Με αφορμή ανεύθυνα σχόλια, που αναρτήθηκαν σε «εκκλησιαστικού» ενδιαφέροντος ιστοσελίδες, αναφορικά με την εκδίκαση της υποθέσεως του Ιερομονάχου Ιγνατίου Σταυροπούλου υπό του Επισκοπικού Δικαστηρίου, η Ιερά Μητρόπολη ανακοινώνει τα ακόλουθα:
1. Ο Ιερομόναχος Ιγνάτιος Σταυρόπουλος στον οποίο επεβλήθη από την Ιερά Σύνοδο το 2007 το επιτίμιο της ακοινωνησίας, εσχάτως άρχισε να «λειτουργή» στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως, παρά την περί του αντιθέτου απόφαση της Ιεράς Συνόδου, η οποία σημειωτέον κρίθηκε νόμιμη με την υπ’ αριθ. 686/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιδεικνύοντας έτσι, για ακόμα μία φορά ανυπακοή στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή αλλά και στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας.
2. Κατόπιν τούτου η Ιερά Μητρόπολη, όπως ήταν υποχρεωμένη, εκκίνησε την διαδικασία των ανακρίσεων βάσει του Ν. 5383/1932 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ Αυτών διαδικασίας» καί, μετά την νομότυπη περάτωση αυτών, όρισε ημέρα συνεδρίασης του αρμοδίου Επισκοπικού Δικαστηρίου την Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου ώρα 16.00.
3. Ο κατηγορούμενος Ιερομόναχος Ιγν. Σταυρόπουλος προσήλθε μεν ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, με πρόθεση, όπως κατεδείχθη εκ των υστέρων, όχι να σεβασθή την διαδικασία και να αντικρούση την κατ’ αυτού κατηγορία αλλά την δημιουργία εντυπώσεων και μόνο. Συγκεκριμένα, αφού προέβαλε προφανώς μη νόμιμες και αβάσιμες ενστάσεις και αιτήματα, απεχώρησε, υπεκφεύγοντας την βάσανο της ζώσης διαδικασίας και την αντίκρουση της κατηγορίας.
4. Κατά την διάρκεια της συνεδρίασης του Δικαστηρίου συγκεντρώθηκαν ολιγάριθμοι «οπαδοί» του, προερχόμενοι εν πολλοίς από άλλες πόλεις, από αυτούς που ο ίδιος τις προηγούμενες ημέρες παρακινούσε να προσέλθουν προς συμπαράστασή του, και φώναζαν διάφορα συνθήματα έξω από τα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, επιχείρησαν δε να εισέλθουν και στον χώρο συνεδρίασης του Δικαστηρίου, παρά τον νόμον, που στις συνεδριάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων επιτρέπει την παρουσία μόνο κληρικών και μοναχών, οπότε, όπως είναι φυσικό απετράπησαν κατ’ αρχήν από τους πατέρες Καλλίνικο και Θεμιστοκλή και στην συνέχεια από τα εντόπια αστυνομικά όργανα, που προσήλθαν να επιβάλλουν την τάξη και να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα κοσμικά Δικαστήρια.
5. Ουδέποτε έλαβαν χώρα τα αναφερόμενα στα δημοσιεύματα, που κυκλοφόρησαν, ότι δηλ. το πλήθος «άρπαξε από τα γένια» τον π. Θεμιστοκλή, πετώντας τον στο έδαφος, ότι ο π. Καλλίνικος ετράπη σε φυγή και ότι ζητήθηκαν ενισχύσεις από την Αστυνομία του Μεσολογγίου για να προστατέψουν τον Μητροπολίτη και τους κληρικούς της Ι. Μητροπόλεως.
6. Το Επισκοπικό Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τον νόμο, και μετά την αποχώρηση του κατηγορουμένου, συνέχισε την συνεδρίασή του και απεφάνθη ότι ο Ιερομόναχος είναι ένοχος της κατηγορίας ότι «λειτούργησε» κατά συρροήν ενώ είναι ακοινώνητος, ενόψει δε του ότι για την κατηγορία αυτή προβλέπεται η ποινή της καθαίρεσης, την οποία και δεν έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλη, εθεώρησε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση να δικασθή πρωτοδίκως στο αρμόδιο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο.
7. Για μία ακόμα φορά ο Ιερομόναχος Ιγνάτιος Σταυρόπουλος κατέδειξε την ανυπακοή και καταφρόνησή του στους θεσμούς της Εκκλησίας και του Κράτους (η συγκρότηση, δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων προβλέπεται από πολιτειακό νόμο, ήτοι τον Ν. 5383/1983) και προφανώς αδυνατώντας να αποκρούση την κατηγορία, την οποία εν πολλοίς συνομολόγησε με το απολογητικό του υπόμνημα, αρκέστηκε στην δημιουργία εντυπώσεων, με την συνδρομή των «φίλων και οπαδών», που έχει δημιουργήσει με την καθημερινή ενασχόλησή του με ανακοινώσεις, σχόλια και ανταλλαγή απόψεων σε ιστοσελίδες, Blogs και στο facebook, που ο ίδιος διατηρεί, καταδεικνύοντας έτσι το εκκοσμικευμένο και νόθο μοναχικό και εκκλησιολογικό του φρόνημα.
8. Είναι λυπηρό το γεγονός Ιερομόναχοι να απειθαρχούν στους ιερούς Κανόνες και την Ιερά Σύνοδο αλλά και στους θεσμούς και νόμους της πολιτείας, να προκαλούν τον λαό σε εχθροπάθεια εναντίον των κανονικών Επισκόπων, να δημιουργούν οπαδούς και να παρουσιάζωνται ως «ήρωες». Η Εκκλησία δεν μπορεί να ανεχθή τέτοιες αντικανονικές και φατριαστικές ενέργειες, καταδικάζει την απόπειρα υπονόμευσης των θεσμών της με απειλές βίας και την συνδρομή φανατισμένων «οπαδών» και θα συνεχίση απρόσκοπτα την ορθόδοξη διδασκαλία της και την διακονία της στους ανθρώπους.