Πειραιάς: Κεντρικός ομιλητής φέτος ήταν Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κρήνης και Έξαρχος Μάλτας κ.Κύριλλος, Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η Οικουμενική διάστασις της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών».
Στο Αμφιθέατρο Συνεδρίων του Πανεπιστημίου Πειραιώς πραγματοποιήθηκε σήμερα Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023 η καθιερωμένη κατ’ έτος κοινή εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως και του Πανεπιστημίου Πειραιώς, για την εορτή των Τριών Ιεραρχών, προστατών της Παιδείας και των Γραμμάτων.
Κεντρικός ομιλητής φέτος ήταν Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κρήνης και Έξαρχος Μάλτας κ.Κύριλλος, Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η Οικουμενική διάστασις της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών».
Τους παρευρισκομένους καλωσόρισε ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πειραιώς κ.Μιχαήλ Σφακιανάκης, ο οποίος σημειώνοντας πως σήμερα είναι μία εορτή της παιδεία και των γραμμάτων, εξήρε τη μόρφωση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κρήνης κ.Κυρίλλου και συνεχάρη τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ.Σεραφείμ για την πρωτοβουλία αυτών των εκδηλώσεων. Επίσης, αναφερόμενος στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σημείωσε πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν 15.000 προπτυχιακοί φοιτητές και 5.000 μεταπτυχιακοί.
Στην συνέχεια το λόγο έλαβε o Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ, ο οποίος στον σύντομο χαιρετισμό του, μεταξύ άλλων, σημείωσε πως οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας «κηρύσσουν διαχρονικά ότι για να κατορθώσει ο άνθρωπος να ενωθεί με τον προαιώνιο Λόγο πρέπει να ελευθερωθεί από τις αισθήσεις και τους φραγμούς της υποκειμενικότητός του», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «η Θεολογική εμπειρία και σκέψη των Αγίων τριών Ιεραρχών γεννά δύο εκπλήξεις: την κριτική άποψη και την εγκυρότητα της γνώσεως μέσα από το σεβασμό της ετερότητας, όπου η μέθοδος δεν υποκαθιστά την επαλήθευση, αλλά υποβοηθά στο να κοινωνείται η εμπειρία». «Προϋπόθεση της κοινωνίας είναι η πραγμάτωση του αληθούς για την Θεολογία των Τριών Ιεραρχών», συμπλήρωσε.
Αναφέροντας πως με την εκδήλωση αυτή, η Μητρόπολη και το Πανεπιστήμιο Πειραιώς, τιμώντας τα πρόσωπα των μεγάλων τριών Ιεραρχών και διδασκάλων, προστατών της παιδείας και των γραμμάτων, «τιμούν όλους τους λειτουργούς της εκπαιδευτικής κοινότητος και τους φορείς της παιδείας», ευχαρίστησε θερμότατα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κρήνης και Έξαρχο Μάλτας κ.Κύριλλο «για την εξαίρετη προσφορά του στα θεολογικά γράμματα και το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως και στο Σεπτό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο του οποίου μετ’ αφοσιώσεως και επιγνώσεως έχει την μεγάλη και ευλογημένη διακονία ως Ιεράρχης του».
Ο Σεβασμιώτατος συγχαίροντας για την εκλογή του τον νέο Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιώς κ.Μιχαήλ Σφιακανάκη, τον ευχαρίστησε θερμά τόσο για την αμέριστη συμπαράστασή του στο έργο της Εκκλησίας μας όσο και για την συνδιοργάνωση της εσπερίδας.
Τέλος, ευχαριστώντας όλους για την παρουσία τους και αφού ανέγνωσε το βιογραφικό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κρήνης και Εξάρχου Μάλτας κ.Κυρίλλου, τον κάλεσε στο βήμα «για να απολαύσουμε τη σοφία και την αγάπη σας», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Μετά το πέρας της εσπερίδος πραγματοποιήθηκε δεξίωση για όλους τους παρευρισκομένους.
Δείτε πλούσιο φωτογραφικό υλικό ΕΔΩ.
Ακολουθεί η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κρήνης κ.Κυρίλλου με θέμα «Η Οικουμενική διάστασις της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών».
† Κυρίλλου
Μητροπολίτου Κρήνης και Πατριαρχικού Εξάρχου Μελίτης
Ακολουθεί η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κρήνης κ. Κυρίλλου με θέμα «η Οικουμενική διάστασις της διδασκαλίας των τριων Ιεραρχών».
Κυρίλλου
Μητροπολίτου Κρήνης και Πατριαρχικού Εξάρχου Μελίτης
η Οικουμενικότητα της διδασκαλίας των τριων Ιεραρχών
Είναι κοινός τόπος, ότι ο τέταρτος μετά Χριστό αιώνας είναι ο αιώνας της πάλης για την αλήθεια. δεν είναι μόνο σημαντικός για τη ζωή της Εκκλησίας και τη Θεολογία της. Είναι σημαντικός για την ιστορία του ανθρωπίνου πολιτισμού. Είναι η κοσμογονική εποχή με βαθιές ρωγμές, αλλαγές, αναστατώσεις πολιτικές και κοινωνικές, τολμηρές αναζητήσεις, γενικότερες ανακατατάξεις ιδεών, από τις οποίες κυοφορείται ένα διαφορετικό κοσμοείδωλο. Είναι ένα οριακό σημείο. Είναι το παλαιό που φεύγει αμυνόμενο και ανθιστάμενο, για να παραχωρήσει τη θέση του στο νέο. η Εκκλησία έχει βγει πλέον από τις υπόγειες κατακόμβες και καλείται να αναμετρηθεί με τις ποικίλες προκλήσεις, όχι μόνο εξωτερικές, αλλά και εσωτερικές που δημιουργεί η ζωτική της παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας.
Είναι επίσης κοινός τόπος, ότι αυτός ο νέος κόσμος της Εκκλησίας δε θα μπορούσε να αναδυθεί, αλλά και να αυξηθεί και να εδραιωθεί, να αναδυθεί και να ευδοκιμήσει χωρίς την καθοριστική, την αποφασιστική, τη ρηξικέλευση παρέμβαση και παρουσία των σήμερα εορταζομένων αγίων Ιεραρχών του Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Ιωάννου. Είναι εκείνοι που αντιμετώπισαν με βαθεία συνέπεια, ανδρεία και φρόνηση τα αιτήματα των καιρών τους. με οξύτητα αναλύουν την αντιφατικότητα της κοσμικής πραγματικότητας που κινείται σε μια διαλεκτική διελκυστίνδα λόγου και αλόγου, πίστεως και γνώσεως, πτώσεως και ανόδου. εν τούτοις εμφανίζονται απόλυτα πεπεισμένοι για τις δυνατότητες του ανθρώπου να υπερβεί το τραγικό του αδιέξοδο. ο Βασίλειος, ο οποίος εκλήθη Μέγας, ο ασκητής μοναχός, ο οποίος δεν διέκοψε ποτέ τις σχέσεις του με το διάσημο σοφιστή και δάσκαλο της ρητορικής Λιβάνιο, ο οποίος έστελνε πάντα σ αυτόν μαθητές από την Καππαδοκία για να ολοκληρώσουν τις σπουδές του, ο οποίος ανεδείχθη σε μεγαλόπνοο εκκλησιαστικό ηγέτη, είναι αυτός, ο οποίος θωρακισμένος με την πλούσια ελληνική του παιδεία θα συλλάβει την αναγκαιότητα του διαλόγου με την κυρίαρχη στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ελληνική φιλοσοφία, αλλά θα σχεδιάσει και θα προβάλει κριτήρια του διαλόγου αυτού. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θα αναδειχθεί σε κατ’ εξοχήν κορυφαίο συστηματικό Θεολόγο, ο οποίος θα προβεί σε μια σωτηριολογική αξιολόγηση των δύο κόσμων και θωρακισμένος και εξοπλισμένος με μια βαθειά χαρισματική πνευματική προσωπική εμπειρία, με την εμβριθή ελληνική του παιδεία, με την τέλεια καλλιέπεια και πληρότητα και του ποιητικού λόγου του θα αναπτύξει και θα καταγράψει τη συστηματική θεολογική ερμηνεία της νέας πίστεως, στον ευαίσθητο και επικίνδυνο χώρο της Τριαδολογίας και Χριστολογίας με κορυφαίο επίτευγμα τους 5 θεολογικούς λόγους. ο Ιερός ο Χρυσόστομος, κήρυκας αυθεντικός ενός «θεολογικού, θα λέγαμε, ρεαλισμού» με την κηρυγματική προβολή της ερμηνείας και της βιώσεως από τους πιστούς της χριστιανικής αληθείας, όχι μόνο δε θα αρνηθεί την οικειότητα Χριστιανισμού και Ελληνισμού, εκεί όπου αυτή πράγματι υπάρχει, αλλά θα αναζητήσει τη βαθύτερη συγγένεια, για τη σαφέστερη θεολογική ανάδειξη της αλήθειας της χριστιανικής πίστης εφαρμοζόμενης στη ζωή των πιστών.
η σημερινή εορτή των γραμμάτων και της παιδείας προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, όταν η αναφορά στις τρεις αυτές εξαιρετικές προσωπικότητες δεν αποτελεί συνέχεια μιας τυπικής παραδόσεως, δεν περιορίζεται στον ύμνο του παρελθόντος, αλλά εμφορείται από ένα αληθές και ειλικρινές πνεύμα μαθητείας, ικανό να μας οδηγήσει στο σκοτεινό και πολυδαίδαλο παρόν και να χαράξει το μέλλον.
Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι οι τρεις Ιεράρχες δεν υπήρξαν παθητικοί θεατές των προκλήσεων της εποχής τους, δεν υπήρξαν ιστορικοί σχολιαστές γεγονότων, δεν υπήρξαν θεωρητικοί δάσκαλοι ενός συστήματος ιδεών. Τέθηκαν οι ίδιοι μπροστά και αντιμετώπισαν οι ίδιοι συγκεκριμένα προβλήματα και με την πολύπλευρη παιδεία τους, το ήθος τους, τη δύναμη του λόγου και τη ρομφαία του πνεύματός τους κατέδειξαν τη δύναμη της αλήθειας. Κατέδειξαν ακόμα μια φορά, όπως και ο Σωκράτης στον καιρό του, ότι η ίδια η αλήθεια δεν είναι μέγεθος αριθμητικό. η επαλιθευσιμότητα της αλήθειας συναρτάται και απορρέει από την ίδια την εσωτερική της δύναμη. Είναι αυτή που της χαρίζει τη διαχρονικότητα και την οικουμενικότητα, μια διαχρονική οικουμενικότητα που ασφαλώς δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από την καθολικότητα.
το βέβαιο είναι, ότι οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες του δ αιώνα οδήγησαν τα δύο ξεχωριστά και μοναδικά μεγέθη, το Ελληνισμό και το Χριστιανισμό σε μια εκλεκτική προσέγγιση, υπερβαίνοντας εν πολλοίς την ένταση του μεταξύ τους χάσματος με τη βαθειά δημιουργική τους σκέψη. Εάν μιλήσουμε για εκχριστιανισμό του Ελληνισμού, αυτός θα ήταν μια άρνηση του Ελληνισμού. Ήταν μια μεταμόρφωση, στην οποία τα βασικά ερωτήματα και ενδιαφέροντα ικανοποίηθηκαν με απαντήσεις που δεν ήταν πια ελληνικές, σε καίρια κοσμολογικά και οντολογικά ερωτήματα. η δια της προσεγγίσεως υπέρβασις συνιστά ασφαλώς μέγιστο επίτευγμα, το οποίο διανοίγει νέους ορίζοντες, όταν με πνεύμα μαθητείας μπορεί να λειτουργεί ως τύπος και αναλογικό παράδειγμα για τη Θεολογία, για τη ζωή και την πράξη της Εκκλησίας που προσλαμβάνει τον κόσμο χωρίς να εκκοσμικεύεται, για την ιστορία του πνεύματος και την ιστορία του πολιτισμού. Βιώνοντας αληθινά στη ζωή τους το μυστήριο του ενανθρωπίσαντος Λόγου και μοναδικά την εμπειρία της πίστης, ανατόμοι του κοινωνικού γίγνεσθαι της εποχής τους και με τη βοήθεια της ελληνικής τους παιδείας, κατόρθωσαν να υπερβούν τη δυναμική της αυτοπεριχαράκωσης που τότε και σήμερα αναπτύσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας, όσο και το αίσθημα της αλαζονείας του ελληνικού πνεύματος. Απέναντι σε τάσεις απομονωτικές και αποκλειστικές, απέναντι στην ανασφάλεια της αυτάρκειας και της εσωστρέφειας επέλεξαν συνειδητά με τη ζωή τους και το έργο τους την υπέρβαση, έχοντας συνείδηση της οικουμενικότητας του σωτηρίου χριστιανικού μηνύματος και βεβαιότητα για την καθολικότητα της αλήθειας του. Κατέδειξαν, ότι το άλλο το φοβάσαι, όταν δεν έχεις η αμφιβάλλεις για τη δική σου ταυτότητα.
δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δύο κόσμοι προέβαλαν διαφορετικό κοσμοείδωλο και κατά συνέπεια ήταν ριζικά διαφορετικοί. στην αφετηρία η συνύπαρξη υπήρξε πιο δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα και αναπόφευκτη. Εάν ρωτήσουμε το θεμελιώδες ερώτημα, το τι είναι ο άνθρωπος, απέναντι στην ελληνική κατά το μάλλον η ήττον στατικότητα, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θα δώσει τη μεγαλειώδη απάντηση, ότι άνθρωπος είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και άλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον». δηλ. ο άνθρωπος έχει ζωή μέσα στον παρόντα κόσμο και εδώ οικονομεί τα της ζωής του, αλλά διαρκώς πρέπει να μεθίσταται, να μεθίσταται αλλού. και αυτή η μετάσταση είναι ένα μυστήριο που μπορεί να επιτευχθεί με τη χάρη του Θεού.
Απέναντι στο διαφορετικό και το ξένο η ελληνική αποκλειστικότητα έντρομη υπεραμύνεται από παλιά με τη φράση «πας μη έλλην βάρβαρος», για να διαφυλάξει τη φυλετική καθαρότητα και υπεροχή. Ακόμα και στη γνωστή φράση του Ισοκράτη, «οι της ημετέρας παιδείας έλληνες εισίν» η υπαρξιακή αποκλειστικότητα επιζητεί την κατοχύρωσή της και την επιβίωσή της, προσδιορίζοντας απλά την παιδεία ως κριτήριο όμως μιας αξιολογικής υπεροχής. στη χριστιανική σκέψη, στη σκέψη του αγ. Γρηγορίου, η αφετηρία είναι διαφορετική : «πάσι (για όλους τους ανθρώπους) μία τοις υψηλοίς πατρίς, πάσι γένος εν (όλοι ανήκουμε στο ίδιο γένος)». με τον ίδιο τρόπο ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει και μας καλεί να σκεφθούμε, ότι εάν δούμε στο δρόμο ένα ζώο λαβωμένο, το σηκώνουμε και το περιθάλπουμε και δε ρωτάμε «τίνος εστί. Πολλώ μάλλον -τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος- άνθρωπον ου δει περιεργάζεσθαι τίνος εστιν. του Θεού εστιν, καν Έλλην η, καν Ιουδαίος», του Θεού εστιν. και αυτός ο Θεός, ο ένας Θεός είναι ο «πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και δια πάντων και εν πάσιν ».
Κατά την εποχή των τριων Ιεραρχών η ελληνική εσωστρέφεια εμφανίζεται εκ νέου στο πρόσωπο του Ιουλιανού του παραβάτη, του αυτοκράτορα, «εις τα μάλιστα ελληνισμώ χαίροντος και τους χριστιανούς υπερφυώς μισούντος», όπως μαρτυρεί ο Σωζομενός.
Ενώ ο Ιουλιανός με αυτή το απέλπιδα εγχείρημα προσπάθησε να μειώσει το διαλεκτικό εξοπλισμό των Χριστιανών, στα χριστιανικά περιβάλλοντα είχε καταστεί κατά το μάλλον η ήττον συνειδητό, ότι η ελληνική φιλοσοφία και διανόηση, ο αξιακός χώρος που αυτή δημιούργησε, τουλάχιστον σε συγκεκριμένες πτυχές της, αλλά και ο εννοιολογικός πλούτος της ελληνικής γλώσσας μπορούσαν να αποτελέσουν λυσιτελή οχήματα για μια δόκιμη εκφορά του μηνύματος της δικής τους αλήθειας. Έγινε συνειδητό ως αναγκαιότητα πλέον, ότι η ελληνική σοφία και γλώσσα δεν αποτελούσε το αντίπαλον δέος αλλά παρείχε τη δυνατότητα για την ακριβή έκφραση και τελεσφόρο καταγραφή του χριστιανικού μηνύματος. δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, ότι στις θεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής για την ερμηνεία η τη διατύπωση της πίστεως της Εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν καθιερωμένοι στην ελληνική φιλοσοφία όροι που όμως είχαν την κυριολεκτική τους αναφορά στον άνθρωπο η τον κόσμο, αλλά όχι και στο επέκεινα από κάθε υλική πραγματικότητα τριαδικό Θεό του Χριστιανισμού. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αποζητα μερίδιο από την αρχαιοελληνική κληρονομιά όταν γράφει προς το Σταγείριο : «Αττικός συ την παίδευσιν ; Αττικοί και ημείς».
τα βήματα όμως των τριων Ιεραρχών υπήρξαν ουσιαστικώτερα. ο Μ. Βασίλειος μας συνιστά να διαβάζουμε τα έργα του Ομήρου, του Ησιόδου, του Θεόγνιδος, του Προδίκου, ακόμα κι αν ο ίδιος με τις αναφορές του στα αρχαία κείμενα ανασημασιοδοτεί το περιεχόμενό τους με βάση τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και τις διανοητικές αναφορές ενός χριστιανού αναγνώστη. μας καλεί να μιμηθούμε τη ζωή και τις πράξεις του Περικλή, του Σωκράτη και του Ευκλείδη ως παραδείγματα βίου. και « ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσι και πάσιν ανθρώποις ομιλητέον», εάν πρόκειται να προκύψει ωφέλεια. Ταυτόχρονα δε ανέλαβαν μια συστηματική πρωτοβουλία ενός εποικοδομητικού διαλόγου για την προσέγγιση της χριστιανικής διδασκαλίας για τον άνθρωπο και τον κόσμο με την πνευματική κληρονομιά του Ελληνισμού, κάτι που στην εποχή εκείνη δεν ήταν αυτονόητο. η εξαιρετική αυτή πρωτοβουλία των τριων Ιεραρχών είχε μεν ως αφετηρία το περί Θεού ερώτημα των θεολογικών αντιπαραθέσεων του Δ αιώνα, αλλά είχε και μια εμμονή στη διδασκαλία περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, ένα ερώτημα αρρήκτως συνδεδεμένο από μια ανάλογη προσέγγιση του ερωτήματος περί του ανθρώπου και του κόσμου.
Υπερυψωθέντες και υπεράνω των αυτονοήτων αντιπαραθέσεων οι τρεις Ιεράρχες εισηγήθηκαν την κατά το δυνατόν πρόσληψη του ελληνορωμαϊκού κόσμου στο σώμα της Εκκλησίας μαζί με τον πολιτισμό του. η πρόταση αυτή απετέλεσε γι’ αυτούς ένα αναγκαίο και επιβεβλημένο καθήκον, όχι γιατί η ακτινοβολία της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν οικουμενική, αλλά γιατί έτσι διείδαν στην εποχή τους την κύρια αποστολή της Εκκλησίας, μια αποστολή διαχρονική σε όλες τις περιόδους της ιστορικής της πορείας, ιδιαίτερα από τότε που η αντίληψη του Αποστόλου των Εθνών Παύλου υπερίσχυσε αυτής του Πέτρου. η πρόσληψη αυτή δεν ήταν γι’ αυτούς οπουρτονιστική η συγκυριακή, αλλά ήταν μια ενσυνείδητη διαδικασία εκλεκτικής αποδοχής της ελληνικής πνευματικής κληρονομιάς στον κορμό της χριστιανικής διδασκαλίας για τη σχέση Θεού, κόσμου και ανθρώπου. Παρότι πρωταρχικός στόχος παραμένειν η εμπειρία του Θεού Λόγου, εν τούτοις «ουκ άχαρι γε μην ουδέ την θύραθεν σοφίαν περιβεβλήσθαι, οίον τινά φύλλα σκεπην τε καρπώ και όψιν άωρον παρεχόμενα».
Αυτό όμως που σήμερα για πολλούς φαίνεται αυτονόητο δεν υπήρξε αυτονόητο για την εποχή των τριων Ιεραρχών. Αποτελεί απαίτηση της ιστορικής ακρίβειας να υπομνησθεί και το γεγονός, ότι και στο χώρο της Εκκλησίας καλλιεργήθηκαν στάσεις εσωστρέφειας και φονταμενταλισμού. ο ζήλος για την προάσπιση της πίστεως οδήγησε πολλές φορές σε ακραίες συμπεριφορές φανατισμού, μακρυά από την ανδρεία του μαρτυρίου και την παρρησία της ομολογίας. Πολλαπλά είναι τα παραδείγματα καταστροφής θρησκευτικών μνημείων, αγαλμάτων και Ναών της αρχαίας Θρησκείας και ο ακρωτηριασμός της Υπατίας από όχλο φανατισμένων Χριστιανών. Ακόμα και το διάταγμα του Ιουστινιανού το 529, το οποίο απαγόρευσε τη λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών των Εθνικών που απομάκρυνε από την Αθήνα σημαντικούς διδασκάλους της αρχαίας φιλοσοφίας, κυρίως νεοπλατωνικούς, που επέφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην Αθηναϊκή πνευματική ζωή αποτελεί τον στ πλέον αιώνα ένα δείγμα για τη διάρκεια αυτής της έντασης.
Παράλληλα και στο χώρο της εκκλησιαστικής γραμματείας η αρχαία σοφία δεν αξιολογείται πάντοτε θετικά, ούτε «ως υπόβαθρον της κατά Χριστόν σοφίας». Εκκλησιαστικοί συγγραφείς προβάλλουν έντονα την ετερότητα Χριστιανισμού και Ελληνισμού. με αυτή την αφετηρία ένας διάλογος και κατά πολύ περισσότερο η οποιαδήποτε προσπάθεια συνάντησης δεν έχουν προοπτική. Χαρακτηριστικό το ερώτημα του Τερτυλλιανού : «τι κοινό έχει η Αθήνα με τα Ιεροσόλυμα. η Ακαδημία και η Εκκλησία, οι εθνικοί και οι Χριστιανοί ; ». Καταδικάζεται και αυτή ακόμα η περιέργεια της αναζήτησης, αφού υπάρχει ο Ιησούς Χριστός. Καταδικάζεται η οποιαδήποτε έρευνα, αφού υπάρχει η πάσα αλήθεια του Ευαγγελίου. στο τέλος ο άλλος παραμένει ο ξένος, ενώ ο ξένος μεθίσταται συχνά σε εχθρό.
η στάση όμως των τριων Ιεραρχών συνιστά αλλαγή παραδείγματος και το παράδειγμα έχρηζε και χρήζει αναλογιών. με τον υπερβατικό διαλογισμό τους που δεν απέκλεισε και την υιοθέτηση και επιμελή καλλιέργεια τεχνικών της ελληνικής ρητορικής προκειμένου να καταστήσουν περισσότερο κατανοητή τη χριστιανική κοσμοεικόνα καθιστώντας το λόγο τους περισσότερο πειστικό, κατέδειξαν στην πράξη το αδιέξοδο των αποκλειστικών αντιλήψεων και των τάσεων εσωστρέφειας και απομόνωσης. Ανέδειξαν την οικουμενικότητα του χριστιανικού λόγου που όχι μόνο διαλέγεται και καταφάσκει στο μέτρο του εφικτού την ετερότητα, αλλά την αναδεικνύει ως ουσιώδες στοιχείο της χριστιανικής ταυτότητας. Έδειξαν και εμαρτύρησαν και μάλιστα μπροστά στον ογκόλιθο της ελληνικής κληρονομιάς, ότι οι γνήσιοι Χριστιανοί δεν είναι γνήσιοι, γιατί αυτοαποκαλούνται ως γνήσιοι, αλλά επειδή είναι πολίτες της Οικουμένης, ανοικτοί στο ιστορικό είναι και γίγνεσθαι του κόσμου.
η Οικουμενικότητα, ένας όρος ενίοτε και αρνητικά φορτισμένος στο εσωτερικό των Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν αποτελεί μια απλή διάσταση του χριστιανικού μηνύματος, αλλά η ταυτότητά του. ο σύνδεσμος δε είναι τόσο στενός, ώστε η χαλάρωση της οικουμενικής συνειδήσεως και προοπτικής να σηματοδοτεί αλλοίωση της ίδιας της ταυτότητας. Παράλληλα, όταν η οικουμενικότητα δε συνιστά την ουσία και τη φυσική ενέργεια της χριστιανικής ταυτότητας, αλλά εξυπηρετεί τεχνητά υστερόβουλους σκοπούς, κυρίως όταν είναι αποκομμένη από την καθολικότητα της πίστης, τότε επίσης εξυφαίνεται και σηματοδοτείται η αλλοίωσις ως ένδειξη παρακμής.
η Εκκλησία είναι ο τόπος της φανερώσεως της Βασιλείας του Θεού μέσα στον κόσμο. Είναι η περιοχή της καινής κτίσεως που δεν εκτείνεται μόνο, κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο «πανταχού της Οικουμένης», αλλά και «πανταχού των χρόνων». η οικουμενικότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στο Χριστό που προσέλαβε στην υπόστασή του ολόκληρη την ανθρωπότητα. και η εν Αγίω Πνεύματι παρουσία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία οικοδομεί την οικουμενικότητά της, η οποία δεν εξαντλείται στην εξάπλωσή της σε ολόκληρη την Οικουμένη, δηλ. στην οριζόντια διάσταση της παγκοσμιότητας, αλλά συμπεριλαμβάνει και προϋποθέτει την κάθετη διάσταση της αναλλοίωτης αδιάκοπης διατήρησής της μέσα στο χρόνο, δηλ. τη διαχρονικότητα.
η Οικουμενικότητα της Εκκλησίας βιώνεται ταυτόχρονα από τους τρεις Ιεράρχες ως πνευματικό χάρισμα και άθλημα. Είναι η βάση του αγιασμού του ονόματος του Θεού που πραγματώνεται με την παρουσία του πνεύματός του και την οικειοποίηση του θελήματός του. Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατά το Γρηγόριο Θεολόγο «υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις». γι’ αυτό ανάλογοι στεναγμοί αναπηδούν από τους αγίους, όταν προσεγγίζουν θέματα που αφορούν την οικουμενικότητα της Εκκλησίας. «δια την οικονομίαν των πολλών», δηλ. για τη σωτηρία τους, κατά το Μ. Βασίλειο. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου : «ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά προσλαβείν αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα». η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο και δεν εκκοσμικεύεται από αυτόν.
Υπό την ένννοια αυτή η οικουμενικότητα δεν είναι ευθύνη ενός, αλλά ευθύνη και χρέος του καθενός. Κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, το αίτημα της Κυριακής προσευχής, να έλθει η Βασιλεία του Θεού «ως εν ουρανώ και επί της γης» εκφράζει κατ’ εξοχήν το οικουμενικό όραμα για τους ανθρώπους απανταχού της γης. Κατά τη Θ. Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μ. Βασιλείου η αναίμακτος θυσία προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης», «υπέρ του σύμπαντος κόσμου», «υπέρ της των πάντων ενώσεως», χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς φύλου, φυλής, γλώσσας, εθνικής καταγωγής. ο κτιστός άνθρωπος ως λειτουργός και ιερέας της κτίσεως προσάγει τα τίμια δώρα για τον εξαγιασμό όλης της συμπαντικής κτιστής πραγματικότητας. το μήνυμα της σωτηριώδους αληθείας, όπως το εβίωσαν και το εξέπεμψαν οι τρεις Ιεράρχες δεν ευρίσκεται και δεν δημιουργεί στεγανά. Εκτείνεται ως η απροϋπόθετη αγάπη, η οποία υπερβαίνει τα σχήματα, τους φραγμούς, τους περιορισμούς και τις διακρίσεις του κόσμου τούτου. Όπου αντίθετα κυριαρχεί η εσωστρέφεια και η αυτοπεριχαράκωση, εκεί ελλείπει η αγάπη, δηλ. ο Θεός. το πνεύμα του Χριστού δεν υπερέβη μόνο την Ιουδαϊκή αποκλειστικότητα και αλλαζονεία, αλλά σείει συθέμελα τη χριστιανική αυτοδικαίωση όταν ακούει κανείς τη φωνή του Γρηγορίου του Θεολόγου. Υπάρχουν αυτοί που τους θεωρούμε ημέτερους, γιατί είναι βαπτισμένοι. Αλλά πολλοί όμως από τους ημετέρους «ου μεθ ημών εισιν», γιατί ο βίος τους τους «αλλοτριοί» και τους αποκόπτει από το κοινό σώμα. Κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχουν και εκείνοι που είναι έξω από μας, δεν ονομάζονται και δεν είναι Χριστιανοί, αλλά με τον τρόπο της ζωής τους και «το έργον έχοντες», κατορθώνουν την πίστη και τα έργα της πίστης και «δέονται του ονόματος».
Αυτή η πορεία από την αποκλειστικότητα προς την οικουμενικότητα, αυτό το ιερό καταπίστευμα και η ιερά παρακαταθήκη των τριων Ιεραρχών, σηματοδοτεί τη δυναμική διαχρονική παρουσία της χριστιανικής αλήθειας στον κόσμο. Ασφαλώς η Οικουμενικότητα της αλήθειας σε καμιά περίπτωση δεν αίρει τη μοναδικότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού : «εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπου, άνθρωπος Ιησούς». οι τρεις Ιεράρχες εθεώρησαν την οικουμενικότητα ως κεντρικό ουσιαστικό στοιχείο της διδασκαλίας τους, της εν Χριστώ πίστεως και της εν Χριστώ ελπίδος, δεδομένου ότι είχαν και βαθειά την πεποίθηση, ότι ο χριστιανικός λόγος δεν υποστηρίζει ούτε το στεγανό, ούτε το στατικό, ούτε το ακίνητο, αλλά καλεί σε αδιάκοπη υπέρβαση και δημιουργική ανανέωση. Όλος ο κόσμος πορεύεται προς το κοινό εσχατολογικό σημείο της ογδόης ημέρας της δημιουργίας, όταν θα λάμψει η δόξα του τριαδικού Θεού και ο άνθρωπος θα γεύεται τη μακαριότητα της θείας κοινωνίας, «εν τη δόξη του Πατρός κατά πάσης της Οικουμένης», κατά το Μ. Βασίλειο. η ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ, είναι η ένωση των πάντων με το Χριστό, όταν κατά το λόγο της Γραφής ο Χριστός θα είναι «τα πάντα εν πάσιν».
στη σύγχρονη εποχή, την εποχή των ποικίλων αντιθέσεων, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά και των εθνικισμών, από την οποία δεν λείπει η σύγχυση της πανσπερμίας, η απαξίωση του ανθρωπίνου προσώπου και ο πλουραλιστικός σχετικισμός, οι οικουμενικές θεωρήσεις των τριων Ιεραρχών αποκτούν επικαιρότητα, στο μέτρο που βοηθούν τους ανθρώπους στη μεταξύ τους καταλλαγή και στο μέτρο που καταδεικνύουν την προφητεία για τη σύγκρουση των πολιτισμών ως ψευδή. η ανυπέρβλητη εσωτερική δυναμική της διδασκαλίας και του νέου παραδείγματος που αυτοί προσφέρουν αποτελεί ελπίδα για το σύγχρονο κόσμο.
η αγάπη του Τριαδικού Θεού η προσλαβούσα δια του Λόγου, την ανθρωπίνη φύση προβάλλεται ως ο αληθής τρόπος κοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. η αλαζονική αποκλειστικότητα, η εσωστρέφεια και η περιφρόνηση του άλλου πιστοποιούν έλειμμα αγάπης. Τότε ο άλλος δεν είναι απλά ο διαφορετικός, αλλά είναι ο ξένος, ο οποίος προκαλεί φόβο και ανασφάλεια. η ξενοφοβία συγκροτεί κλειστές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες υποβλέπουν η μία την άλλη. μια απονεκρωμένη Θεολογία η μια απονεκρωμένη στην Ιεραρχία και στο ποίμνιό της Εκκλησία αποζητά η εκλιπαρεί για την κρατική προστασία, γιατί μόνον έτσι αντιλαμβάνεται, ότι μπορεί να επιβιώσει, απέναντι στην αντίθεσή της με το διαφορετικό.
δεν έχει σημασία να ανήκει κανείς στη σχολή της Αλεξάνδρειας η στη σχολή της Αντιόχειας η σε οποιαδήποτε άλλη σχολή στη νεώτερη βιβλική Ερμηνευτική. Σημασία έχει να είναι κανείς ικανός να αναζητά και να συλλαμβάνει, όπως επισημαίνει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος «το απόθετον κάλλος της αλήθειας, είσω παρακύψας, διασχών το γράμμα», εισχωρών στο βάθος υπό το φως του Πνεύματος. το όνομα, οι λέξεις δεν έχουν πραγματική οντολογική σχέση με το πράγμα. το όνομα έχει αναλογία προς το πράγμα, κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. θα περάσουν αιώνες για να οργανωθεί σε σύστημα η άποψη αυτή με τον G. Moore και το L. Wittgenstein και τους άλλους πρωτεργάτες της αναλυτικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας της γλώσσας που θέλει αναλογία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Στόχος της εκκλησιαστικής μας εμπειρίας είναι το «πλέον», το πλέον της αλήθειας. Όταν το πλέον αρχίζει να διαφαίνεται, τότε ίσως εννοήσει κανείς βαθύτερα, το τι σημαίνει, η πρόνοια και η αγάπη του Θεού για όλη την Οικουμένη, όπου η σχετική αφήγηση με πρωταγωνιστή τον Ιωνά δεν στοχεύει να απορρίψει την αυτοσυνειδησία του Ισραήλ, αλλά να τον απεγκλωβίσει από μία απόλυτη και στεγανή αποκλειστικότητα άκρως επικίνδυνη. το τι σημαίνει, ότι ο Ιησούς συνομίλησε με τη Σαμαρείτιδα, εθεράπευσε τη Χαναναία, εθαύμασε την πίστη του Ρωμαίου Εκατοντάρχου, τόνισε την ευγνωμοσύνη του Σαμαρείτη λεπρού και χρησιμοποίησε το πρόσωπο του καλού Σαμαρείτη ως θεμελιώδη παραδειγματικό τύπο για τη νέα διάσταση της αγάπης που εκήρυξε. Τότε, ίσως τότε, υπό το φως του πλείονος και υπό την εμπειρία του Πνεύματος απορρίψει κανείς τις αποκλειστικές θεωρήσεις και αγκυλώσεις στη θεολογική κατανόηση των άλλων Θρησκειών, που σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούν να αποδομούν το θεάνθρωπο Χριστό προβάλλοντας τη μεταφορική έννοια της ενσάρκωσης στα πλαίσια της ισοπεδωτικής θεώρησης του θρησκευτικού πλουραλισμού. Όλες αυτές οι θεωρήσεις αποτελούν και εκπέμπουν ασφαλώς κραυγή αγωνίας στο εγχείρημα της ανίχνευσης του μυστηρίου της πρόνοιας του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Άλλωστε πάσα η κτίσις μεταλαμβάνει το Άγιον Πνεύμα, ενώ η θεία ενέργεια ουσιώνει, ζωοποιεί και θεώνει τα όντα κατά τη δεκτικότητά τους. η δόξα του Θεού δεν έπαψε να περιβάλλει το σύμπαν, να ακτινοβολεί, να φωτίζει τον κόσμο και «πάντα άνθρωπο ερχόμενον» στον κόσμο, να ελκύει τα πάντα στο χώρο της αγάπης του. Είναι όμως προφανές, ότι η Οικουμενική Θεολογία των τριων Ιεραρχών καλεί τη σύγχρονη Θεολογία να διαλλαγεί και να καταλλαγεί πρώτα με το εαυτό της, για να μπορεί να διαλλαγεί και καταλλαγεί ουσιαστικώτερα και με τα άλλα Θρησκεύματα. Εκείνοι μας προσφέρουν ένα ασφαλές έρεισμα της ορθόδοξης συμβολής στις σύγχρονες θεολογικές προκλήσεις με κατευθυντήριο άξονα, αναλογικό παράδειγμα και τύπο τη θετική επιλεκτική τους στάση στη δική τους πρόκληση, στη δική τους εποχή. ο απ. Παύλος ήλθε στην πόλη της Αθήνας για να κηρύξει τον εσταυρωμένο και αναστάντα Ιησού Χριστό. δε δίστασε όμως βλέποντας τους βωμούς των Αθηναίων στους Θεούς τους και στον άγνωστο Θεό, να τους πει στον Άρειο Πάγο, ότι ευσεβούν. η υπέρβαση της αποκλειστικότητας στη διδασκαλία των τριων Ιεραρχών οδηγεί στον απόλυτο σεβασμό της αξίας και της ελευθερίας του ανθρωπίνου προσώπου, στην ομοτιμία των ανθρώπων, την ισότητα και τη δικαιοσύνη. στη σύγχρονη εποχή, όπου ο λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι άφθονος, η ανθρώπινη όμως αξιοπρέπεια δεν παύει όμως πολλές φορές να είναι εμπορεύσιμη και να ευτελίζεται, ο λόγος των τριων Ιεραρχών προβληματίζει, προκαλεί, ελέγχει, αλλά και φωτίζει. οι μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, περιθωριοποίησης, άνισης και άδικης μεταχείρισης ήταν και τότε και σήμερα πολλές. ο άλλος, ο έτερος, όταν ενοχοποιείται, πολλές φορές δε και από την Εκκλησία, οδηγεί σε αδικίες και σε εγκλήματα. η Εκκλησία, επισημαίνει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης έχει χρέος να προβάλλει την θυσιαστική αγάπην του Εσταυρωμένου Κυρίου της ως την μόνην οδόν προς ένα κόσμον ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, των οποίων μόνον και έσχατον μέτρον είναι πάντοτε ο υπέρ της του κόσμου ζωής θυσιασθείς Κύριος (πρβλ. Αποκ. ε, 12), ήτοι η άπειρος αγάπη του εν Τριάδι Θεού».
Θαυμάζει βεβαίως κανείς, όταν ο Μ. Βασίλειος διαφωνεί με την άνιση μεταχείριση του νόμου απέναντι στη γυναίκα σε σχέση με τον άνδρα για το ίδιο εκκλησιαστικό αδίκημα και επισημαίνει : «Τούτων δε ο λόγος ου ράδιος, η δε συνήθεια ούτω κεκράτηκεν». Θαυμάζει όμως κανείς περισσότερο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που επιπλήττει, όσους δυσανασχετούσαν για τους πολλούς πρόσφυγες που κατέφευγαν τότε στην Πόλη : «Κάποιοι τους χαρακτηρίζουν», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δραπέτες και ξένους και άξιους τιμωρίας μα γι’ αυτό αγανακτείς, επειδή οι άνθρωποι αυτοί θεωρούν την πόλη μας κοινό λιμάνι σωτηρίας ; μα θα έπρεπε να χαίρεσαι γιατί όλοι αυτοί έρχονται στα χέρια μας και θεωρούν την πόλη αυτή ως κοινή μητέρα». και θέτει το καίριο ερώτημα : «ποιας συγνώμης θα είμαστε άξιοι και ποιας απολογίας όταν απελαύνουμε αυτούς που καταφεύγουν σε μας και τους ζητάμε ευθύνες, ενώ ξέρουμε ότι είμαστε εμείς υπεύθυνοι για μύρια κακά τους» ; Είναι γνωστό, ότι οι τρεις Ιεράρχες στάθηκαν με στοργή και θυσιαστική αγάπη απέναντι στους αδύναμους και με ανδρεία και αξιοπρέπεια απέναντι στους δυνατούς της εφήμερης εξουσίας, που με πολλούς τρόπους σε διαφορετικούς χρόνους ανέλαβε το μάταιο εγχείρημα να σκοτώσει το Θέο από την ψυχή των ανθρώπων. το αποτέλεσμα ήταν να σκοτώσει κάποιους από αυτούς και να δημιουργήσει υπανθρώπους πτώματα χωρίς αυτογνωσία, χωρίς αρχές, χωρίς αξίες και χωρίς προοπτική.
ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης Μαυρόπους τον 11ο αιώνα έμεινε στη ιστορία γνωστός για δύο κυρίως πράγματα. Κινούμενος από βαθύ σεβασμό στην αρχαία ελληνική γραμματεία δε δίστασε να απευθύνει παράκληση προς το Θεό για τη σωτηρία του Πλάτωνα και του Πλούταρχου που δικαιολογεί : «άμφω γαρ εισι και λόγον και τον τρόπον τοις σοις νόμοις έγγιστα προσπεφυκότες». Αργότερα συγκροτήθηκε και η εικόνα φιλοσόφων και ποιητών της Αρχαιότητας ως προάγγελων του Χριστιανικού. Έλληνες σοφοί, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας θεωρήθηκε, ότι πρανήγγειλαν με τη σκέψη τους τη χριστιανική διδασκαλία και συμπεριελήφθηκαν στο εικογραφικό σχεδίασμα πολλών Ιερών Ναών, στον ελλαδικό χώρο, από το Αγιο Όρος μέχρι την Τρανσυλβανία και τη Ρωσία, εμφανιζόμενοι πλέον να συνυπάρχουν αρμονικά με τους αγίους της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν οι προ Χριστού Χριστιανοί, όπως είχε πει ο απολογητής και μάρτυρας Ιουστίνος, «διέθεταν τον «θείο» και «θειοειδή» λόγο τον ενυπάρχοντα στον άνθρωπο κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο. την 30η Ιουανουαρίου του 1054 Ιωάννης Μαυρόπους κατόρθωσε να καθιερώσει τον κοινό εορτασμό των τριων Ιεραρχών. το 1054 είναι όμως έτος ταυτόχρονα σημαδιακό. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του ιδίου έτους Ανατολική και Δύση θα ακολουθήσει η κάθε μία το δικό της δρόμο, το δρόμο της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης. ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος δε θα ακούσει τη σώφρονα φωνή του Πατριάρχη Αντιοχείας που με πνεύμα μετριοπάθειας και όχι φανατισμού, προτείνει την αυτοσυγκράτηση και κυρίως το διάλογο. Πέρασαν από τότε πολλοί αιώνες. η ανθρωπότητα έζησε την οδύνη των πολέμων και μάλιστα θρησκευτικών, έζησε πολλές «Ιερές Εξετάσεις», κατήρτισε πολλές φορές καταλόγους απαγορευμένων βιβλίων, κυνήγησε επιστήμονες γιατί η γη κινείται και περιστρέφεται, ευτέλισε, απομόνωσε και εκμεταλλεύτηκε σκληρά, ακόμα και στο όνομα της Ιεραποστολής, ανθρώπους για τη φυλή τους και το χρώμα τους. Είναι πολλοί αυτοί που ακόμα και στις μέρες μας ζητούν να υψώσουν τείχη μίσους, ένα καινούργιο τείχος της Βαβέλ.
Μπορεί κανείς βέβαια να μην βιώνει η να ζη τη δυστυχία του να μη μπορεί να βιώσει τον πνευματικό κόσμο των τριων Ιεραρχών, από τον οποίο αναβλύζει η δημιουργική έμπνευση και προσδοκία της υπέρβασης. Κάποιος ενδεχομένως να εμμένει στη διπλή και αντιφατική, όπως θα την έβλεπε, φύση της σκέψης τους και του έργου τους, καθώς συγκροτεί αφενός πεδίο διαλόγου με τον αρχαιοελληνικό στοχασμό και αφετέρου πεδίο κριτικής του που αδικαιολόγητα θα τον ενοχλούσε. δεν μπορεί όμως να αμφισβητήσει, ότι η φωτεινή τους παρουσία ανοίγει μια μεγαλειώδη προοπτική στο ανθρώπινο μέλλον για τη συνύπαρξη, την ανοχή, τον αλληλοσεβασμό και το διάλογο, αξίες που πρέπει οπωσδήποτε να καλλιεργεί αληθινά ένα Ανώτατο Πνευματικό Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, με το ιερό καθήκον να τις εμφυτεύει στην κοινωνία. ο κοινός εορτασμός των τριων Ιεραρχών δεν έπαυσε και δεν παύει να σηματοδοτεί την οικουμενική υπέρβαση της αποκλειστικότητας και της εσωστρέφειας, ως φως και ελπίδα για το παρόν και το μέλλον, για ο, τι μας διαιρεί και μας αποξενώνει, στην προοπτική μιας κοινής πορείας ειρήνης και καταλλαγής.