Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ: Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου αδελφοί, αναφέρεται περισσότερο από κάθε άλλη σάν εικόνα τής κρίσεως.
Παρ’ όλα αυτά μάς λέγει κάτι ουσιαστικό όχι γιά τόν θάνατο, τήν καταδίκη ή τήν σωτηρία, αλλά γιά τήν ζωή.
Ο Θεός δέν ρωτάει ούτε τούς αμαρτωλούς ούτε τούς δίκαιους τίποτε σχετικά μέ τίς πεποιθήσεις τους ή μέ τίς
λατρευτικές τους συνήθειες αυτό πού μετράει ο Κύριος είναι ο βαθμός τής ανθρωπιάς τους “επείνασα γάρ, καί εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα καί εποτίσατέ με, ξένος ήμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός καί περιεβάλετέ με, ησθένησα καί επεσκέψασθαί με, εν φυλακή ήμην, καί ήλθετε πρός με”.
Η παραβολή τής κρίσεως θέτει σαφέστατα τό ότι θά κριθούμε γιά τήν “πολιτεία” μας, γιά τό πώς δηλ. ζήσαμε ανάμεσα στούς αδελφούς μας. Καί γιά τήν Εκκλησία αυτή η πολιτεία μας δέν μπορεί νά νοηθεί έξω από μία χριστοκεντρική τοποθέτηση μέσα στήν αδελφική κοινωνία πού είναι έκφραση μιάς ζωής, η οποία θεμελιώνεται στήν ένωση μέ τόν Χριστό εν Αγίω Πνεύματι.
Η τελείωση τού πιστού εν κοινωνία είναι τό αδιάκοπο κήρυγμα τών πατέρων. Ερμηνεύοντας τήν παύλειο φράση “μιμηταί… Χριστού” ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερωτά: “Καί πώς είναι δυνατόν, νά
γίνουμε μιμηταί Χριστού; Μέ τό νά φροντίζουμε γιά τό κοινό καλό καί νά μή ζητούμε τά τού εαυτού μας”. Είναι δέ χαρακτηριστικό ότι καί αυτή η κόλαση στό Γεροντικό νοείται ως αδυναμία διαπροσωπικής κοινωνίας: “Ούκ εστι πρόσωπον πρός πρόσωπον θεάσασθαι, αλλ’ ο νώτος εκάστου πρός τόν ετέρου νώτον
κεκόλληται.
Μέσα στήν σημερινή ευαγγελική περικοπή αναπτύσσεται η γνωστή καινοδιαθηκική κοινωνική κατηγορία τού πλησίον. Η έννοια αυτή τελεσίδικα διαστέλλει τήν ανθρώπινη κοινωνία από τήν ζωϊκή ή φυτική. Εκεί κυριαρχεί η βιολογική φύση, πού πάντοτε παράγει τό ίδιο βιοκοινωτικό αποτέλεσμα.
Στήν Εκκλησία όμως η σχέση είναι προσωπική, θεληματική, υπεύθυνη. Μέσα στόν Χριστιανισμό η έννοια αυτή δέν γνωρίζει φραγμούς καί όρια. Πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος. Εκφράζει τήν καθολική συναδέλφωση εν Χριστώ. Στόν συνάνθρωπό μας διακρίνουμε τόν ίδιο τόν Χριστό. Αγαπώντας τόν πλησίον μας,
αγαπάμε τόν Χριστό, τού Οποίου κάθε άνθρωπος είναι εικόνα. Σ’ αυτήν τήν έννοια τού πλησίον κρύβεται καί η βαθύτερη σημασία τής Χριστιανικής αγάπης. Δέν αγαπάμε κατά καθήκον, όπως συνήθως λέμε. Η αγάπη είναι η αναπνοή τού Χριστιανισμού, ο φυσικός τρόπος τής υπάρξεώς του. Δέν αγαπώ, λοιπόν τόν
πλησίον μου μέ τήν έννοια τού οίκτου, τής ευσπλαχνίας, τής ελεημοσύνης, αλλά τόν αγαπώ, διότι μέσα του είναι η εικόνα τού Θεού. Είναι δέ χαρακτηριστικό, ότι η έννοια τού πλησίον στό Ευαγγέλιο είναι πρωταρχικά ενεργητική – αγαπητική καί όχι παθητική. Χωρίς αυτή τήν κοινωνία μέ τόν πλησίον είναι αδύνατη η
κοινωνία μέ τόν Θεό καί η σωτηρία.
Μέσα στήν Εκκλησία ο πλησίον μάς δίνει τήν δυνατότητα νά ξεδιπλωθούμε καί νά βγούμε από τόν εαυτό μας, νά δραστηριοποιηθούμε στήν αγάπη καί νά ξεπεράσουμε τόν φόβο, πού έχει μέσα του τήν κόλαση, καί μετά νά περάσουμε στό χώρο τής παραδείσιας κοινωνίας. Στό πρόσωπο τού άλλου ο χριστιανός δέν βλέπει τό κακό καί τό δαιμονικό πού μετατρέπει τήν ζωή καί τόν κόσμο σέ θάνατο, αλλά στό πρόσωπο τού πλησίον καί μάλιστα τού “ελάχιστου αδελφού” βλέπει τήν αληθινή ζωή, τόν Χριστό καί τήν Ανάσταση.
Γι’ αυτό ακριβώς ο ιερός Χρυσόστομος, όταν μιλάει γιά τόν πλησίον, μιλάει γιά τό “μυστήριο τού αδελφού”. Ο δέ άγιος Εφραίμ ο Σύρος, τονίζει μέ έμφαση πώς όποιος δέν μπορεί νά αγαπήσει είναι ουσιαστικά “βεβλαμμένος κατά νούν”. Η αγάπη, λοιπόν, δέν είναι αδυναμία καί ούτε δείχνει αρρωστημένη κατάσταση ψυχής. Άρρωστος ψυχικά καί πνευματικά είναι ο άνθρωπος τών “κεκλεισμένων θυρών” τού Σάρτρ, ή αυτός πού διαχωρίζει τόν εαυτό του από τούς άλλους καί υψώνοντας τό δικό του τείχος αδιαφορεί γιά τό τί γίνεται στόν κόσμο.
Όμοια καί μιά αγιότητα χωρίς Θεό, μιά αγιότητα χωρίς αγάπη καί χωρίς κοινωνία μέ τόν πλησίον δαιμονοποιεί τόν άνθρωπο καί τόν καθιστά ξένο καί αποκομμένο από τό κοινωνικό σώμα. Η πραγματική αγιοποίηση τού ανθρώπου είναι ουσιαστικά μιά πράξη αδελφοποιήσεως.
Ο κόσμος, όπως μάς παρουσιάζεται στή σύγχρονη ζωή, στή σύγχρονη σκέψη καί λογοτεχνία είναι ένας κόσμος βασικά άρρωστος καί “βεβλαμμένος κατά νούν” καί ζεί τό άγχος κάποιας πνευματικής ένδειας. Ένας κόσμος περιχαρακωμένος, έγκλειστος καί φυλακισμένος, πού δέν διψάει γιά δικαιοσύνη καί ελευθερία, γιά
αγιότητα καί αγάπη. Ένας κόσμος φυλακής καί απομονώσεως, κόσμος αυτοερωτισμού καί αυτοϊκανοποιήσεως. Ένας κόσμος παραφροσύνης καί μηδενισμού, αυτοκαταστροφής καί δουλείας.
Η αλλοτρίωση πού σήμερα πραγματοποιείται σ’ όλες τίς μορφές τής ζωής είναι ενδεικτική τού κόσμου πού έρχεται. Αλλά καί αποκαλυπτική τής ταυτότητος τού ανθρώπου τού αύριο, πού από σήμερα δημιουργεί μιά αυτοσυνειδησία χωρίς Θεό, χωρίς αγάπη καί ενάντια σέ κάθε έννοια κοινότητας καί κοινωνίας προσώπων.
Η μόνη διέξοδος είναι η εκκλησιαστική ζωή καί πράξη, η μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας τού Χριστού. Γιατί η ζωή μας στόν ορθόδοξο χώρο είναι προέκταση τής Λατρείας. Είναι “λειτουργία μετά τήν λειτουργία”. Άν η ζωή μας δέν είναι άμεσα καί οργανικά συνδεδεμένη μέ τήν λατρεία, άν δέν είναι ευχαριστία καί δοξολογία,
δέν μπορεί νά ονομάζεται ορθόδοξη ζωή. Τότε αποδεικνύεται ότι καί η κοινωνική μας ζωή δέν είναι παρά εξωτερική συμβατικότητα, τυπική καί ανούσια, πού αποβαίνει “εις κρίμα καί κατάκριμα καί όχι εις σωτηρίαν”.
Αδελφοί μου,
Τό ευαγγέλιο τής κρίσεως είναι μιά χαρμόσυνη είδηση. Κρύβει τήν υπόσχεση ότι ο Κύριος θά έλθει καί θά περιμαζέψει τά τέκνα του καί ο πόνος δέ θά υπάρξει πιά καί τό κακό θά σβήσει. Τό μέτρο μέ τό οποίο θά κριθούμε θά είναι η απόλυτη καί αδυσώπητη δήλωση τού Θεού ότι μόνο ο δρόμος τής αγάπης καί τής
προσφοράς μετράει καί μάλιστα ολοκληρωτικής καί αψεγάδιαστης.
Αυτός είναι ο δρόμος τού Θεού. Ο Σταυρός Του μαρτυρεί τήν πίστη Του στό ανθρώπινο γένος καί στόν κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, μαρτυρεί τήν ακατάβλητη ελπίδα Του.