Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Γενικού Διευθυντού Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα Κύριε, ἃ ἔδειξας τῇ ψυχῇ ἡμῶν ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; Μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τοῦ μόχθου τῶν δούλων σου» ( Ψαλμ. πη´ 50-51).
ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ: Τά παρόντα καί τά μελλούμενα, τά διαδραματιζόμενα καί τά προσδοκώμενα, οι εμπειρίες καί τά βιώματα τών λαών τής γής, μού δίνουν τήν αφορμή νά διατυπώσω, ως πρ-βληματισμό καί συμμετοχή στήν ζωή τού κόσμου, κάποιες σκέψεις μέ σεβασμό καί συναντίληψη πρός όλα τά πρόσωπα πού έχουν επιφορτισθεί μέ τήν βαρειά ευθύνη τής κεντρικής πολιτικής διοικήσεως, τής Πολιτείας,
καί τής φροντίδας τού βίου τών Τοπικών Εκκλησιών, πρόσωπα πού καλούνται νά καλλιεργήσουν μιά «πρωτοχριστιανική προσδοκία» γιά τά θέματα του βίου σέ έναν κόσμο πού συνειδητά, ασυνείδητα, απεγνωσμένα, εναγώνια, υπομονετικά, καρτερικά, εν μέσω καύματος καί γή ερήμω καί ανύδρω, εν μέσω θλίψεων καί πειρασμών, εν μέσω δοκιμασίας καί ζάλης, αγωνίζεται νά διακρατήσει τήν ελπίδα καί αναζητά τήν αλήθεια.
Είχα πολύ μεγάλο λογισμό εάν δημοσιεύσω τίς παρούσες σκέψεις καί τίς μοιρασθώ μαζί σας. Μού έδωσε δύναμη ένα θεολογικό σχόλιο τού μεγάλου διδασκάλου Ιωσήφ Βρυέννιου πού γράφει: « Εστί κακή ομόνοια, καί καλή διαφωνία εστί σχισθήναι καλώς, καί ομονοήσαι κακώς οίς γάρ η φιλία απωλείας πρόξενος, τούτοις τό μίσος αρετής υπόθεσις γίνεται καί κρείσσων εμπαθούς ομονοίας, η υπέρ απαθείας διάστασις καλόν τό ειρηνεύειν πρός πάντας, αλλ ομονοούντας πρός τήν ευσέβειαν η γάρ ειρήνη μετά μέν τού δικαίου καί πρέποντος, κάλλιστόν εστι κτήμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας, ή δουλείας επονειδίστου, πάντων αίσχιστόν τε καί βλα-βερώτατον. Επεί ουδείς δύναται κτήσασθαι τήν αγάπην τών πονηρών καί κακών, χωρίς κακίας καί πονηρίας μεγάλη δέ αρετή τού δικαίου, όταν έχη τούς τού Θεού εχθρούς, εχθρούς καί τούς αυτού φίλους, φίλους ώσπερ μεγάλη κακία αμαρτωλού, όταν τούς τού Θεού φίλους έχη εχθρούς, καί τούς εχθρούς αυτού φίλους»[1].
Παίρνω, λοιπόν, κουράγιο από τόν λόγο αυτό, αλλά καί από τίς δικές σας αγωνίες, νά κάνω μία κουβέντα μέ τόν εαυτό μου καί σάς, φίλους, αδελφούς, ιερείς, γεροντάδες, μοναχούς, μοναχές, απλούς πιστούς, οικείους στήν πίστη σέ όλα τά μήκη καί πλάτη τής γής. Η επικοινωνία αυτή γίνεται μέ χαρμολύπη, μέ μιά αγωνιώδη αναζήτηση τής ελπίδας. Ψάχνω μέσα μου νά βρώ καί συζητάω μέ τόν εαυ-τό μου τήν αιτία πού αισθάνομαι έτσι. Βρίσκω πολλές αιτίες, αλλά δέν μπορώ νά βρώ τήν πηγή τών αιτίων, γιατί είμαι αδύναμος καί αρχάριος καί δέν έχω προκόψει στήν μετάνοια. Νιώθω, ίσως γιατί εγώ είμαι ολιγόπιστος, τήν φτώχεια καί αποτυχία τού καλούμενου νεοελληνικού πνευματικού βίου πού είτε θέλουμε είτε όχι επηρεάζει τήν καθημερινή πραγματικότητά μας, τίς επιδιώξεις μας, τίς συμπεριφορές μας, τά κριτήριά μας, τίς προτεραιότητές μας, τίς ανάγκες μας, τίς αξιόμισθες απαιτήσεις μας, τό ήθος τής πολιτικής εξουσίας, τό φρόνημα τής ποιμαντικής τέχνης.
Γράφω, γιατί ίσως ψάχνω τήν Εκκλησία πού δέν φοβάται τόν θάνατο καί θέλω νά μέ τραβήξει από τό χέρι, όπως ο Χριστός τόν Αδάμ, γιά νά εκβάλλει από τήν ψυχή μου τόν φόβο πού φωλιάζει. Γράφω, γιατί ίσως ως άνθρωπος καί πολίτης τού κόσμου (όχι άποικος) θέλω μιά Εκκλησία νά μήν είναι εγκλωβισμένη στά χαρακώματα καί νά έχει εμπιστοσύνη στήν ευαγγελική δύναμή της. Γράφω μέ τό θάρρος πού μού δίνει αυτό πού έζησα παιδί στήν Εκκλησία: ότι τό παιδί, καμιά φορά, λόγω τής σχέσης του μέ τόν Πατέρα, απευθύνεται πρός Αυτόν μέ μιά «επαινετή αυθάδεια», γιά νά εκφράσει τό παράπονό του. Καί αυτό γιά τόν καθένα μας είναι η μεγάλη χάρη, χαρά καί ελευθερία στήν Εκκλησία: νά απευθύνουμε στόν Πατέρα μας τήν ικεσία μας, τήν προσευχή μας, τήν κραυγή μας.
Στό σημείο αυτό καταθέτω από τήν καρδιά μου ένδακρυς, ότι νιώθω τήν ανάγκη νά αφιερώσω αυτές τίς ταπεινές σκέψεις σέ όλους εκείνους, καί ιδιαίτερα τούς νέους γονείς πού κρατώντας τά παιδιά τους από τό χέρι τά οδηγούν άφοβα καί ελεύθερα στόν ναό, γιά νά εκκλησιασθούν καί νά κοινωνήσουν τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού μας. Είναι γιά εμάς τούς ποιμένες ένα πολύ δυνατό μάθημα πίστης, ολοκληρωτικής αυτοπαράδοσης τής ζωής στά χέρια τού Θεού, εμπιστοσύνης στόν Πατέρα μας.
Ο τρόπος πού λαός καί κλήρος σέ πανορθόδοξο, καί όχι μό-νο, επίπεδο, ακόμη καί επιστημονικός κόσμος, διαχειρίσθηκε τό θέ-μα τών «κεκλεισμένων θυρών» τών ναών καί τό μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας λόγω τού covid 19, έχει καλλιεργήσει μία παραφιλολογία αρμαγεδώνος, αφού τό μυστήριο τής ανομίας[2] ήδη ενεργείται στόν κόσμο καί η Εκκλησία δέν παύει νά πορεύεται πρός τά έσχα-τα. Σήμερα η υπακοή στό θέλημα τού Θεού μέ έναν αυθαίρετο καί υβριστικό τρόπο έχει αντικατασταθεί από τήν ανάδειξη τού θελήματός μας πού είναι τόσο έντονη καί θορυβώδης όσο πιό μεγάλη εί-ναι η εξουσιαστική τάση καί η φιλοδοξία μας. Έχουμε διαχωρίσει τόν εκκλησιαστικό βίο, αλλά καί τούς πιστούς ως πολίτες, σέ κομμάτια- τμήματα- κατηγορίες- ομάδες- οπαδούς- θιασώτες- εμείς καί οι άλλοι (υπερβαίνουμε στήν φαντασία τήν θεωρία τών Κλάδων τών Προτεσταντών) καί απα-ξιώνουμε τήν υπακοή στήν εκκλησιαστική ζωή (αποσυνδέοντες τήν υπακοή από τήν άσκηση καί τήν αγάπη).
Κάποτε η Εκκλησία κανόνιζε μέ αγάπη, διάκριση, οικονομία καί παιδαγωγική τά θέματά της, είχε τήν δυνατότητα νά προσλαμ-βάνει τά συμβαίνοντα στόν ιστορικό της περίγυρο καί συνοδικώς, εν αγίω Πνεύματι, νά αποφασίζει. Οι Κανόνες ακτινοβολούν τήν συνείδηση τής επίγειας Εκκλησίας ως τού προεκτεινομένου στήν ιστορία τής σωτηρίας αιωνίου ιστορικού «σώματος Χριστού», τό οποίο συγκροτείται από τήν μυστική ενέργεια τού αγίου Πνεύματος καί τρέφεται από τήν όλη μυστηριακή ζωή τού εκκλησιαστικού σώ-ματος, μέ επίκεντρο τήν Θεία Ευχαριστία.
Τό άγιο Πνεύμα βεβαιώνει πάντοτε τήν αδιάκοπη παρουσία τού Χριστού στήν επίγεια Εκκλησία Του, καθιστά προσιτή στήν επίγεια Εκκλησία τήν αλήθεια τής εν Χριστώ θείας αποκαλύψεως μέ τήν όλη μυστηριακή ζωή τού εκκλησιαστικού σώματος, προφυλάσσει τήν επίγεια Εκκλησία από καιρικές υποκειμενικές ουτοπίες ή καί ανέρειστες εσχατολογικές συγχύσεις, μέ τήν συνοδική αυθεντία τών διαδόχων τών Αποστόλων στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, διασφαλίζει τήν αυθεντικότητα τής απόλυτης αληθείας τής πίστεως κατά τήν σύνδεσή της μέ τά σχετικά ιστορικά εκκλησιαστικά σχήματα, μετασχηματίζει τήν ιστορική αλήθεια γιά τό πρόσωπο καί τό έργο τού Χριστού σέ ιστορική αλήθεια τής επίγειας Εκκλησίας, διατηρεί στήν επίγεια Εκκλησία τήν αυθεντική ισορροπία μεταξύ συνέχειας καί εκσυχρονισμού τού λυτρωτικού της μηνύματος καί οδηγεί τήν επίγεια Εκκλησία στήν εσχατολογική εκπλήρωση τής υψίστης πνευματικής αποστολής της στήν ιστορία τής σωτηρίας.
Αυτό όμως, η βίωση δηλαδή τού λόγου «έδοξε τώ αγίω Πνεύματι καί ημίν», προϋποθέτει μιά καθαρή εκκλησιολογία, μιά θεολο-γία μέ πίστη, ευχαριστιακή διάθεση, ήθος καί φρόνημα. Τί φταίει πού σήμερα η υπακοή στήν Εκκλησία αμφισβητείται;
Ο μεγάλος πειρασμός τής εξουσίας καί τής αυτοδικαίωσης πού η Ορθόδοξη Εκκλησία πληρώνει σήμερα, καί μέ κλονισμένη τήν ενότητά της, μάς καλεί όλους νά ξαναδούμε τί είναι Εκκλησία, νά ανακαλύψουμε καί νά εγγίσουμε τόν Χριστό τών Ευαγγελίων. Μιλάμε συνήθως γιά τήν Εκκλησία μέ έναν τρόπο τέτοιο πού ομοιάζει μέ τόν λόγο τών δυτικών σχολαστικών θεολόγων. Η χριστιανική Δύση έχει πληρώσει πολύ ακριβά τό τίμημα αυτής τής θεολογίας στήν σχέση τής Εκκλησίας μέ τήν αποστολή καί τόν κόσμο της. Καί εμείς τό έχουμε πληρώσει καί βιώσει πικρά. Εκκλησιολογικές απόψεις ακόμη καί ορθοδόξων θεολόγων έχουν εισάγει επικίνδυνες θεολογικές συγχύσεις όχι μόνο γιά τήν οντολογική ταυτότητα τής φύσεως τής Εκκλησίας, αλλά καί γιά τήν ερμηνεία τής άρρηκτης σχέσεως Χριστού καί επίγειας Εκκλησίας στό όλο μυστήριο τής εν Χριστώ θείας οικονομίας, όπως συνάγεται από τίς γνωστές θεολογικές καί τίς εκκλησιολογικές συνέπειες στήν θεολογία τής Εκκλησίας τής Δύσεως μετά τό σχίσμα τού ΙΑ΄ αιώνα (1054) [3].
Νομίζουμε ότι θεολογικά στήν Ελλάδα δέν επηρέασε τόν εκκλησιαστικό βίο καί τήν νοοτροπία μας ο διαχωρισμός τών Ιερών Κανόνων σέ πνευματικούς καί διοικητικούς, πού διαχώριζε έτσι Εκκλησία καί Ευχαριστία; πνευματικότητα καί διοίκηση; Ή πιστεύουμε ότι οι συνέπει-ες μιάς τέτοιας εκκλησιολογίας δέν αλλοίωσαν αρνητικά τό ορθόδοξο φρόνημα καί δέν πλήγωσαν τό σώμα τής Εκκλησίας;
Στό σημείο αυτό θεωρώ πολύ σημαντικό νά συνδέσω τήν ενότητα τής Εκκλησίας μέ τήν Θεία Ευχαριστία. Είναι εύλογη η απορία γιά τήν συστηματική αποφυγή από τήν πλευρά μεγάλων ορθο-δόξων θεολόγων οποιασδή-ποτε αναφοράς στούς λόγους τού Κυρίου («Τούτό μου εστι τό σώμα,… Τούτό μου εστι τό αίμα…»), αφ ενός μέν γιατί σέ αυτούς χαρακτηρίζονται από τόν ίδιο τόν Ιδρυτή τής Εκκλησίας ο άρτος καί ο οίνος ως σώμα καί αίμα Χριστού, αφ ετέρου δέ γιατί η άμεση ένταξή τους από τούς Αποστόλους στό επίκεντρο τής όλης τελετουργίας τού μυστηρίου τής Θείας Ευχαριστίας εξέφραζε τήν ομόφωνη αποστολική παράδοση γιά τήν οντολογική ταύτιση τόσο τού ευχαριστιακού, όσο καί τού εκκλησιαστικού σώματος μέ τό ένα καί μοναδικό αιώνιο ιστορικό σώμα τού Χριστού, «ό εστιν η Εκκλησία»[4]. Υπό τό πνεύμα αυτό, η Θεία Ευχαριστία προβλήθηκε πάντοτε ως ο κύριος καί αμετάθετος τόπος όχι μόνο μιάς εμπειρικής βιώσεως από τούς πιστούς μέ ορατό τρόπο τής εν Χριστώ ενότητας τού τοπικού εκκλησιαστικού σώματος, αλλά καί τής αισθητής βεβαιώσεως τής ενότητας τής Εκκλησίας σέ τοπική, περιφερειακή καί οικουμενική προοπτική.
Συνεπώς, η οποιαδήποτε αποσύνδεση τής ιδιότητας αυτής τής Εκκλησίας από τό αι-ώνιο ιστορικό σώμα τού Χριστού ή από τό μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας, τό οποίο αποτελεί τόν εσώτατο σκληρό πυρήνα τής όλης μυστηριακής ζωής τής Εκκλησίας, οδηγεί πάντοτε σέ μία εσφαλμένη ερμηνεία όχι μόνο τής οντολογικής ταυτότητας τής Εκκλησίας, αλλά τελικώς καί τής πνευματικής της αποστολής, μέ τήν αναπόφευκτη μάλιστα απώλεια καί τής άρρηκτης εσωτερικής της ενότητας[5].
Στήν Θεία Ευχαριστία, τήν «συγκεφαλαίωση τής όλης Θείας Οικονομίας»[6], πραγματοποιείται η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού καί κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος καί συγχρόνως αποκαλύπτεται η φύση καί ο χαρακτήρας τού μυστηρίου τής Εκκλησίας, ως μυστηρίου θεανθρωπίνης κοινωνίας. «Ημάς δέ πάντας τούς εκ τού ενός άρτου καί τού ποτηρίου μετέχοντας……»[7].
Αυτά πού συμβαίνουν σήμερα, καί μέ τήν εφαρμογή διαφόρων μέτρων (δέν είναι μόνο αυτά), έχουν ένα μεγάλο κόστος: τήν απώλεια τής κοινωνίας, τής σύναξης, τής σχέσης. Ακόμη καί σέ καθημερινό πανανθρώπινο επίπεδο δέν επιτρέπεται η συνάθροιση ή η συνέλευση γιά καμία ανθρώπινη δραστηριότητα: τήν οικογένεια, τό σχολείο, τό παιχνίδι, τήν διεκδίκηση δικαιωμάτων, τήν διαμαρτυρία, τόν πολιτισμό, τήν αγορά, τήν εργασία, τό ταξίδι, τό προσκύνημα, τόν περίπατο, τήν άθληση, τήν κοινωνική επίσκεψη, τό ανθρώπινο χάδι, τήν ανθρώπινη αγκαλιά, τήν συμμετοχή στήν λύπη καί στήν χαρά τού άλλου. Είναι δυνατόν όλα αυτά νά αφήνουν τόν άνθρωπο ανεπηρέαστο; Δέν συνδέεται όλη αυτή η μερική καθημερινότητα καί στέρηση μέ τήν καλλιέργεια τού εσωτερικού του κόσμου καί τήν ισορροπία του; Πολύ δέ περισσότερο στόν εκκλησιαστικό βίο όλα αυτά καλλιεργούν μιά τάση πού θεωρεί τόν εκκλησιασμό καί τήν συμμετοχή στήν εκκλησιαστική ζωή ως πράξη πού αφήνεται αποκλειστικά στήν ατομική επιθυμία εκάστου, τήν ευσέβεια καί τήν προετοιμασία. Οι ισχυρισμοί δέ όλων εκείνων πού υπερασπίζονται τά μέτρα μέ πάθος καί μιά εχθρική διάθεση πρός τήν Εκκλησία είναι φυσιολογικοί, διότι είναι επηρεασμένοι από τό δυτικό πνεύμα καί έχουν τήν προτεσταντική αντίληψη ότι κάθε ένας πιστός έχει μέ τόν Θεό ιδιωτικές σχέσεις πού αποσκοπούν στόν εξαγιασμό μεμο-νωμένων Xριστιανών καί όχι στήν οικοδομή τού σώματος τής Εκκλησίας.
Η καλύτερη απόδειξη αυτού είναι η ολοκληρωτική παραγνώριση τής Θείας Κοινωνίας ως μιάς πράξεως γιά όλους[8]. Άλλωστε δέν είναι τυχαίο στήν εκκλησιαστική ιστορία τό γεγονός ότι πάντοτε οι αιρετικοί προσπαθούν νά κλονίσουν μέ τήν διδασκαλία τους τό μυστήριο τής κοινωνίας καί τής σχέσεως τών Προσώπων τής Τριαδικής Θεότητος.
Οι Αρειανοί καί μάλιστα οι Ευνομιανοί, έθεσαν τό ζήτημα στούς Ορθοδόξους άν ο Υιός είναι δηλωτικός τής ουσίας ή τής ενέργειας τού Θεού: Εάν οι Ορθόδοξοι έλεγαν, ότι είναι δηλωτικός τής ουσίας, τότε δέν θά μπορούσαν νά Τόν διακρίνουν από τόν Πατέρα. Εάν έλεγαν, ότι είναι όνομα ενεργείας, τότε κινδύνευαν νά δεχθούν, ότι πρόκειται γιά κτίσμα. Μπροστά στήν πίεση αυτή ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στόν τρίτο θεολογικό του λόγο, τονίζει μέ έμφαση, ότι ο Υιός δέν είναι ούτε ουσίας ούτε ενεργείας όνομα, αλλά όνομα σχέσεως[9].
Αλλά ακόμη καί αυτοί πού αγνοούν βιωματικά ή απορρίπτουν τίς κοινωνικές διαστάσεις τής ευχαριστιακής θεώρησης τού κόσμου, καλούνται νά προβληματισθούν εάν η ανθρώπινη ζωή μπορεί νά υποταχθεί στήν προαναφερόμενη απώλεια τής κοινωνίας, τής σύναξης, τής σχέσης. Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος κατανοεί ότι δέν αναφέρομαι στήν τήρηση τών μέτρων γιά τήν διασφάλιση τού αγαθού τής δημόσιας υγείας. Όλοι καλούμεθα νά συνειδητοποιήσουμε, ως πολίτες, τήν πρσωπική μας ευθύνη καί νά διαφυλάξουμε τήν υγεία μας καί τήν υγεία τών συνανθρώπων μας. Αναφέρομαι σέ όλους εκείνους πού είτε αυτή η κατάσταση τούς βολεύει νά καλλιεργούν μιά ατομική σχέση μέ τόν Χριστό μέ κανόνες ιδιωτικού δικαίου γιά τήν υπακοή καί τήν ενότητα στήν Εκκλησία, είτε από ιδεοληψία καλλιεργούν τήν ιδιωτικοποίηση τού εκκλησιαστικού βίου θεωρούντες ότι έτσι είναι πιό εύκολο νά αποδυναμώσουν τήν αυτοσυνειδησία τών ανθρώπων, γιά νά τούς «γεμίσουν μέ τήν εξουσία τους».
Η άνομη αυτή νοοτροπία, πού «μελετά κενά»[10] καί «καταδικάζει τήν ζωή»[11], ξανασταυρώνει Τόν τού νόμου Ποιητή, τόν ξαναστήνει στό βήμα τού Πιλάτου κραυγάζοντας «σταύρωσον» καί απαιτεί επιτακτικά «νά ασφαλισθεί ο τάφοςμήποτε ελθόντες οι μαθηταί Αυτού νυκτός, κλέψωσιν αυτόν, καί είπωσιν τώ λαώ, ηγέρθη από τών νεκρών»[12].
Οι Μυροφόρες βρήκαν τόν λίθο τού μνήματος αποκυλισθέντα καί άκουσαν τόν Άγγελο νά τούς λέγει: «Τόν εν φωτί αϊδίω υπάρχοντα, μετά νεκρών τί ζητείτε ως άνθρωπον; Δράμετε καί τώ κόσμω κηρύξατε, ως ηγέρθη ο Κύριος»[13]. Η Εκκλησία, πού ζεί τήν χαρά τού Πάσχα, καλείται «κράζουσα, μνήσθητι καί ημών, Κύριε, εν τή βασιλεία Σου», όσο ποτέ άλλοτε νά υπερασπισθεί τήν έννοια τής σύναξης καί τής κοινωνίας σέ όλα τά επίπεδα, αφού αγκαλιάζει ψυχοσωματικά καί οντολογικά τόν άνθρωπο. Δέν είμαστε, δυστυχώς, ώριμοι καί έτοιμοι νά ξαναμετρήσουμε τήν γνησιότητα καί τήν αυθεντικότητα τών κριτηρίων μας γιά κάθε εκκλησιαστική δραστηριότητα πού αφορά τήν παρουσία μας στόν κόσμο, νά προβληματι-σθούμε γιά τήν αυθεντικότητα τής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας καί τής αλήθειας μας. Πρόκειται γιά τήν εισβολή τού φρονήματος τής εκκοσμίκευσης στήν Εκκλησία, μιάς ζωής δηλαδή χωρίς ευχαριστιακό ήθος, μέ τήν οποία σβήνεται η πνοή καί ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος καί αντικαθίσταται μέ τό ανθρώπινο θέλημα καί τήν ανθρώπινη δραστηριότητα.
Όταν ο ορθόδοξος κόσμος σήμερα βιώνει σέ διορθόδοξο επίπεδο τά αποτελέσματα
• μιάς εξουσιαστικής λογικής αντί τής διακονίας,
• μιάς κυριαρχίας αντί τής θυσίας,
• ενός ελλείματος θεολογικού λόγου καί ευχαριστιακού ήθους,
• μιάς διαλεκτικής πού υποτάσσει τόν Θεό στήν δημιουργία,
• μιάς θεολογίας πού διαχωρίζει τό ήθος από τό δόγμα,
• μιάς απολυτοποιήσεως τού ανθρωπίνου έναντι τού ευαγγελικού λόγου,
• μιάς ζωής πού έχει εκπέσει από τό ασκητικό ήθος,
• μιάς πραγματικότητας ενός εκκοσμικευμένου μοναχισμού[14],
• μιάς κοινωνικής δραστηριότητας πού υποκαθιστά τήν ελεημοσύνη,
• μιάς υποκρισίας πού μέ θρασύτητα καί αναίδεια αναιρεί τήν ειλικρίνεια τού προσώπου,
• μιάς δικανικής αντιλήψεως γιά τήν συγχώρεση καί τήν μετάνοια,
• μιάς διπλωματικής διαλεκτικής αντί τής παρρησίας καί τής διακρίσεως,
• ενός υφέρποντος εθνοφυλετισμού,
• μιάς διαθέσεως αποκλείσεως τού άλλου (ακόμα καί από τόν παράδεισο),
η κατάσταση αυτή όχι μόνο τραυματίζει πολλές ταπεινές ψυχές, αλλά καί αναδεικνύει τήν απολυτοποίηση κτιστών διεργασιών πού απαιτούν επικαιρικές συμμαχίες ή σύμπραξη μέ τίς εξουσίες τού κόσμου. Καί, επειδή η αγάπη έχει φυσικό ιδίωμα νά κοινοποιεί τά τών φίλων κατά τήν παροιμία «τά τών φίλων κοινά», πού είναι η θεολογία, -εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς[15]- όταν μάλιστα διαχειρίζεσαι τούς λαούς μέ τήν λογική νά προσπαθείς νά τούς «πείσεις» γιά τήν αγάπη τού Θεού;
Τά ρήματα «πείθω», «πρέπει» καί «οφείλω» είναι τρείς εκφράσεις πού βοηθούν τά τής παιδαγωγικής. Όμως τό μυστήριο τής ζωής, τού εκκλησιαστικού, πολιτικού καί κοινωνικού βίου δέν μπορεί, δέν δύναται νά εξαντληθεί ούτε στόν «καθωσπρεπισμό», ούτε στίς συμβατικές τυπικότητες, ούτε στίς επιδερμικές σχέσεις, ούτε στήν λογική τής «επιδοματικής πολιτικής». Πολύ δέ περισσότερο η σχέση μέ τόν Θεό, τόν ίδιο μας τόν εαυτό καί τούς άλλους (τούς αδελφούς μας), πού είναι απόλυτα προσωπική, μυστική, καρδιακή, ευχαριστιακή, δέν δύναται νά υποταχθεί στήν λογική μιάς στείρας δεοντολογίας ξένης πρός τήν αλήθεια τής οντολογικής υπάρξεως καί τού ανθρωπίνου προσώπου.
Έτσι, εμπνεόμενος από τόν λόγο τών Γραφών καί τά ασκητικά αποφθέγματα, προσπάθησα, γιά νά ξαναζήσω προσωπικά μαζί μέ σάς, τούς αναγνώστες, αυτό πού είναι η ελπίδα, η αναύπαση καί η παρηγορία μας, τό γεγονός δηλαδή ότι τό Πανάγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος, αναπληροί τά ελλείποντα καί θεραπεύει τά ασθενή στόν προσωπικό μας καθημερινό αγώνα, όταν αίρομε, μέ φόβο Θεού καί ελπίδα Χριστού, τόν σταυρό μας, νά επισημάνω, πέρα από τό «πείθω», τό «οφείλω» καί τό «πρέπει», συμπεριφορές καί καταστάσεις, τακτικές καί στάσεις πού πολλές φορές μάς στεναχωρούν καί μάς θλίβουν πολύ περισσότερο γιατί γίνονται στό όνομα τού Θεού, ακόμη καί στό όνομα τής δημοκρατίας, καί επηρεάζουν τίς σχέσεις μας μέ αδελφούς, ποιμενόμενους, πολίτες.
Όταν εξουσιάζεις, διακονείς.
Όταν διαλέγεσαι, αληθεύεις.
Όταν θεολογείς, ταπεινώνεσαι.
Όταν πονάς, δέν επιτίθεσαι.
Όταν διαφωνείς, δέν προσβάλλεις.
Όταν συμβουλεύεις, δέν κοροϊδεύεις.
Όταν συμφωνείς, δέν καυχάσαι.
Όταν παραπονείσαι, δέν μεμψιμοιρείς.
Όταν διδάσκεις, δέν ενοχοποιείς.
Όταν πειράζεσαι, προσεύχεσαι.
Όταν αδικείσαι, υπομένεις.
Όταν λοιδορείσαι, συγχωρείς.
Όταν οργίζεσαι, δακρύζεις όχι μέ τό άχαρο δάκρυ τής κενοδοξίας.
Όταν λαθέψεις, ζητάς συγγνώμη.
Όταν γίνεται θόρυβος, σιωπάς.
Όταν φοβάσαι, αγαπάς.
Όταν κλαίς, ατενίζεις τόν Σταυρό.
Ο κόσμος «πεινάει» καί «διψάει». Ο έσχατος εχθρός τού ανθρώπου, ο θάνατος, καιροφυλακτεί. Χάνονται ζωές! Θρηνούμε ψυχές! Η αγιοτόκος αυτή Πατρίδα, η Ελλάδα μας, μέ τόσους Αγίους, Αποστόλους, Πατέρες, Ομολογητές, Όσιους, Ασκητές, Μάρτυρες καί Νεομάρτυρες, διεφύλαξε τήν πατρώα πίστη καί ευσέβεια, τήν πατερική διδασκαλία καί παράδοση, τήν ελληνική ιδιοπροσωπεία καί αυτοσυνειδησία, τήν γλώσσα καί τόν πολιτισμό, μέ θυσίες, αί-μα, διδαχή, λειτουργική ζωή, ευσέβεια, φόβο Θεού.
Η Εκκλησία καλείται σέ αυτούς τούς καιρούς νά καταθέσει, μέ προφητική ανησυχία καί ποιμαντική εγρήγορση, τήν αγωνία της γιά τά συμβαίνοντα, γιά τά προβλήματα τού κόσμου, τίς σύγχρονες προκλήσεις, νά εκφράσει θεολογικό λόγο γιά τήν ελπίδα πού έχουμε στήν καρδιά μας, νά καλλιεργήσει τό όραμα γιά μιά ζωή πιό φωτεινή καί συναρπαστική γεμάτη από τήν χάρη τού Θεού, νά μάς εμπνεύσει τί είναι νά πεθαίνουμε καί νά ξαναγεννιόμαστε καθημερινά εν Χριστώ, νά κηρύξει τήν μεγάλη χαρά τού Πάσχα, νά ξεδιπλώσει στήν ιστορία τήν δύναμη τής Ανάστασης.
Ιστορικά δέ καλείται καί πάλι, μαζί μέ τήν Ελληνική Πολιτεία καί τήν χριστιανική Ευρώπη, σέ έναν κόσμο, όπου υπάρχει α) η πρόκληση νά ξεχνάμε ή νά αγνοούμε σέ υπερθετικό βαθμό τήν ιστορία, καί β) η ραγδαία διάδοση τών προκλητικών προ-τάσεων τής παγκοσμιοποιήσεως, νά διαχειρισθεί τήν ευθύνη τής επανάκτησης τού συλλογικού μας παρελθόντος, πού έπρεπε νά είναι μεταξύ τών πρώτων μας σχεδιασμών, όπως θά έλεγε καί ο Umberto Eco.
Αξίζει, η Ορθόδοξη Εκκλησία απανταχού τής γής καί τής οικουμένης, νά μάς διδάξει όλους, μέ όποιο κόστος γιά τόν καθένα, ότι ο άνθρωπος, γιά νά ζήσει, καλείται νά επιλέξει νά παραμείνει άνθρωπος καί όχι βαδίζον δείγμα!