Ι.Μ. ΦΩΚΙΔΟΣ: Με αφορμή την κυκλοφορία ανώνυμων συκοφαντικών κειμένων στο διαδίκτυο, αλλά και στα χωριά του Δήμου Δωρίδος, που ψευδώς διαδίδουν ότι δήθεν ο Μητροπολίτης Φωκίδος κ. Θεόκτιστος και ο Πρωτοσύγκελλος Νεκτάριος Μουλατσιώτης, με «πολιορκητικό κριό» την Ηγουμένη Μαριάμ προσπαθούν να οικειοποιηθούν 32.000 στρέμματα.
Τα κείμενα αυτά διανεμήθηκαν σκοπίμως τις παραμονές της Θεομητορικής Εορτής της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με προφανή σκοπό την επιβουλή της θρησκευτικής τάξεως του χριστεπώνυμου πληρώματος, τον σκανδαλισμό του και εν τέλει την παρεμπόδιση της θρησκευτικής συνάθροισης στην πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουτσουριωτίσσης.
Θα θέλαμε δι’ όλα αυτά να ενημερώσουμε τους αγνοούντες την πραγματικότητα, καλοπροαίρετους χριστιανούς μας, ώστε να γνωρίζουν όλη την αλήθεια:
Η εκκλησιαστική περιουσία δεν ανήκει στους Μητροπολίτες ή τους ηγουμένους των Μονών. Η εκκλησιαστική περιουσία είναι το σύνολο της περιουσίας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, δηλαδή όλων των Ιερών Μητροπόλεων της Ελλάδος, εκατοντάδων Μοναστηριών, χιλιάδων ενοριακών Ναών, αρκετών Προσκυνημάτων και των κεντρικών Οργανισμών της Εκκλησίας. Όλα αυτά, σύμφωνα με τη διάταξη του Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», «κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις» αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Και ως νομικά πρόσωπα διοικούνται από Συμβούλια που συγκροτούνται όπως οι νόμοι του Κράτους ορίζουν.
Η Εκκλησία, ως θεανθρώπινος οργανισμός, υπάρχει ήδη επί 20 αιώνες. Κανένα Κράτος ή άλλος θεσμός στον κόσμο δεν αριθμεί τόσο μακρό βίο. Κατά τις απαρχές της χριστιανικής πίστεως, όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή… ως αναφέρει η Αγία Γραφή όλα τα είχαν κοινά… Όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών πού πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των Αποστόλων (Πράξ. 4, 32. 34-35).
Αργότερα, οι μοναχοί στις ερημιές ή σε απόμερα μέρη, όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι, οικοδόμησαν τα μοναστήρια τους, τα οποία απέκτησαν με τα χρόνια νόμιμες περιουσίες, οι οποίες αργότερα κατοχυρώθηκαν στους χρόνους τής βυζαντινής περιόδου από τους αυτοκράτορες και διατηρήθηκαν από τους Οθωμανούς και αναγνωρίστηκαν νομοθετικά και από το νεοελληνικό Κράτος.
Με την περιουσία αυτή που είχαν τα Μοναστήρια αξιοποίησαν τη δυνατότητα να ιδρύσουν -σε περιόδους χαλάρωσης της σουλτανικής εξουσίας- σχολεία με περίφημους Δασκάλους του Γένους, να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα, να προετοιμάσουν και να στηρίξουν την Εθνεγερσία του 1821.
Μόνο τυχαίο, λοιπόν, δεν ήταν το ότι η Εκκλησία, και κυρίως τα πολλά Μοναστήρια που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο, μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου (1828), κατείχαν νόμιμα το 25% περίπου της γης (βλ. Πρακτικά τής Ολομέλειας τής Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρία 2.4.1987, σελ. 5076).
Ένα εξ αυτών των Μοναστηριών, με μεγάλη περιουσία , υπήρξε και το Μοναστήρι, γνωστό στον τοπικό πληθυσμό του νομού μας, ως « Κουτσουριώτισσα », ιδρυθέν περί το έτος 1648 μ.Χ. Η περιουσία της Ιεράς αυτής Μονής Κουτσουριωτίσσης έχει καταχωρηθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα οποία μπορεί να μελετήσει οιοσδήποτε εγγράμματος συμπολίτης μας.
Η περιουσία αυτή, όπως είναι καταχωρημένη στα επίσημα Αρχεία του Ελληνικού Κράτους, έχει περιγραφεί σε συμβολαιογραφικό έγγραφο με την ονομασία «έκθεση απογραφής», που μας υποχρέωσε το Ελληνικό Κράτος να συντάξουμε και να μεταγράψουμε στο οικείο υποθηκοφυλακείο, ενόψει και της υποχρέωσης ψηφιακής καταγραφής της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Οιοσδήποτε εκ των συκοφαντών μας μπορεί να ανατρέξει στα εκατοντάδες έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Ελληνικού Κράτους που πιστοποιούν την πράγματι υπάρχουσα περιουσία της Ιεράς Μονής Κουτσουριωτίσσης. Όμως προς τελική διευθέτηση της υποθέσεως αυτής, σας γνωστοποιούμε ότι ήδη εδόθη εντολή και έγκριση για την άσκηση των απαιτουμένων ενδίκων μέσων ενώπιον των Ελληνικών Τακτικών Δικαστηρίων, τα οποία είναι και τα μόνα αρμόδια για την επίλυση αντίστοιχων διαφορών, όπως το Σύνταγμα επιτάσσει σε μια ευνομούμενη χώρα, που επιβάλλει την τήρηση των κανόνων δικαίου για την επίλυση όλων των διαφορών και απαγορεύει την αυτοδικία και την διαπόμπευση του ιερού θεσμού της Εκκλησίας, καθόσον, συνταγματικά προστατευόμενο πολιτιστικό περιβάλλον αποτελούν και οι θρησκευτικού χαρακτήρα χώροι πνευματικής άσκησης και λατρείας, στους οποίους συγκαταλέγονται οι χώροι λατρείας (Ιεροί Ναοί και Μονές) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως ουσιώδη στοιχεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης και ιστορίας και άρα της πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού λαού (αρθρ. 13 Σ. – 24 § 1 Σ.).
Δυστυχώς, κάποιοι αγνοώντας τα ανωτέρω και παρασυρόμενοι από ανθρώπους με ιδιοτελείς και πονηρούς σκοπούς, προέβησαν το απόγευμα της 22-08-2022, δηλαδή την παραμονή της εορτής της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (ενώ θα μπορούσαν οιαδήποτε άλλη ημέρα να προβούν στην δήθεν ειρηνική διαμαρτυρία τους), κατά την ώρα που τελούνταν ο πανηγυρικός εσπερινός στην Ιερά Μονή Κουτσουριωτίσσης, σε υβριστικά ανάρμοστες πράξεις και διετάραξαν την λειτουργία του πανηγυρικού εσπερινού, ενώ επίσης παρεμπόδισαν τους επιθυμούντες να συμμετάσχουν στην θρησκευτική ακολουθία, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό βάναυσα την εορτή της Θεομήτορος και πράττοντας ωσάν τους βασιλείς των Ιουδαίων, κατά την ημέρα της εκδήμησης της Θεοτόκου, οι οποίοι, μη υποφέροντας να βλέπουν την αγάπη του κόσμου για τον Κύριο και την Μητέρα Του, παρακίνησαν κάποιους από τον λαό να παρεμποδίσουν την νεκρική πομπή της Θεοτόκου. Ως αναφέρει δε το ιερό συναξάρι, όλοι οι ασεβείς τυφλώθησαν.
Στην Παναγία μας, την μητέρα του Κυρίου, άρμοζε να γίνει κοινή και πάνδημη η πανήγυρη, να Τη μακαρίσουμε, να Την τιμήσουμε , για να Την έχουμε αέναη πρέσβειρα στον θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού.
Σε όσους έπραξαν τα αντίθετα ευχόμεθα να λάβουν κάποτε την Θεία φώτιση και να μετανοήσουν για την ασέβεια που επέδειξαν πρώτα μεν προς το πρόσωπο της Παναγίας και δεύτερον κατά των εκπροσώπων της Εκκλησίας μας.