ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Ο χρόνος και ο τρόπος μας, αλλά και οι συγκυρίες και οι μεταβολισμοί, είναι “ο χώρος” του βίου μας. Κι εκεί “μέσα” χωρούν χαρές και θλίψεις, ωδίνες τοκετού της ατομικής και της κοινωνικής μας ιστορίας, που άλλοτε ενθαρρύνουν κι άλλοτε συνθλίβουν και αποθρύπτουν.
Και που να βρεθεί ισορροπία και μέτρο “βιώσιμου χώρου”; Αυτό εμφιλοσοφούμε τούτες τις μέρες, “με το φαρμάκι” που όλοι ήπιαμε και πρώτοι αυτοί που έζησαν το δράμα και μας άφησαν, όπως κι εκείνοι που πρόλαβαν και γλίτωσαν από την τελευταία του σκηνή. Τα λέμε και τα ζυγίζουμε με ρεαλισμό, αλλά και ελπίδα ζώσα “εις Χριστόν” σε προηγούμενό μας δημοσίευμα.
Μ᾽ ένα τέτοιο σκηνικό στις καρδιές και στο νού σχεδόν όλων, προσήλθαμε να λειτουργήσουμε και να λειτουργηθούμε, στο Πολύκαστρο και στο ναό της Αγίας Τριάδος, ανήμερα της Ορθοδοξίας.
Καταπικραμένοι, αλλά και εστώτες χάρη σ᾽ Εκείνον που μας έπλασε και μας έστησε σ᾽ αυτήν τη διαδρομή της δοκιμασίας και μας χαρίζει διαρκώς μαζί Του ένα πολύ μεγάλο δώρο… …το δικαίωμα της ελευθερίας να Τον επικαλούμεθα, να Τον επιποθούμε, να συνεκκλησιοποιούμεθα, να Τον “μεταγγίζουμε” κοινωνημένοι στον κόσμο μας, να Τον ευαγγελιζόμεθα με την νήφουσα πρακτικότητά μας.
Και σήμερα, “ευλογήσαμε” (δοξολογήσαμε) την μεθεκτή βασιλεία της Αγίας Τριάδος “νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”. Προσκομίσαμε άρτον και οίνον και συναγμένη όλη την κοινωνούμενη Ορθοδοξία, Αγίους της αιωνιότητος και αθλουμένους του βίου, “την εκκλησίαν Θεού ζώντος”.
Ακούσαμε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και περιλάβαμε διά ψυχής σχεδόν ολόγυρα την εκκλησιαστική μας “καρδιά”. «Καρδιά” μας στη λειτουργική σύναξη η Αγία Τράπεζα της διά των ιερών Μυστηρίων “ορατής συγκαταβάσεως” του “αοράτως συνόντος” Χριστού, χάρη στο αεί παρόν και ζωοποιό και θεουργικό Άγιο Πνεύμα. Αυτό μας ενοποιεί μαζί Του, κι Εκείνος μας προσάγει πνευματικά, μυστηριακά, αληθινά στον Πατέρα, ώστε να “τολμούμε να Τον επικαλούμεθα” “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…”.
Και Εκείνος μας χαρίζει τη “μέθεξη της βασιλείας Του”, την θεία κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του σαρκωμένου Υιού Του.
Ο σαρκωμένος Υιός του Πατρός είναι η μόνη ελπίδα έως το παραμικρό μόριο της ύπαρξής μας και της ύπαρξης όσων χάσαμε πρόωρα, ακόμη και πυρίκαυστοι, κυριολεκτικά “μη έχοντες είδος”. Η ψυχή τους, που εκλήθη και πέταξε σε έναν άλλον τρόπο ζωής, δεν είναι ένα “κομμάτι” από την αρχική μας φάση-φύση. Ναί· η ψυχή τους φέρει μεν έκτυπη την (διαχωρισμένη διά θανάτου) ψυχοσωματικότητά της, διά της οποίας ανεπίγνωστα είτε παράταιρα με τόσους τρόπους πάσχιζαν “να κερδίσουν το λαχείο” που τους αναλογούσε, στα ευμέτρητα χρόνια του σύντομου βίου τους. Αυτή όμως η συγκεκριμένη-προσωπική ψυχή, με πρόσταγμα Θεού, θα ξαναβρεί πιο ακέραια, αναστημένη (ξαναστημένη) τη θρηνώδη σήμερα ψυχοσωματικότητά της και θα μετρηθεί ―ως οίδεν ο Θεός― για τις ομοιοσύνες ή τις ανομοιότητές της προς τον Κύριο.
Γι᾽ αυτό και πασχίζουμε σαν μια μεγάλη αγκαλιά όντως αγάπης εμείς οι επιζώντες του βίου οι ικέτες, από οικέτες φθοράς να τους ανάγουμε ικετευτικά ολοέν και περισσότερο σε οικείους της Ζωής.
Αυτό έπραξε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και όλοι οι ανά τον κόσμο Ορθόδοξοι. Αυτό παρήγγειλε νηφαλίως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος με την Ιερά Σύνοδο. “Έπαρση χειρών” και “κλίση γονάτων”, ώσπου όλοι αυτοί οι άνθρωποί μας που έφυγαν να προσορμισθούν στην “ποθεινή πατρίδα”, στην “εκκλησία των πρωτοτόκων των απογεγραμμένων εν ουρανοίς”. Να μην χαθούν πλέον, αλλά να το χαρούν, που έφυγαν, κι ας φυγαδεύτηκαν με τόσην “ανελέητη φρίκη”.
Αυτό πασχίσαμε κι εμείς να θυμίσουμε σε όλη τη μητροπολιτική μας επαρχία διά των Εφημερίων, κατά την παραγγελία της Ιεράς Συνόδου. Δεήσεις και μνημόσυνα, ικεσίες και μεθικεσίες. Όχι γιατί ήταν κοντά μας τα Τέμπη, όχι γιατί πάλιν εκεί πριν μερικά χρόνια είχε στηθεί άλλο ένα “σκηνικό τρόμου”, όχι γιατί κι εμείς σαν Επίσκοπος περάσαμε εκεί από μιάν οριακή φρίκη. Κυρίως,γιατί μάθαμε και διδασκόμαστε στην πράξη από τους Αγίους να γινόμαστε “μια αγκαλιά” για “όλον τον Αδάμ”.
Με τέτοια βιωματικήν αίσθηση και προτροπή προς όλους, τελέσαμε το Μνημόσυνο των βιαίως από τα Τέμπη αποιχομένων νεκρών μας. Και τους “παραδώσαμε” ως Εκκλησία στον Κύριο της λειτουργικής παρουσίας, για να τους καθαρίσει εν Εαυτώ και να τους ακεραιώσει ως μέλη του προσδεομένου Του σώματος. Από οικέτες να τους μεταποιήσει σε οικείους. Ως κεφαλή του δικού Του “Σώματος” (όπου όλους τους βαπτισμένους χριστιανούς ορθοδόξους φιλανθρώπως μας “καλεί κατ᾽ όνομα”, τ.ε. μας ποιεί, μας προσκαλεί, μας συγκαλεί, μας ανακαλεί)… Ναί, σύνολο το Σώμα Τον παρακαλούμε να μην αφήσει αυτά τα μέλη μας, τα μέλη Του, αλλά να τους ακεραιώσει με τη χαρμοσύνη της θείας Του προσδοχής. Να προσδεχθεί την ακούσια απόθλιψη μέχρι του εσχάτου λείμματος της σωματικότητάς τους ωσάν ακουσιο-εκούσια δική Του προσδοχή και πιστεύουσα παραδοχή και προσδοχή.
Άλλο μυστήριο κι αυτό! Μυστήριο μαρτυρημένης ελπίδος για τους οικείους, μυστήριο πνευματικής ευφροσύνης για τους καταθλιμμένους όλης της χώρας. Μυστήριο ελευθερίας “δράσης” της συλλογικής μας σαρακοστιανής ταπεινοσύνης και μετάνοιας και αγάπης και νηστείας υπέρ των αποιχομένων ανθρώπων μας, των συγκεκριμένων συν-ανθρώπων μας, που κι αυτοί πιστοποιούσαν το δικό μας “συν” της συλλογικής ανθρωπινότητος. Με εναργέστερη από τη φρίκη αυτήν την ανθρωπιά, “κραυγάζουμε” ως συμμέλη του Σώματος προς την Κεφαλή μας: ώστε να τους γλιτώσει από τα “βαγόνια του αυτεγκλωβισμού στην απώλεια” και να ελεηθούν μέσα στην ευρύχωρη “μεγάλη καρδιά” όλου του εκκλησιαστικού σώματος. Κι ο Χριστός μας, που μας το εμπνέει, πως να μας απαρνηθεί αυτό το “σταύρωμα του χρόνου και του τρόπου μας”, σε “χώρο αιώνιας ευρυχωρίας” εν Εαυτώ για τους αδελφούς μας; Δεν γνωρίζουμε. Ελπίζουμε και δεν θα παύσουμε να δεόμεθα για το έλεός Του.
Αυτό θελήσαμε να “μεταγγίσουμε” κι εμείς ως λειτουργημένο και “μεταλειτουργικό” ήθος, στη φετινή Κυριακάτικη σύναξη της Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, στην Αγία Τριάδα Πολυκάστρου. Δεν πανηγυρίσαμε. Δεν πραγματοποιήσαμε την προγραμματισμένη και καθιερωμένη άλλοτε μεγάλη λιτανεία από τη μια πλατεία ως την άλλη, είτε την περυσινή στην περίμετρο του ναού. Και οι Ιερείς μας σε άλλες Ενορίες περιορίστηκαν μέσα στους ναούς, και μας επισυνέτρεξαν αντιπροσωπευτικά όσοι πρόλαβαν.
Ο Ποιμενάρχης και οι συλλειτουργοί και οι άρχοντες του Δήμου, της Ταξιαρχίας και της Αστυνομίας ένστολοι, και προπαντός πλήθος συνεκκλησιασμένων, ωσάν έμψυχοι ναοί, μέσα στον καθαγιασμένο χώρο του ναού, υψώσαμε προς τον Κύριο την εικόνα Του ωσάν κραυγή (συ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν…), την εικόνα της Παναγίας μας (ταίς της Θεοτόκου πρεσβείαις…), του Τιμίου Προδρόμου και άλλων Αγίων, απότμημα από την Κάρα του αγίου Ραφαήλ κι ελάχιστο ιερολείψανο του εορτάζοντος νεομάρτυρος Γεωργίου της Ραψάνης (πρεσβείαις των Αγίων σου…).
Λιτανευτικά υπέρ όλων και για την οικουμένη και προπαντός για κείνους τους τωρινούς που δεν φεύγουν από την καρδιά και το μυαλό μας. Όμως, θελήσαμε να κρατηθούμε από τη συλλογική απόθλιψη και να υποδείξουμε με το λόγο μας “οδόν εις σωτηρίαν”, την πρόταξη του Ευαγγελίου και την ύψωση του Σταυρού.
Η αφόρητη τραγωδία, παραμονές της Ορθοδοξίας, είθε να γίνει αφορμή ανάνηψης σε όλους μας.