ΦΑΡΣΑΛΑ-Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αναμένεται να βρεθούν έξι άτομα, δύο ιερείς από τα Φάρσαλα και τέσσερις εφοριακοί της ΔΟΥ.-Οι έξι κατηγορούμενοι φέρονται πως συνεργάστηκαν στο «φούσκωμα» μισθοδοτικών καταστάσεων ιερέων της Μητρόπολης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων.
Ο ένας ιερέας είχε ορισθεί από τον μητροπολίτη ως αρχιερατικός επίτροπος της εκκλησιαστικής περιφέρειας Φαρσάλων και ήταν αρμόδιος να εισπράττει τη μισθοδοσία των κληρικών της περιφέρειας, κάτι που είχε ο άλλος ιερέας πριν από εκείνον.
Οι καταστάσεις σε μηχανογραφημένη μορφή συντάσσονταν από διοικητικούς υπαλλήλους της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων και στη συνέχεια υπογράφονταν σε επτά αντίγραφα από τον γενικό αρχιερατικό επίτροπο.
Από τις καταστάσεις αυτές ένα αντίγραφο παρέμενε στη Μητρόπολη, ενώ τις υπόλοιπες έξι τις έπαιρνε ο ένας ιερέας και τις πήγαινε στη ΔΟΥ Φαρσάλων για να τις καταθέσει. Εκεί μετά τον έλεγχο από το Τμήμα Εσόδων η ΔΟΥ προέβαινε στη σύνταξη πράξης έγκρισης πληρωμής αυτών. Εκδίδονταν αντίστοιχα γραμμάτια είσπραξης και πήγαινε σε αυτό ο ιερέας και έπαιρνε τα χρήματα, μερικές φορές σε επιταγές, άλλες σε μετρητά.
Το 2004 προκύπτει ένα σφάλμα. Δεν διαγράφησαν οι μισθοί ιερέων που είχαν συνταξιοδοτηθεί και μπήκε παραπάνω ένα ποσό 8.500 ευρώ. Το τυχαίο αυτό γεγονός αντιλαμβάνεται ο ένας ιερέας τη στιγμή που κανένας δεν ψάχνει το ποσό, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα. Τότε συλλαμβάνει ένα σχέδιο: να αλλοιώνει τις μηνιαίες μισθοδοτικές καταστάσεις σε μόνιμη βάση και να παίρνει αυτός τη διαφορά. Λέει το σχέδιό του στον έτερο ιερέα και συμφωνεί να το εφαρμόσουν.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Ελευθερία, ο παπάς, όπως κατηγορείται, πηγαίνει στον τότε προϊστάμενο της ΔΟΥ Φαρσάλων. Οι δύο άνδρες γνωρίζονται πολύ καλά. Ο εφοριακός «έτεινε ευήκοον ους» στο σχέδιο του ιερέα, προσδοκώντας κι εκείνος όφελος. Στο κόλπο, όπως αναφέρεται στο βούλευμα, μπαίνει και ο διαχειριστής του ταμείου. Μυούν και μια γυναίκα που τότε ήταν προϊστάμενη στο Τμήμα Εξόδων. Τα παραπάνω τα ήξερε και η σύζυγος του ενός εφοριακού.
Έτσι αρχίζει το μεγάλο «πάρτι». Από το 2005, οι καταστάσεις αλλοιώνονταν. Τα χρήματα έμπαιναν «φουσκωμένα». Τα έπαιρναν οι ιερείς και έδιναν ένα μέρος στους εφοριακούς, σύμφωνα με όσα κατηγορούνται. Από το 2005 κάθε μήνα αλλοίωναν τις μισθοδοτικές καταστάσεις βάζοντας αρκετές φορές και το νούμερο «1» πριν το αναγραφόμενο ποσό. Οι καταστάσεις αυτές πήγαιναν στον εφορία και εκεί αφού «γινόταν πλημμελής έλεγχος» εκδιδόταν αντίστοιχα γραμμάτια είσπραξης.
Τον Ιούνιο του 2012 ένα τραπεζικός υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα παρατηρεί πως οι ιερείς της εκκλησιαστικής περιφέρειας Ελασσόνας, που έχει την ίδια δύναμη με την περιοχή των Φαρσάλων, λαμβάνουν ποσά μισθοδοσίας πολύ μικρότερα από αυτά των Φαρσάλων. Εντοπίζει τη μεγάλη διαφορά και προβληματίζεται. Επικοινωνεί τηλεφωνικά με έναν υπάλληλο της ΔΟΥ και με τη σειρά της ενημερώνει την προϊστάμενη. Αυτή μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά επικοινωνεί με την οικονομική επιθεωρήτρια και έτσι έγινε ο πρώτος έλεγχος. Αμέσως σταματάει ο τρόπος μισθοδοσίας να γίνεται όπως γινόταν και αποκαλύπτεται πως όλο αυτό το διάστημα από το 2004 ως και το 2012 η μισθοδοσία έφτανε τα 3,8 εκατομμύρια.
Ο ένας εκ των δύο ιερέων κατά τη διάρκεια της απολογίας του ενώπιον ανακριτή μέσω απολογητικού υπομνήματος, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας, είχε τονίσει πως όταν αντιλήφθηκε αρχικά το πρώτο λάθος το 2004 επέστρεψε το ποσό στον προϊστάμενο της ΔΟΥ. Όμως «αυτός μου είπε με ύφος: Ό,τι βλέπεις δεν θα μιλάς πάτερ, γιατί δεν θα τα πάμε καλά. Με ρώτησε αν ήθελα να συνεργαστώ μαζί του και να εξασφάλιζα ένα επιπλέον εισόδημα 2 χιλιάδων ευρώ».
«Είμαι ορφανός από πατέρα, μεγάλωσα με στερήσεις. Υπέπεσα στον πειρασμό του πλούτου, αν και ιερέας. Μέγα λάθος μου και το πληρώνω. Μου άρεσε μια ζωή τρυφηλή και σπάταλη. Δίχως να σκέφτομαι το αύριο. Το σχέδιο μου το υπέδειξε ο προϊστάμενος. Το επιπλέον ποσό το παρέδιδα πάντα στο γραφείο του διευθυντή της ΔΟΥ Φαρσάλων. Εγώ συνολικά αφαίρεσα ποσό περίπου 200.000 ευρώ. Τα υπόλοιπα τα κράτησαν ο προϊστάμενος της ΔΟΥ και οι συνεργοί του» ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων.
Σύμφωνα με το βούλευμα γίνεται γνωστό πως κάποιοι από τους κατηγορούμενους εξαφάνισαν τα υπεξαιρεθέντα ποσά «διά της επιμελούς αποκρύψεως σε άγνωστο μέρος, ενώ αρνήθηκαν να αποκαλύψουν τον τόπο όπου τα χρήματα αυτά είναι κρυμμένα ή τοποθετημένα».