ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ – Από τον Σεπτέμβριο 2023 η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να εισάγει ψηφιακές ταυτότητες. Παρόλο που αυτό αποτελεί μία μεγάλη τομή στην σχέση μεταξύ πολίτη και κράτους, η κυβέρνηση προωθεί αυτή την καινοτομία χωρίς πολλές εξηγήσεις.
Ως συνήθως οι κυβερνήσεις διαφημίζουν τις μεταρρυθμίσεις τους και καυχιόνται για αυτές, οπότε γεννάται η υποψία ότι η εισαγωγή ψηφιακών ταυτοτήτων συνεπάγεται μειονεκτήματα για τους πολίτες, τα οποία θέλει να αποκρύψει.
Ο σκοπός της ταυτότητας είναι να ταυτίσει ένα άτομο σε μία κρατική κοινότητα. Η ταυτότητα δεν είναι όμως αυτοσκοπός, αλλά υπηρετεί τον σκοπό να χορηγηθούν δικαιώματα και καθήκοντα σε πολίτες. Ποια δικαιώματα και καθήκοντα, αυτό εξαρτάται από το σύνταγμα μίας χώρας όπως και από προσωπικά χαρακτηριστικά, την ηλικία, το φύλο, οικογενειακή κατάσταση η τον τρόπο ζωής, για παράδειγμα όταν ένας πολίτης έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο.
Σε ένα πολίτη λοιπόν μπορούν δικαιώματα να αφαιρεθούν και καθήκοντα να φορτωθούν. Γιαυτό ήταν έγκλημα εναντίον όλων των πολιτών με έγκυρες ταυτότητες, να ανοίξουν οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη το 2015 τα σύνορα και να επιτρέψουν σε ανθρώπους χωρίς καμία απόδειξη ταυτότητας να μπούν στην κοινότητα, μόνο με βάση ότι αποκαλούνται «πρόσφυγες».
Εάν εξετάσει κανείς τα στοιχεία μίας ταυτότητας θα παρατηρήσει ότι παραδοσιακές ταυτότητες περιλαμβάνουν σχετικά ελάχιστες προσωπικές πληροφορίες, όπως το όνομα, ημερομηνία και τόπος γέννησης, ονόματα γονέων, ομάδα αίματος, ανάστημα και φωτογραφία. Τα στοιχεία της ταυτότητας έχουν όμως αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Παλιά υπήρχαν στοιχεία όπως η υπηκοότητα, το θρήσκευμα, σχήμα προσώπου, χρώμα οφθαλμών και μαλλιών, επάγγελμα και αποτυπώματα. Είναι σημαντικό να συζητηθεί ποια από αυτά τα στοιχεία είναι κατάλληλα για μία ταυτότητα.
Το ανάστημα ως αναγνωριστικό στοιχείο έχει περισσότερο νόημα από το χρώμα οφθαλμών η μαλλιών, τα οποία αλλάζει κανείς εύκολα. Η ομάδα αίματος μπορεί να βοηθήσει τραυματιοφορέα, εάν κατά τύχη βρεί ένα πολίτη λιποθυμισμένο, επειδή όμως ο σκοπός της ταυτότητας είναι να ταυτίζει έναν πολίτη όσο γίνεται πιο απλά και εύκολα, το όνομα και η φωτογραφία εκπληρώνουν αυτό το σκοπό πιο αποτελεσματικά από μία αιμοληψία. Το αποτύπωμα είναι πολύ ακριβές αναγνωριστικό στοιχείο, το να δοθούν όμως προνοητικά τα αποτυπώματα όλων των πολιτών στην αστυνομία μπορεί να ευνοήσει την κακομεταχείριση αυτών των στοιχείων από πλευράς της αστυνομίας.
Το θρήσκευμα και η υπηκοότητα είναι για πολλούς ανθρώπους σημαντικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, τόσο σημαντικά όσο το όνομα και οι οικογενειακοί δεσμοί τους. Επειδή όμως μερικοί πολίτες φοβούνταν μήπως αδικηθούν λόγω της θρησκείας η εθνικότητάς τους, η κυβέρνηση αδικαιολόγητα αφαίρεσε τα στοιχεία. Στο παρελθόν έχουν αδικηθεί και σκοτωθεί πολίτες, γιατί φορούσαν την φανέλλα της λάθος ποδοσφαιρικής ομάδας, εντούτοις η κυβέρνηση δεν απαγόρευσε να φορούνται αθλητικές φανέλλες στο κοινό, παρόλο που η υποστήριξη μίας ποδοσφαιρικής ομάδας σίγουρα δεν είναι τόσο σημαντική όσο η αίσθηση ότι ανήκει κανείς σε μία θρησκεία ή εθνικότητα.
Σε ένα κράτος δικαίου δεν δικαιολογεί όμως η πιθανότητα μίας αξιόποινης πράξης την προληπτική απαγόρευση πολιτικών ελευθεριών. Με βάση αυτή την λογική θα απαγορευόταν να βγαίνουν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους και να έχουν επαφές με άλλους. Αυτό βέβαια θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή μίας όμορφης, ελεύθερης κοινωνίας. Γιαυτό το λόγο θα πρέπει να υπάρχει το θρήσκευμα τουλάχιστον ως επιλογή για όσους θέλουν να το σημειώσουν στην ταυτότητά τους.
Αυτή η μικρή ανάλυση δείχνει κιόλας πόσο σημαντική είναι η συζήτηση και αξιολόγηση των στοιχείων της ταυτότητας. Μία σημαντική αρχή αυτής της αξιολόγησης είναι να εμπεριέχει μόνο τόσα υποχρεωτικά στοιχεία όσα είναι απαραίτητα για την αναγνώριση ενός πολίτη, διότι κάθε περιττή πληροφορία μπορεί να παραβιάσει την ιδιωτική του ζωή. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι θεμελιώδης για μία ελεύθερη κοινωνία και περιγράφει το δικαίωμα του πολίτη να κάνει ο,τι θέλει σε ιδιωτικό χώρο, χωρίς άλλο άτομο να το γνωρίζει και συνεπώς να μπορεί να το κρίνει, όσο δεν εμποδίζει το ίδιο δικαίωμα κάθε άλλου πολίτη.
Δυστυχώς όμως ζούμε σε καιρό που γίνεται το αντίθετο. Ο απλός πολίτης και η προσωπική του ζωή γίνονται όλο πιο διαφανείς για το κράτος, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μέσα, ενώ οι συνομιλίες και επαφές των πολιτικών μένουν αποκρυμμένες. Έτσι δείχνουν στις ειδήσεις πως η υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας κάνει βόλτες ξυπόλυτη στην παραλία της Παλάου, όταν όμως υψηλόβαθμοι πολιτικοί συναντιούνται στο Bildenberg, για να συζητήσουν το μέλλον του πλανήτη η προωθούνται από μη εκλεγμένους εκπροσώπους του WEF, τότε τα κρατικά μέσα ενημέρωσης είναι η τελευταία πηγή από την οποία θα μάθει κανείς αυτές τις σημαντικές πληροφορίες.
Με βάση την αρχή της αναλογικότητας των μέσων σε ένα κράτος δικαίου, όταν η κυβέρνηση έχει στην διάθεσή της δύο μεθόδους, οι οποίες σε ίδιο βαθμό εξυπηρετούν ένα σκοπό, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει την μέθοδο που είναι λιγότερο επεμβατική για την ελευθερία των πολιτών.
Έγχαρτες ταυτότητες δεν προσφέρουν χώρο για πολλές προσωπικές πληροφορίες. Αντίθετα, το μικροτσίπ της ψηφιακής ταυτότητας μπορεί να αποθηκεύει μεγάλα σύνολα δεδομένων, δηλαδή όλη την προσωπική ζωή ενός πολίτη, παρόλο που δεν χρειάζεται. Πέρα από το αυξημένο κόστος για την κατασκευή εκατομμυρίων καρτών με μικροτσίπ, υπάρχει κίνδυνος για παράβαση της ιδιωτικής του ζωής. Συνεπώς, η ψηφιακή ταυτότητα είναι δυσανάλογη και επομένως αντισυνταγματική.
Ένα επιπλέον πλεονέκτημα των έγχαρτων ταυτοτήτων είναι η διαφάνεια των στοιχείων εφόσον φτάνει μία ματιά, για να δεί κανείς ποια στοιχεία περιλαμβάνει. Για να δεί κανείς το περιεχόμενο του μικροτσίπ θα πρέπει να το συνδέσει με υπολογιστή, είτε σε υπηρεσιακό τερματικό είτε σε αναγνώστη κάρτας. Όχι μόνο δυσκολεύει πολλούς πολίτες ο χειρισμός τέτοιον μηχανών, επειδή αυτές οι συσκευές λειτουργούν με ιδιόκτητο λογισμικό, ο τρόπος λειτουργίας τους είναι κρυπτογραφημένος και έτσι ούτε ένας τεχνικά έμπειρος πολίτης δεν μπορεί να ελέγξει, εάν χειραγωγήθηκαν τα στοιχεία.
Μία τέτοια συγκέντρωση προσωπικών στοιχείων σε ένα αντικείμενο δεν είναι όμως κάτι καινούριο, εφόσον κάτι παρόμοιο ήδη γίνεται με τα κινητά, τα οποία αποθηκεύουν όχι μόνο τηλεφωνήματα και επαφές του χρήστη, αλλά τραπεζικά στοιχεία, ιστορικό ιστοσελίδων, μηνύματα, E-Mail, βιβλιάρια εμβολίων και ταυτότητες, τις οποίες μπορεί να ψηφιοποιήσει ο πολίτης σε ανάλογα τερματικά.
Υπάρχουν όμως σημαντικές διαφορές μεταξύ κινητών και ψηφιακών ταυτοτήτων. Το κινητό είναι ένα προσωπικό εργαλείο, με το οποίο μπορώ να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους και δεν είναι υποχρεωτικό, αν και ελληνικές τράπεζες εντελώς παράλογα ζητούν αριθμό κινητού, για να ανοίξουν λογαριασμό. Επιπλέον, υπάρχουν διάφοροι κατασκευαστές και λειτουργικά συστήματα για κινητά.
Εάν τώρα σκεπτόμαστε σαν κακούργοι, το επόμενο βήμα θα είναι να προσφέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερες παροχές υπηρεσιών, για να συνηθίσουμε τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν την καινούρια ψηφιακή ταυτότητα συνεχώς, σαν πιστωτική κάρτα, κάρτα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εισιτήριο λεωφορείου, τρένου, συναυλιών και σποραδικός ακόμη και σαν ταυτότητα.
Βέβαια, οι περισσότερες από αυτές τις παροχές πληρώνονται επίσης με μετρητά, τα οποία επιτρέπουν ανώνυμες συναλλαγές και δεν μπορεί η κυβέρνηση να τα παρακολουθήσει, όπως με τις κάρτες. Συνεπώς, το επόμενο μέτρο θα έπρεπε να είναι να καταργηθούν σιγά σιγά τα μετρητά.
Γι’ αυτό το σκοπό θα προετοιμάζαμε πρώτα τους πολίτες διανοητικά με αγορασμένους «ειδικούς», οι οποίοι θα αναγγέλλουν στα κρατικά μέσα ότι η καλύτερη μέθοδος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του ξεπλύματος χρημάτων είναι η κατάργηση των μετρητών. Ταυτόχρονα θα αποσιωπούσαμε ότι μελέτες που παραγγέλθηκαν από τράπεζες, οι οποίες τράπεζες υποστήριζαν την κατάργηση των μετρητών, δείξαν ότι αυτό μόνο θα επιδείνωνε την οικονομική εγκληματικότητα.
Έτσι έδειξε μία μελέτη της Deutsche Bank ότι στην Σουηδία, όπου σπάνια πιά πληρώνει ο κόσμος με μετρητά, μειώθηκε μεν ο αριθμός ληστειών τραπεζών, ταυτόχρονα όμως αυξήθηκαν οι απάτες σε σχέση με τραπεζικές κάρτες, το οποίο δημιούργησε μάλιστα μεγαλύτερη οικονομική ζημιά σε σύνολο. Αντίθετα, στην Αυστρία, οπού οι πολίτες, σε μεγάλο βαθμό προτιμούν να πληρώνουν με μετρητά, η οικονομική εγκληματικότητα είναι πολύ πιο χαμηλή.
Σε μία τέτοια, εντελώς ψηφιοποιημένη κοινωνία θα ήταν σχεδόν αδύνατο να υπάρχει πραγματική αντιπολίτευση εφόσον η κυβέρνηση θα κατέχει μονόπλευρο έλεγχο των εντελώς ψηφιοποιημένων μέσων επιβίωσης όλων των πολιτών.
Σε αυτό το σημείο, η ψηφιακή δικτατορία είναι στην ουσία ολοκληρωμένη. Επειδή όμως στα αστυνομικά μυθιστορήματα ο κακούργος δεν είναι απλά κακός αλλά επίσης παρανοικός, πρέπει να λάβουμε ένα τελευταίο μέτρο, για να αποκλείσουμε απολύτως κάθε πιθανότητα οι άνθρωποι να ξεσηκωθούν εναντίον της κυβέρνησης, αφού επινοητικοί πολίτες μπορούν να μη χρησιμοποιούν τις κάρτες τους και να βρούνε άλλους τρόπους να οργανωθούν εναντίον της κυβέρνησης.
Για αυτό το λόγο πρέπει να γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή που βρίσκονται οι πολίτες, όπως στους φυλακισμένους που φοράνε ηλεκτρονικό βραχιόλι. Η ψηφιακή κάρτα μεν εντοπίζεται μέσω του μικροτσίπ, όταν όμως ο πολίτης δεν την έχει μαζί του, δεν μπορούμε να τον εντοπίζουμε τόσο εύκολα. Θα χρειαζόταν λοιπόν οι πολίτες πάντα να έχουν την κάρτα μαζί τους. Ο μόνος τεχνικός τρόπος να εξασφαλίσουμε αυτό είναι να μεταμοσχεύσουμε τα μικροτσίπ στα σώματα των πολιτών. Βέβαια, προτού θα πρέπει να δικαιολογήσουμε και να ωραιοποιήσουμε μία τόσο ριζική διαδικασία.
Σίγουρα θα χάνονται και κλέπτονται ψηφιακές ταυτότητες συχνά, ιδίως εφόσον χρησιμοποιούνται με τόσες παροχές και εμπεριέχουν όλα τα προσωπικά στοιχεία. Αντί όμως να παραδεχθούμε ότι ήταν λάθος να συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία σε μία κάρτα και όχι να τα μοιράσουμε έξυπνα σε διάφορες έγχαρτες κάρτες, θα παρουσιάσουμε ως λύση να μεταμοσχεύσουν οι πολίτες τα μικροτσίπ στα σώματά τους, για να μη τα χάσουν η τους τα κλέψουν.
Δυστυχώς φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις μας προετοιμάζουν ακριβώς το μονοπάτι που περιγράφω εδώ. Οι προσωπικές πληροφορίες που συλλέγουν οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες, με τις οποίες συνεργάζονται, είναι η τροφή με την οποία ταίζουν τον δράκο, ο οποίος ακόμα περιμένει και μεγαλώνει κάθε μέρα, μέχρι που να βγεί τελικά από την σπήλια του, για να καταβροχθίσει όσα σώματα και όσες ψυχές μπορεί.
Το ερώτημα τώρα είναι, πως να καταπολεμήσει κανείς ένα δράκο; Εγώ προσωπικά, προτιμώ να καταπολεμώ ένα μικρό παρά μεγάλο δράκο. Η καλύτερη τακτική είναι λοιπόν να λιμοκτονήσω τον δράκο, για να μη τολμήσει να βγεί από την σπηλιά του. Αυτό σημαίνει πρώτα, να αποφεύγω προιόντα από εταιρείες, οι οποίες κάνουν κέρδος με παράνομες συλλογές προσωπικών στοιχείων των πολιτών, όπως η Google, Apple, Microsoft, Facebook, αναφέρω μόνο τις μεγαλύτερες.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε μετρητά όπου μπορούμε. Όταν ένα μαγαζί δέχεται μόνο κάρτες, οφείλουμε να επιλέξουμε μαγαζιά, τα οποία δέχονται ακόμα μετρητά και ας είναι λίγο πιο ακριβά η μακριά. Όταν επί της πανδημίας του κορωνοιού ένα μεγάλο πολυκατάστημα στην Μόσχα καθόρισε οι πελάτες να φοράνε μάσκες, οι πελάτες δεν ήλθαν πιά. Μετά από δύο εβδομάδες το πολυκατάστημα κατάργησε πάλι τις μάσκες. Αυτές είναι οι μικρές θυσίες, τις οποίες πρέπει να κάνουμε για κάτι τόσο μεγάλο σαν την ελευθερία και ιδιωτική μας ζωή.
Τελικά, είναι σημαντικό να μη πάρουμε τις ψηφιακές, αλλά να κρατήσουμε τις παραδοσιακές, έγχαρτες ταυτότητες η να υποβάλλουμε αίτηση για ανανέωση της έγχαρτης ταυτότητας, παρόλο που αυτό δεν είναι οπωσδήποτε απαραίτητο, εφόσον δεν “λήγει” μία ταυτότητα ποτέ. Η ταυτότητα δεν είναι κάρτα μέλους γυμναστηρίου, η οποία λήγει σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Το όνομα, ημέρα και τόπος γέννησης, ονόματα των γονέων, ανάστημα και εθνικότητα είναι βιολογικά και προσωπικά δεδομένα, τα οποία δεν έχουν ημερομηνία λήξεως, ακόμα και όταν δεν θα υπάρχουν πιά οι σημερινές και μελλοντικές διοικήσεις, οι οποίες πραγματικά έχουν ημερομηνία λήξεως.
Εάν η κυβέρνηση δεν είναι πρόθυμη η σε θέση να διατηρεί μία ελεύθερη κοινωνία, τότε πρέπει οι πολίτες μονοί τους να διατηρήσουν μία ελεύθερη κοινωνία, και μάλιστα χωρίς την συναίνεση ενός εγκληματικού πολιτεύματος.
Ρώτησαν κάποτε ένα Ρώσο πως πέτυχε το πιο βίαιο πολίτευμα της ανθρωπότητας, η Σοβιετική Ένωση, να πέσει με ειρηνικό τρόπο, στο οποίο απάντησε ότι απλά παύσανε οι πολίτες να παίρνουν την κυβέρνηση στα σοβαρά. Όταν οι κομμουνιστές ηγέτες ανακοίνωναν τα προγράμματά τους και πανηγύριζαν στα κρατικά μπαλκόνια, οι απλοί πολίτες δεν το παίρνανε καν είδηση, γιατί ήταν τόσο απασχολημένοι να τακτοποιούν τις βασικές ανάγκες της ζωής αναμεταξύ τους. Μετά από λίγο καιρό, ο Gorbatschow ανακοίνωσε αυτό που έτσι και αλλιώς το γνώριζαν όλοι, ότι το σοβιετικό καθεστώς είχε χάσει κάθε σημασία στις ζωές των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν χρειάζονται μία καταπιεστική κυβέρνηση, για να διοργανώσουν τις ζωές τους. Η αποτελεσματικότητα των μετρητών ως μέσο ανταλλαγής η της αναφερόμενης γειτονικής αλληλοβοήθειας λειτουργεί αποδεδειγμένα εδώ και χιλιετίες και δεν θα πάψει να λειτουργεί, επειδή το ανακοίνωσε μία κυβέρνηση σε κάποια συνέντευξη τύπου.
Τελειώνοντας, θέλω να απευθυνθώ στους πολίτες που δεν βλέπουν ανάγκη για αντίσταση εφόσον πιστεύουν ότι πρόκειται για καθημερινές και αθώες μεταρρυθμίσεις μίας ευπρεπής κυβέρνησης. Λοιπόν, εάν οι παρατηρήσεις μου μέχρι εδώ δεν έπεισαν τον αναγνώστη για το αντίθετο, τότε θα είναι δύσκολο να τους πείσω με άλλο επιχείρημα, αλλά ας προσπαθήσω τουλάχιστον.
Η ένδειξη μίας φιλελεύθερης κυβέρνησης είναι ότι προστατεύει τους πολίτες της από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ εσωτερικά παρέχει στους πολίτες την δυνατότητα να ζούν όσο γίνεται πιο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι από το κράτος. Δυστυχώς, σημερινές κυβερνήσεις επιδιώκουν το αντίθετο. Όταν θέλουν άγνωστοι και ενδεχόμενα επικίνδυνοι άνθρωποι να μπούν από έξω, η κυβέρνηση τους αφήνει να περάσουν χωρίς έλεγχο, ταυτόχρονα προσπαθεί με την βοήθεια καινούριων τεχνολογιών και επιτακτικών, κρατικών όρων όλο και περισσότερο να περιορίσει τις ελευθερίες των πολιτών.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να κάνει τους πολίτες να εξαρτώνται από αυτήν δεν ξεκίνησε μόνο μετά από συγκεκριμένες τεχνολογικές εφευρέσεις, αλλά πρώτα με πολιτιστικές και κοινωνικές οπισθοδρόμησεις, οι οποίες διαφημίστηκαν λανθασμένα ως πρόοδο.
Πρωτ’ απ’ όλα, ο γάμος μεταξύ άνδρα και γυναίκας είναι ένας αποκλειστικά θρησκευτικός θεσμός, ένα «μυστήριο», το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μία θεολογική αντίληψη του κόσμου, η οποία βασίζεται στην θεική ευλογιά αυτού του δεσμού και για τον οποίον δεν υπάρχει κρατικό αντίστοιχο, το οποίο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ένας κρατικός υπάλληλος δεν είναι εις θέσιν να εξηγήσει το νόημα του «γάμου» χωρίς να καταφύγει σε θρησκευτική ορολογία.
Ας ρωτήσουμε τον κρατικό υπάλληλο τι σημαίνει, όταν ορίζει ότι από τώρα και στο εξής ένας άνδρας και μία γυναίκα είναι «παντρεμένοι». Μήπως σημαίνει ότι τώρα επιτρέπεται να ζούν μαζί σε ένα διαμέρισμα; Όχι, εφόσον ένα ανύπαντρο ζευγάρι μπορεί να ζει στο ίδιο διαμέρισμα, όπως και τα παντρεμένα ζευγάρια. Μήπως σημαίνει ότι μπορούν να έχουν παιδιά; Όχι, διότι παντρεμένα όσο και ανύπαντρα ζευγάρια μπορούν να έχουν παιδιά. Τότε, μήπως σημαίνει ότι από τώρα δεν επιτρέπεται να μοιχεύουν; Ούτε αυτό, εφόσον ανύπαντρα ζευγάρια μπορούν να κρατήσουν πιστότητα σ’ όλη την ζωή, όπως και παντρεμένα ζευγάρια μπορούν να μοιχεύουν χωρίς το κράτος να το καταδικάσει ως «αμαρτία».
Το κράτος δεν μπορεί λοιπόν να εξηγήσει την έννοια της λέξης «γάμος» χωρίς να καταφύγει σε θρησκευτικές βάσεις, εντούτοις υπόσχεται στο ζευγάρι φορολογικές βοήθειες, εάν δεχθούν να τους «παντρέψει», για να μπορεί έτσι να παριστάνει το κράτος ότι είναι εκκλησία. Όταν δηλαδή ένας κρατικός υπάλληλος ορίζει ότι «πάντρεψε» ένα ζευγάρι είναι σαν ένας υπάλληλος της Δ.Ε.Υ.Α.Φ να ανοίξει την βάνα, για να τρέξει το νερό και έπειτα να ανακοινώσει ότι τώρα «αγιάσθηκαν τα ύδατα».
Αυτή η υπεροψία του κράτους απέναντι στην εκκλησία, δεν είναι όμως απλά συμβολική αλλά εξακολουθεί τον πρακτικό σκοπό να διαλύσει τον θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας. Όταν παντρεύονται άνδρας και γυναίκα αποκλειστικά από ιερέα, όπως είναι πολιτικά και θρησκευτικά κατάλληλο, τότε μόνο ο ιερέας μπορεί να τους χωρίσει. Ο ιερέας όμως έχει το θρησκευτικό συμφέρον να μη διαλύσει αυτό τον «ιερό δεσμό» για το παραμικρό.
Αντίθετα, το κράτος το κάνει πολύ εύκολα, με ένα ραντεβού στον δικηγόρο, ο οποίος βέβαια έχει οικονομικό συμφέρον να διαλυθεί αυτός ο ιερός δεσμός, να γίνει διαζύγιο. Δεν τελειώνει όμως εδώ. Ο γάμος βαθμολογείται από το κράτος σαν συμβόλαιο εφ’ όρου ζωής. Ως συνήθως, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος μονόπλευρα τερματίζει το συμβόλαιο, χωρίς το άλλο να έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, πρέπει αυτός ο οποίος ακυρώνει το συμβόλαιο να πληρώσει πρόστιμο η τουλάχιστον να μη βγεί κερδισμένος απέναντι στο τίμιο συμβαλλόμενο μέρος.
Το κράτος όμως διοργάνωσε το δίκαιο διαζυγίου τόσο μονόπλευρα προς όφελος της γυναίκας, ώστε να μπορεί να χωρίσει τον άνδρα, χωρίς αυτός να έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη και όχι μόνο δίνει στην γυναίκα το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου, αλλά ο άνδρας πρέπει επιπλέον να πληρώνει διατροφή και να βλέπει πως ένας ξένος άνδρας μεγαλώνει τα παιδιά του. Εάν όμως είναι η σχέση τόσο ανυπόφορη για την γυναίκα, θα περίμενε κανείς να είναι πρόθυμη να αφήσει παιδιά, λεφτά και όλα τα άλλα, αρκεί να φύγει από την σχέση.
Το κράτος δεν θέλει όμως οι οικογένειες να μείνουν μαζί, γιαυτό εγκατάστησε με σαφή πρόθεση ένα τόσο μονόπλευρο δίκαιο διαζύγιο, το οποίο δίνει στην γυναίκα οικονομικά και προσωπικά κίνητρα, χωρίς νομικές παραβάσεις του άνδρα της, να τον χωρίσει. Ταυτόχρονα έσπρωξε κατά μέρος τον ιερέα, ως πνευματικό και προμαχώνα της διατήρησης της οικογενείας, για το οποίο μεγάλο φταίξιμο έχουν οι δεσποτάδες, οι οποίοι δέχθηκαν αυτή την εξέλιξη ιδιαίτερα αμαχητί.
Εάν όλες αυτές οι εξελίξεις ακόμα δεν γέννησαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία και τις προθέσεις των σημερινών κυβερνήσεων, θέλω να αναφέρω ένα τελευταίο επιχείρημα, το οποίο επίσης θα κλείσει την συζήτηση για τις ψηφιακές ταυτότητες. Στην αρχή του κειμένου, όταν συζητήθηκε το θρήσκευμα, εξήγησα ότι η κυβέρνηση το αφαίρεσε από την ταυτότητα, γιατί φοβάται την δυνατότητα μίας συνωμοσίας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού εναντίον των μη ορθόδοξων.
Η κυβέρνηση έχει τον αναφερόμενο φόβο συνωμοσίας για ένα λαό σαν τους Έλληνες, στους οποίους η φιλοξενία, ανεκτικότητα και σεβασμός για ξένες θρησκείες και εθνικότητες ιστορικά αποδεδειγμένα είναι πιο έντονη από κάθε άλλο έθνος, ξεκινώντας από την αρχαιότητα, από το Βυζάντιο και έως το παρόν, όπου το τάμα του Κολοκοτρώνη, να κτισθεί ναός στην Αθήνα προς τιμή της απελευθέρωσις από την οθωμανική αυτοκρατορία δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα, για να μείνει πιο πολύ χώρος να κτισθεί τζαμί στο κέντρο της Αθήνας…
Η εθνικότητα και το θρήσκευμα είναι βασικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου και ολοκλήρου του λαού και δεν κρύβονται η καταπιέζονται, όσο και αν το θέλει η κυβέρνηση, τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να είχε μάθει μετά από 400 χρόνια τουρκοκρατίας.
Συνοπτικά, όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι το κράτος εγκατέλειψε το αρχικό του καθήκον ως υπηρέτης του ελεύθερου πολίτη και ανέβασε τον εαυτό του πάνω από αυτόν και την Εκκλησία και επιδιώκει τώρα με την βοήθεια της τεχνολογίας να ελέγχει τις ιδιωτικές ζωές και τα μέσα επιβίωσης των πολιτών και έτσι ουσιαστικά να διαθέτει τις ζωές τους. Λοιπόν, ακόμα να πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι αθώα;
Γράφει ο κ. Αναστάσης Καραφύλλης / Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος