Ι.Μ. ΧΙΟΥ: Με την προσήκουσα ευλάβεια και την ιεροπρεπή εκκλησιαστική λαμπρότητα εόρτασε η ακριτική Ιερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρών και Οινουσσών την μνήμη των πολιούχων και ελευθερωτών της Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου και την 110η επέτειο της απελευθερώσεως από τον τουρκικό ζυγό.
Την 10η Νοεμβρίου οι Σεβ. Μητροπολίτες Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός και Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκος υπεδέχθησαν στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό την εικόνα της Παναγίας Ερειθιανής. Εν συνεχεία παρέστησαν στην έπαρση της Σημαίας στον λιμένα της Χίου, όπου ο Σεβ. Χίου, κατά την κατ’έθος δήλωση του, ανέφερε τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου «ουδέν γλυκύτερον πατρίδος». Το απόγευμα στον πανηγυρίζοντα Ιερό Μητροπολιτικό Ναό ετελέσθη ο δισαρχιερατικός Εσπερινός χοροστατούντος του Σεβ. Διδυμοτείχου, τον οποίο ο Χίος Ποιμενάρχης ετίμησε με το παράσημο του Αγίου Ισιδώρου για την διακονία του στην ακριτική Μητρόπολη του Έβρου. Ο Σεβ. Διδυμοτείχου στο κήρυγμα του ανέφερε ότι οι ακριτικές Μητροπόλεις υποχρεούνται να είναι στρατιώτες του Χριστού και της Ελλάδος και ανέλυσε θεολογικώς την πίστη (πιστεύω), την ομολογία (ομολογώ) και την προσδοκία (προσδοκώ) των τιμωμένων Αγίων. Ακολούθησε πάνδημος λιτανεία των Ιερών Εικόνων της Παναγίας Ερειθιανής και των Αγίων Βικτώρων με συμμετοχή των αρχών του νησιού, της νεότητος και των ευσεβών Χριστιανών.
Την κυριώνυμο ημέρα, και αφού μετεκομίσθη στον πανηγυρίζοντα Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Χίου από τον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Αττικής, διά του Αρχιμ. π. Διονυσίου Κατερίνα με άδεια κανονική του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, η Τιμία Καρά της Αγίας Παρασκευής, η οποία το έτος 1442 έσωσε την Χίο από τον καταποντισμό, ετελέσθη ο Όρθρος και η δισαρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβ. Διδυμοτείχου και συλλειτουργούντος του οικείου Αρχιερέως.
Εν συνεχεία ετελέσθη Δοξολογία επί τη απελευθερώσει της νήσου παρουσία των πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών αρχών, πλήθους νεότητος και του ευσεβούς χιακού λαού. Κατά την Δοξολογία τον πανηγυρικό εξεφώνησε, κατ΄έθος, ο Φιλόλογος Μητροπολίτης Χίου λέγων τα εξής:
«Ήμαρ εαρινόν, εαρινόν ελευθερίας, ανέτειλεν εν μέσω καιρού οπώρας επί τον χριστοφόρον λαόν της Χίου η 11η Νοεμβρίου 1912, πνέον εις τον αέρα της ναυσικλητής, ναυπρυτάνεως και δολιχηρέτιμου νήσου την μαστιχοφόρον οσμήν της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ανέτειλεν μετά δουλείαν πεμπάδος και πλέον αιώνων «Γιουστηνιάνηδων και Τούρκων δεσποτών» κεκοσμημένης διά της φιλοκάλου διδαχής των κολλυβάδων φωτιστών, πορφυρωθείσης διά των ρανίδων των αιμάτων των δεκάδων χιλιάδων εσφαγμένων αρνίων της Σφαγής, όταν «τα γιασεμιά κοκκίνησαν στο χρόνο της Σφαγής σου πίνοντας αίμα για νερό στη ρημαγμένη γη σου» και πονεμένης υπό των ερειπίων του χαλασμού, «όταν τα χελιδόνια πέρασαν χωρίς να σταματήσουν, μη ξέροντας στον χαλασμό που τις φωλιές να χτίσουν».
Διά τούτο η φαεσφόρος αυγή «που επρόσμενες μαρτυρικό νησί» και την οποίαν «άνοιξες την τρανή αγκαλιά να τη σφιχταγκαλιάσεις» απετέλει τον διθυραμβικόν παιάνα της ημέρας, «ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή», το «δεύτε λάβετε φως» εκ της αειφώτου λυχνίας του Γένους, της πιφαυσκούσης και φρυκτωρούσης την εκκλησιαστικήν και ιστορικήν συνείδησιν, είτε διά των επικών λόγων «στις αμουδιές του Ομήρου», είτε διά της Παυλείου χριστολογικής κινύρας «αντικρύ Χίου».
Την 110ην επέτειον της κλητής και αγίας αυτής εθνικής ημέρας άγομεν σήμερον, δύο αιώνας μετά την μαρτυρικήν της νήσου Σφαγήν. Δι’ ο εις τον εορτασμόν αυτό προσκαλούμεν την πολύχορδον λύραν των αγίων της Χιακής Εκκλησίας, προκειμένου να αναμέλψωσι δοξολογίαν προς την Τρισήλιον Θεότητα:
Τον Πρωτομάρτυρα Στρατιωτικόν Άγιον Ισίδωρον, ο οποίος «ταίς προς τον Κτίστιν ευχαίς του εχαρίτωσεν το αποστάζον δάκρυ εκ των σχίνων της Χίου.
Την Πρωτομάρτυρα εν γυναιξί της Χίου Μυρόπην την εξ Εφέσσου, η οποία προνέγκεν τω Χριστώ το αίμά της ως μύρον εκχέον ευωδίαν».
Την Καλλιμάρτυρα και Παρθενομάρτυρα Αγίαν Μαρκέλλαν διά την οποίαν «η νήσος Χίος καυχάται ότι εξήνθησεν το παρθενίας άνθος, το θεόβλαστον όντως».
Την φρόνιμον Οσίαν Ματρώναν, την οποίαν η Χίος «κλέος αναφαίρετον κέκτηται και όλβον άσυλον».
Τον βλαστόν των Αργεντών Νεομάρτυρα Ανδρέαν, ο οποίος «της Χίου στήριγμα ανεδείχθη, ευπατριδών κήπος κατάκαρπος και λυχνία πίστεως απαστράπτουσα».
Τον εκ Σμύρνης Νεομάρτυρα Μάρκον, διά του οποίου «η Χίος ηγίασται και αληθώς μεμακάρισται αρδευθείσα τοις αίμασιν αυτού».
Τον νέον του Χριστού αθλητήν Νικήταν τον Νισύριον, διά τον οποίον «ευφραίνεται μυστικώς η Χίος κατέχουσα εν κόλποις το εκχυθέν σεβάμιον αίμά του».
Τον νέον αθλοφόρον του Χριστού Νικόλαον, διά τον οποίον «η Χίος αγάλλεται και ευθέως ευφραίνεται… και λίαν σεμνύνεται αυτόν βλαστήσασα φυτόν ευθαλές και κατάκαρπον».
Τον νεοφανή αθλητήν Γεώργιον, τον οποίον «η Χίος βλάστημα τερπνόν εξήγαγε… και ο ουρανός μετά τέλος είληφε».
Τον αγγελώνυμον Χριστού Αγγελήν, τον οποίον «έχει πολιούχον και φύλακα και αντιλήπτορα μέγαν εν κινδύνοις πάσι η Χίος».
Τον Οσιομάρτυρα Ονούφριον, ο οποίος «ώφθη Χίου νήσου καύχημα, ως εν αυτή αθλήσας και το αίμά του εκχέας».
Τον θαυμαστόν Νεομάρτυρα Δημήτριον, διά τον οποίον η Χίος χαίρεται «εξανθήσασα ως ρόδον εύοσμον της Εκκλησίας οσφράδιον ως δρεψαμένη».
Τους νέους στεφανίτας γόνους των Σπετσών Σταμάτιον, Ιωάννην και Νικόλαον, τους οποίους «εκ του δεσμωτηρίου αλείφει ο κλεινός της Χίου Ιεράρχης (Πλάτων)» όπως «εν τω δεσμωτηρίω εγύμναζε της Θεσσαλονίκης το αγλάισμα (Δημήτριος) τον παλαιστήν (Νέστορα)».
Τον νέον μάρτυρα Θεόφιλον, ο οποίος «την Χίον ηγίασεν ιχώρσι των σαρκών αυτού και τοις λύθροις των αιμάτων».
Τον των Σφακίων βλάστημα Μανουήλ, ο οποίος «αθλήσας ηγίασεν την νήσον Χίον αιμάτων τοις ρεύμασι».
Τον μέγα καύχημα της Λευκωσίας Πολύδωρον, του οποίου «η Χίος μετέλαβε της χάριτος».
Τον γενάρχην του φιλοκαλισμού Μακάριον Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου τον Νοταράν, ο οποίος «του Θεού προνοία ανεδείχθη της Χίου αρρήτοις λόγοις μέγας κοσμήτωρ».
Τον Σχολάρχην της Σχολής της Χίου Αθανάσιον τον Πάριον, ο οποίος εις Χίον «τας ακτίνας των λόγων του εφήπλωσεν» και «εν Χίω τον αγώνα ετέλεσεν οσίως και μετέστη προς τα άνω».
Τον Όσιον Νήφωνα τον Κοινοβιάρχην, διά τον οποίον «η μυροφόρος Χίος τω ηδεί ταύτης καρπώ εκβοά χαρμοσύνως… Πάτερ θεήλατε του Γένους εύδρομε πλοηγέ, πρέσβευε υπέρ των ψυχών ημών».
Τον θεόπνευστον ιερόν Νικηφόρον, ο οποίος «πάντα περιέδραμε της Χίου, την πόλιν, τας κώμας, τα πολίσματα ευαγγελιζόμενος άπασιν μετάνοιαν».
Τους κτίτορας της αυτοκρατορικής Νέας Μονής Οσίους Νικήταν, Ιωάννην και Ιωσήφ, τους οποίους «φαεινοτάτους φωστήρας η Χίος έγνωκε, των αρετών ταίς αίγλαις καταυγάζοντας ταύτην».
Τον ερμηνευτήν των Ορθοδόξων δογμάτων και υφηγητήν των θεοφθόγγων διδαχών Νεκτάριον Πενταπόλεως, ο οποίος «ζήλω θείω ποθήσας τον ισάγγελον βίον, εν Χίω ημφιάσατο των μοναχών το σχήμα το ουράνιον».
Το νεοκόσμητον άνθος αγνείας Όσιον Άνθιμον, του οποίου «το περίβλεπτον ύψος των κατορθωμάτων βλέπουσα η Χίος θαμβείται».
Τον Όσιον Νικηφόρον τον λεπρόν, ο οποίος «τοις ενθέοις του άθλοις σεπτώς εκόσμησεν την νήσον Χίον».
Τον Ιερομάρτυρα Πλάτωνα, ο οποίος «ως αστήρ ανίσχεν εν τη Χίω, Ορθοδόξων την χορείαν, καταλαμπρύνων ως φωταυγής».
Τούτους άπαντας η εξάκουστος Χίος, ως μήτηρ καλλίγονος προσκαλεί ίνα συνευφρανθώσιν επί τη μνήμη των ελευθερωτών αυτής Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου και τη επετείω της απελευθερώσεως εκ του Οθωμανικού ζυγού και της επανόδου «στης δοξασμένης Μάνας της την τιμημένη αγκάλη», αιτουμένη όπως ταίς υπέρ νούν θευαγείαις λαμπρύνωσιν την Χίον άπασαν κατά την διάρκειαν του ελευθέρου βίου της».
Εορταστικές εκδηλώσεις λουσμένες στην αγιοπνευματική Χάρη της Εκκλησίας και την εθνική ιστορική συνείδηση των Ελλήνων, απάντηση σε όσους επιβουλεύονται τα ευλογημένα Ελληνικά νησιά μας.