ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ του νεώτερου Ελληνισμού λαμπρότεροι φαντάζουν στα “Ελευθέρια” της συμπρωτεύουσας, της αείποτε ελληνικής Θεσσαλονίκης ως όνομα και πράγμα, χωρίς καμιάν αμφιβολία.
Και φέτος ομολογημένα τιμώνται με την ευλογημένη παρουσία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, καθώς ενυποστασιάζει και τον ιστορικό ύπατο θεσμό-σύμβολο της Ρωμηοσύνης μέσα στην ουσιώδη και θεμελιώδη του ορθόδοξη εκκλησιαστική οικουμενικότητα.
Όμως εξίσου λαμπρή και ευκλεής προβάλλει όλη η ηρωική διαδοχή της ιστορίας, αλλά και η συνδεσμολογία των “Ελευθερίων” από τόπου εις τόπον, από γωνιάς σε γωνιά, από πόλεως σε πόλη, από χωριού σε χωριό που ελευθερώνονταν στα 1912/1913 (και όσων μεγαλόψυχα χαίρουν με τη χαρά των ελευθερωμένων, έστω κι αν οι διεθνείς παράγοντες τα ίδια τα αφήκαν με αδικαίωτη τη γεω-ϊστορική και ιστορικο-πολιτιστική και δημογραφική τους ταυτότητα).
Η ίδια η πολιτιστική ανά τον κόσμον προσφορά του Χριστιανικού Ελληνισμού η, πληρέστερα, της Ρωμηοσύνης ως υποδομής και πολιτισμού δυναμικής προσφοράς και αφομοιωτικής ευεξίας, καταφάσκει το θεόσδοτο δώρο της ελευθερίας και της λεβεντιάς και της δημιουργικότητος.
Η Παιονία, ονομασία με ανάσες υγιαίνουσας ελληνικής ταυτότητος από τα αρχαία χρόνια ως τα σήμερα, κράτησε την ταυτότητά της και συνέβαλε στην ελληνική διαχρονία, είτε ελεύθερη είτε απελεύθερη σε καθεστώς δουλείας είτε οριστικά απελευθερωμένη με μικροπεριόδους κατοχών.
Έδρα της η ακμαία Γουμένισσα, με “σύνεδρες” τον Ευρωπό, την Αξιούπολη, τον Άγιο Πέτρο, τη Γέφυρα πιο κάτω, τους Ευζώνους, το Σκρα (και σήμερα το ακμαιότερο χωροταξικά Πολύκαστρο), με εκκλησιαστική αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δια της Ι.Μ. Βοδενών.
Ουσιωδώς δεν δουλώθηκε στον Τούρκο κατακτητή, δεν εφορολογείτο υπό δουλείαν, καθώς οι κάτοικοί της κατά κάποιον τρόπο εισέφεραν ως αντίδοτο της ελευθεριότερης υπόστασής τους τη σηροτροφία και τη φροντίδα για τα ενδύματα του οθωμανικού στρατού.
Ούτε υπέκυψαν στις προπαγάνδες των αναδυόμενων εθνικισμών της λήξης του 19ου αιώνα, ρουμανιζόντων, βουλγαριζόντων, ουνίας, προτεσταντισμού κ.α. Συνεισέφερε στη διατήρηση της ρωμέηκης, της ελληνικής αδιάκοπης λεβεντιάς ντόπιους αγωνιστές.
Συνεισέφερε τα ιδιόκτητα με μεγάλους ντόπιους δωρητές Ελληνικά Εκπαιδευτήρια Γουμένισσας και το μεγαλοπρεπέστατο Ναό του Αγίου Γεωργίου, ακόμη κι όταν επιχειρήθηκε να αφαρπαγούν μέρος του πληθυσμού και επ᾽ ολίγον κάποια εκκλησιαστικά Μετόχια από τη βίαιη βουλγαρική προπαγάνδα (με τη μεταβολισμένη ρώσικη εξωτερική πολιτική να την υποθάλπει ως το Συνέδριο του Αγίου Στεφάνου και ως τα μέσα του 20ου αι.).
Για ελάχιστο χρονικό διάστημα, υφαρπάγηκε μέχρι και η Μονή της Παναγίας και επιχρωματίστηκαν οι ελληνικές αγιογραφικές επιγραφές.
Όμως, ο ελληνόψυχος λαός δεν ορρωδούσε προ ουδενός επήλυδος, όσο κι αν ομόπιστοι επιχειρούσαν να βεβηλώσουν την ακμαία ιστορική αυτοσυνειδησία του και τα ολοζώντανα μνημεία της. Είχαν τέτοια πνευματική αντοχή και τόσην ψυχική αλκή οι ντόπιοι Ρωμηοί-Έλληνες, που ξύλευσαν τεράστιες καστανιές από το Πάϊκο και τις μετέφεραν στο κέντρο της πόλης, μεταφέροντας μάλιστα χέρι-χέρι στη σειρά από το ποτάμι ακόμη και τη λιθοδομή του Ναού, για να στήσουν το Ναό του Αγίου Γεωργίου, μεγαλοπρεπέστατο σύμβολο εκκλησιαστικό και εθνικό.
Στα τωρινά έργα αναστήλωσης-αποκατάστασης-στερέωσης του Μητροπολιτικού Ναού (ένταξη στο ΕΣΠΑ), ψηλαφά κανείς την ακατάβλητη γενναιότητα ενός κόσμου που κρατούσε ουσιαστικά ελεύθερο έναν τόπο, πριν τον απελευθερώσει η πρόσκληση και έλευση του ελληνικού στρατού στον Α Βαλκανικό Πόλεμο, μετά τη σκληρή μάχη των Γιαννιτσών.
Η Παιονία, με επίκεντρο τη Γουμένισσα, στάθηκε η βορεινή ασπίδα για τους αντιδιεκδικητές τότε “συμμάχους”, κυρίως Βούλγαρους, αλλά και Σέρβους, στην πορεία του στρατού μας προς τη Θεσσαλονίκη.
Η ζεύξη του Αξιού στο ύψος του Αγίου Πέτρου, όπως και το έγκαιρο πέρασμα της γέφυρας της σημ. Αξιούπολης, η ασφάλεια της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή όλης της Παιονίας, η εγκατάσταση του στρατού μας ως ελευθερωτή στην τωρινή Γέφυρα, όλα αυτά δια της Γουμένισσας και της Παιονίας, μέσα σε 3-6 μέρες από την αιματηρή και νικηφόρο απόκτηση των Γιαννιτσών, ήταν ο τελικός βηματισμός για τις ανοικτές πλέον θύρες της Θεσσαλονίκης.
***
ΟΛΑ ΑΥΤΑ τιμήθηκαν και γιορτάστηκαν ως μνήμες ιστορικές και ως παράδειγμα εθνικής συνειδησιακής υποδομής, για δεύτερη χρονιά με την επιβαλλόμενη λαμπρότητα, στη Γουμένισσα, την έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως, Πολυκάστρου (και Γεφύρας).
Από ετών ο Σεβ. Γουμενίσσης κ. Δημήτριος είχε καθιερώσει δια της εκκλησιαστικής λατρευτικής ζωής την εμπρέπουσα υπόμνηση (χωρίς βέβαια να εμπεριορίζεται η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας, μόνο στα ούτως η άλλως στενά όρια της ενδοκοσμικής εθνικής ιστορίας).
Είχε καθιερώσει την τέλεση της αρχαιοπρεπούς θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, με την Δοξολογία, παλαιότερα στο Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου και τελευταία (λόγω των εκεί αναστηλωτικών εργασιών) στην περίλαμπρη αναστηλωμένη Ιερά Μονή Παναγίας Γουμενίσσης.
Πλήθος κλήρου και λαού, εκπροσωπώντας το εκκλησιαστικό πλήρωμα όλης της Παιονίας, συμμετείχαν και συνεχίζουν να μετέχουν στη θεία λειτουργία και στα επακολουθούντα.
Το ίδιο και εφέτος, έγινε η θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου, επακολούθησε η Δοξολογία για τα “Ελευθέρια”, ο πανηγυρικός της ημέρας από εκπαιδευτικό, το μνημόσυνο των Μακεδονομάχων και των ελευθερωτών με κατάθεση στεφάνων στην φερώνυμη Πλατεία Μακεδονομάχων και τέλος η επίσημη πολιτική παρέλαση.
Οι σημαιοφόροι με τους παραστάτες από όλα τα εκπαιδευτήρια της Παιονίας και οι εκπρόσωποι των Πολιτιστικών Συλλόγων, όλοι με συμπαρελαύνοντες που κρατούσαν δηλωτική ταινία, και οι μαθητές από όλα τα σχολεία της Γουμένισσας, των τριών βαθμίδων.
Παρήλασαν ενώπιον του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Δημητρίου, του Αντιδημάρχου Παιονίας κ. Δημ. Κουλίνα ως εκπροσώπου του Δημάρχου, με φορείς του Δημ. Συμβουλίου, του Αντιπεριφερειάρχη κ. Χρ. Γκουντενούδη, του Αστυνομικού Διευθυντή Κιλκίς κ. Αντ. Λιάπη, εκπροσώπων της 33ης Μ/Κ Ταξιαρχίας, των τοπικών φορέων και του συνεορτάζοντος κόσμου.
Έδωκαν το τωρινό “παρών” μνήμης και χρέους στην τιμή μιας διαχρονικής αντίστασης, αδούλωτης εθνικής συνείδησης, πολιτιστικής ελευθερίας και δημιουργίας, με επετειακό ορόσημο τις 23 Οκτωβρίου, 101 χρόνια από το πρώτο ιστορικό γεγονός.