Υπό Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ: Η ονομασία «Αγιοσορίτισσα»1 είναι σύνθετη από τίς λέξεις «αγία» καί «σορός» καί δηλώνει τήν εικόνα τής Παναγίας πού φυ-λασσόταν στό ιερό παρεκκλήσι τής «Αγίας Σορού», στόν περίφημο ναό τών Χαλκοπρατείων2 στήν Κωνσταντινούπολη, μέ θύρες από ήλεκτρο, ασήμι καί χρυσό3, εκεί πού ήταν η Αγία Σορός (η Αγία Ζώνη) τής Θεοτόκου.
Κτήτορες τού παρεκκλησίου τής Αγίας Σορού, πού ήταν προσκολλημένο στόν κυρίως ναό, είναι ο αυτοκρά τορας Ιουστίνος Β΄(565-574) καί η αυγούστα Σοφία4. Ο αυτοκρά-τορας Αρκάδιος (395-408) ήταν αυτός πού ανέλαβε τήν πρωτο-βουλία νά μεταφέρει τήν Αγία Ζώνη από τά Ιεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τήν τοποθετήσει μέσα σέ φρικτή καί αειλαμπή κιβωτό5 στό ναό τών Χαλκοπρατείων πού κτίσθηκε από
τήν αυτοκράτειρα Πουλχερία (450-453)6. Τό γεγονός αυτό εορτάζε-ται στίς 31 Αυγούστου7.
Τά Χαλκοπρατεία ήταν συνοικία τής Κωνσταντινουπόλεως κείμενη πλησίον τής Αγίας Σοφίας. Κλήθηκε έτσι, διότι από τών χρόνων τού Μεγάλου Κωνσταντίνου έκειτο σέ αυτή ο έμβολος (στοά), όπου βρίσκονταν τά εργαστήρια κατασκευής καί εμπορίου χάλκινων άντικειμένων8. Η συνοικία ήταν γνωστή καί ως η συ-νοικία τών «Χαρτοπρατείων», εξαιτίας τής ύπαρξης εργαστηρίων γραφικής ύλης9.
Η Θεοτόκος τών Χαλκοπρατείων αποτελεί τή σημαντικότε-ρη εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης αφιερωμένη στήν Παναγία μέχρι τήν ανάδειξη τού ναού τής Θεοτόκου τών Βλαχερνών. Βρί-σκεται βόρεια τού Πατριαρχείου καί σέ μικρή απόσταση από τό συγκρότημα τής Αγίας Σοφίας10. Ο ναός ανήκει στόν τύπο τής τρί-κλιτης βασιλικής μέ μία τρίπλευρη αψίδα καί νάρθηκα στά δυτι-κά. Δυτικότερα υπήρχε τρίστωο αίθριο μέ διαστάσεις παρόμοιες μέ εκείνες τού αιθρίου τής βασιλικής τού Στουδίου11. Στή διάρκεια τής ιστορίας του, ο ναός έγινε θέατρο σημαντικών γεγονότων. Κατά τούς χρόνους τού αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄ η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως πατριαρχικός ναός γιά πέντε χρόνια (532-537), από τήν καταστροφή τής Αγίας Σοφίας, στίς πυρκαγιές τής στάσης τού Νίκα, μέχρι τήν ολοκλήρωση τού ιουστινιάνειου να-ού12. Στό ναό τών Χαλκοπρατείων συνήλθε η Σύνοδος τού 536, πού αναθεμάτισε τούς μονοφυσίτες καί τόν μονοφυσίτη πρώην πα-τριάρχη Άνθιμο Α΄13. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), εξαιτίας τής σοβαρής οικονομικής κρίσης, προχώρησε στή δήμευση εκκλησιαστικών αντικειμένων, γιά νά μπορέσει νά αντι-μετωπίσει τίς επιθέσεις τών Νορμανδών14.
Από τό ναό τής Πανα-γίας τών Χαλκοπρατείων αφαιρέθηκαν τότε οι χρυσές θύρες. Ως αποζημίωση ορίσθηκε ένα ετήσιο κονδύλιο από τό βασιλικό τα-μείο15. Τέλος, τήν περίοδο τής Λατινοκρατίας ο ναός χρησιμοποιή-θηκε από τόν λατινικό κλήρο16. Ελάχιστα τμήματα τού μνημείου διατηρούνται σήμερα17.
Η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας θεωρείται η αρ-χαιότερη εγκαυστική εικόνα μέ τόν συγκεκριμένο εικονογραφικό τύπο πού χρονολογείται από ιστορικούς από τόν 2ο μέχρι τόν 5ο αιώνα18 καί είναι κατά τήν παράδοση έργο τού Ευαγγελιστού Λου-κά19. Εντάσσεται στήν κατηγορία τών αχειροποίητων εικόνων, αφού καί πάλι η παράδοση αναφέρει ότι μετά τήν Κοίμηση τής Θεοτόκου οι Απόστολοι εζήτησαν από τόν Ευαγγελιστή Λουκά νά ζωγραφίσει τό πρόσωπο τής Θεοτόκου. Ο Λουκάς άρχισε τό έργο τής αγιογράφησης αλλά τό πρόσωπο τής Παναγίας τελειώθηκε
διά θαύματος. Η απεικόνιση τής θείας μορφής τής δεομένης Θεο-τόκου είχε αγιογραφηθεί μέ θεία παρέμβαση.
Η εικόνα φυλασσόταν στά Ιεροσόλυμα μέχρι πού η αυγού-στα Ευδοκία20 (421-443, 13 Αυγούστου) τή μετέφερε στήν Κων-σταντινούπολη21. Η ιερά εικόνα, πού είναι τό πιθανό αρχέτυπο τού εικονογραφικού τύπου τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, τοποθετήθηκε στό ναό τών Χαλκοπρατείων22 «εν ώ παννυχίδα καί λιτήν κατά πάσαν τετράδα εθέσπιζε γίνεσθαι. Συνάμα φωτί ό πη-γάζει λαμπάς»23.
Τήν εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σύμφωνα μέ τή διήγηση κάποιου ανώνυμου, μετέφεραν στή Ρώμη από τήν Κωνσταντινούπολη τρείς Έλληνες εξόριστοι, ο Σέρβηλος, ο Κέρ-βηλος καί ο Τέμπουλος πού τήν τοποθέτησαν στό ναό πού αφιε-ρώθηκε στήν Παναγία καί αναφέρεται στίς πηγές ως Sancta Maria
Tempuli24. Στή Ρώμη πρέπει νά έφθασε κατά τούς χρόνους τού Αγίου Γρηγορίου τού Διαλόγου, Επισκόπου Ρώμης (590-604, +12 Μαρτίου) 25, ο οποίος συνδεόταν μέ τούς Έλληνες τής Κωνσταντι-νούπολης, αφού είχε διατελέσει αποκρισάριος τού Επισκόπου Ρώ-μης στήν αυτοκρατορική αυλή26.
Κάποτε κάποιοι ιερείς τής Ρώμης θέλησαν νά μετακινήσουν τήν εικόνα τής Παναγίας στό ναό τού Λατερανού προκαλώντας μεγάλη στεναχώρια στίς μοναχές. Κατά τή διάρκεια τής μετα-φοράς ξέσπασε κυκλώνας καί τή νύχτα η εικόνα επέστρεψε θαυ-ματουργικά στό ναό από τόν οποίο αποσπάσθηκε.
Όταν κατά τούς χρόνους τού Αγίου Γρηγορίου τού Διαλόγου η Ρώμη υπέφερε από τόν λοιμό τής πανώλης, ο Άγιος επικαλέ-σθηκε γιά τή θεραπεία τών ανθρώπων τή χάρη τής Παναγίας καί διέταξε νά λιτανεύσουν τήν Εικόνα της. Όταν η εικόνα τής Πανα-γίας έφθασε κοντά στόν τάφο τού αυτοκράτορα Αδριανού, στό
κάστρο τού Αγγέλου εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά της ο Αρ-χάγγελος Μιχαήλ πού έβαλε τό σπαθί του στή θήκη του ενώ ου-ράνιες δυνάμεις έψαλαν τόν ύμνο «Χαίρε, Βασίλισσα τού κόσμου». Η Παναγία, πού είναι τό πολυθρύλητο θαύμα τών Αγγέλων, έκανε τό θαύμα της. Ο λοιμός σταμάτησε27.
Η μορφή τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας είναι μία δεό-μενη πρός τόν Χριστό Παναγία πού κρύβει μέσα της τήν κραυγή αγωνίας καί τήν ικεσία τού πιστού, τήν προσευχή του, τήν ελπίδα του γιά τό αύριο, τήν εμπειρία τής χάριτός της, γιατί αυτή είναι καί παραμένει παρηγοριά καί χαρά τού λαού της. Γι αυτό καί εμείς μέ τά βλέμματα στραμμένα πρός τήν εικόνα Της αναφω-νούμε μέ τρυφερότητα: «Σκέπασέ μας, Παναγία Μητέρα μας, μέ τό τίμιο πέπλο σου κι από κάθε κακό ελευθέρωσέ μας, παρακαλώντας τόν Υιό σου, τόν Χριστό καί Θεό μας, νά σώσει τίς ψυχές μας».
[1] G. Schlumberger, Sigillofraphie de l Empire Byzantin, Paris 1884. σελ. 38. N. Kondakov, Ιkonografiia Bogomateri, τόμ. ΙΙ, S. Petersburg 1914-15, σελ. 294-315, εικ. 162-176. J. Eber- solt, Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens tresors des eglises de Constantinople, Paris 1921, σελ. 57. Γ. Σωτηρίου, Η Χριστιανική καί Βυζαντινή εικονογραφία, Θεολογία 27, 1, 1956, σελ. 11: «Εικών τής Αγιοσοριτίσσης: Περίφημος εικών, τύπου δεομένης άνευ τού Χριστού, τιμωμένη εις τόν ομώνυμον, παρά τήν συνοικίαν τών Χαλκοπρατείων υπό τής Πουλχερίας ιδρυθέντα ναόν, τόν επιλεγόμενον τής αγίας Σορού, όπου εφυλάσσετο η ζώνη τής Θεοτόκου». S. Der Nersessian, Two Images of the Virgin Mary in the Dumbarton Oaks Collection, DOP 14 (1960), σελ. 77-86. Μ. Αndaloro, Note sui temi ico- nografici della Deesis e dell Haghiosoritissa, RIAS 17 (1970), σελ. 85-153. Κ. Καλοκύρη, ¨Η Θεοτόκος εις τήν εικονογραφίαν Ανατολής καί Δύσεως, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 55, 70-71. Χρ. Μπαλτογιάννη, Η Παναγία στίς φορητές εικόνες, Μήτηρ Θεού, σελ. 147-148.
[1] Ο Ρ. Gilles στά μέσα τού 16ου αίώνα σημειώνει ότι τά Χαλκοπράτεια δέν βρίσκο-νταν μακριά από τό Μίλιον, βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεία, Μεγά-λη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1934. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙΙ, 32, Scriptores Oroginum Constantinopolitanum (έκδ. ΤH. Pre-ger), σελ. 226-227. Petrus Gyllius, De topographia Constantinopoleos et de illius antiquatibus (Lyon 1561), II.21. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
[1] Από τίς πηγές γνωρίζουμε ότι μέ τίς επισκευές τού αυτοκράτορος Ιουστίνου Β΄ ο ναός απέκτησε φατνωματική οροφή επενδεδυμένη μέ πολύτιμο μέταλλο καί θύρες από ήλεκτρο, ασήμι καί χρυσό, Μango, C., The Chalkoprateia Annunciation and the preeternal Logos, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 17 (1993/4), σελ. 165.
[1] Τό παρεκκλήσιο τής Αγίας Σορού ήταν χωριστό καί επικοινωνούσε μέ τόν κυρίως ναό καί συγκεκριμένα μέ τό βόρειο κλίτος. Αυτό συμπεραίνεται καί από τήν περι-γραφή τού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, όπου άναφέρεται ότι ο Πατριάρχης «διά τής πλαγίας τού αριστερού μέρους (τού θυσιαστηρίου) εξελθών, εισέρχεται εις τήν Αγίαν Σορόν καί στάς έμπροσθεν τών αγίων θυρών», Έκθεσις τής Βασιλείου τά-ξεως, P.G., 112, σελ. 404-408, 408. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σελ. 82, Επιστημονι-κή Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Οι πηγές μαρτυρούν τήν ύπαρξη δύο παρεκκλησίων, τής Αγίας Σορού καί τού Αγίου Ιακώβου τού Αδελφοθέου. Βλ. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, Περί Βασιλείου Τάξεως, Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris De Cerimoniis aulae byzantinae Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 31.4-9 Lackner, W. (επιμ.), «Ein byzantinisches Marienmira-kel», Βυζαντινά 13.2 (1985), σελ. 853.
[1] Ευθυμίου Μοναχού, Εγκώμιον εις τήν προσκύνησιν τής Τιμίας Ζώνης τής Υπεραγίας Θεοτόκου καί τά εγκαίνια τής Αγίας αυτής Σορού εν τοίς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalis, 16, σελ. 511.
[1] Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεία, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1934. Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ράμ-φου, Αγιολογικά Μελετήματα, σελ. Γ11-12, Αθήναι 1987. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορί-τισσας, σελ. 79, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30. Muller-Wiener, W., Bildlexicon zur Topo-graphie Instabuls (Tubingen 1977), σελ. 76. Janin, R., La geographie ecclesiastique de lempire byzantin I: Le siege de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les eglises et les mona-steres2 (Paris 1969), σελ. 237, 239. Πρβλ. Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπουλου Ι., Ιστορία τού βυζαντινού κρά-τους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495. Φασουλάκη Σ .-Λαΐου Α., «Η δυναστεία τών Κομνηνών καί οι Σταυροφορίες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Αθήνα 1979), σελ. 13. Σκαρλάτου τού Βυζαντίου Δ., Κωνσταντινούπολις Α΄ (Αθήναι 1851), σελ. 460. Άννας Κομνηνής, Αλεξιάς, Schopen, L. (επιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.
[1] «Τή ΛΑ΄ τού μηνός Αυγούστου ανάμνησις τής εν τή αγία σορώ καταθέσεως τής Τιμίας Ζώνης τής Υπεραγίας Θεοτόκου εν τώ σεβασμίω αυτής οίκω, τό όντι εν τοίς Χαλκο-πρατείοις, ανακομισθείσης από τής Επισκοπής Ζήλας επί Ιουστινιανού τού βασιλέως», Συναξάρι ημέρας, Μηναίον Αυγούστου, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, εν Αθήναις 2006, σελ. 409. «Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής υπευρευλογημένης θεόπαιδος, έν ώ αγγέλων στρατιαί υπηρετούσιν αδιάλειπτα καί κύκλω τής αειλαμούς σορού παρίστα-νται.. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής παναχράντου δεσποίνης ημών. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής δεδοξασμένης μητρός τού Θεού. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής μη-τρός τού βασιλέως Χριστού. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής απειρογάμου νύμφης τού ακαταλήπτου Πατρός. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τών απάντων ναών τής πανάγνου υπέρτερος. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής απάντων χριστιανών προστασίας καί σκέ-πης. Σήμερον ναός εγκαινίζεται τής πανυμνήτου καί παμωμήτου κόρης. Σήμερον ναός τής παντευλογήτου καί τιμίας νεάνιδος καί τής τών προφητών κορωνίδος εγκαίνι-σται, εν ώ παραλυτικοί ανορθούνται, αόμματοι τό βλέπειν απολαμβάνουσι, ριγώντες καί πυρέττοντες εξιώνται. Αέναος γάρ η βρύσις τών αυτής θαυμάτων εκάστοτε», Ευ-θυμίου Μοναχού, Εγκώμιον εις τήν προσκύνησιν τής Τιμίας Ζώνης τής Υπεραγίας Θεοτόκου καί τά εγκαίνια τής Αγίας αυτής Σορού εν τοίς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalia 16, σελ. 512-513.
[1] Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεία, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1934. Ψευδο-Κωδινού, Πάτρια Κωνσταντι-νουπόλεως, Preger, Τ. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 227. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos dOrient 23 (1924), σελ. 36-37.
[1] Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos dOrient 23 (1924), σελ. 36-37.
[1] Πασπάτη Α., Τά βυζαντινά ανάκτορα καί τά πέριξ αυτών ιδρύματα. Μεθ ενός χάρ-του τοπογραφικού (Αθήναι 1885), σελ. 84.
[1] Mathews T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30.
[1] Muller-Wiener, W., Bildlexicon zur Topographie Instabuls (Tubingen 1977), σελ. 76.
[1] Βλ. Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήναι 2002, σελ. 691-694. Janin, R., La geographie ecclesiastique de lempire byzantin I: Le siege de Constantinople et le Patria-rchat oecumenique, iii: Les eglises et les monasteres2 (Paris 1969), σελ. 239. . Mansi, J., Sacro-rum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπου-λου Ι., Ιστορία τού βυζαντινού κράτους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495.
[1] Φασουλάκη Σ.-Λαΐου Α., «Η δυναστεία τών Κομνηνών καί οι Σταυροφορίες», Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Αθήνα 1979), σελ. 13.
[1] Άννας Κομνηνής, Αλεξιάς, Schopen, L. (επιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.
[1] Janin, R., La geographie ecclesiastique de lempire byzantin I: Le siege de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les eglises et les monasteres2 (Paris 1969), σελ. 237, 239.
[1] Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 28.
[1] Ο H. Βelting χρονολογεί τήν εικόνα τής Παναγίας περί τόν 6ο αιώνα, βλ. Hans Belting, Likeness and Presence, A History of the Image before the Era of Art, σελ. 320, εικ. 190, πίν. V, University of Chicago Press, 1997. Περί τής μοναδικότητας τής εικόνας γράφει καί η Α. Μπιτσάνη στό άρθρο «Βυζαντινή εικόνα τής Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Αρχαιολογικής Εταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. M. Andaloro, Note sui temi iconografici della Deesis et della Hagiosoritissa, Riasa 17, 1970, σελ. 127-128. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σελ. 93, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[1] Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σελ. 93, υποσημ. 122, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Vladimir Koudelka, Le Una ic-ona d Oriente nel cuore dell Occidente Cristiano, σελ. 136.
[1] Η βασίλισσα Ευδοκία παρέμεινε στά Ιεροσόλυμα επί πολλά έτη καί ανήγειρε τό ναό τού Αγίου Στεφάνου τού οποίου ιερά λείψανα έφερε μαζί της στή Βασιελύουσα περί τό τέλος τού 439, έκτισε πολλές εκκλησίες καί μοναστήρια, πτωχοκομεία καί γηροκομεία, βλ. Ιω. Χ. Κωνσταντινίδη, «Ευδοκία», Θρησκευτική καί ηθική εγκυκλο-παιδεία, τόμος 5ος, Αθήναι 1964, σελ. 1021. Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον, σελ. 152. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Μ. Ευθυμίου, εκδ. Schwartz, Leipzig 1939, σελ. 152. Βασ. Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστέρος, Αθήναι 1978, σελ. 226.
[1] Πρόκειται γιά τό κείμενο τού Θεοδώρου Αναγνώστου (6ος αιώνας) «ότι η Ευδοκία τή Πουλχερία τήν εικόνα τής Θεομήορος, ήν ο Απόστολος Λουκάς καθιστόρησεν, εξ Ιερο-σολύμων απέστειλεν», Θεοδώρου Αναγνώστου, Εκλογαί εκ τής Εκκλησιαστικής Ιστο-ρίας, Α΄, P.G. 86, σελ. 165. Βλ. Andre Grabar, Martyrium. Recherches sur le culte des reliq-ues et lart chretien antique, College de France, ΙΙ, Paris 19431946, σελ. 348. Vladimir Kou-delka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τού ιδίου, Una icona d Oriente nel cuore dell Occidente Cristiano, σελ. 141. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Πα-ναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σελ. 93, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[1] Αγγελικής Μπιτσάνη, άρθρο «Βυζαντινή εικόνα τής Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Αρχαιολογικής Εταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σελ. 114, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[1] Νικηφόρου Καλλίστου, P.G. 147, 41 εξ.
[1] Η ονομασία Τempuli ερμηνεύθηκε ως η λατινική απόδοση τού «Σορίτισσα», βλ. Ch. Baltoyanni, The icon of Haghiosoritissa and the Eleousa, στό Mother of God, Repre-sentations of the Virgin in Byzantine art, (ed. M. Vassilaki), Milan 2000, σελ. 148. http://romanchurches.wikia.com/wiki/Santa_Maria_in_Tempulo. Υπάρχει όμως καί μία διαφορετική ερμηνεία πού τή συσχετίζει μέ τό όνομα τού Τέμπουλου (Tempulus) τού ενός από τούς τρείς αδελφούς στήν κατοχή τών οποίων περιήλθε η εικόνα. Λε-πτομερής ανάλυση τής σχετικής άποψης βλ. στό Vladimir Koudelka, Le monasteri-um Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τού ιδί-ου, Vladimir Koudelka, Una icona d Oriente nel cuore dell Occidente Cristiano, σελ. 135. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ο Ναός τής Θεοτόκου τών Χαλκοπρατείων καί η εικόνα τής Παναγίας τής Αγιοσορίτισσας, σελ. 93, υποσημ. 122, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολο-γικής Σχολής, Ανάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Σήμερα η εικόνα τής Παναγίας φυλάσσεται στό γυναικείο μοναστήρι τών Αγίων Δομηνίκου καί Σίξτου στή Ρώμη, όπου εγκαταβιούν έγκλειστες μοναχές, πού είναι γνωστό καί ως ναός τής Santa Ma- ria del Rosario.
[1] Vladimir Koudelka, Una icona d Oriente nel cuore dell Occidente Cristiano, σελ. 140 : «Quest ultimo descrisse una tradizione sulla prezenza dell icona a Roma gia nell anno 590, nel tempo di papa Gregorio Magno (590-604)».
[1] Παρέμεινε αποκρισάριος από τό 579 μέχρι τό 585, βλ. Βασιλείου Μουστάκη, «Γρη- γόριος ο Α΄», Θρησκευτική καί ηθική εγκυκλοπαιδεία, τόμος14ος, Αθήναι 1964, σελ. 820. Ε. Γ. Παντελάκη, «Γρηγόριος ο Α΄», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1929, σελ. 726. Eugen H. Fischer, Gregor der Grosse und Byzanz, Ein Beitrag zur Geschichte der papstlichen Politik, Weimar 1950.
[1] San Domenico e il monastero di San Sisto all Appia, Raccolta di studi storici, tradizioni e testi d archivio, Storia e legenda della Madonna di San Sisto, σελ. 101.