Ι.Μ. ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ: Η εμπειρία τής μεταβίωσης επιφυλάσσεται σέ όλους μας, αλλά τό τέλος τού βίου, όταν προηγείται μιά αδιέξοδη ψυχική καί βασανιστική σωματική αναμέτρηση, είναι μιά ενδεχόμενη οριακή εμπειρία πού καί μόνη η σκέψη της συνταράσσει τούς πάντες.
Ανθρωπίνως όλοι μας ελεεινολογούμε τούτον τόν ευτελισμό τής ανθρωπινότητός μας, πονούμε καί
συμπονούμε τούς υπομένοντες βαθμιδωτά καί τούς υπομεμενηκότες τελικά αυτήν τήν έσχατη τού βίου
συμφορά.
Όμως, μοναδικός καταλύτης ελπίδας άδυτος καί άφθαρτος παραμένει τό δώρο τής Αναστάσεως εν
Κυρίω πού προσδοκούμε, εναθλούμενοι διά βίου στήν πίστη καί στό ήθος τής Ζωής. Ο Εσταυρωμένος καί
Αναστημένος Κύριος καί Θεός μας δοκίμασε τήν οδύνη τού σταυρικού θανάτου υπέρ πάντων ημών (γιά νά
κάνει τό δικό Του θάνατο διαβατήριο δικό μας στήν θεανδρική Του ζωή).
Αναδέχθηκε στόν άφθορο χώρο τής τέλειας αγαπήσεώς Του τούς πάντες. Αφήνοντας στόν καθένα μας τήν ελευθερία τής παραδοχής, τό αυτεξούσιο τής αποδοχής, τό δικαίωμα τής υποδοχής Του. Από τό σήμερα τού βίου (πού κι αυτό Εκείνος μάς τό άφησε ως χρονοχώρο ετοιμασίας) νά τό θελήσουμε καί νά ετοιμαζόμαστε νά αντικρίσουμε ολοκάθαρο τό δικό Του βλέμμα, χωρίς τά εμπαρεμπίπτοντα τών κοσμικών μας δικαιωμάτων καί τών αυτοδικαιώσεων, τών περιπτώσεων καί τών παραπτώσεων.
Όπως μέ τήν ταπεινή καί αγαπώσα εμπειρική του σοφία εξηγούσε ο άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «Ημείς,
ειλημμένοι εκ τής γής, συνιστώμεν ελάχιστόν τι τμήμα τού κολοσσιαίου σώματος τής ανθρωπότητος, εκ τού
οποίου ουδόλως είναι απλούν νά αποσπασθή τις, ιδιατέρως επί τών ημερών ημών, ότε άπασα σχεδόν η
οικουμένη ελέγχεται υπό τής κρατικής εξουσίας έναντι εκάστης συγκαταβατικής εξυπηρετήσεως
διατρέχομεν τόν κίνδυνον νά απολέσωμεν τήν έλευθερίαν ημών (βλ. Ιωάν. ιδ΄ 30).
Η ασφαλεστέρα διακινδύνευσις είναι νά εμπιστευθώμεν εαυτούς μετά παιδικής απλότητος εις τήν Πρόνοιαν τού Θεού, κατά τήν αναζήτησιν τής ζωής, εν τή οποία η πρώτη θέσις έχει δοθή εις τόν Χριστόν» (Οψόμεθα τόν Θεόν καθώς εστι, 1992, σ. 107).
Καταφάσκουμε τήν ελευθερία κάθε ανθρώπου τήν οποία δωροφόρησε ο ίδιος ο Πλαστουργός καί τήν
επαναδωροφόρησε ως Σωτήρας μέ τήν ενανθρώπησή Του, ως δυνατότητα μετοχής στήν χριστοποίηση καί
μόνο μέσα από τήν εκκλησιοποίηση. Καί σ’ αυτό ακριβώς τό διαρκές μυστήριο αθλείται κάθε πιστός.
Κι όταν αποβιώσουμε, δέν παύει νά διατηρεί δυνάμει αυτό τό χάρισμα μέσω τής Εκκλησίας, μέσα από τήν έμπονη προσευχή καί τή νηστεία καί τίς επιμνημόσυνες δεήσεις καί τίς ελεημοσύνες καί προπαντός μέσα από τή λειτουργική μνημόνευση καί περιχώρηση στό Άγιο Ποτήριο τής θείας Κοινωνίας. Εδώ ψηλαφούμε (εφόσον
υπάρχουν) ιχνοστοιχεία από τόν αληθινό μας σεβασμό καί τή γνήσια αγάπη μας καί τήν όποια ευγνώμονα
μνημοσύνη μας γιά κείνους πού αποδύονται τήν κοινωνικότητα στό στάδιο τής αθλήσεως τού βίου καί
στέκονται πλέον αντίκρυ στό βλέμμα τού Θεού, αναμετρώμενοι μέ τήν άκτιστη καθαρότητα καί πληρότητα τής τέλειας αγάπης Του (άν μπορούν καί πόσο μπορούν νά τήν προσδεχθούν).
Αυτές τίς έμπονες σκέψεις προκάλεσε σέ μάς μαζί μέ τήν συνανθρώπινη θλίψη η επώδυνη
μεταβίωση τού αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τσαβδαρίδη, δημιουργού δύο μοναστικών αδελφοτήτων, μέ μιά
διά βίου πορεία, αποτυπωμένη στά έργα τών χειρών του, αποτυπωμένη στούς περί αυτόν συμμοναστές.
Καί περί μέν εκείνου προσευχόμεθα νά πορευθεί εν ελέει καί νά γίνει προσδεκτός στήν χαροποιό
μεταβίωση τού Αμώμου καί νά συνεκκλησιάζεται στήν άχραντη αιωνιότητα τού Κυρίου μας, στούς δέ
απομένοντες νά αθλούνται στό πιό δύσκολο άθλημα τού βίου καί τής μοναστικής κλήσεως, επανατροχιασμένοι στήν εκκλησιολογική ακρίβεια ώστε νά καταξιωθούν νά γίνουν άξιοι τού Ποιμένος καί Επισκόπου τών ψυχών μας, νά διακονούν τό μυστήριο τής μιάς Εκκλησίας τού ενός Θεού καί Σωτήρα μας.