσχος και ασθένεια».
Κυρίως είναι γνωστές οι αρετές που αντιστοιχούν στις δυνάμεις της ψυχής, όπως τις έχει ορίσει ο Πλάτων και την διάκριση αυτή δέχεται η σύνολη μετέπειτα φιλοσοφία και η πατερική θεολογία.
Στις τρεις δυνάμεις της ψυχής, λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό, αντιστοιχούν οι αρετές της φρόνησης, της σωφροσύνης και της ανδρείας, ενώ η δικαιοσύνη είναι περιεκτική αρετή που συντονίζει τις υπόλοιπες, απονέμει σε κάθε δύναμη το δέον και προκαλεί την αρμονία στην ψυχή.
Η προσπάθεια ενάρετης ζωής, με την καλλιέργεια των τεσσάρων αυτών βασικών αρετών και όλων των υπολοίπων αρετών, όπως της αιδούς, του μέτρου, της μετριοφροσύνης, της φιλομάθειας κλπ., αποτελεί βασικό στοιχείο του Ελληνισμού.
Η σωφροσύνη του αμαθούς είναι ανώτερη από την δεξιότητα του ακόλαστου: «Αμαθία μετά σωφροσύνης ωφελιμώτερον, ή δεξιότης μετά ακολασίας» (Θουκυδίδης).
Ο Ελληνισμός και μετά την βάπτισή του διατήρησε την διάκριση αυτή, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχθηκαν την διάκριση αυτή, θέτοντας μαζί με την φρόνηση και την ορθή πίστη.
Όταν ο Ελληνισμός συνάντησε και βαπτίσθηκε στον Χριστιανισμό, τότε γνώρισε και εφάρμοσε και βίωσε την υψίστη των αρετών, που είναι η ανιδιοτελής και απαθήςαγάπη προς πάντας, κατά τον μοναδικό λόγο του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Ματθ. ε´) και «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους» (Ιω. ιγ´) κ.α.
ε) Ο λόγος – νόημα
Οι Έλληνες πάνω απ᾽ όλα αναζητούν τον λόγο, όχι απλώς τις λέξεις, αλλά το νόημα κάθε όντος και κάθε γεγονότος. Έχουν την λεγόμενη τελολογία. Δεν είναι άλογοι, δηλαδή ανόητοι, αλλά αναζητούν το νόημα κάθε πράγματος και γεγονότος.
Ο κόσμος, για τον Έλληνα, έχει τον λόγο της υπάρξεώς του. Αυτό είναι μια βαθειά γνώση και στάση ζωής, και στην Ορθοδοξία λαμβάνει την λαμπρή και μεγάλη έκφρασή της, όπως εκφράζεται από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον επίσης μεγάλο Έλληνα Πατέρα της Εκκλησίας. Στον Άγιο Μάξιμο γίνεται λόγος για τους «λόγους των όντων», που είναι «οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, διά των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, που είναι οι αιτίες της υπάρξεως των όντων» (Ναυπάκτου Ιερόθεος). Έτσι, «ο Λόγος του Θεού σχετίζεται με τον κόσμον διά των ακτίστων ενεργειών αυτού, οι οποίοι λέγονται και μικροί λόγοι».
στ) Η Ελληνική γλώσσα
Η Ελληνική γλώσσα αποτελεί πρωτεύον αναγνωριστικό στοιχείο του Ελληνισμού. Η ελληνική γλώσσα υπηρέτησε τα ανωτέρω βασικά στοιχεία του Ελληνισμού, ήτοι υπηρέτησε την πίστη και την θρησκεία του, την σοφία και την αναζήτηση της αλήθειας, την φιλοσοφία, τις αρετές και την καλλιέργειά τους, τον λόγο – νόημα του κόσμου.
Και ο Όμηρος και οι αρχαίοι σοφοί, ποιητές και τραγικοί, και οι Έλληνες Πατέρες, πλούτισαν την γλώσσα αυτή με τις υψηλές έννοιες, φιλοτιμούμενοι και εργαζόμενοι να γνωρίσουν τον Θεό, το Ον, τα όντα, την αλήθεια, κ.ο.κ.
Κυρίως η ελληνική γλώσσα αξιώθηκε να υπηρετήσει τον Λόγο, τον Υιό του Θεού, όταν έγινε άνθρωπος για να φανερώσει το κάλλος της Εικόνας σύμφωνα με την οποία είναι πλασμένος ο άνθρωπος και για να διδάξει την ανιδιοτελή και τελεία αγάπη.
Αυτή η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας, η χρήση της στην διάδοση του Ευαγγελίου του Υιού και Λόγου του Θεού, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο και την μεγαλύτερη δόξα του Ελληνισμού.
Πάντως, η ελληνική γλώσσα είναι γλώσσα της πίστης, της σοφίας, της αρετής και όχι γλώσσα του κέρδους και του εμπορίου. Ούτε γλώσσα της νομικίστικης ρομποτικής διπλωματίας.
ζ) Ένα άλλο στοιχείο του Ελληνισμού είναι η ανεστιότητα, η μετακίνηση και μετανάστευση. Γι᾽ αυτό και ο Ελληνισμός δεν παρέμεινε στο λίκνο του, αλλά μεγαλούργησε στις αποικίες και παροικίες του, όπου κυριάρχησε με τον πολιτισμό και την ενεργητικότητα των Ελλήνων.
Και σήμερα, ένα μεγάλο και υγιές μέρος του Ελληνισμού βρίσκεται έξω από την Ελλάδα, στις παροικίες του Ελληνισμού.
η) Υπάρχουν και πολλές άλλες αρετές και χαρακτηριστικά του Ελληνισμού, όπως η δημοκρατία, ο κοινοτισμός, το μέτρο, η αιδώς, η φιλοκαλία, η λιτότητα, η περιφρόνηση του πλούτου κλπ.
Τονίσαμε αυτές που θεωρούμε σημαντικότερες και περιγραφικότερες του όρου Ελληνισμός, αφού αυτές οι αρετές περιγράφουν τον Ελληνισμό και μάλιστα τον Οικουμενικό Ελληνισμό.
θ) Τρία ξεχωριστά οικουμενικά προσόντα
Πέραν των ανωτέρω, υπάρχουν τρία ακόμη στοιχεία που κάνουν τον Ελληνισμό πραγματικά οικουμενικό, και μάλιστα του δίνουν την προτεραιότητα σε σχέση με άλλους -ισμούς που επιζητούν να κυριαρχήσουν παγκοσμίως στον αιώνα μας.
Ο Ελληνισμός συνδεδεμένος με την Ορθοδοξία:
α) Δεν διακρίνεται για επίγειο μεσσιανισμό. Δηλαδή, δεν κηρύσσει και δεν περιμένει και δεν ετοιμάζει επίγειο παράδεισο, αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι ο κόσμος είναι δέσμιος της φθοράς και του θανάτου, και άρα των παθών, και γι᾽ αυτό πάνω στην γη δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει παράδεισος. Ο παράδεισος είναι η παρουσία του Θεού, η οποία θα αποκαλυφθεί σε όλους, όταν Αυτός κρίνει.
Η προετοιμασία και η διαφήμιση επιγείων παραδείσων δεν είναι απλώς ουτοπική, αλλά συνδεόμενη με ιδεολογίες και κομοσθεωρίες μπορεί να αποβεί καταστροφική για λαούς και έθνη.
β) Δεν διακρίνεται για ρατσισμό. Στην Ελληνορθόδοξη παράδοση η αγιότητα, που είναι το ύψιστο αγαθό και ο απώτερος σκοπός του ανθρώπου, δεν συνδέεται με την ράτσα, την φυλή, το αίμα. Ούτε αναμένουμε Μεσσία συγκεκριμένης φυλής.
γ) Η Ελληνορθόδοξη παράδοση δεν βαρύνεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το «καταστατικό» της, ήτοι το ιερό Ευαγγέλιο, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τα έργα των Πατέρων, δεν απαιτούν, ούτε προβλέπουν, ούτε καλύπτουν την ύβρη και την βία. Και τυχόν βιαιοπραγίες μελών της δεν έγιναν αποδεκτές και δεν επενδύθηκαν με το κύρος της διδασκαλίας της.
Αν αναλογισθεί κανείς πόσο επικίνδυνα για το σύγχρονο παγκόσμιο γίγνεσθαι είναι τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, τότε μπορεί να κατανοήσει την αξία του Ελληνισμού, που μέσα στην μεγαλειώδη και συνεχή ιστορική πορεία του, δεν παρασύρθηκε σε εγκληματικές κοσμοθεωρίες αλλά παραμένει κατ᾽ εξοχήν ανθρώπινος, ταπεινός, ισορροπημένος και αληθινός.
3. Τα Ελληνικά μνημεία
Όλα τα ανωτέρω αποτυπώνονται και φαίνονται εναργώς στα μεγάλα μνημεία του Ελληνισμού:
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα λαμπρά και περίφημα αυτά μνημεία του Ελληνισμού, δεν είναι χρηστικέςσημειώσεις εμπορίου, ούτε πολεμικές ανταποκρίσεις ούτε προιόντα προπαγάνδας. Είναι μεγαλειώδη έπη μέφιλοσοφία και βαθειά θρησκευτικότητα.
Η Ελληνική Γραμματεία, αρχαία και νεώτερη, που αποτελείται από έργα φιλοσόφων, ποιητών, ιστορικών, θεολόγων και Πατέρων της Εκκλησίας, στην οποία, μάλιστα, ανήκει και αυτή η Αγία Γραφή, δεν είναι έργα χρηστικά, αλλά καρποί σοφίας, πίστης, θεογνωσίας, αρετής, γνώσεως κ.ο.κ.
Ο Παρθενώνας δεν είναι εμπορικό κέντρο, ούτε αγορά, ούτε τα πεντελικά μάρμαρα με τέχνη αρμοσμένα. Ο Παρθενώνας είναι Ναός αφιερωμένος στην θεά της Σοφίας, τόπος αφιερώσεως νέων κορασίδων στην θεά της Σοφίας, είναι Παρθενώνας, όπως το φανερώνει η ονομασία του.
Οι Δελφοί ήταν μαντείο, όχι κέντρο αναψυχής. Συνδύαζαν την πίστη, την γνώση και την εκγύμναση. Ήταν πανελλήνιο κέντρο και ιερή πόλη.
Η Αγια-Σοφιά, δεν είναι παλάτι. Είναι Ναός αφιερωμένος στην Σοφία του Θεού, ήτοι στον Υιό και Λόγο του Θεού, που έγινε άνθρωπος.
Η Κωνσταντινούπολη δεν είναι το Βυζάντιο, δηλαδή πόλη που έκτισε ο Βύζαντας ο Μεγαρεύς, αλλά είναι ηπόλη που έκτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος στην θέση της πολίχνης του Βύζαντα, ήταν η Πρωτεύουσα του Ρωμαικού Κράτους, το οποίο υπέταξε μεν την Ανατολή, αλλά τελικά υποτάχθηκε στην ανωτερότητα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Είναι η Πόλη που συναντήθηκαν τρία μεγάλα ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη, ήτοι ο Ρωμαικός κόσμος, ο Ελληνικός κόσμος και ο Χριστιανισμός.
Είναι η Πόλη της Παναγίας και της του Θεού Σοφίας. Η πόλη των Οικουμενικών Συνόδων, στην οποία ζει σήμερα ο μεγαλύτερος Οικουμενικός θεσμός του Ελληνισμού, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Το Άγιον Όρος δεν είναι η φύση, τα μονοπάτια, τα γραφικά κελλιά ή τα φρουριακά Μοναστήρια ως κτίρια μόνο, αλλά είναι τόπος Ιερός, τόπος Θεογνωσίας.
Τα Μετέωρα δεν είναι απλώς βράχια, όμορφα, υπερήφανα, έστω και ιερά, αλλά είναι τόποι ασκήσεως και ερεύνης των μυστηρίων του Θεού, επίσης τόπος Θεογνωσίας.
Τα αμέτρητα Εκκλησάκια της νησιωτικής και της ηπειρωτικής Ελλάδας, τα Εκκλησάκια-μνημεία της Καστοριάς και των άλλων πόλεων του Ελληνισμού, επιβεβαιώνουν το περιεχόμενο του Ελληνισμού.
Γενικά, η Ελλάδα και ο Ελληνισμός δεν είναι απλώς ο ήλιος, η θάλασσα, το εμπόριο, η ναυτιλία, όπως θέλουν να μας διδάσκουν σύγχρονοι πολιτικοί και ιστορικοί, ωσάν οι Έλληνες να είναι φυτά που ευδοκιμούν στον ήλιο και την θάλασσα.
Η Ελλάδα και ο Ελληνισμός είναι όλα τα ανωτέρω, που χαρακτηρίζουν έναν ένδοξο ιστορικό λαό που υπερέβη τον φυλετισμό, έχει οικουμενική δόξα και σημασία μέσα στον σύγχρονο κόσμο και έχει αναδείξει Αγίους, Σοφούς, Ήρωες, Ευεργέτες, Καλλιτέχνες κλπ. Η Ελλάδα είναι οι παγκόσμιες και οικουμενικές και αιώνιες αξίες της.
4. Τι δεν είναι Ελληνισμός;
Χωρίς να διεκδικούμε την αυθεντία στις κρίσεις μας, νομίζουμε ότι Ελληνισμός δεν μπορεί να ονομασθούν οι αιρέσεις του, δηλαδή η απομόνωση τμημάτων της ιστορίας του και η άρνηση της διαχρονικής και συνεχούς ιστορικής του πορείας. Ελληνισμός δεν είναι η επιλογή ορισμένων μόνον από τις βασικές του αρετές και η αποσιώπηση των υπολοίπων.
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο διαστρέβλωσης του Ελληνισμού είναι η θεωρία, που δυστυχώς μας δόθηκε ως μέρος της νέας ταυτότητάς μας μετά την Επανάσταση του 1821, ότι ο Ελληνισμός σκλαβώθηκε στους Ρωμαίους και αφού εξαφανίσθηκε από την ιστορία, επανεμφανίζεται το 1821 με το νέο Ελληνικό κράτος!
Αυτά αδικούν τον Ελληνισμό και δεν βοηθούν εμάς τους νέους Έλληνες στην εύρεση της ταυτότητάς μας και στον προσανατολισμό μας.
5. Οι Έλληνες;
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, μπορούμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά αυτά αποκρυσταλλωμένα σε πρόσωπα Ελλήνων, όπως είναι οι αρχαίοι σοφοί και ποιητές και οι μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαίτερα ο Άγιος Ιερόθεος Αθηνών, ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι Τρεις Ιεράρχες και οι Καππαδόκες Πατέρες, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Μέγας Φώτιος, οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλαύων
Τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Μέγας Ιουστινιανός, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τα πρόσωπα της σύγχρονης ιστορίας.
Οι λόγιοι και λογοτέχνες μας, που είναι πιστοί στην διαχρονική του πορεία, μεταξύ των οποίων προσωπικά ξεχωρίζουμε τον Φώτη Κόντογλου και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ελληνικός οικουμενικός θεσμός είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωσταντινουπόλεως, το οποίο έχει οικουμενική ακτινοβολία αλλά και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, που έχει και ως πρόσωπο οικουμενική ακτινοβολία.
Οικουμενικοί Έλληνες είναι όλοι οι νέοι Έλληνες που πληρούν τις άνω προϋποθέσεις και διακρίνονται για τα χαρίσματα του Ελληνισμού, που αποδέχονται την διαχρονική αδιάσπαστη πορεία και συνέχεια του Ελληνισμού, που σέβονται όλα τα ιστορικά του πρόσωπα, που δρούν και σκέπτονται ενοποιητικά και όχι με δουλοπρέπεια σε κοσμοθεωρίες και πολιτικές οιοποίες δεν διακρίνονται ή είναι αντίθετες με τις αξίες, τις αρχές και τις αρετές του Ελληνισμού.
Ποιοί δεν είναι οικουμενικοί Έλληνες;
Χωρίς διάθεση αποκλεισμού, κατόπιν των ανωτέρω,οικουμενικοί Έλληνες δεν μπορεί να χαρακτηριστούν οι άθεοι, οι τεχνοκράτες χωρίς σοφία, οι αρνούμενοι το νόημα της ύπαρξης και υποστηρίζοντες την τυχαία ύπαρξη, οι υπονομευτές της ελληνικής γλώσσας, οι έχοντες έλλειμμα δημοκρατικής συμπεριφοράς, γενικά όσοι στερούνται των αρετών και χαρακτηριστικών που προαναφέραμε.
Κατά την άποψή μας, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οικουμενικοί Έλληνες οι ευρωπαίζοντες νεοδιαφωτιστές, ιδίως όταν χαρακτηρίζονται από την αθεία τους. Σε αντίθεση με τους Έλληνες διαφωτιστές, που ακολούθησαν διαφορετική πορεία με διαφορετικά κίνητρα και ελατήρια. Ο Ευρωπαικός Διαφωτισμός είναι ξένος προς τον Ελληνικό Διαφωτισμό και δεν προσιδιάζει με τα χαρακτηριστικά του Ελληνικού πνεύματος.
Επίσης, δεν μπορούν να ονομάζονται, κατά την γνώμη μας, οικουμενικοί Έλληνες, όσοι αποδέχονται και αναμασούν άκριτα την δυτική θεολογία, η οποία αποτελεί μια διαστρέβλωση του χριστιανικού κηρύγματος, χρησιμοποιεί αναχρονιστικά στοιχεία της αρχαιοελληνικής μεταφυσικής, χρησιμοποιήθηκε από την Φεουδαρχία για να καθυποτάξει τον λαό στην δύση και είναι υπεύθυνη για ένα σωρό αθεολόγητα δόγματα και απάνθρωπες ενέργειες, οι οποίες στοιχειώνουν μέχρι σήμερα το όνομα «χριστιανισμός» στην δύση.
Β. Ο Παύλος Μελάς ως οικουμενικός Έλληνας
Ως έναν οικουμενικό Έλληνα θέλω να παρουσιάσω τον Παύλο Μελά, τον ήρωα της Μακεδονίας, του οποίου μνημονεύουμε την 120η επέτειο του θανάτου του.
Ο Παύλος Μελάς δεν ήταν απλώς ένας αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, αλλά έχει τα χαρακτηριστικά του οικουμενικού Έλληνα:
Ήταν πολίτης του εκτός της Ελλάδος δυναμικού Ελληνισμού του προ της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έζησε και συνδέεται με την Μασσαλία, την Οδησσό, την Αθήνα, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία.
Κυρίως είχε τις αρετές εκείνες που τον αναδεικνύουν έναν οικουμενικό Έλληνα, ένα διαμάντι του Ελληνισμού.
Πίστη
Στα γράμματά του ο Παύλος Μελάς προς την Ναταλία, προς τον πατέρα του Μιχαήλ και σε άλλα πρόσωπα, εκφράζει την βαθειά του πίστη στον Θεό και την Πρόνοιά Του:
«Η υπόθεσίς μας είναι τόσον ιερά, ώστε βεβαίως θα μας βοηθήση ο Θεός. Απόψε αργά, θα εκκλησιασθώμεν εις ένα ερημοκκλήσι, εις το δάσος της Ασπροκκλησιάς, κατόπιν θα ορκισθούν οι άνδρες μας όλοι και θα μεταλάβωμεν». (Βελεμίστι Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 1904).
«Με όλη την δύναμιν της ψυχής μου, παρακαλώ τον Θεόν να σας κάμη όλους ευτυχείς. Έχω την πεποίθησιν ότι και ημάς και την αγίαν υπόθεσιν θα ευλογήση ο Θεός» (Παρασκευή 5 Μαρτίου 1904· εν τω χωρίω Κριτσοτάδες).
«Ουδέποτε, σε βεβαιώ, επίστευσα τόσον εις την θείαν Πρόνοιαν όσον χθες την νύκτα. … Ναί, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και διά των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας».
«Όταν συλλογίζομαι ότι ίσως με βοηθήση ο Χριστός να επιτύχω, νομίζω ότι μου έρχεται τρέλα!» (Δευτέρα 8 Μαρτίου 1904, ώρα 10 π.μ.).
«Την ερχομένην εβδομάδα θα έχωμεν Μεγάλην Εβδομάδα. Είναι η πρώτη (από του ᾽97) που διέρχομαι μακράν σας. Δεν γνωρίζω που θ᾽ ακολουθήσωμεν τας λειτουργίας της. Αλλ᾽ όπως δήποτε θα παρευρεθώμεν αφεύκτως. Την Μ. Παρασκευήν γνώριζε ότι κατά την ακολουθίαν ολοψύχως θα σας σκέπτωμαι και θα προσεύχωμαι δι᾽ όλους σας και διά την επιτυχίαν μας» (Βογαζικόν, Κυριακή 14 Μαρτίου 1904).
«Εις όλους μας έκαμεν εντύπωσιν το θέαμα του αγαπητού γέροντος· και μας εφάνη ότι βλέπομεν την Εκκλησίαν μας, τον αντιπρόσωπον του Χριστού, χειραγωγούντα ημάς εις το υψηλόν έργον το οποίον ηρχίσαμεν χθες. Όταν εφθάσαμεν κάτω εις την πεδιάδα, ο ηγούμενος εσταμάτησε και παρερχομένους τον έναν κατόπιν του άλλου, μας ηυλόγει και μας ησπάζετο» (Γαβρέσι, 16 Μαρτίου 1904).
Παιδεία
Η παιδεία που έλαβε από τους γονείς του και από την Σχολή Ευελπίδων τον χαρακτήριζε και τον συνόδευε και στις κακουχίες και στον πόλεμο και στην στρατηγική του, τον βοηθούσε να αντιμετωπίζει τις θλίψεις, αφού η παιδεία στην ελληνική παράδοση είναι αναφαίρετη.
«Τώρα που επέρασε η δυσκολωτέρα στιγμή, σε ομολογώ ότι, μ᾽ όλον τον ενθουσιασμόν και την αισιοδοξίαν μου, κατέβαλα κόπον μεγάλον διά ν᾽ αποσπασθώ όλων όσους αγαπώ. Ήδη πολλάς ημέρας πριν, έκλαια κρυφά και η λύπη την οποίαν σας προξενούσα, προστιθεμένη εις την ιδικήν μου, ολίγον έλειψε να με αποθαρρύνη· αλλ᾽ ευτυχώς η ανατροφή την οποίαν έλαβα από τον λατρευτόν μου πατέρα και τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ᾽ ιδίως ηθικού, τα οποία συνήντησα εις την αγαπητήν, την αγίαν σου οικογένειαν, μ᾽ εβοήθησαν. Και είμαι ευχαριστημένος. Αυτήν την στιγμήν, ναί, υποφέρω ακόμη, δεν σου το κρύπτω, αγάπη μου… αλλά σήμερα περισσότερον από χθες, σκέπτομαι αυτούς που μας περιμένουν εκεί πέρα, που έχουν τόσην ανάγκη βοηθείας, συμπαθείας, ενθαρρύνσεως. Καταρτίζω νοερώς ένα πρόγραμμα συνέσεως, φρονήσεως, ανδρείας και γενναιότητος συγχρόνως απέναντί των· όλα όμως με φαίνονται ακόμη συγκεχυμένα. Θα κατορθώσω άραγε τίποτε καλόν;» (Βόλος, Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 1904).
«Σου επαναλαμβάνω ότι είμαι ευτυχής, ευτυχέστατος… Δεν αφήνω περιουσίαν εις την οικογένειάν μου, αλλ᾽ έχω συναίσθησιν ότι αφήνω εκείνο, το οποίον εκληρονόμησα από τον πατέρα μου άθικτον, όνομα τίμιον και αγαπητόν». (Παρασκευή 5 Μαρτίου 1904· εν τω χωρίω Κριτσοτάδες)
Αρετή
Στον Παύλο Μελά διακρίνουμε την αρετή σε κάθε κίνησή του, και ο ίδιος επαινεί την αρετή όταν την βλέπει στους άλλους.
«Αλλ᾽ εκτός του προς σε, τα παιδιά και όλους τους άλλους καθήκοντός μου, η συναίσθησις ότι θα φέρω εκεί ολίγον θάρρος, ελπίδα και παρηγορίαν, αρκεί να με παρηγορήση διά τον χωρισμόν. Ώστε μη με συλλογίζεσθε πλέον με λύπη. Όπως καθ᾽ όλον τον βίον μου, έτσι και τώρα είμαι ευτυχής, ακόμη δ᾽ ευτυχέστερος και υπερήφανος ότι έχω γυναίκα τόσον γενναίαν, τόσον ευγενή και τόσον πατριώτισσαν. Σ᾽ ευγνωμονώ και σε λατρεύω…» (Χαλκίς 25 Φεβρουαρίου 1904).
Η εκστρατεία του, είναι εκστρατεία αρετής και καλωσύνης:
«Έχω την πεποίθησιν ότι εις μερικά μέρη η παρουσία μου με ολίγα χρήματα και ολίγους άνδρας, με ολίγην γενναιόητα και με πολλήν καλωσύνην και φιλανθρωπίαν, θ᾽ αλλάξουν τα πράγματα.
Συγχώρησε, γλυκειά μου, αυτόν τον εγωισμόν· είναι ο μόνος που αισθάνομαι, αλλά νομίζω ότι είναι βάσιμος» (Δευτέρα 8 Μαρτίου 1904, ώρα 10 π.μ.).
Ομιλώντας στους προκρίτους των Κορεστείων, υπογραμμίζει τις αρετές του ελληνικού σώματος και όχι φοβέρες και εκφοβισμούς:
«Αδελφοί, ημείς που ήλθαμεν από τας Αθήνας διά να σας βοηθήσωμεν, εφέραμεν μαζί μας μόνον αγάπην, πατριωτισμόν και παλληκαριά· με αυτά μόνον και με τα όπλα, που θα σας φέρομεν αν τα θελήσετε, θα σας βοηθήσωμεν να υπερασπισθήτε κατά των ατιμιών των Βουλγάρων και, αν είναι ανάγκη, και κατά των ατιμιών των Τούρκων. Ημείς δεν θα σας βιάσωμεν να μας ακολουθήσετε, όπως σας έκαμαν οι Βούλγαροι» (Γαβρέσι, 16 Μαρτίου 1904).
Ο πόλεμος με τις αιματοχυσίες και τις βαρβαρότητες τον απωθεί, αυτόν που ήταν πολεμιστής. Στα κλαμένα μάτια του κυριαρχεί η γλυκύτητα του οικογενειακού βίου:
«…Επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηριού, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισίαν. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών. Εθυμήθηκα την γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ᾽ ετρέλανε σχεδόν» (Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904).
Τα μέσα του δεν ήταν η βία και ο εκβιασμός, αλλά ο λόγος και η πειθώ:
«Ήλπιζα πολλά, αλλ᾽ ο κόσμος εδώ φοβείται πολύ ακόμη το κομιτάτον των δολοφόνων και ένεκα τούτου δεν μας βοηθεί όσον έπρεπε… Εγώ ο δυστυχής κάμνω το σχέδιόν μου, ξεκινώ με βροχήν, με κρύο, με πείναν και, όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεώς του (του σχεδίου) ή δεν έρχονται ή με γελούν παντοιοτρόπως ή και ειδοποιούν τους Βουλγάρους να κρυφθούν, όπως τούτο συνέβη εσχάτως εις την Νεγοβάνην και το Λέσκοβιτς, όπου μας εκράτησαν αδίκως 4 ημέρας και τέλος μας εγέλασαν. Ηδυνάμην να τους τιμωρήσω, αλλ᾽ επροτίμησα να τους ομιλήσω λογικά, αυστηρά και συγκινητικά». (Βελκαμένη, 2 Οκτωβρίου 1904).
«Τώρα με τον Καραλίβανο και τα παιδιά του για δεύτερη φορά πήγε το σώμα του Παύλου στο Νερέτι και περικύκλωσε το σπίτι όπου ήταν μαζεμένοι οι κακούργοι. Αλλά το σπίτι ήταν γερό· και από μέσα και από άλλα σπίτια πυροβολούσαν οι κομίτες. Όταν θέλησαν μερικοί απ᾽ τους δικούς μας να του βάλουν φωτιά, δεν άφησε ο Παύλος, γιατί άκουσε πως ήταν γυναίκες μέσα και παιδιά. Βλέποντας πως δεν κάνουν τίποτα, ύστερα από δύο ώρες διέταξε να σηκώσουν την πολιορκία για να μην ξημερώση και τους προφθάση ο στρατός» (Βελκαμένη, 2 Οκτωβρίου 1904).
Αγάπη στην οικογένεια και την πατρίδα
Μεγάλη ήταν η αγάπη του Παύλου Μελά προς τους δύο πυλώνες της ελληνικής κοινωνίας, την Πατρίδα και την οικογένεια. Η Πατρίδα συνδέεται με τον τόπο καταγωγής του πατέρα, εξ᾽ ου και Πατρίδα, και η οικογένεια συνδέεται με την σύζυγο, που είναι η κυρά του οίκου. Έτρεφε και για τους δύο αυτούς θεσμούς στοργή, σεβασμό και αγάπη.
«᾽Εγώ δεν απελπίζομαι ακόμη. Μη με παίρνετε διά τρελόν· δεν εννοώ βεβαίως ότι θ᾽ ανακτήσωμεν παν ο,τι απωλέσαμεν, αλλ᾽ έχω την πεποίθησιν ότι, με ολίγον θάρρος και ολίγην φιλοπατρίαν, δυνάμεθα πολλά ακόμη να πράξωμεν όπως ολιγοστεύσωμεν τη ατιμίαν της πατρίδος» (Μιχαήλ Μελάν, Δομοκός, 2 Μαίου 1897).
Η εθνική του δράση συνδεόταν και εμπνεόταν από τον ενθουσιασμό και το παράδειγμα του πατέρα του.
«Για τον Παύλο, η Εθνική Εταιρεία ήταν τα όπλα τα κρυμμένα στο υπόγειο του σπιτιού τους για τους επαναστάτες της Κρήτης, της Θεσσαλίας, των Αγράφων, της Μακεδονίας. Ήταν ο πατέρας του που εχλώμιαινε σε κάθε είδηση από κεί, μα που πάντα τον εμάλλωνε όταν ο ενθουσιασμός τον παρέφερε άκριτα. Ήταν η 25η Μαρτίου και η τελετή της, που την εγλύκαιναν και την ελάμπρυναν τόσες αναμνήσεις και τόσες ελπίδες».
«Δι᾽ εμέ, έγραφε σ᾽ ένα φίλο του, διπλή ήταν η χαρά που ησθάνετο, και διπλή η λύπη του. Σε βεβαιώ, σύντροφέ μου, ότι κατά την τρομεράν και ατιμωτικήν καταστροφήν μας, όσον ελυπούμην διά την δυστυχή μας πατρίδα, τόσον ελυπούμην και ανησυχούσα διά τον καημένον τον πατέρα μου. Φαντάσου τι θα υπέφερεν η καρδιά εκείνου ο οποίος ποτέ, ποτέ δεν έπαυσε να συλλογίζεται την πατρίδα μας την υπόδουλον· τι θα υπέφερεν όταν ελπίσας προς στιγμήν ότι θα ιδή τα Γιάννενα ελεύθερα, είδε τον στρατόν τρεπόμενον εις φυγήν και αφήνοντα τα Γιάννενα και πάλι εις τα χέρια των Τούρκων».
Όταν οι άλλοι στρατιώτες χαίρονται για το τέλος του πολέμου στην Θεσσαλία, παρά την ατιμωτική υποχώρηση, η καρδιά του Παύλου κλαίει για την πατρίδα:
«Δεν αισθάνονται αυτοί τι έγινεν εις τον δυστυχισμένον μας τόπον. Δεν εννοούν την καταστροφήν και την ατιμίαν του.
Ήθελα να κλαύσω, αλλά δεν μπορούσα. Η μελαγχολία μου ήτο μεγαλυτέρα της λύπης μου» (Μώλος 1897).
Ο τάφος του πατέρα του αποτελεί σημείο αναφοράς και έμπνευσης:
«᾽Εκείθεν με την άμαξαν πηγαίνω εις το νεκροταφείον, εις του πατρός μου το μνήμα. Κάθομαι ολίγην ώραν παρά τον τάφον του. Αισθάνομαι την ψυχή του πολύ κοντά μου. Ενθυμούμαι με πόσην φωτιά αγαπούσε αυτός την πατρίδα, ενθυμούμαι ότι ωρκίσθην επί του φερέτρου του ν᾽ αποθάνω εν ανάγκη υπέρ αυτής, ενθυμούμαι πόσον μας ελάτρευε και πόσον υπέφερε διά την καταστροφήν του 1897. Όλαι αυταί αι σκέψεις με δίδουν θάρρος και επαναφέρουν ολίγην γαλήνην εις την ψυχή μου· διότι σκέπτομαι ότι, και αν φονευθώ, θα επανεύρω την ψυχή του αγίου εκείνου ανθρώπου. Κόπτω ολίγους μενεξέδες από τον τάφο του» (24 Φεβρουαρίου 1904).
Στην οικογενειακή του ζωή εντάσσεται όλη η οικογένεια της συζύγου του, την οποία αγαπά ως να είναι δική του, και την ονομάζει μάλιστα αγία οικογένεια.
«Αγαπητέ μου πατέρα (πεθερός)
Η συγκίνησις χθες δεν με αφήκε να σας ειπώ πόσον σας ευγνωμονώ διά την αγάπην και την ευτυχίαν, τας οποίας εύρον εις την αγίαν οικογένειάν σας. Ο,τι απώλεσα με τον θάνατον του πατρός μου, το επανεύρον εν τη οικογενεία σας, και μάλιστα υπέρ το δέον, διότι όλοι σας με ηγαπήσατε περισσότερον αφ᾽ ο,τι αξίζω…
Όσον αφορά εμένα, αν θελήση ο Θεός να επιστρέψω, έχω απόφασιν, αφού εκτελέσω το προς την πατρίδα μου καθήκον, να εργασθώ πλέον φρονίμως και διά την οικογένειάν μου…
Και πάλιν σας φιλώ σας, ως και την αγίαν μαμά και γιαγιά, θείαν Μαρίκαν και θείον Μάρκον.
Ζήτω η Μακεδονία!» (Στέφανον Δραγούμην, Χαλκίς 25 Φεβρουαρίου 1904).
Η στοργή του για την οικογένειά του είναι απεριόριστη, μέσα μάλιστα στην φωτιά του πολέμου:
«Ο Κοντούλης μου έδωσε το γράμμα σου και το γράμμα σου μου έδωσε πτερά. Σ᾽ ευλογώ καθημέραν διά την γεναιότητά σου και την φιλοπατρίαν, σ᾽ ευγνωμονώ, αγάπη μου, διότι με υποστηρίζεις τόσον γενναίως εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων μου…
Είμαι ευτυχής ότι τα παιδιά μου θα μείνουν εις τα λεπτά αλλά στιβαρά χεράκια σου. Όσον αφορά εμέ, αυτήν την στιγμήν αισθάνομαι όπως το προέβλεπα· ναί, σας σκέπτομαι με αγάπην όλους, αλλ᾽ όχι πλέον με λύπην. Είμαι υπερήφανος διά σας όλους, είμαι υπερήφανος διά την αποστολή μου και αναμένω ανυπομόνως μετά μίαν ώραν να εκκινήσω.
Από της ελευθέρας πατρίδος σου στέλλω το τελευταίον au revoir. Να μείνης ήσυχος δι᾽ εμέ· δεν θα εκτεθώ, διότι, όπως είπες, θα χρειασθώ αργότερα. Σε φιλώ, άγγελέ μου. Φιλώ και τα παιδάκια εις το στοματάκι τους και τα ματάκια τους και εύχομαι, μετά την εκτέλεσιν της εργασίας μας, να έλθω να σας εύρω όλους καλά. Φίλησε όλους, όλους τους ιδικούς μας» (Χαλκίς 25 Φεβρουαρίου 1904).
Η Μακεδονία είναι για τον Παύλο η πατρίδα του:
«Σκέπτομαι και την Μακεδονίαν και αν και κοπιάζομεν πολύ και υποφέρομεν από την αθλιότητα του δρόμου, είμαι όμως πολύ ενθουσιασμένος και συγκινημένος. Είναι η αρχή των υπέρ της Μακεδονίας μας κόπων» (Βελεμίτσι 1 Μαρτίου 1904).
Μέσα στα χειμωνιάτικα βράδυα, που τα περνά κρυμμένος, πεινασμένος, κρυώνοντας και κουρασμένος, βρίσκει τρόπους να συλλογισθεί την οικογένειά του:
«Εις τας 6 μ.μ. ανέβηκα μόνος εις ένα λοφίσκον διά να σας συλλογισθώ. Προ μιάς εβδομάδος ακριβώς και κατά την αυτήν ώραν 6.10 μ.μ. σας αποχαιρετούσα, άγγελοί μου, αρχίζων από την Ζωήν μου. Με όλον το θάρρος και τον ενθουσιασμόν μου, σας συλλογίζομαι και σας λατρεύω. Εις την αυτήν αγκαλιά, σας σφίγγω παιδάκια μου, Νάτα, Έφη, και όλοι οι άλλοι. Πως εύχομαι διά την ευτυχίαν σας! Είθε να μη έχετε λύπας. -Κάθομαι τώρα και ενθυμούμαι όλας τα τελευταίας ημέρας, όπου τόσον δυστυχής ήμην αλλά και τόσον ευτυχής…» (Τρίτη εσπέρας, 2 Μαρτίου 1904, θέσις Μελισσόπετρα).
«Παύω εδώ, αγάπη μου, διότι πρέπει να ετοιμαζώμεθα. Φεύγω με την καρδίαν μου ελαφράν. Δεν αφήνω πίσω μου κανένα καημόν, διότι σας συμπεριλαμβάνω όλους μαζί μου εις την καρδιά μου και εις τον νούν μου. Με όλη την δύναμιν της ψυχής μου, παρακαλώ τον Θεόν να σας κάμη όλους ευτυχείς» (Παρασκευή 5 Μαρτίου 1904· εν τω χωρίω Κριτσοτάδες).
Η αγάπη του για την πατρίδα, συνδυάζεται με την αγάπη του στην οικογένεια και εμπνέεται από μια τρυφερή και στοργική καρδιά.
«Σου στέλλω 2 φύλλα κυκλαμήνων της Μακεδονίας. Είθε μίαν ημέραν να έλθετε αι ίδιαι να τα κόψετε. Η ωραιότης των μερών τούτων είναι απερίγραπτος…
Χίλια φιλιά μακεδονικά εις σε και εις τους άλλους» (Δευτέρα 8 Μαρτίου 1904, ώρα 10 π.μ.).
Αγαπά το Βογατσικό, ως τόπο καταγωγής της οικογένειας της συζύγου του.
«Η πόλις αυτή καθ᾽ εαυτήν είναι νόστιμη και συμπαθητική. Ακόμη περισσότερον την ηγάπησα αναλογιζόμενος ότι εξ αυτής κατάγεται η οικογένεια, την οποία εις αυτόν τον κόσμον υπέρ παν άλλο λατρεύω» (Βογαζικόν, Σάββατον 13 Μαρτίου 1904).
Η αγάπη και η αφοσίωσή του στην Πατρίδα, μοιάζει με τρέλα, αλλά αυτό τον χαροποιεί, όπως και τον Ίωνα Δραγούμη.
«Λίγες μέρες πριν φύγει ο Ίων, εστέκονταν μαζί με τον Παύλο και την γυναίκα του μπροστά στο τζάκι της εισόδου. Οι δύο άνδρες εξακολουθούσαν την ομιλία που είχαν πριν με τον Στέφανο Δραγούμη στο γραφείο του· η γυναίκα, όπως και πριν, άκουε ορθή ζεσταίνοντας τα πόδια της στην φλόγα. Το θέμα της ομιλίας· Μακεδονία, Μακεδονία, Μακεδονία.
-Εσύ, Νάτα, τι λες; Την ρωτά ξαφνικά ο Ίων.
-Σκέπτομαι, του απαντά, και διερωτώμαι αν εμείς εδώ είμαστε τρελοί ή όλος ο άλλος κόσμος.
-Εμείς, λέγει ο Ίων, και καλά κάνομε· -Και τους πιάνουν και τους τρεις τα γέλια» (1902).
Γενναιότητα, καθήκον, αυτοθυσία στον πόλεμο
Ο σουηδός υπολοχαγός Κλέεν περιγράφει τις αρετές του Παύλου Μελά:
«Ο φίλος μου πάντα σκέπτεται πρώτα τους άλλους και κατόπιν τον εαυτόν του, ως και την νύκτα αυτήν ακόμη, όπου όλοι σχεδόν απέθνησκαν από την εξάντλησιν» (Υπολοχαγός Κλέεν: 6 Μαίου 1897).
Το καθήκον για την Μακεδονία εξισώνεται με την αγάπη στα παιδιά του:
«Σας φιλώ με όλην μου την καρδιά, αγαπημένη μικρούλα μου και παιδιά μου. Θα σας σκέπτωμαι όσον και το καθήκον που με αναμένει εν Μακεδονία» (Βελεμίστι Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 1904).
«Προς το παρόν παρηγορούμαι και ενθαρρύνομαι με τα γράμματά σου. Είμαι ευτυχής διότι είσαι υπερήφανη δι᾽ εμέ, έστω και αν τούτο είναι παρ᾽ αξίαν μου προς το παρόν. Εις το μέλλον θα προσπαθήσω να γίνω άξιος της υπερηφανείας σου αυτής.
Σου γράφω υπό ραγδαίαν παγωμένην βροχήν· ως και η κάπα μου στάζει.
Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου. Την νύκτα εις τα λημέρια μας, όταν τυχόν φανή ένα άστρον, σου στέλλω χίλια φιλιά νοερώς. Είναι ο μόνος μεταξύ μας σύνδεσμος, το μόνον πράγμα που και οι δύο την αυτήν στιγμήν δυνάμεθα να βλέπωμεν» (Βελκαμένη 2 Οκτωβρίου 1904).
Δικαιοσύνη, κοινωνική ευαισθησία στην κοινωνία
Εν μέσω πολέμου, εκδηλώνει τα φιλάνθρωπα και κοινωνικά του αισθήματα:
«Εγώ έδωσα εξ ιδίων 200 (δραχμάς) τας οποίας είχα εκ καθυστηρεμένων μισθών, αλλά τι είναι αυτά προ των χιλιάδων αστέγων οι οποίοι δεν έχουν τούτε ψωμί;…
Και εδώ μεροληψίαι και αδικαίαι και κομματικά περί την διανομήν, αλλά προ πάντων βραδύτης γαιδουρινή.
Οι δυστυχείς αυτοί, τώρα θέλουν χρήματα διά ν᾽ αγοράσουν και βώδια και σπόρον και άροτρα· μετά 15 ημέρας θα είναι πλέον πολύ αργά. Αλλά και μήπως, όταν τ᾽ αποκτήσουν αυτά, θα δυνηθούν να τ᾽ ασφαλίσουν από τους όνυχας των τοκογλύφων των;
… Αν αυτή η δυστυχής (χήρα με 6 ανήλικα κορίτσια) δεν είναι αξία να πάρη αλεύρι, τότε ποιος είναι;» (Ιούλιος 1898)
Η σύζυγός του Ναταλία περιγράφει το αίσθημα δικαιοσύνης που τον διακατέχει.
«Ο Παύλος φεύγοντας για τον πόλεμο ήταν ακόμη παιδί, όλος ορμή, όλος αγάπη. Πριν να περάσουν δύο χρόνια, γύρισε άνδρας. Πολύ δεν είχε αλλάξει ο μορφή του. Τα μάτια μόνο, τα πανώρια, τα φόρτωνε πιότερη γνώση, τα έμορφα χείλη τα συσπούσε ενδόμυχη πίκρα. Στο φέρσιμό του προς τους άλλους κοίταζε τώρα κάτω απ᾽ τα λόγια, ν᾽ απεικάση την ψυχή τους. Και πριν τον εαυτό του τον είχε για δόσιμο. Τώρα, θα ήθελα να πληθαίνη την ψυχή του, να την ξοδεύη αλύπητα ενάντια στην μετριότητα, στην αδικία. Ακόμα πιο εύκολα από πριν εθύμωνε όταν αντίκρυζε ανειλικρίνεια ή αισθημάτων προστυχιά.
Μια μέρα, στο τραμ του Φαλήρου, τον έχασε η γυναίκα του απ᾽ το πλάγι της, εκεί στην γέφυρα του Ιλισσού, πριν απ᾽ τα σφαγεία· και την είδε να τρέχη στα χωράφια, προς τον παλιό δρόμο του Φαλήρου, όπου κάποιος άνδρας έδερνε ένα παιδί.
«Ο,τι παίρνει το μάτι μου», έλεγε, «ο,τι περνά απ᾽ το χέρι μου. Ο,τι στραβό ιδώ στον δρόμο μου θα το σιάξω».
Του είπε κάποτε κάποιος· «Καημένε Παύλο, για ξένες έννοιες;».
Και αυτός απολογήθηκε· «Δεν μπορώ την αδικία. Όσο βαστά η ψυχή μου».
Ο Παύλος Μελάς είχε σε έντονο βαθμό, αυτό που ονομάζουμε σήμερα ενσυναίσθηση:
«Είχε σε υπέρτατο βαθμό την ιδιότητα ο Παύλος, να μπαίνει στην θέση των άλλων».
Από όλα τα ανωτέρω, αλλά και από άλλα στοιχεία της ζωής του, ο Παύλος Μελάς αναδεικνύεται ως ένας Οικουμενικός Έλληνας, με όλες τις αρετές, τα χαρίσματα και τα γνωρίσματα που συγκροτούν τον Έλληνα.
Συμπέρασμα
Ο Ελληνισμός δεν είναι αφηρημένη ιδέα, και μάλιστα ανιστόρητη ή ετεροχρονισμένη, αλλά το σύνολο των ιστορικών αρετών που καθιστούν έναν άνθρωπο Έλληνα, και το σύνολο των αρετών με παγκόσμιο κύρος και αποδοχή, που βιώθηκαν από τους Έλληνες.
Ο Οικουμενισμός του Ελληνισμού δεν είναι μόνον τοπικός, λόγω της ανεστιότητας των Ελλήνων, αλλά οφείλεται στο ότι οι αρετές αυτές υπερβαίνουν την φυλή και ωφελούν όλη την οικουμένη.
Κατόπιν των ανωτέρω, η ρήση σύγχρονου πολιτικού ότι«ανήκομεν εις την Δύσιν» πρέπει να εξετασθεί εννοιολογικά. Γιατί άλλο είναι να συμμαχούμεστρατιωτικά και διπλωματικά, και άλλο να ανήκουμε αφομοιωτικώς και δουλοπρεπώς.
Ο Οικουμενικός Ελληνισμός δρα πνευματικά και όχι προπαγανδιστικά. Ο Ελληνισμός, πάντα ενωμένος με την Ορθοδοξία, αγκαλιάζει την Οικουμένη, και δεν την υποτάσσει.
Ένα ιστορικό πρόσωπο, που μπορεί να ονομασθεί οικουμενικός Έλληνας, είναι και ο Παύλος Μελάς.
Τα χαρακτηριστικά και οι αρετές του Παύλου Μελά αποτελούν αγαθά παιδείας και όταν βιώνονται από τον σύγχρονο άνθρωπο, τον λυτρώνουν από την αυτονόμηση και από τα πάθη που μας τυραννούν, ιδιαιτέρως από το πάθος της φιλαυτίας.
Την Τετάρτη, πρώτη ημέρα των Καραβαγγελείων, απολαύσαμε το θεατρικό «ο θάνατος του παληκαριού» αφιερωμένο στον Παύλο Μελά. Όλοι οι θεατές, είτε ήταν στην αίθουσα είτε το παρακολουθούσαν από τα ηλεκτρονικά μέσα, έκλαιγαν είτε με φανερά είτε με εσωτερικά βουβά δάκρυα, από την πρώτη στιμή που ο Παύλος Μελάς -ο ηθοποιός που τον υποδυόταν- μπήκε στην αίθουσα.
Σκεπτόμουν, ότι αυτός είναι ο Έλληνας, που μόνο η παρουσία του μας φέρνει δάκρυα στα μάτια και την καρδιά. Και εμείς εδώ στην Καστοριά, κλαίμε και μόνο με το άκουσμα του ονόματός του. Γιατί είναι μέσα στην ψυχή μας, είναι κομμάτι της ψυχής μας. Και ευχόμαστε να είναι για πάντα.
Και σκεπτόμουν, ότι αρετές όπως η φιλευσπλαγχνία, η δικαιοσύνη, η ευγένια, αυτή η τήρηση των νόμων του πολέμου, τον καθιστούν οικουμενικό, μάλιστα δε στο σύγχρονο γίγνεσθαι, που και αυτοί οι νόμοι του πολέμου καταπατούνται με τον πλέον αναιδή τρόπο.
Ο Παύλος Μελάς δεν είναι Άγιος -μακάρι να είναι στα μάτια του Θεού μας, ο Οποίος και είναι ο μόνος κριτής καρδιών- με τα κριτήρια αγιότητας που έχει η Εκκλησία μας, αλλά η ευγενής μορφή του μας δίνει την ευκαιρία να μελετήσουμε τις αξίες του Οικουμενικού Ελληνισμού και θα φθάσουμε να δούμε έστω και από μακριά και το ύψος της αγιότητος, που τόσο καλλιεργήθηκε και εκτιμήθηκε στον Ελληνικό κόσμο.-