Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Η ιερωσύνη είναι ωραία! Έχει πνευματική ωραιότητα. Είναι λειτούργημα ιερό καί υψηλό. Έχει θεία αρχή. Είναι θεοίδρυτος θεσμός. Ο Θεός ευδοκεί. Ο Χριστός προσκαλεί.
Τό Άγιον Πνεύμα τελεί. Έτσι όταν χειροτονεί ο Επίσκοπος καθίσταται όργανον τής θείας χάριτος. «Η χείρ τού Αρχιερέως επίκειται τού ανδρός, τό δέ πάν ο Θεός εργάζεται». Τό Πανάγιον Πνεύμα είναι εκείνο πού καθιστά τούς ιερείς στήν Εκκλησία. Καί η Εκκλησία λειτουργεί μέ τούς ιερείς της. Τίποτα δέν γίνεται στήν Εκκλησία καί κανένα μυστήριο δέν επιτελείται χωρίς τούς ιερείς.
Γι’ αυτό η τιμή είναι μεγάλη. Ο ιερεύς καθίσταται συνεχιστής τού έργου τών Αγίων Αποστόλων. Έρχεται καί γίνεται διάκονος καί υπηρέτης τών ανθρώπων χάριν τής ωφελείας καί σωτηρίας τής ψυχής των. Η ιερωσύνη είναι υψηλοτέρα σέ πνευματική αξία κάθε άλλης επίγειας εξουσίας καί αρχής. Βέβαια υπάρχουν καί τά κωλύματα γιά τήν χειροτονία καί χρειάζεται μεγάλη προσοχή αλλά εμφανίζονται καί δυσχέρειες στό έργο τού ιερέως γιατί έχει νά κάμνει μέ ανθρώπους, μέ τίς ψυχές τών ανθρώπων. Ο ιερεύς, επί πλέον έχει ν’ αντιμετωπίσει τούς εχθρούς τού λογικού ποιμνίου του, τούς λύκους καί κλέπτες τής σωτηρίας τής ποίμνης τού Χριστού. Στήν άσκηση λοιπόν τού έργου του θά δεχθεί δοκιμασίες καί πίκρες αλλά μέ τήν βοήθεια τού Χριστού θά υπερβαίνει κάθε φορά τά εμπόδια καί θά κατανικά τόν αντίδικο διάβολο.
Μέ τήν πλατειά αγάπη πού πρέπει νά τόν διακρίνει, τήν ακλόνητη πίστη, μέ τήν ταπεινοφροσύνη, τόν θείο ζήλο, τήν πραότητα, τήν σύνεση, τήν ειρηνικότητα, τήν επιείκεια, τό φρόνημα τής δικαιοσύνης, τόν ευλαβή καί ενάρετο βίο του, μέ τό φιλακόλουθο πνεύμα, τό ιερατικό ήθος του, μ’ όλα αυτά, ο καλός ιερεύς θά είναι αφοσιωμένος στά ιερατικά του καθήκοντα. Έτσι θά έχει καί τόν σεβασμό καί τήν τιμή από μέρους τών χριστιανών καί όντας «όλως ιερωμένος Θεώ», η θεία Χάρις πάντοτε θά τόν επισκιάζει.
Τό κύριον έργον τού ιερέως είναι νά προσφέρει θυσία στό Θεό επί τού ιερού θυσιαστηρίου, δηλαδή νά λειτουργεί. Καί όταν ο ιερεύς λειτουργεί ευσυνείδητα γεμίζει Θεό, πληρούται η καρδία του από θεϊκή ευφροσύνη. Δέν θέλει τίποτα άλλο. Δέν τόν ευχαριστεί τίποτα από τά τού κόσμου. Λέγει μέσα του: Σήμερα λειτούργησα. Σήμερα ύψωσα τά ανάξια, χοϊκά χέρια μου καί ευλόγησα άρτον καί οίνον καί τό Άγιον Πνεύμα έκαμνε τήν μεταβολή σέ Σώμα καί Αίμα Χριστού. Σήμερα κοινώνησα τών αχράντων Μυστηρίων καί πήρα Χριστό μέσα μου! Ώ, τής αφράστου ευφροσύνης!
Έπειτα ο ιερεύς τελεί καί άλλα ιερά Μυστήρια. Πόσο σπουδαίο είναι τούτο, νά καθίσταται υπουργός καί οικονόμος τών θείων Μυστηρίων! Αλλά καί οφείλει καί νά διδάσκει τόν λαόν τού Θεού, νά κηρύττει τόν θείον λόγον, νά συμβουλεύει, νά παρηγορεί, νά ενισχύει, νά καταπαύει ταραχές καί έριδες, νά προφυλάσσει από τίς αιρέσεις τούς πιστούς, νά συγχωρεί, νά στερεώνει στήν ορθόδοξη πίστη. Ποτέ ο ιερεύς δέν πρέπει νά καταριέται αλλά πάντοτε νά ευλογεί κατά τόν βιβλικόν λόγον «ευλογείτε καί μή καταράσθε» (Ρωμ. 12,14), ποτέ δέν θά μεταφέρει κακότητα αλλά καλωσύνη καί αγάπη. Πάντοτε θά είναι ελεήμων καί στοργικός πατέρας.
Ο ιερεύς έχει συνεπώς ύψιστη αποστολή πρός πνευματική διαποίμανση τών χριστιανών ενοριτών του καί οφείλει νά γνωρίζει ότι θέλει δώσει λόγον στό Θεό περί ενός εκάστου αυτών. Αυτή τήν αποστολή η Εκκλησία τού τήν ανέθεσε καί είναι μεγάλο τό χρέος. Γι αυτό καί ο ιερεύς πρέπει νά έχει καθαρή ψυχή καί ως λέγει ο Ι. Χρυσόστομος: «ιερέως ψυχήν δεί τών ακτίνων αυτών είναι καθαρωτέραν».
Διάβασα γιά τόν ιερέα: «Πατήρ καί Υιός καί Άγιον Πνεύμα πάντα οικονομεί, ο δέ ιερεύς τήν εαυτού δανείζει γλώτταν καί τήν εαυτού παρέχει χείρα» (Ιω. Χρυσόστομος) καί πάλιν ο ίδιος ιερός πατήρ: «Οι ιερείς έλαβαν εξουσία τέτοια, τήν οποία ο Θεός ούτε στούς αγγέλους ούτε στούς αρχαγγέλους έδωσε». Ένα άλλο επίγραμμα λέγει: «Βλέψον ιερεύ, τόν θυόμενον άρτον, ούτος φλόξ εστιν, ουχ ποτέ εν βάτω, αλλά φλόξ φλογός καί φλογίνη ρομφαία άπτοντ αναιδώς φλέγουσα ιερέα». Διάβασα τούς στίχους: «Έπεσε ο ήλιος μέσα στό ποτήρι κι ο ιερέας έκθαμβος ψελλίζει, -Ιλάσθητί μοι!, όπως τό αγγίζει στό στόμα νά τό φέρη, νά τό γείρη καί νά δεχθή ωκεανό φωτιάς». Αλλά συνάμα καί τούς άλλους ποιητικούς στίχους: «Άξιος όποιου η καρδιά προσφέρεται βωμός, όταν κατέρχεται σάν ήλιος τ’ Άγιο Πνεύμα, κι’ ο άρτος Σώμα γίνεται κι’ ο οίνος Αίμα καί τό δικό του σώμα διάφανο, τό χέρι φώς, σάν ηλιαχτίδα τρέμει τών Αγίων λειτουργός». Ο άγ. Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει: «Ιερεύς εστι ο δυνάμει Πνεύματος Αγίου μεταποιηθείς». Ο άγ. Νικόλαος Αχρίδος γράφει: «Ο ιερέας μπορεί νά είναι 25 χρονών. Μά η ιερωσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν φιλάτε τό χέρι τού παπά σας, φιλάτε ολόκληρη τήν αλυσίδα τών οσίων καί αγίων ιερέων…ασπάζεσθε τό χέρι, προσκυνάτε τήν ιερωσύνη». Διάβασα ένα άλλο επίγραμμα: «Νά λειτουργείς, ως νά είναι η πρώτη καί η τελευταία σου Θ. Λειτουργία» καί ακόμη άλλο ένα τοποθετημένο σέ μιά γωνία ενός Ιερού Βήματος: «Πρόσεχε, σέ βλέπουν οι άγγελοι». Διάβασα, γιά άλλον ιερέα πού όταν στεκόταν μπροστά στήν Αγία Τράπεζα καί λειτουργούσε δέν πατούσε στή γή. Ήταν υπερυψωμένος.
*
Έπειτα άκουσα γιά πολιόν ιερέα ότι κυριολεκτικά συγκλονιζόταν όταν έλεγε «Κύριε Ελέησον», «Παράσχου Κύριε», «Αμήν», πού έβγαιναν από τά βάθη τής ψυχής του. Άκουσα γιά άλλο ιερέα ότι όταν ήταν ασθενής καί δέν τόν κρατούσαν τά πόδια του μετά τόν καθαγιασμό τών Τιμίων Δώρων πού είχε γονατίσει καί έπρεπε μετά νά εγερθεί, άγγιξε στή γωνία τήν Αγία Τράπεζα γιά νά στηριχθεί ώστε νά μή πέσει κάτω καί τότε δακρυσμένος γύρισε καί είπε στούς συλλειτουργούς του: «Μέ συγχωρείτε αναγκάστηκα νά ακουμπήσω στήν Αγία Τράπεζα!». Μού είπαν ότι όταν έβλεπαν οι κάτοικοι από μακρυά ένα συγκεκριμένο ιερέα έλεγαν: «Νά, ο άνθρωπος τού Θεού» καί όταν περνούσε κοντά τους, νόμιζαν πώς σέρνεται δίπλα τους, τό ιμάτιο τού Χριστού. Άκουσα πάλι γιά ένα ιερέα, ο οποίος συχνά προέτρεπε: «Άνοιξε τό Ευαγγέλιο γιά νά δείς πόσο σ’ αγαπά ο Χριστός» καί γι’ άλλον πού έλεγε: «Παρεκτρέπεσαι ακόμα καλό μου παιδί, γιατί δέν σ’ έχω βάλει γιά τά καλά στή προσευχή μου».
*
Αλλά ακόμη καί είδα σεβάσμιο ιερέα μετά τήν Θ. Μετάληψη νά απλώνει τά χέρια του στίς φλόγες στό αναμμένο κερί τής Αγίας Τράπεζας γιά νά καούν τυχόν λίαν ελάχιστοι «μαργαρίτες». Είδα άλλον ιερέα πρίν εισέλθει στό Ι. Βήμα νά βγάζει τά παπούτσια του πού φόραγε γιά τόν δρόμο καί νά βάζει άλλα πού είχε μέσα σ’ ένα κουτί γιά νά εισέλθει στό Ιερό Βήμα καί τανάπαλιν. Άλλος ιερεύς μπροστά στήν Αγία Τράπεζα όταν λειτουργούσε ποτέ δέν κύτταγε δεξιά αριστερά αλλά τά μάτια του ήταν ολόϊσα καρφωμένα στόν Εσταυρωμένο. Είδα ιερέα νά κλαίει όταν έλεγε «Λάβετε φάγετε…» «Πίετε εξ αυτού πάντες…». Άλλος ιερεύς πνευματικός νά στενοχωριέται γιά τίς εξομολογούμενες αμαρτίες τού πιστού καί κατά τήν διάρκεια τής εξομολόγησης νά έχει κατεβασμένο τό κεφάλι του. Είδα γέροντα ιερέα ότι όταν έλεγε τίς εκφωνήσεις πού απευθυνόντουσαν στόν Θεό Πατέρα ή τόν Χριστό μέ τίς φράσεις: «Ότι πρέπει σοι πάσα δόξα» ή «καί σοί τήν δόξαν αναπέμπομεν» ή «σοί προσπίπτομεν καί σού δεόμεθα» ή «σέ υμνείν, σέ ευλογείν», τίς προσωπικές αυτές αντωνυμίες τίς έλεγε τόσο εκφραστικά δείχνοντας μέ τό χέρι του τήν εικόνα τού Χριστού, τόν Εσταυρωμένο, ώστε ένοιωθες, πράγματι, τήν τού Κυρίου παρουσία.
Κατακλείουμε μέ μία διήγηση εκ τών λόγων τού Οσίου Αναστασίου τού Σιναίτου (7ος αι.) περί τού Ιερατικού αξιώματος. «Εις τής Λαοδικείας τό κάστρον ήτον ένας Ιερεύς ευλαβής καί φοβούμενος τόν Θεόν μίαν νύκτα υπήγε πρός αυτόν ο πρώτος τού τόπου αναγκάζοντάς τον νά σηκωθή, νά υπάγη νά βαπτίση τό παιδίον αυτού τό νήπιον, ότι ήτον εις κίνδυνον θανάτου. Ο δέ Ιερεύς ως ήκουσε τούτο εσηκώθη παρευθύς χωρίς καμμίαν αμέλειαν, καί άρχισεν από τής κλίνης νά λέγη τάς Ευχάς τού αγίου Βασιλείου τού Βαπτίσματος καί ούτως υπήγεν εις τόν τόπον όπου ήθελε νά βαπτισθή τό παιδίον τήν ώραν δέ, όπου έφερναν τό ύδωρ καί τό άγιον έλαιον, απέθανε τό παιδί αβάπτιστον. Καί λαβών ο Ιερεύς εκείνος, τό έβαλεν έμπροσθεν τού Θυσιαστηρίου, καί είπεν εσένα τού ομοδούλου μου Αγγέλου τού Θεού λέγω, μετ’ εκείνης τής εξουσίας όπου μάς έδωκεν ο Χριστός, νά δέσωμεν καί νά λύσωμεν τά επί τής γής καί εν ουρανώ, απόδος τήν ψυχήν τού παιδίου εις τό σώμα, ώστε νά βαπτισθή διότι δέν λογιάζω, νά σέ επρόσταξεν ο Θεός, νά πάρης αυτήν τήν ψυχήν αβάπτιστον διότι γνωρίζει ο Δεσπότης σου καί Δεσπότης μου, ότι δέν αμέλησα, αλλά τήν ώραν όπου εξυπνίσθην, μέ τήν φωνήν τού πατρός τού παιδίου, παρευθύς άρχισα τήν Ευχήν τού Βαπτίσματος. Ταύτα τού Ιερέως πρός τόν Άγγελον ειπόντος, ανέστη τό παιδίον, ελθούσης τής ψυχής παρά τού Αγγέλου εις τό σώμα καί όταν τό εβάπτισεν ο Ιερεύς, τότε πάλιν εκοιμήθη εν Κυρίω καί παρέλαβεν ο Άγγελος βαπτισμένην τήν ψυχήν τού παιδίου. Τούτο είναι άξιον νά μάς φανερώση τό αξίωμα τής Ιερωσύνης πώς εάν εις τούς Αγγέλους έχη δύναμιν καί τό ευλαβούνται, πόσω μάλλον εις τούς ανθρώπους νά μή ήναι άξιον καί δυνατόν, νά λύη καί νά δένη».
Μετά απ’ όλα αυτά. Ιερεύς τού Υψίστου! Λειτουργός τού Κυρίου! Ο στιχουργός θά γράψει: «Τά πήλινά σου δάκτυλα, τόν άνθρακα προσψαύουν καθώς η φλόγα τής θυσίας στό βωμό ανάβει καί φλέγεται η καρδιά σου πρίν φλογίσει τίς καρδιές μας». Οποία τιμή, οποία δωρεά καί ευλογία τού Θεού αλλά καί οποία ευθύνη. Είναι ισόβιο τό έργο του. Μία ημέρα θά αξιωθεί νά λειτουργεί καί στό επουράνιο Θυσιαστήριο. Έχει λάβει τήν «παρακατηθήκη». Ώ, ιερεύ, πρόσεχε.