Ι.Μ.Δράμας: “Τόν Όρον τούτον, γνωστόν καί υμίν, αγαπητά τέκνα, ποιούμενοι, εντελλόμεθα καί παραγγέλλομεν πατρικώς, (…) μηδεμίαν αφ ετέρου έχθραν, μηδέ μίσος πρός αυτούς έχητε, αλλά θεωρούντες αυτούς ως αδελφούς πλανηθέντας, δεικνύητε…
σπλάγχνα οικτιρμών, καί υπέρ τού φωτισμού αυτών δέησθε, καθάπερ καί η καθόλου Εκκλησία, (…) μήποτε δώ αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας, καί ανανήψωσιν εκ τής τού διαβόλου παγίδος, εζωγρημένοι υπ αυτού εις τό εκείνου θέλημα”. (Συνοδευτική Εγκύκλιος Πατριάρχου Ανθίμου ΣΤ΄ (Γ΄ πατριαρχεία 5 Σεπτ. 1871 30 Σεπτ. 1873), τού Όρου τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου περί τού Εκκλησιαστικού Βουλγαρικού Ζητήματος, Σεπτέμβριος 1872).
Α΄
Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Μπίγκορσκι τής Σχισματικής Εκκλησίας τών Σκοπίων διατηρεί ιστοσελίδα στό διαδίκτυο. Προφανώς η πρωτοβουλία ανήκει στόν δραστήριο ηγούμενό της Επίσκοπο Αντανίας Παρθένιο, ο οποίος έζησε γιά ένα χρονικό διάστημα στήν μονή Γρηγορίου τού Αγίου Όρους. Επιστρέφοντας στήν πατρίδα του, Ιούλιος 1995, καί αναλαμβάνοντας τήν ηγουμενία στήν Μονή, μετέφερε τό τυπικό τού Αγίου Όρους. Αυτό διακρίνεται εμφανέστατα στά οπτικοακουστικά στιγμιότυπα πού δημοσιεύονται στήν ιστοσελίδα. Μέ έκπληξη ακούς σέ επίσημες λατρευτικές στιγμές οι χοροί νά ψάλλουν ελληνιστί τούς ύμνους καί μάλιστα στήν Βυζαντινή παραδοσιακή μουσική καί όχι στήν Ευρωπαϊκή. Άν η ιστοσελίδα ήταν ανώνυμη, θά νόμιζε ο επισκέπτης ότι είναι από κάποιο ελληνικό μοναστήρι ή από τό Άγιον Όρος. Τό συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται μέσα στήν Βυζαντινή Ρωμαίϊκη παράδοση, ακολουθούν τό τυπικό τής Μεγάλης Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως καί δέν έχουν σχέση μέ τό Σερβικό Εκκλησιαστικό τυπικό.
Γεγονός είναι ότι η περιοχή αυτή δέχθηκε μεγάλη πίεση εκσερβισμού. Ειδικά τήν περίοδο 1892-98 η Σερβία κινήθηκε δραστήρια δίνοντας έμφαση στήν προώθηση τού εκκλησιαστικού καί εκπαιδευτικού έργου στήν Μακεδονία.[1] Αδιάψευστες μαρτυρίες απόκεινται στά αρχεία τού υπουργείου Εξωτερικών τής Ελλάδος, αλλά καί τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μάρτυρας αυτής τής πολιτικής υπήρξε καί ο αείμνηστος Μητροπολίτης Πελαγονίας Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο μετέπειτα ηγέτης τών παλαιοημερολογιτών (Μητροπολίτης Ίμβρου 31/7/1908 από τριτεύων πατριαρχικών διακόνων, Πελαγονίας 14/6/1912, Μελενίκου 22/2/1922 μή αποδεχθείς τήν εκλογή, Νέας Πελαγονίας 15/4/1924, Φιλιατών καί Γηρομερίου 3/9/1925, Μογλενών Φλωρίνης 27/3/1926 έως 1932. Θάνατος 7/9/1955).
Ο σπουδαίος αυτός Ιεράρχης σέ πολυσέλιδη εμπεριστατωμένη έκθεσή του πρός τό Οικουμενικό Πατριαρχείο μέ ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1920 λεπτομερώς αναφέρεται στήν πολιτική εκσερβισμού τού Μοναστηρίου, όπου ο ελληνικός πληθυσμός αριθμούσε 12.000 καί τού οποίου τά δεκαοκτώ σχολεία όλων τών βαθμίδων, καθώς καί τά ευαγή ιδρύματα, διέλυσαν μέ τήν είσοδό τους στό Μοναστήρι οι σύμμαχοί μας Σέρβοι.
Οι ομόδοξοι αδελφοί μας Σέρβοι δέν εφείσθησαν ούτε τών εκκλησιαστικών βιβλίων, αλλά, όπως αναφέρεται στήν έκθεση: “κατασχόντες τά ελληνικά εκκλησιαστικά βιβλία παρέδωκαν αυτά εις τό πύρ πρό τών ομμάτων τών ημετέρων, φρικιώντων επί τή βεβήλω ταύτη καί αποτροπαίω κακουργία”[2].
Η ιστοσελίδα δημοσιεύει πρόσφατη σχετικά συνέντευξη τού ηγουμένου (28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 2020) στό Ουκρανικό πρακτορείο “Θρησκευτική αλήθεια”. Φυσικά αναφέρεται στό ζήτημα τής αυτοκεφαλίας καί τής αναγνωρίσεως τής Εκκλησίας τους από τίς κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες.
Εξαίρεται η ιστορική σχέση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου μέ τήν περιοχή, καί βεβαίως αναμένουν τό επιθυμητό γι αυτούς αποτέλεσμα. Όμως εδώ τίθεται τό ερώτημα: ο σεβασμός καί η αναγνώριση τής προσφοράς καί τών προνομίων τού Οικουμενικού Θρόνου είναι πραγματικός ή περιστασιακός μέχρι νά επιτύχουν τό επιδιωκόμενο;
Μέσα από τά άρθρα καί τίς ανταποκρίσεις πού δημοσιεύονται στήν προσεγμένη ιστοσελίδα πού είναι τρίγλωσση, ξεκάθαρη φαίνεται η σύμπλευση τής Εκκλησίας μέ τήν πολιτεία στό ζήτημα τού ονόματος. Πχ. στήν δημοσίευση “Η Μπίγκορσκι τιμήθηκε μέ παράσημο γιά τήν προσφορά στό κράτος”. Στίς (2/15 Οκτωβρίου 2020) γράφεται: “Τό παράσημο παραδόθηκε στά χέρια τού γέροντός μας καί ηγουμένου, Επισκόπου κ. Παρθενίου, μέ παρουσία τών: πρωθυπουργού κ. Ζόραν Ζάεφ, Αρχιεπισκόπου Αχρίδος καί Πρώτης Ιουστινιανής καί τής Βόρειας Μακεδονίας κ.κ. Στεφάνου, Μητροπολίτη Δεβρών καί Κιτσέβου κ. Τιμοθέου, Μητροπολίτη Τετόβου καί Γκόστιβαρ κ. Ιωσήφου,…). Βλέπουμε εδώ αλλοίωση τού τίτλου τού αρχιεπισκόπου Αχρίδος μέ τήν προσθήκη “καί Βόρειας Μακεδονίας”, αποδεικτικό τών φρονημάτων τής τοπικής Εκκλησίας.
Ο νοσφισμός τής ιστορίας δέν τεκμηριώνεται ιστορικά, ούτε μπορεί η σημερινή μορφή καί δομή νά ταυτισθεί μέ τήν πάλαι ποτέ διαλάμψασα Αρχιεπισκοπή, διότι δέν ταυτίσθηκε μέ κράτος ανεξάρτητο, λειτούργησε μέσα στήν αυτοκρατορία χαριστικά, μέ Ιουστινιάνεια αυτοκρατορική διάταξη μέ πρώτη ονομασία “Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής”, πού δέν επικυρώθηκε από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, καί κυρίως δέν είχε ποτέ χαρακτήρα “μακεδονικό”, όπως τόν ορίζουν οι Σκοπιανοί σήμερα. Εξάλλου τό ποίμνιο ήταν πολυφυλετικό απαρτιζόμενο από Έλληνες, Βουλγάρους καί Σέρβους. Γεωγραφικά δέ μόνον ένα τμήμα τού σημερινού κράτους περιλαμβανόταν στά όρια τής Αρχιεπισκοπής.
Τούς δύο άλλους μητροπολίτες τούς αναφέρω λόγω τών πόλεων Κίτσεβο καί Γκόστιβαρ. Σ αυτές τίς δύο περιοχές χιλιάδες είναι οι ανατολικομακεδόνες πού πέθαναν όμηροι σέ καταναγκαστικά έργα κατά τήν απαισίας μνήμης Β΄ Βουλγαρική Κατοχή στήν Ανατολική Μακεδονία (1916-1918). Αυτά δέν τά γνωρίζουν σήμερα οι Έλληνες, καί δυστυχώς τό Ελληνικό κράτος δέν έκανε τίποτε γιά τήν διατήρηση τής μνήμης τών θυμάτων αυτών.
Γιά νά καταλάβουν οι αναγνώστες τό μέγεθος τού εγκλήματος πού συντελέσθηκε, παραθέτω αυτούσιο σχετικό κείμενο από τό βιβλίο τού Βασίλη Σ. Κάρτσιου “Η Γενοκτονία τού Ελληνισμού τής Ανατολικής Μακεδονίας κατά τήν Β΄ Βουλγαρική Κατοχή 1916-1918”. “Οι Βούλγαροι, οι οποίοι κατείχαν τήν Ανατολική Μακεδονία από τόν Αύγουστο τού 1916 καί είχαν προβεί ήδη σέ απίστευτα έκτροπα εναντίον τού ελληνικού πληθυσμού, βάζουν σέ εφαρμογή τό σχέδιο εξόντωσης όλου τού ανδρικού πληθυσμού από 16 έως καί 60 ετών. Η περιοχή εκτόπισης εκτείνεται από τό Κάρνομπατ, τή Βάρνα καί τή Σιλίστρα τής Βουλγαρίας μέχρι τό Γκόστιβαρ καί τό Κίτσεβο τών Σκοπίων. Από τίς 21 Ιουνίου 1917 οι βουλγαρικές αρχές αρχίζουν νά συγκεντρώνουν τούς Έλληνες κατά τετράδες στά προαύλια δημοσίων κτηρίων, τούς καταγράφουν καί τούς οδηγούν μέ τήν συνοδεία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στά τρένα, όπου τούς στοιβάζουν μέσα σέ άθλια βαγόνια καί τούς μεταφέρουν στήν πόλη Σούμλα τής Β.Α. Βουλγαρίας.
Μέχρι τόν Σεπτέμβριο τού 1917 από τό “κέντρο διανομής καί διαλογής” πέρασαν περισσότεροι από 40.000 Έλληνες, ενώ συνολικά εκτοπίστηκαν 70.000 Έλληνες, από τούς οποίους οι περισσότεροι βρήκαν φρικτό θάνατο στά πρώτα κάτεργα πού στήθηκαν στήν Ευρώπη τόν 20ό αιώνα. Οι σύγχρονοι αυτοί είλωτες χρησιμοποιήθηκαν κυρίως γιά τήν κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, όπως η περιβόητη σιδηροδρομική γραμμή Γκόστιβαρ-Κιτσέβου-Οχρίδος. Η θνησιμότητα στίς τάξεις τών Ελλήνων στήν περιοχή αυτή είχε ξεπεράσει τό 90%.
Σύμφωνα μέ τήν κατάθεση επιζήσαντος ομήρου, σέ μιά διαδρομή 130 χιλιομέτρων εργάζονταν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες 18.000 όμηροι. Από αυτούς δέν επέζησαν περισσότεροι από 1200 άτομα. Οι Βούλγαροι κράτησαν κατάλογο 58.000 εργασθέντων στήν γραμμή αυτή, τήν οποία οι όμηροι αποκαλούσαν “γραμμή αίματος”. Επρόκειτο γιά τό πρώτο συστηματικό σχέδιο μαζικής εξόντωσης αμάχων στήν Ευρώπη τόν 20ό αιώνα, καί υπήρξε προάγγελος τών ναζιστικών στρατοπέδων κατά τήν διάρκεια τού Β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Από τό Γκόστιβαρ καί τό Κίτσεβο επέστρεψαν μόνο μερικά ανθρώπινα ράκη, πού πέθαναν μέσα στά επόμενα χρόνια λόγω τών κακουχιών πού πέρασαν κατά τήν διάρκεια τής ομηρίας τους. Οι επιζήσαντες άρχισαν νά επιστρέφουν τόν Οκτώβριο τού 1918, μετά τήν συντριβή τού βουλγαρικού στρατού από τίς ελληνικές καί συμμαχικές δυνάμεις”.
Από τήν Μητρόπολή μου ενδεικτικά αναφέρω τήν ευημερούσα μεγαλώνυμη κοινότητα τής Χωριστής (Τσατάλτζα) μέ πληθυσμό πρό τής βουλγαρικής κατοχής 3.000. Αρχές τού 1919 ήταν 2.200. Πέθαναν στό χωριό 318, απήχθησαν όμηροι στήν Βουλγαρία 404, επέστρεψαν 183. Ο επικεφαλής τής ομάδας ομήρων Χωριστής, Θεολόγος Σαμαράς, διέσωσε τόν ανάπηρο από κρυοπαγήματα συγχωριανό του Χρήστο Κουπατσιάρη μεταφέροντάς τον στούς ώμους από τό Κίτσεβο μέχρι τήν Σόφια. Όλα τά φοβερά μαρτύρια έγιναν μοιρολόγια:
“Κίτσοβο, φοβερό θεριό, χάρος μέ τό δρεπάνι,
κόβει αλύπητα κορμιά, διάκριση δέν κάνει”.
(Γιά τό Κίτσεβο βλέπε : Αθανασίου Ε. Καραθανάση, Εν Θεσσαλονίκη 1913-1951. Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 83)
Τήν περίοδο αυτή απήχθησαν όμηροι όλοι σχεδόν οι ιερείς τής ανατολικής Μακεδονίας. Σέ λειτουργικό βιβλίο “Μέγα Ωρολόγιον” Εκδόσεως τού 1899, προερχόμενο από Φιλιππούπολη, τό οποίο βρίσκεται στά χέρια μου από δωρεά, καταχωρήθηκε ιδιόγραφη ενθύμηση τού από τήν ανατολική Ρωμυλία καταγομένου ιερέως Μιχαήλ Γρ. Κουκούση, εφημερίου τού ιερού ναού αγίας Σοφίας Δράμας, πού έχει ως εξής: “2α Ιουνίου 1917 ημέρα Πέμπτη εξωρίσθην παρά τάς Βουλγαρικάς στρατιωτικάς αρχάς εις παλαιάν Βουλγαρίαν εκ (…)λιαν καί τανάπαλιν εις Σιβλίεβον. Παραμέναμεν εν σόμα 218 ιερείς, ιερομόναχοι, μοναχοί καί ιεροδιάκονοι Δράμας, Σερρών, Καβάλλας, Πραβίου, Ζυρνόβου ή Νευροκοπίου καί Δεμήρ Ησάρ, 17 Ιουλίου ιδίου έτους φθάσαμεν εις Σιβλίεβον καί εφύγαμεν διά Μακεδονίαν 28 Σ/βρίου 1918 έτους, αδύνατον νά περιγράψω τάς ποιέσεις εκ Βουλγάρου φρουράρχου Λοχ. Πέτρου Γκομάνοβ ο οποίος 2 μηνών πρό τής αναχωρήσεως ημών καταδικάσθη εις 5 έτη φυλάκιση εκ τούς συναδέλφους απεβίωσαν ένδεκα, εις Δράμαν έφθασα τή 6 X 1918. Ιερεύς Μιχαήλ Γρ. Κουκούσης”.
Σήμερα στήν νεοελληνική κοινωνία άλλοι καί άλλου είδους ήρωες κυριαρχούν στό στερέωμα τής Ελλάδος. Σήμερα στίς πρωτεύουσες τών νομών τής Ανατολικής Μακεδονίας δέν υπάρχει ούτε ένα μνημείο γι αυτούς τούς ανθρώπους πού έγιναν σπονδή στά ιερά καί στά όσια τής Ελληνικής φυλής. Ούτε ένα επίσημο μνημόσυνο δέν τελεί η Ελληνική Πολιτεία γι αυτούς. Κρίμα!
Πρός έπαινό τους, οι Σέρβοι στό διασυμμαχικό στρατιωτικό νεκροταφείο στήν Θεσσαλονίκη διατηρούν τό Σερβικό τμήμα καί τό περικαλλές μνημείο πού ανήγειραν σέ άριστη κατάσταση, καί κατά εκατοντάδες τό επισκέπτονται.
Τουναντίον εμείς στό Κίτσεβο καί στό Γκόστιβαρ δέν έχουμε τοποθετήσει ούτε μία απέριττη στήλη στήν μνήμη τών χιλιάδων εθνομαρτύρων.
Β’
Από πρωτοσέλιδο δημοσίευμα τής εγκρίτου εφημερίδος “ΕΣΤΙΑ” (φύλλο 41854, 11-1-2021) πληροφορούμεθα ότι στά Σκόπια τόν ερχόμενο Απρίλιο θά διενεργηθεί δημοψήφισμα μέ βασικό ερώτημα αυτό τής εθνικότητος. Προφανής ο σκοπός. Η κατοχύρωση τής μακεδονικής πλάνης. Άς δούμε όμως τά στοιχεία γιά τόν πληθυσμό πρίν από 124 χρόνια, ώστε νά μάς βοηθήσουν νά εξαγάγουμε ασφαλή κατά τό δυνατόν συμπεράσματα.
Από τά Σκόπια ο πρόξενος τής Ελλάδος Γ. Α. Γιαννόπουλος απέστειλε έκθεση στό Υπουργείο τών Εξωτερικών μέ αριθ. πρωτ. 165/ 31 Ιουλίου 1896. Ακριβές αντίγραφο εστάλη πρός τόν πρεσβευτή τής Ελλάδος στήν Κωνσταντινούπολη Νικόλαο Α. Μαυροκορδάτο. Από τήν έκθεση αυτή βγάζουμε πολύτιμα συμπεράσματα γιά τήν εθνογραφία τών Σκοπίων, όπου απουσιάζει τό “Μακεδονικό” έθνος.
Σύμφωνα μέ τόν πρόξενο, κατά τό λήξαν σχολικό έτος 1895-1896 λειτούργησαν τά παρακάτω σχολεία, κατά εθνότητες.
Έλληνες: έχουν αρρεναγωγείο πέντε τάξεων πού λειτουργεί πρό πολλών ετών, καί φοιτούν 55 μαθητές. Έχει δύο δασκάλους γιά τήν ελληνική καί έναν γιά τήν τουρκική γλώσσα.
Παρθεναγωγείο μέ 45 μαθήτριες καί μία δασκάλα.
Νηπιαγωγείο μέ 110 νήπια καί μία νηπιαγωγό. Αμφότερα συστήθηκαν τό 1876.
Γιά τήν συντήρηση τών σχολείων δαπανώνται ετησίως 225 οθωμανικές λίρες, τίς οποίες καταβάλλει η Ελληνική κοινότητα, βοηθούμενη από τήν επιτροπή ενισχύσεως τής Ελληνικής Εκκλησίας καί Παιδείας. Ο πρόξενος παρηκολούθησε τίς εξετάσεις, καί σημειώνει ότι: “Τό αποτέλεσμα τών γινομένων εις τάς ειρημένας σχολάς δημοσίων εξετάσεων, εις άς παρέστην, υπήρξε καθ όλα ευχάριστον καί ικανοποιητικόν. Αι εύστοχοι απαντήσεις τών μαθητών καί τά εκτεθέντα έργα αυτών έπεισαν πάντας ότι ούτοι επιμελώς καί καρποφόρως ηκροάσθησαν τά διδαχθέντα, οι δέ διδάξαντες μετά ζήλου καί εθνικού ενδιαφέροντος εξεπλήρωσαν τό καθήκον των”.
Οθωμανοί: λειτουργούν πέντε συνολικά σχολές, τίς εξής: Ρουστιέ, Εδέπ, Ασκεριέ, Ιδαδιέ καί μουαζίρ μεκτέπ. Όλα αυτά τά σχολεία συστήθηκαν κατά τήν τελευταία δεκαετία, εκτός τού Ρουστιέ πού προϋπήρχε καί λειτουργούσε ως ανώτερο εκπαιδευτήριο. Η προσχολική εκπαίδευση γίνεται από τούς Ιμάμηδες στά προαύλια τών τζαμιών.
Καί στά 5 σχολεία φοιτούν 650 μαθητές, διδάσκουν 33 δάσκαλοι, όλοι οθωμανοί. Η συντήρηση τών σχολείων γίνεται από τήν Οθωμανική κυβέρνηση.
Βούλγαροι: λειτουργούν πέντε αρρεναγωγεία, στά οποία διδάσκουν 17 δάσκαλοι, καί φοιτούν 560 μαθητές, από τούς οποίους οι 130 είναι οικότροφοι. Τέσσερα από τά σχολεία είναι προκαταρκτικά καί ένα γυμνάσιο. Τό παρθεναγωγείο έχει 190 μαθήτριες, από τίς οποίες 45 είναι οικότροφοι. Υπηρετούν 6 δασκάλες. Λειτουργούν 4 νηπιαγωγεία μέ 340 νήπια καί 8 νηπιαγωγούς.
Τά έξοδα λειτουργίας τών σχολείων καλύπτονται από τήν Βουλγαρική κυβέρνηση καί τήν Βουλγαρική κοινότητα. Τά έσοδα τής κοινότητος προέρχονται από τούς ναούς καί τά αρχιερατικά δικαιώματα τού Εξαρχικού αρχιερέα πού μισθοδοτείται γενναία από τό Βουλγαρικό κράτος. Η πνευματική κίνηση τών Βουλγάρων φαίνεται ζωηρότερη, καί τά σχολεία “διέπονται υπό οργανισμού τακτικωτέρου τού Οθωμανικού καί Σερβικού”.
Σέρβοι: λειτουργούν 2 σχολεία αρρένων, στά οποία διδάσκουν 6 δάσκαλοι, καί φοιτούν 120 μαθητές, από τούς οποίους οι 90 είναι οικότροφοι. Από τά δύο σχολεία τό ένα είναι προκαταρκτικό καί τό άλλο ημιγυμνάσιο. Λειτουργούν 2 παρθεναγωγεία μέ 25 μαθήτριες οικοτρόφους καί 3 δασκάλες. Ένα νηπιαγωγείο μέ 30 νήπια καί μία νηπιαγωγό.
Τά σχολεία ιδρύθηκαν τό 1890 από τήν Σερβική κυβέρνηση, η οποία επιδόθηκε σέ “σπουδαίον πνευματικόν αγώνα κατά τών αντιζήλων της Βουλγάρων, καί ακολουθεί τήν πορείαν τούτων κατά τό πλείστον, ως εξάγεται εκ τής ιδρύσεως οικοτροφείου καί τής περισυλλογής μαθητριών εξ όλων τών χωρίων τής επαρχίας Σκοπίων, φρονούσα ότι διά τού μέσου τούτου οι πρώην ομόγλωσσοί της Βούλγαροι θά γίνωσι Σέρβοι”.
Ισραηλίτες: έχουν ένα σχολείο αρρένων μέ 80 μαθητές καί 3 δασκάλους. Η συντήρηση τού σχολείου βαρύνει τήν Ισραηλιτική κοινότητα. Σχολείο θηλέων δέν υπάρχει, διότι ανέκαθεν οι Ισραηλίτες στέλνουν τά θήλεα τέκνα των στά Ελληνικά σχολεία.
Καθολικοί: έχουν ένα γραμματοδιδασκαλείο μέ 15 μαθητές καί έναν δάσκαλο.
Στήν προξενική έκθεση καταγγέλλεται ότι ο Έλληνας αρχιερέας τών Σκοπίων Αμβρόσιος Σταυρινός (Επίσκοπος Κλαυδιουπόλεως 6-3-1893, Πρεσπών Λυχνιδών (Αχριδών) 30-10-1895, Σκοπίων Νοέμβριος(;) 1896, Πελαγονίας 19-10-1899, Νεοκαισαρείας 18-10-1903, Καισαρείας 25-4-1911, Δέρκων 24-10-1929, θάνατος 1931) είναι “αργυρώνητος” καί όργανο τής Σερβίας. Εργάζεται, πάντοτε κατά τόν πρόξενο, νά συγχωνεύσει στήν Σερβική Εθνότητα τήν Ελληνική, κάτι πού κατόρθωσε στήν ύπαιθρο μέ τόν διορισμό ιερέων καί δασκάλων. Στήν πόλη όμως τών Σκοπίων η Ελληνική κοινότητα ανθίσταται “κατά τών επιβούλων σχεδίων τού σερβίζοντος Ιεράρχου, καί ούτω διατηρεί αξιεπαίνως τάς Ελληνικάς σχολάς”.
Η λεπτομερής προξενική έκθεση δέν αναφέρει καμμία “μακεδονική” εθνότητα, γλώσσα ή σχολείο στήν περιοχή τών Σκοπίων.
Γ΄
Αποθρασυνθέντες οι Σκοπιανοί λόγω υποστηρίξεως από τούς ισχυρούς τής γής, αφού έλαβαν τήν αναγνώριση τού ψευδωνύμου κράτους τους, θέλουν νά αναγνωρισθεί η ψευδώνυμη Εκκλησία τους μέ τόν παραπλανητικό τίτλο Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι σημερινές επαρχίες τής φερόμενης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος είναι ξένες πρός τήν ιστορία καί τό πνεύμα τής πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Αρχιεπισκοπής. Καί βεβαίως καί πρός τήν Γεωγραφία, αφού τό ελάχιστο τμήμα τής σημερινής περιλαμβάνει τήν έδρα τής παλιάς. Γι αυτό πολύ σωστά ο καθηγητής Ιωάννης Ταρνανίδης σημειώνει: “Η επίκληση τής λαμπρής εκείνης καί ένδοξης αρχιεπισκοπής από τήν γειτονική μέν αλλά ξένη πνευματικά σημερινή μητρόπολη, ασφαλώς δέν αποτελεί κανονικό λόγο οικειοποιήσεως τού τίτλου της”[3]. Φυσικά θά χρησιμοποιούν τόν τίτλο Εκκλησία τής Βορείου “Μακεδονίας”, καί έσται η εσχάτη πλάνη χείρων τής πρώτης. Διότι τό εκκλησιαστικό έθος προβλέπει αυτοκέφαλη-ανεξάρτητη Εκκλησία Έθνους ή ανεξάρτητου κράτους, όχι όμως ψευδωνύμου κράτους καί ανυπάρκτου Έθνους.
Βέβαια σκοπός τού άρθρου αυτού δέν είναι νά ασχοληθεί διεξοδικώς μέ τό εκκλησιαστικό ζήτημα τών Σκοπίων. Σκοπός μας είναι από τήν προξενική έκθεση πού δημοσιεύεται νά δείξουμε ότι κατά τόν 19ο καί 20ό αιώνα στίς στατιστικές δέν καταγράφεται ίδια “Μακεδονική” Εθνότητα.
Εν κατακλείδι τό εκκλησιαστικό ζήτημα τών Σκοπίων, παρ ότι αφορά μικρό πληθυσμιακά ποίμνιο, είναι ακανθώδες καί δυσεπίλυτο, χρειάζεται υπομονή, αγάπη καί σεβασμό τής ιστορίας γιά τήν ιεροκανονική επίλυσή του. Δέν επιδέχεται ανεύθυνους καί περιστασιακούς χειρισμούς, όπως συνέβη μέ τό πολιτικό σκέλος. Οι ενδιαφερόμενοι κινούν γή καί ουρανό γιά τήν επίλυσή του. Γίνονται διεργασίες πού δέν προβάλλονται ή δέν δημοσιοποιούνται, γιά νά μήν υπάρξουν αντιδράσεις. Σύσσωμη η πολιτική ηγεσία, πρόεδρος, πρωθυπουργός, πρόεδρος κοινοβουλίου, επισκέφθηκαν τόν “Αρχιεπίσκοπο” κ. Στέφανο, τού ευχήθηκαν γιά τήν ονομαστική του εορτή εξαίροντας τήν προσφορά τής Εκκλησίας στό εθνικό ζήτημα[4].
Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο καλείται νά διαδραματίσει καθηκόντως σύμφωνα μέ τά ιεροκανονικά προνόμιά του, κύριο ρόλο στό ζήτημα. Έχοντας ως ιερά παρακαταθήκη τούς ιερούς κανόνες, τήν ιερά παράδοση καί τόν Όρο τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου τού 1872, πού συνήλθε στό πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό τού Αγίου Γεωργίου στό Φανάρι, έχει υποχρέωση νά διευθετήσει καί νά τακτοποιήσει τούς χριστιανούς τής περιοχής αυτής τών Βαλκανίων, οι οποίοι θά πρέπει νά καταδικάσουν “τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς εθνικάς έρεις καί ζήλους καί διχοστασίας εν τή τού Χριστού Εκκλησία, ως αντικείμενον τή διδασκαλία τού Ευαγγελίου καί τοίς ιεροίς κανόσι τών μακαρίων Πατέρων ημών…” (Όρος τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου 1872).
Εφ όσον οι γείτονές μας -ή μάλλον όσοι εξ αυτών- αισθάνονται μακεδόνες, θά πρέπει νά διαβάσουν μέ προσοχή τήν επιστημονική μελέτη τού Αρχιμ. Ειρηναίου Δεληδήμου “Μακεδονία- Σερμησιάνοι”, όπου θά διαπιστώσουν τήν συγγένεια πού έχουν μέ τήν Ελληνική φυλή, αφού ιδιαίτερη μακεδονική εθνότητα αποκομμένη από τόν κορμό τού Ελληνισμού η ιστορία δέν μαρτυρεί.
Η Εκκλησιαστική λύση τού ζητήματος αυτού δέν πρέπει σέ καμμία περίπτωση νά στηριχθεί στό ψεύδος αυτής τής ιστορίας, γιατί θά κληθεί νά αντιμετωπίσει τήν εκδίκησή της. “Εκκλησίες” τύπου αγύρτου παπά-Ευθύμ δέν ευδοκιμούν μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία. Οψέποτε ιεροσυνοδικώς επιληφθεί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο -ο Άρειος Πάγος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας- τής θεραπείας τού πολυκρότου αυτού εκκλησιαστικού ζητήματος, δέν πρέπει νά αγνοηθεί η Ιεραρχία τών εν Ελλάδι επαρχιών τού Οικουμενικού Θρόνου. Άνευ τής συμμετοχής τών Ιεραρχών τού τμήματος αυτού, η όποια λύσις, φρονώ ότι θά δημιουργήσει μείζονα προβλήματα στήν Εκκλησία.
[1] Μιχαήλ Χρυσανθόπουλος, Μακεδονικός Αγών. Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, Αθήνα 2018, σ. 26. Πλείονα εις τήν έγκριτον έκδοσιν : Αντωνίου Μ. Κολτσίδα, Ιστορία τού Μοναστηρίου τής Πελαγονίας καί τών περιχώρων του. Εκδ. οίκος Αδελφών Κυριακίδη. Θεσσαλονίκη 2003 σελ. 911-913
[2] Μητροπολίτου Πελαγονίας Χρυστοστόμου. Τό περιμάχητον Ελληνικόν προπύργιον. Υπόμνημα εις τό Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, 20 Νοεμβρίου 1920. Άπαντα πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ιερά Μονή Αγ. Νικοδήμου Γορτυνίας, 1997.
[3] Μιχαήλ Σωτ. Χρυσανθόπουλος , ΑΧΡΙΔΑ, εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 119-120, καί βεβαίως τού καθηγητού Ιωάννου Ταρνανίδη, Ιστορία τής Σερβικής Εκκλησίας, Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη 1998.
[4] Ιστολόγιο “Ρομφαία” 11-1-2021.