Στο πλαίσιο των ΚΔ´ Παυλείων, την Δευτέρα 18 Ιουνίου το πρωί στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικοδήμου του Βεροιέως και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βεροίας, πραγματοποιήθηκε όπως κάθε χρόνο η ημερίδα Πνευματικών με τίτλο: «Κατήχηση και ποιμαντική δια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως».
Οπως αναφέρει ανακοίνωση της Μητρόπολης, στην αρχή χαιρετισμό απηύθυνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος στο τέλος απένειμε και τα αναμνηστικά των ΚΔ΄ Παυλείων.
Ομιλητής της ημερίδας ήταν Αρχιμ. Νεκτάριος Καλύβας από την Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Κατήχηση και ποιμαντική δια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως»
Την εκδήλωση παρουσίασε με επιτυχία ο Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής.
Ο χαιρετισμός του Σεβασμιωτάτου :
Πριν από μία περίπου εβδομάδα στην Ημερίδα των κληρικών της Ιεράς μας Μητροπόλεως με θέμα «Εξωτερική και εσωτερική ιεραποστολή» είχαμε την ευκαιρία, με τις δύο εισηγήσεις που αφορούσαν στην εσωτερική ιεραποστολή, να ακούσουμε και συζητήσουμε για πολλα και σημαντικά θέματα για την ποιμαντική διακονία του ιερέως μέσα στην ενορία του αλλά και σε ιδιάζουσες συνθήκες, όπως αυτες της φυλακής.
Το θέμα της σημερινής Ημερίδας των πνευματικών της Ιεράς μας Μητροπόλεως είναι βεβαίως πιο εξειδικευμένο και εστιάζεται στην κατήχηση και την ποιμαντική, όπως αυτές μπορούν να ασκηθούν μέσα από το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως.
Όλοι ασφαλώς γνωρίζουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του μυστηρίου της ιεράς εξομολογήσεως, στο οποίο ο πνευματικός ακούει και αναδέχεται τη μετάνοια του εξομολογουμένου και παρέχει διά της χαριτος του Θεού την άφεση των αμαρτιών.
Ο ρόλος του πνευματικού στο μυστήριο αυτό είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να εξομολογηθεί εν ειλικρινεία τα εν γνώσει και εν αγνοία παραπτώματα, λάθη και παθη του, να συνειδητοποιήσει την αμαρτωλότητά του και να αποφασίσει να αλλάξει τη συμπεριφορά και τη στάση του είτε ως προς κάτι συγκεκριμένο είτε και γενικότερα. Είναι ακόμη να τον καθοδηγήσει στην πνευματική ζωή υποδεικνύοντας του τα κατάλληλα πνευματικα φάρμακα για την περίπτωσή του.
Το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν είναι ασφαλώς ώρα κηρύγματος από την πλευρά του πνευματικού, ο τρόπος όμως με τον οποίο αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται ενώπιόν του και αποκαλύπτει ενώπιον του Θεού τα μύχια της ψυχής του, έχει μεγάλη σημασία και αποτελεί μέρος της ποιμαντικής διακονίας του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο πιστό.
Διότι ο τρόπος του πνευματικού πρέπει να εκφράζει την αγάπη του Θεού προς τον μετανοούντα πιστό, πρέπει να περιέχει τη στοργή και τη φροντίδα που δείχνει ο καλός Σαμαρείτης στην ευαγγελική παραβολή προς τον εμπεσόντα στους ληστές άνθρωπο, πρέπει να μιμείται τη στάση του αγαθού πατρός που βγαίνει από το σπίτι του για να υποδεχθεί και να εναγκαλισθεί τον άσωτο υιό ο οποίος επιστρέφει μετανοημένος στην πατρική οικία.
«Το έργο του εξομολόγου», γραφει ένας σύγχρονος Γέροντας, «δεν είναι μόνο η απλή ακρόαση των αμαρτιών του εξομολογουμένου και η ανάγνωση στο τέλος της συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στην ώρα της εξομολογήσεως. Ο πνευματικός σαν καλος πατέρας φροντίζει συνεχώς το τέκνο του και το παρακολουθεί προσεκτικά, το νουθετεί κατάλληλα, το κατευθύνει ευαγγελικά, δεν του θέτει υπερβολικά βάρη, το κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, το οικονομεί όταν απογοητεύται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, το θεραπεύει ανάλογα, δεν το αποθαρρύνει ποτέ, μορφώνοντας στην ψυχή του τον Χριστό.
Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική και υιική σχέση πνευματικού και εξομολογουμένου», συνεχίζει, «δημιουργεί άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό. Ο εξομολογούμενος ανοίγει την καρδιά του στον πνευματικό και του εκθέτει τα πιο κρύφια, ακόμη και αυτά που δεν θέλει να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο πνευματικός θα πρέπει να σεβασθεί απόλυτα αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη, καθώς δεσμεύεται επιπλέον και από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας για το απόρρητο της εξομολογήσεως.
Στην ορθόδοξη εξομολογητική δεν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγες, γιατί η πνευματική καθοδήγηση της κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διαφορετικές δυνατότητες, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες και διαθέσεις. Ο πνευματικός με τη χάρη του Θεού και τη θεία φώτιση θα πρέπει να διακρίνει όλα αυτά και να αποφασίσει τι είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο. Άλλοτε χρειάζεται επιείκεια και άλλοτε αυστηρότητα. Δεν είναι για όλους πάντοτε τα ίδια. Ούτε ο πνευματικος θα πρέπει να είναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο για να λέγεται αυστηρός και να εκτιμάται. Ούτε πάλι υπερβολικά επιεικής για να προτιμάται και να είναι πνευματικος πολλών ανθρώπων».
Ο χειρισμός της ψυχής από τον πνευματικό είναι πολύ σπουδαία υπόθεση και γι᾽ αυτό θα πρέπει να επιτελεί το έργο του με βαθειά συναίσθηση της ευθύνης που έχει να βοηθήσει την κάθε ψυχή και να την καθοδηγήσει στη σωτηρία, αντιμετωπίζοντας το ως πνευματικη διακονία.
Σε αυτό αποβλέπουν και οι συμβουλές και οι κατευθύνσεις που δίδει ο πνευματικός και τις οποίες πρέπει να τις δίνει με μεγάλη προσοχή ώστε να ωφελείται ο εξομολογούμενος. Η χαλαρότητα και η άνευ ορίων επιείκεια του πνευματικού δεν βοηθά τον εξομολογούμενο να συνειδητοποιήσει την πνευματική του κατάσταση και να διορθωθεί.
Αντίθετα η καλώς εννοούμενη αυστηρότητα του πνευματικού τον βοηθά και τον παρακινεί περισσότερο στο να συναισθανθεί το λάθος του και να μην το επαναλάβει. Τον βοηθά να ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού για να λάβει με τον τρόπο αυτο τη χάρη του Θεού και να ωφεληθεί από αυτήν ψυχικά και πνευματικά.
Το ζητούμενο για τον πνευματικό είναι να βρεί το μέτρο ανάμεσα στην αυστηρότητα και την τήρηση των κανόνων που απαιτείται και στην αγάπη, ώστε να βοηθήσει τον άνθρωπο και ούτε να τον εξουθενωσει και να τον συντρίψει ούτε βεβαίως να του δίνει την εντύπωση ότι δεν πειράζει, μπορεί να επαναλαμβάνει εν γνώσει του τα ίδια σφάλματα, τις ίδιες αμαρτίες και να έρχεται στη συνέχεια και πάλι να τις εξομολογείται.
Και τα δύο είναι εξίσου επικίνδυνα και για τον ίδιο τον εξομολογούμενο αλλά και για άλλους, διότι, δυστυχώς, πολλές φορές ακούμε ανθρώπους που συζητούν μεταξυ τους και λένε «να πας στον τάδε πνευματικό, γιατί του είπα το α´ή το β´ και αυτός μου είπε ότι δεν πειράζει» ή και το αντίθετο «να μην πας στον τάδε γιατί δεν θα σε αφήσει να κοινωνήσεις». Φυσικά για τέτοιους είδους συζητησεις δεν ευθύνεται οπωσδήποτε ο πνευματικός, θα πρέπει όμως να είναι προσεκτικός στις συμβουλές που δίδει ή στα επιτίμια που ορίζει, ώστε να είναι ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρωπου που έχει ενώπιόν του, και ο οποίος θα πρέπει να κατανοήσει ότι ούτε η αυστηρότητα έχει σκοπό και στόχο να τον εξουθενώσει αλλά να τον φέρει σε συναίσθηση της καταστάσεώς του και να τον βοηθήσει να διορθωθεί, ούτε η επιείκεια είναι χαλαρότητα, αλλά είναι ένα κίνητρο για να αγωνισθεί με περισσότερο ζήλο για να προφυλαξει τον εαυτό του από την αμαρτία, ώστε να φανεί άξιος της αγάπης και του ελέους του Θεού, όπως αυτό του παρέχεται διά του πνευματικού.
Σε αυτό έγκειται άλλωστε και η ποιμαντική διακονία μέσα στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως δεν έχει ένα γενικό χαρακτήρα, όπως άλλες μορφές ποιμαντικής διακονίας που αφορούν πολλούς ανθρώπους, μία ενορία ή και μία Μητρόπολη. Εδώ πρόκειται για μία προσωποποιημένη διακονία που αφορα και απευθύνεται αποκλειστικά σε έναν άνθρωπο, σε μία ψυχή, και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσει ο πνευματικός. Διότι ένας τροπος που λειτουργεί σε έναν ανθρωπο, μπορεί να μην λειτουργεί σε έναν άλλο ή και να παράγει διαφορετικά αποτελέσματα. Ο πνευματικος καλείται, είτε γνωρίζει τον ανθρωπο που έχει ενώπιόν του, εφόσον πρόκειται για κάποιον ο οποίος συνδέεται μαζί του πνευματικά, είτε προσπαθώντας να εκτιμήσει την πνευματική του κατάσταση από όσα του λέει, εφόσον δεν τον γνωριζει, να βρεί τον ενδεδειγμένο τρόπο για να του μιλήσει και να τον προσεγγίσει, ώστε να ωφεληθεί ο άνθρωπος πνευματικά.
Αυτό χρειάζεται ασφαλώς διάκριση και προσευχή, χρειάζεται σοβαρότητα και ταπείνωση από την πλευρα του πνευματικού, γιατί η ευθύνη του είναι μεγάλη για την ψυχή που τον εμπιστεύεται. Και έχουμε ακούσει όλοι για περιπτώσεις ανθρώπων που πήγαν να εξομολογηθούν σε κάποιους πατέρες στο Άγιο Όρος και αλλού και απογοητεύθηκαν από κάποια αψυχολογητη ή αδιάκριτη αντιμετώπιση και έφθασαν στην απόγνωση, από την οποία τους έσωσε τελικά η χαρη και το έλεος του Θεού, που έφερε στον δρόμο τους κάποιον φωτισμένο πνευματικό, ο οποίος με τη διακριτική του αγάπη κατόρθωσε να επαναφέρει τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει προοδευτικά στη σωτηρία.
Θυμούμαι τον Γέροντά μου να διηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου από τη Χαλκιδική που ήρθε καποτε στο Άγιο Όρος, στην Αγία Άννα, για να εξομολογηθεί. Ήρθε μάλιστα μετά από επίμονη παρότρυνση της συζύγου του, η οποία του έλεγε «πήγαινε και συ να εξομολογηθείς για να κοινωνήσεις».
Υπήρχαν τότε δύο πνευματικοί στην Αγία Άννα. Ο ένας ήταν πολύ αυστηρός, και σε αυτόν έτυχε να πάει ο άνθρωπος. Εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και του είπε όλα όσα είχε κάνει στη ζωή του. Ο πνευματικός κρατούσε σημειώσεις και όταν τελείωσε την εξομολόγηση του είπε ότι ακόμη και όταν πεθαίνεις, δεν πρέπει να κοινωνήσεις.
Ταράχθηκε ο άνθρωπος από αυτό που άκουσε. Έφυγε από τον πνευματικό απογοητευμένος, συντετριμμενος. Αυτός είχε έρθει με την ελπίδα να εξομολογηθεί και να μπορέσει να κοινωνήσει, και ο πνευματικός του είπε ότι δεν είναι άξιος. Περπατούσε σκεφτικός, προβληματισμένος, στεναχωρημένος πως θα επιστρέψει πίσω στο σπίτι του, τι θα πεί στη γυναίκα του και σκεφτόταν μάλιστα να βάλλει τερμα στη ζωή του, εφόσον δεν είχε πλέον καμία ελπίδα.
Στον δρόμο συνάντησε έναν μοναχό που ανήκε στη συνοδεία του άλλου πνευματικού. Τον είδε στενοχωρημένο ο μοναχός και τον ρωτησε τι του συμβαίνει, μήπως χρειάζεται κάποια βοήθεια. Ο άλλος του απήντησε ότι ήρθε στο Άγιο Όρος να εξομολογηθεί και ο πνευματικός του είπε ότι δεν θα έπρεπε να κοινωνήσει ούτε πριν να πεθάνει.
Ο μοναχός κατάλαβε τι συνέβη και για να τον βοηθήσει του είπε «μήπως πήγες στον τάδε πνευματικο; Αυτός δεν είναι καλά, γι᾽ αυτό σου είπε τέτοια πράγματα», θέλοντας να μην εκθέσει και τον πνευματικό. «Έλα», του είπε, «θα σε πάω εγώ στον γέροντά μου που είναι πολύ καλός πνευματικός».
Αναθάρρησε ο άνθρωπος και αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχο. Πήγε όντως, εξομολογήθηκε στον γέροντά του, που ξέροντας την υπόθεση, έδειξε πολλή αγάπη και πολλή κατανόηση, συζήτησαν και όταν τελείωσαν, του είπε να μείνει κοντά τους για μερικές ημέρες, να νηστεύσουν μαζί και να ξαναμιλήσουν.
Αυτό και έγινε. Ο άνθρωπος έμεινε μερικές ημέρες μαζί με τη συνοδεία, νήστευσε μαζί με τους μοναχούς και τον γέροντα, εξομολογηθηκε και πάλι, και πριν να φύγει για να επιστρέψει στο σπίτι του ο γέροντας του έδωσε την ευλογία να κοινωνήσει. Έτσι από εκεί που ο άνθρωπος πήγαινε για να αυτοκτονήσει, μπήκε με τη βοήθεια του γεροντα σε ένα δρόμο και βοηθήθηκε, ώστε να προοδεύσει σιγά-σιγά στην πνευματική ζωή.
Αυτό είναι πραγματική ποιμαντικη διακονία. Βέβαια, δεν έχουν όλοι το χάρισμα, αλλά όλοι θα πρεπει να προσπαθούμε και να προσευχόμεθα στον Θεό, ώστε με τη χαρη του και με τον φωτισμό του να χειριζόμεθα τις ψυχές με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να προκύπτει πνευματική ωφέλεια και όχι βλάβη για την ψυχή.
Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιωτης, αυτή η οσιακή και αγία μορφη, όταν πήγαινε κάποιος να εξομολογηθεί σε αυτόν και ήθελε σοφο χειρισμό, τον έστελε στον πατέρα Διονύσιο, τον πνευματικό, που είχε όντως μεγάλο χάρισμα, ήταν γλυκύτατος και σοφός και αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με μεγάλη κατανόηση και πολλή αγάπη. Και ακόμη και εάν έλεγε σε κάποιον ότι δεν μπορεί να κοινωνησει, το έλεγε με τέτοιο τρόπο, ώστε ο άνθρωπος να διακρίνει την αγάπη του και να μην το θεωρήσει ως τιμωρία αλλά ως βοήθεια για την ψυχή του.
Ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης συνιστούσε: «όχι μεγάλες τιμωρίες αλλά σωστές συμβουλές. Γιατί οι μεγάλες τιμωρίες τροφοδοτούν τον διάβολο με πλούσια πελατεία. Και αυτός αυτό περιμένει».
Και το έλεγε αυτό ο όσιος και σε σχέση με κάποια κυρία, η οποία πήγε για πρώτη φορά να εξομολογηθεί και ο πνευματικός την αποπήρε και έκανε πολύν καιρό να ξαναπάει να εξομολογηθεί.
Όταν ο σύζυγός της το ανέφερε στον όσιο Προφύριο εκείνος είπε: «Είδες τι κάνει η πολλή αυστηρότητα; Γι᾽ αυτό σας λέω να προσέχετε σε τι πνευματικούς πηγαίνετε για να εξομολογείσθε».
Όλα όσα είπαμε είναι μία παράμετρος της κατηχήσεως και της ποιμαντικής διακονίας διά του μυστηρίου της ιεράς εξομολογήσεως μέσα στο ίδιο το μυστήριο.
Ο πνευματικός όμως διακονεί τις ψυχές όχι μόνο με όσα λέγει μέσα στο μυστήριο προς τον εξομολογούμενο, αλλά ακόμη και με όσα λέγει στο περιθώριο του μυστηρίου και εκτός αυτού. Διότι οι άνθρωποι που συνδέονται με έναν πνευματικό απευθύνονται σε αυτόν και για θέματα που δεν άπτονται του μυστηρίου της μετανοίας, που δεν είναι δηλαδή θέματα εξομολογήσεως, αλλά είναι θέματα που απασχολούν τον κάθε άνθρωπο, θεματα οικογενειακά, επαγγελματικά, προσωπικά και άλλα, τα οποία τα θέλουν να συζητήσουν προκειμένου να ακούσουν τη γνώμη και να δεχθούν τη συμβουλή του πνευματικού.
Μέσα από αυτή τη συζήτηση ο πνευματικός έχει την ευκαιρία να καθοδηγήσει τον άνθρωπο στην πνευματική ζωή, να του δείξει με διακριτικότητα και με αγάπη «τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω», χωρίς όμως να επιδιώκει να επιβάλλει τη γνώμη του και να καθορίσει τη ζωή του ανθρώπου που τον ρωτά, επεμβαίνοντας αδιάκριτα σε αυτην.
Ο πνευματικός συμβουλεύει, συστήνει αλλά σέβεται και την ελευθερία του ανθρώπου, έστω και εάν αυτός είναι πνευματικό του τέκνο. Και όταν ο πνευματικός έχει τον σωστό τρόπο, έχει αγάπη και διάκριση, έχει ταπείνωση, τότε με τον τρόπο του αυτό διδάσκει και καθοδηγεί τον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να φανεί ότι αντιδρά και δεν αποδέχεται τη γνώμη του πνευματικού, αλλά στη συνέχεια, βλέποντας τη διάκριση του πνευματικού, τις περισσότερες φορές ξανασκέφτεται τη γνώμη του και είναι πολύ πιθανό ότι θα την αποδεχθεί και θα την ακολουθήσει.
Η ζωή του πνευματικού είναι, άλλωστε, η τρίτη παράμετρος της ποιμαντικής διακονίας που ασκεί διά του μυστηρίου της ιεράς εξομολογήσεως.
Όταν ο άνθρωπος βλέπει στο προσωπο του πνευματικού του έναν πραγματικό πατέρα που ζει ο ίδιος όσα τον συμβουλεύει να κανει, που αγωνίζεται, που προσεύχεται, που είναι προσεκτικός στη ζωή του, όπως ζητά και από το πνευματικό του τέκνο να κάνει· όταν βλέπει ο άνθρωπος ότι ο πνευματικός του κινείται μόνο από αγάπη σε όσα λέει και κάνει και όχι με διάθεση εξουσιαστική ή χειραγωγήσεως της ψυχής του, τότε το όφελος αυτής της ποιμαντικής διακονίας είναι πολύ μεγάλο και για τον εξομολογούμενο, επειδή ωφελείται πνευματικά, αλλά και για τον πνευματικό, ο οποίος ανταποκρινεται με τον τρόπο αυτό στην υψηλή διακονία που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία με φόβο Θεού αλλά και με αγάπη για τις ψυχές των ανθρώπων, «υπέρ ων Χριστός απέθανε», και ισχύει και γι᾽ αυτόν ο λόγος του Κυρίου ότι «ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης … σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πληθος αμαρτιών».
Με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα να παραχωρήσω το βήμα στον προσκεκλημένο ομιλητή μας, τον π. Νεκτάριο Καλύβα, ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος, τον οποίο καλωσορίζω με πολλή χαρά και αγάπη στην Ιερά Μητρόπολή μας και τον ευχαριστώ από καρδίας για την αποδοχή της προσκλήσεώς μας και την παρουσία του στην Ημερίδα των πνευματικών.
Ο π. Νεκτάριος θα μας μιλήσει με θέμα: «Η ιερά εξομολόγηση, εκφραση της μετανοίας».
Δείτε φωτογραφίες της Μητρόπολης εδώ