Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ απέστειλε επιστολήν προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχην Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ.κ. Κύριλλον με αφορμή το ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με το πρωτείο.
Ολόκληρη η επιστολή έχει ως εξής:
Αριθμ. Πρωτ. 50 Εν Πειραιεί τη 9η Ιανουαρίου 2014
Τω Μακαριωτάτω & Αγιωτάτω
Πατριάρχη Μόσχας
και πάσης Ρωσίας
Κυρίω κ. ΚΥΡΙΛΛΩι
και τη περί Αυτώ Ιερά Συνόδω
Ε ι ς Μ Ο Σ Χ Α Ν
Μακαριώτατε και Αγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αδελφοί,
Πάνυ ευλαβώς, μετά βαθυτάτων αισθημάτων ευγνωμοσύνης εκ προσώπου του ευαγούς Κλήρου και του φιλοχρίστου λαού της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Μητροπόλεως της ναυλόχου πόλεως του Πειραιώς και πρώτου λιμένος της Ελλάδος προάγομαι όπως υποβάλω θερμάς συγχαρητηρίους προσρήσεις και ειλικρινείς ευχαριστίας διά το υιοθετηθέν υφ’ Υμών κατά την συνεδρίαν της 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά Νο157) εκπονηθέν κείμενον υπό της Συνοδικής Θεολογικής Επιτροπής περί «Πρωτείου επί παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας» καταθέτων εν ταυτώ και μίαν ουσιώδην ένστασι εν τω τέλει.
Αι Υμέτεραι θέσεις εκφράζουν απολύτως την ιστορικοκανονικήν θεώρησιν του πολιτεύματος της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και κατακεραυνώνουν την κακοδοξίαν και αίρεσι του επικαιροποιημένου Ωριγενισμού και «υποτακτικισμού» που όζουν Μοναρχιανισμό και που εισάγουν διαβάθμισι των Τριαδικών Προσώπων, ασυνείδητον ενδεχομένως απομείωσι του ομοουσίου Αυτών και στρέβλωσι των θείων ιδιωμάτων διά να ικανοποιηθή το κοσμοείδωλον μιάς δήθεν παγκοσμίου «ιεροκρατικής εξουσίας» κατ’ αντιστοιχίαν προς την «μοναρχίαν και πρωτείον εξουσίας» του Θεού και Πατρός. Είναι κατεγνωσμένη η τοιαύτη κακοδοξία και αίρεσις του Ωριγένους καταδικασθέντος υπό της Αγίας Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου και διά τας ως είρηται τραγικάς αυτού θέσεις διά των οποίων «ο Λόγος είναι δεύτερος Θεός» (Εις Ιωάννην τομ. 5, 39), «αυτός δε και ο Πατήρ είναι δύο Θεοί, δύναμις μία» (Διαλ. προς Ηρακλείδαν Β.Ε.Π ΙΣΤ 367), δεν δύναται να συγκριθή προς τον Πατέρα διότι είναι μεν εικών αλλ΄ εικών της αγαθότητος του Πατρός και ουχί αυτοαγαθόν (Περί Αρχών 1,2 και 13) και δεν είναι φυσικόν και αναγκαίον γέννημα του Πατρός αλλά προιόν της θελήσεως αυτού (Περί αρχών 4,4,1).
Η αδιαίρετος Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία εξαίρουσα το θείον, πνευματικόν, μυστικόν και αόρατον στοιχείον δεν προσέδωσε εις την διοργάνωσιν Αυτής κοσμικόν και νομικόν και εξωτερικόν χαρακτήρα αλλά πνευματικόν και μυστικόν, ως αισθητή όμως και ορατή κοινωνία ζώντων ανθρώπων διεμορφώθη υπό του Θείου Δομήτορος Αυτής ιεραρχικώς και όχι ιεροκρατικώς. Εν αρχή την Εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν απετέλεσαν οι Απόστολοι οι οποίοι έλαβον την υψίστην Εκκλησιαστικήν αυθεντίαν. Προς τούτο ο Κύριος «εποίησε δώδεκα ίνα ώσι μετ’ Αυτού και ίνα αποστέλλη αυτούς κηρύσσειν και έχειν εξουσίαν θεραπεύειν τας νόσους» (Μαρκ. γ14) ακολούθως δε «ανέδειξε και ετέρους εβδομήκοντα και απέστειλε αυτούς ανά δύο» (Λουκ. ι1).
Απευθυνόμενος προς αυτούς κατά την πρώτην μετά την Ανάστασι εμφάνισι είπε: «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ καγώ πέμπω υμάς…λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφίετε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε κεκράτηνται» (Ιω. κ21) εφοδιάσας αυτούς διά της πνευματικής δυνάμεως λέγων:«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης, πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα τού Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη18-20) διαβεβαιώσας:«ο ακούων υμών εμού ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ι16).
Ούτως αυτός ο Κύριος κατέστησε εν τη Εκκλησία τους Αποστόλους και δι΄ αυτών μετέδωκε την διδασκαλίαν και τα μυστήριά Της και την πνευματικήν εξουσίαν. Αλλά αυτή η εξουσία δεν ήτο προσωπική των Αποστόλων αλλά μεταδοτή και εις τους διαδόχους των. Τοιουτοτρόπως οι Απόστολοι και γενικώς η Εκκλησία έλαβον παρά του Κυρίου την εξουσίαν «χειροτονείν άρχοντας (Επισκόπους) επί πάσαν την γην» (Μ. Βασίλειος PG 29,413. Ιω. Χρυσοστ. PG 52,777) λαμβάνοντας «διά της επιθέσεως των χειρών την χάριν του Αγ. Πνεύματος» Μ. Βασίλειος (PG 32,669) κατόπιν δε δι’ αυτών τους Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Η Εκκλησία επομένως απετελέσθη εκ δύο τάξεων της ιεραρχίας και των λαικών ως πνευματική κοινωνία συντεθειμένη εκ ποιμένων και ποιμαινομένων πιστών καθ’ όσον «τάξις εν ταίς εκκλησίαις το μεν είναι τι ποίμνιον, το δε ποιμένας διώρισεν» (Γρηγορ. Ναζ. PG 36,185) αμφότεραι αι τάξεις αυταί, είναι συστατικά στοιχεία της Εκκλησίας απολύτως αναγκαία και απαραίτητα ηνωμένα και αχώριστα.
Όθεν ευλόγως οι άγιοι Πατέρες, αποδοκιμάζουν και την κληρικοκρατίαν και την λαικοκρατίαν και τον χωρισμόν των δύο τάξεων της Εκκλησίας και διδάσκουν την ενότητα την ισότητα και την αγάπην, ως μελών ενός και του αυτού σώματος, ώστε να είναι «εις εν Κυρίω, οι μεν καθηγούμενοι προς το αγαθόν, οι δε εφεπόμενοι μετά συμπνοίας» (Μ. Βασιλ. PG 32,820) πάντες οι πιστοί μέλη του σώματος της Εκκλησίας είναι ίσοι προς αλλήλους διότι «πάντες της αυτής ηξίωνται τιμής» και τα «πάντων κεφαλαιοδέστερα κοινά πάντων εστί, το βάπτισμα, το διά πίστεως σωθήναι, το τον Θεόν έχειν πατέρα , τον του αυτού Πνεύματος άπαντας μετέχειν» (Ιω. Χρυσοστ. PG 59,75. 62,81). Η κατανομή των διαφόρων χαρισμάτων δεν αίρει την ισοτιμίαν των μελών του σώματος της Εκκλησίας αλλά τουναντίον συμβάλλει εις την διαμόρφωσι και ολοκλήρωσι του ενός σώματος. Κατά τον μεγαλειώδη Γρηγόριον τον Θεολόγον «οι γαρ πάντες εν σώμα εσμέν εν Χριστώ ή δε καθ’ ένα Χριστού και αλλήλων μέλη. Το μεν γαρ άρχει και προκαθέζεται το δεν άγεται και ευθύνεται και ούτε ταυτόν αμφότερα ενεργεί, είπερ μη ταυτόν άρχειν άρχεσθαι και γίνεται αμφότερα εν, εις ένα Χριστόν υπό του αυτού συναρμολογούμενα και συντιθέμενα Πνεύματος» (PG 36,185).
Διά της υπό των Αποστόλων Συνοδικής αποφάνσεως, εισάγεται εις την χωρίαν των, ο Ματθίας και εκλέγονται οι πρώτοι Διάκονοι καθώς και εισάγονται εις την Αποστολικήν διακονίαν οι Παύλος και Βαρνάβας (Πραξ. α15-26, στ1-7, ιγ1-4) και επιλύεται υπό της Αποστολικής Συνόδου η διαφωνία περί του τρόπου εισαγωγής εις την Εκκλησίαν των εξ Εθνικών προερχομένων (Πραξ. ιγ1-4) και τοιουτοτρόπως εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν εισήχθη το ιεραρχικόν συνοδικόν σύστημα διοικήσεως κατά το οποίον ουδείς επίσκοπος είναι ο μοναδικός φορεύς του συνόλου της επισκοπικής εξουσίας αλλά η Σύνοδος πάντων των επισκόπων της Εκκλησίας επί το αυτό συνερχομένων.
Υπεράνω της εξωτερικής και προσκαίρου αυτής αρχής, ως αληθής Αρχή και Κεφαλή της Εκκλησίας αναγνωρίζεται ο Θεάνθρωπος Κύριος διότι «Αυτός, εστίν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, ως εστίν αρχή πρωτότοκος εκ των νεκρών, ίνα γένηται εν πάσι Αυτός πρωτεύων» (Κολοσ. α΄18). Υπό την υψίστην κεφαλήν τον Χριστόν, ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας ίσταται η Οικουμενική Σύνοδος μη υφισταμένου μοναρχικού πρωτείου εξουσίας ή μοναρχικού διοικητικού συστήματος, στηριζομένου επί απολυταρχικού πρωτείου εξουσίας εις ουδένα των προέδρων των κατά τόπους ιερών Συνόδων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εν εναντία περιπτώσει ως ιστορικώς αποδεικνύεται θα ήτο και αδύνατος η καθαίρεσις αιρεσιαρχών Πρωθιεραρχών ως οι Μακεδόνιος, Νεστόριος, Διόσκορος, Σεβήρος, Ονώριος κ.α.
Εξαιρέτως όθεν προβάλλεται διά του κειμένου, ο 34ος κανών των Αγίων Αποστόλων ως γνώμων και σύνταγμα του Συνοδικού Πολιτεύματος εν τη Εκκλησία διά του οποίου διακρατείται η ενότης της πίστεως και η ακρίβεια του δόγματος. Άλλωστε η τραγική ιστορική πορεία του εκπεσόντος πάλαι ποτέ πρεσβυγενούς Πατριαρχείου της παλαιάς Ρώμης και της Δύσεως, του καταστίκτου από αιρετικά φληναφήματα, πολυειδή εγκλήματα, αίσχιστες πλαστογραφήσεις, ως το «Πέτρειον» δόγμα, η ψευδοΚωνσταντίνειος δωρεά, οι ψευδοΙσιδώρειες διατάξεις, τα ψευδοκλημέντεια, η ψευδοπιπίνειος δωρεά αποτελούν εκφαντορικόν παράδειγμα στρεβλώσεως του Αποστολικοπαραδότου και του υπό των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων θεσπισθέντος πολιτεύματος της Εκκλησίας.
Όσον αφορά εις την απόπειραν θεμελιώσεως Πρωτείου παγκοσμίου δικαιοδοσίας και εξουσίας εν τη Μιά, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία κατ’ αντιστοιχίαν προς την Ρωμαιοκαθολικήν εκτροπήν οφείλω να επισημειώσω ότι διά την οργάνωσι των Εκκλησιαστικών πραγμάτων ίσχυσεν αρχικώς σύστημα συγγενές προς την πολιτικήν διοίκησι διά της δημιουργίας εκκλησιαστικών επαρχιών. Αι μεγάλαι περιφέρειαι ωργανώθησαν κατά τον 34ον Αποστολικόν Κανόνα, ως ευρέα εκκλησιαστικά τμήματα, επί κεφαλής έχοντα τον «Πρώτον» διά τας διοικήσεις Ανατολής (Αντιόχεια), Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια), Καππαδοκίας-Πόντου (Καισάρεια), Ασίας (Έφεσος) οι πρώτοι εκλήθησαν Έξαρχοι. Περί των Εξάρχων λόγος γίνεται εις τους Κανόνας θ΄ και ιζ΄ της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι Έξαρχοι Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ωνομάσθησαν αργότερα Πατριάρχαι, ο τίτλος επεξετάθη και επί τους Κωνστατινουπόλεως και Ιεροσολύμων. Εις την 126 Νεαράν του Ιουστινιανού αποκαλούνται «Μακαριώτατοι Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχαι Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Θεουπόλεως (Αντιοχείας) και Ιεροσολύμων». Από του 6ου αι. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποκαλείται Οικουμενικός και δη εις την Σύνοδον Κωνσταντινουπόλεως του έτους 587 ωνομάσθη Οικουμενικός Πατριάρχης ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής.
Το επίθετον Οικουμενικός δεν ήταν και προηγουμένως άγνωστον εις την εκκλησιαστικήν φρασεολογίαν. Οι λέξεις οικουμένη και προσφιλής και εκφραστική ήτο και ο τίτλος δεν ήτο ηχηρός ούτε εγωιστικός και κατά καιρούς εχρησιμοποιήθη ως διακοσμητικόν επίθετον αποδοθέν προς διαφόρους Επισκόπους και Πάπας ακόμη και μοναχούς. Περιέχεται εις Νεαράς του Ιουστινιανού και εις Συνοδικά έγγραφα. Δεν υπεδήλωνε ποτέ την οπωσδήποτε άσκησι παγκοσμίου καθολικής εξουσίας, εν δε τη περιπτώσει του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εφανέρωνε αντιστοιχίαν προς την πολιτικήν εξουσίαν του Βυζαντινού Κράτους και πίστιν θεμελιωθείσαν εις το πέρασμα των καιρών ότι αποτελεί ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως την ασφαλή εγγύησιν της ανέτου και υγιούς επικρατήσεως της διδασκαλίας του Χριστού υπό την Ορθόδοξον αυτής μορφήν. Με αυτό άλλωστε το πνεύμα η υμνογραφία της Εκκλησίας αποκαλεί τους μεγάλους της Εκκλησίας Πατέρας φωστήρας της Οικουμένης και Οικουμενικούς διδασκάλους.
Είναι αποδεικτικά των ανωτέρω τα παρατιθέμενα υπό του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών εις το περισπούδαστον έργον του: «Εκκλησιαστική Ιστορία» σελ. 96 επομ. διά των οποίων: «Καταπολεμών ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄ την υπό του Πατριάρχου Κων/πόλεως Ιωάννου του Νηστευτού χρήσιν του τίτλου «Οικουμενικός» (ενώ η χρήσις του τίτλου τούτου εγένετο υπό των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως πολύ προηγουμένως), απέστειλε προς αυτόν επιστολάς διαμαρτυρίας, εν τη πρωτη των οποίων κατά τας αρχάς του 595 μεταξύ άλλων περιέχονται και τα εξής:
«… Ότι ο Ιωάννης θα μείνη αναπολόγητος κατά την Β΄ παρουσίαν ενώπιον του Κυρίου, της κεφαλής της Εκκλησίας, διότι διά της προσηγορίας του «Οικουμενικού» προσπαθεί να υπόταξη όλα τα μέλη αυτής. Ότι διά της διεφθαρμένης λέξεως μιμείται τον Εωσφόρον, διότι τι άλλο δι’ αυτης λέγει, ειμή αναβήσομαι εις τον ουρανόν και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω των αστέρων; Αστέρες δε είναι οι επίσκοποι της οικουμενικής Εκκλησίας, ούς πάντας ζητεί να υπερβή ο Ιωάννης. Όταν μετά θλίψεως σκεφθώ περί πάντων τούτων, έγραφε, και μετά φόβου απίδω τας ανεξερευνήτους βουλάς του Θεού, πνίγομαι υπό δακρύων, αναστέλλονται οι παλμοί της καρδίας μου επί τη σκέψει, ότι τοιούτος αγιώτατος ανήρ επέτρεψεν εις κόλακας γλώσσας να παρασυρθή εις τοιαύτην έπαρσιν, ώστε, οικειωθείς διεφθαρμένον όνομα, αγωνίζεται να μιμηθή τον Εωσφόρον, όστις, θελήσας να εξισωθή προς τον Θεόν, απώλεσε και την δόξαν της ομοιότητος. Ότι αληθώς ο απ. Πέτρος είναι το πρώτον μέλος της αγίας και Οικουμενικής Εκκλησίας, ο δε Παύλος, Ανδρέας, Ιωάννης τι άλλο εισίν ή κεφαλαί επί μέρους λαών; Καί όμως υπό μίαν κεφαλήν εισίν πάντα τα μέλη της Εκκλησίας, και άγιοι προ του νόμου, άγιοι μετά τον νόμον, άγιοι υπό χαριν, άπαντες ούτοι, πληρούντες δι’ εαυτών το σώμα του Κυρίου, συναριθμούνται μετά των μελών της Εκκλησίας, και ουδείς αυτών ουδέποτε ηθέλησε να καλήται οικουμενικός».
Ωσαύτως, προς τον αυτοκράτορα Μαυρίκιον και τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας Ευλόγιον και Αντιοχείας Αναστάσιον έγραψε κατά το 597, συν άλλοις, ότι «….θεωρεί πρόδρομον του αντιχρίστου ή μάλλον ανώτερον του αντιχρίστου τον τολμώντα να ονομάζη εαυτόν «Οικουμενικόν Πατριάρχην»∙ ότι ου μονον αυτός, αλλ’ άπασα η Εκκλησία εσκανδαλίσθη εκ του υπερηφάνου τίτλου, του αντιμαχομένου προς τους Κανόνας των συνόδων και προς αυτάς τας εντολάς του Κ. η. Ι. Χριστού∙ ότι ο οικειοποιούμενος τον νέον τίτλον, παρά τας εντολας του Ευαγγελίου και τας διατάξεις των συνόδων, δύναται να είναι πρώτος χωρίς να ταπεινώση τους λοιπούς; ότι, εάν τις της Εκκλησίας Κων/πόλεως προσλάβη τοιούτον όνομα, δι’ ου έμελλε να γίνη δικαστής πάντων, η οικουμενική Εκκλησία έμελλε να σαλευθή εν ταίς βάσεσιν αυτής. Ότι ο αποκαλών εαυτόν Οικουμενικόν Πατριάρχην καταργεί την πατριαρχικήν αξίαν των άλλων Πατριαρχών. Ιδιαιτέρως δε παρεκάλει τους Πατριάρχας να προσεύχωνται εις τον Θεόν, ίνα μη διά του δηλητηρίου της λέξεως δηλητηριασθώσι τα ζώντα μέλη του σώματος του Χριστού και όπως μη η διαβολική αύτη επινόησις του τίτλου προσβάλη και τους λοιπούς Πατριάρχας, οίτινες ώφειλον ούτε να δίδουν, ούτε να δέχωνται τον τίτλον, αλλά να προσέχωσιν, όπως και οι υπ’ αυτούς επίσκοποι προφυλάσσωνται από της μιάνσεως της λέξεως ταύτης. Εάν δε συμβή το αντίθετον, ημείς μένοντες ολόψυχοι οφείλομεν να αντιστώμεν μέχρι θανάτου, όπως καταδικάζοντες την οικουμενικότητα μη παρασυρθώμεν υπό ιδιοτελείας τινός».
Εκ των επιστολών τούτων του Πάπα Γρηγορίου σαφώς διακηρύσσεται, ως ορθώς παρατηρεί ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εν τω αυτώ συγγράμματί του (σελ. 105-108 και 320), ότι ο Πάπας Γρηγόριος ανιδιοτελώς κατέκρινε τον τίτλον «Οικουμενικός» φοβούμενος μήπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θελήση να κυριαρχήση εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας και διαταράξη την μεταξύ των Πατριαρχών επικρατούσαν ισότητα. Αποκρούων οιονδήποτε πρωτείον εν τη διοικήσει της Εκκλησίας, αναπτύσσει λαμπρώς την ισότητα ταύτην και αγωνίζεται υπέρ αυτής. Πολεμεί τον τίτλον «Οικουμενικός», ουχί διότι θεωρεί εαυτόν Οικουμενικόν Πατριάρχην, αλλά διότι ουδείς των Πατριαρχών δύναται να αξιώση, όπως άρχη των λοιπών. Αποκρούει δηλονότι πάσαν ιδέαν διοικητικού «πρωτείου» και μοναρχικης εξουσίας εν τη Εκκλησία. Τούς Πατριάρχας Αλεξανδρείας και Αντιοχείας θεωρεί εξ ίσου προς εαυτόν διαδόχους του απ. Πετρου, χωρίς να αποκρούη και την πατριαρχικήν αξίαν του Κων/πόλεως.
Εις ιδιαιτέραν δε επιστολήν του προς τον Αλεξανδρείας Ευλόγιον, γράψαντα προς αυτόν ότι συμφώνως προς την εντολήν του δεν μετεχειρίσθη πλεον την λέξιν «Οικουμενικός» διά τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και ονομάσαντα αυτόν «Οικουμενικόν Πάπαν», ο όντως άγιος εκείνος Ιεράρχης παρετήρησε: «…παρακαλώ όπως μη ομιλής περί διαταγής, διότι γιγνώσκω τις είμαι εγώ και τις είσαι συ, κατά το αξίωμα αδελφός, κατά την αγιότητα πατήρ μου. Δεν διέταξα, αλλ’ απλώς υπέδειξα το τι δέον γενέσθαι. Λέγω, ότι δέον να μη απονέμης μοι τον τίτλον «Οικουμενικός Πάπας», διότι δεν θέλω να μοί απονεμηθή αξία εις βάρος των αδελφων μου… Εάν η υμετέρα αγιότης με ονομάζη «Οικουμενικον Πάπαν», αφαιρεί αφ’ εαυτής την ιδιότητα του επισκόπου, επειδή υποτίθησιν, ότι ειμί «Οικουμενικός». Μη γένοιτο! Μακράν ημών λέξεις υποθάλπουσαι την ματαιότητα και πληγώνουσα την αγάπην».
Εν κατακλείδι επιτραπήτω να υποβάλω ουσιώδη ένστασιν επί του εν χωρίω 3 του Υμετέρου κειμένου αναφερομένου ότι «σε επίπεδο οικουμενικής Εκκλησίας ως κοινότητας των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών… το πρωτείον καθορίζεται συμφώνως προς την παράδοσι των ιερών Διπτύχων…» διότι το πρωτείον τιμής των πέντε Πρεσβυγενών Θρόνων της Εκκλησίας δεν αποτελεί παράδοσι των ιερών Διπτύχων αλλά νομοκανονικήν απόφανσι και επιταγήν των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων οι οποίες διά του γ΄ Κανόνος της εν Κωνσταντινουπόλει Β΄ Οικουμενικής Συνόδου του έτους 381 επιτάσσουν «τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Ρώμης Επίσκοπον διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην», διά του κη΄ Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου επικυρώνουν τον προηγούμενον Ι. Κανόνα: «Πανταχού τοις των αγίων Πατέρων όροις επόμενοι, και τον αρτίως αναγνωσθέντα κανόνα των εκατόν πεντήκοντα θεοφιλεστάτων επισκόπων, των συναχθέντων επί του της ευσεβούς μνήμης Μεγάλου Θεοδοσίου, του γενομένου βασιλέως εν τη βασιλίδι Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, γνωρίζοντες, τα αυτά και ημείς ορίζομέν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβείων της αγιωτάτης εκκλησίας της αυτής Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης· και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης, διά το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, οι Πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία.
Καί τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην υπάρχουσαν. Καί ώστε τους της Ποντικής, και της Ασιανής, και της Θρακικής διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, έτι δε και τους εν τοις βαρβαρικοίς επισκόπους των προειρημένων διοικήσεων χειροτονείσθαι υπό του προειρημένου αγιωτάτου θρόνου της κατά Κωνσταντινούπολιν αγιωτάτης εκκλησίας· δηλαδή εκάστου μητροπολίτου των προειρημένων διοικήσεων μετά των της επαρχίας επισκόπων χειροτονούντος τους της επαρχίας επισκόπους, καθώς τοις θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονείσθαι δε, καθώς είρηται τους μητροπολίτας των προειρημένων διοικήσεων παρά του Κωνσταντινουπόλεως αρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατά το έθος γινομένων, και επ’ αυτόν αναφερομένων», και διά του λς΄ της ΣΤ΄Οικουμενικής Συνόδου ορίζουν: «Ανανεούμενοι τα παρά των εκατόν πεντήκοντα αγίων Πατέρων, των εν τη θεοφυλάκτω ταύτη και βασιλίδι πόλει συνελθόντων, και των εξακοσίων τριάκοντα, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ορίζομεν, ώστε τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου, και εν τοις εκκλησιαστικοίς, ως εκείνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ εκείνον υπάρχοντα, μεθ’ ον ο της Αλεξανδρέων μεγαλοπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον, ο της Ιεροσολυμιτών πόλεως».
Επομένως όσον αφορά εις τους πρεσβυγενείς Θρόνους το Πρωτείον τιμής δεν καθορίζεται «συμφώνως προς την παράδοσιν των ιερών Διπτύχων» αλλά δυνάμει της θεόθεν αποφάνσεως των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και διά τον λόγον αυτόν είναι αναλλοίωτον, αιώνιον, άφθιτον και απαρασάλευτον.
Επί δε ταίς εορταίς του Αγίου Δωδεκαημέρου και τη επιτολή του νέου ενιαυτού 2014 ταπεινώς εύχομαι έτη πολλά καρποβριθή και ευφρόσυνα!
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ