Η 1η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος, πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας. Προηγήθηκε Θεία Λειτουργία στο πανηγυρίζον Ιερό Παρεκκλήσιο, επί τη μνήμη του Οσίου Χριστοδούλου, στο τέλος του οποίου ο Σεβ. κ. Ιγνάτιος τέλεσε Τρισάγιο στη μνήμη του προκατόχου του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ο οποίος την ημέρα αυτή εόρταζε τα ονομαστήριά του.
Ο Σεβασμιώτατος ανέφερε ότι «ο Μακαριστός Χριστόδουλος σφράγισε τη ζωή μας, γι’ αυτό και θα είμαστε αιώνια ευγνώμονες στο πρόσωπό του. Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι τον επιζητούν, γι’ αυτό προσπαθούμε να φανούμε αντάξιοι των όσων διδαχθήκαμε και παραλάβαμε από εκείνον».
Οι φετινές Ιερατικές Συνάξεις έχουν ως γενικό θέμα «Γενική θεώρηση των Οικουμενικών Συνόδων». Σκοπός τους θα είναι η προσέγγιση των Κληρικών της Τοπικής Εκκλησίας στην ιστορία, όσο και στην Θεολογία των Συνόδων εκείνων που καθορίζουν την ζωή και την μαρτυρία της Ορθοδοξίας στην ιστορία.
Την εισαγωγική ομιλία έκανε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων και η σημασία τους για την πίστη και την ζωή της Εκκλησίας μας».
Αρχικώς, ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε, με αδρές γραμμές, στη Θεολογία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων, από την οποία «γίνεται σαφής μια βασική διάσταση της Ορθόδοξης διδασκαλίας των Οικουμενικών μας Συνόδων. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι απλώς και μόνο μια θεωρητική γνώση της αλήθειας για το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ ένα είδος «φιλοσοφικής σχολής» και η μαθητεία στις αλήθειες της δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξερής, έστω και ορθής, θρησκευτικής γνώσης. Η λέξη «Ορθοδοξία» σημαίνει ορθή δόξα. Η λέξη όμως «δόξα» σημαίνει τόσο το δόγμα, δηλαδή την Πίστη, όσο και τη Λατρεία, τη δοξολογία δηλαδή του Θεού. Ορθόδοξος είναι αυτός που πιστεύει, δηλαδή λατρεύει, ορθά το Θεό, ή αντίστροφα, αυτός που λατρεύει, δηλαδή πιστεύει, ορθά το Θεό…».
Στη συνέχεια τόνισε ότι η Πίστη της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους, «δεν συνδέεται μόνο με τη Λατρεία της, αλλά και γενικότερα με την όλη ζωή της. Δεν είναι μόνο υπόθεση του νου, αλλά επίσης βίωμα της καρδιάς. Το πρώτο είναι πολύ λίγο χωρίς το δεύτερο…» Αυτή η Πίστη «συνδέεται επίσης με τα έργα. Όπως γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, «η Πίστις άνευ των έργων νεκρά εστι». Ο Χριστός, άλλωστε, στο Ευαγγέλιο μας τονίζει ότι «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ομολογούμε και τιμάμε την Ορθόδοξη διδασκαλία των Οικουμενικών μας Συνόδων, όταν την μετουσιώνουμε σε πράξη ζωής, όταν της επιτρέπουμε να καθοδηγεί και να εμπνέει την ευσέβειά μας και το ποιμαντικό μας έργο…».
Ο Σεβασμιώτατος συνέχισε επισημαίνοντας ότι «εκτός από τη ζωή και το ποιμαντικό έργο του καθενός από μας, η διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων συνδέεται άρρηκτα με την ζωή και την ενότητα της καθόλου Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ενότητα της Πίστεως, την οποία σε κάθε θεία λειτουργία ζητούμε από το Θεό. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δεν είναι πια σε θέση να ομολογεί την Πίστη της Εκκλησίας. Η λέξη «ομολογία» συνδέεται με το ρήμα ομολογώ, που σημαίνει «ομού λέγω», λέω δηλαδή το ίδιο πράγμα μαζί με τους άλλους, μαζί, δηλαδή, με την Εκκλησία. Όποιος εγκαταλείπει την Εκκλησία, εγκαταλείπει και τη δυνατότητα να «ομολογεί» την πίστη της. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, διαπράττει σχεδόν εξίσου σοβαρό αμάρτημα με εκείνον που τραυματίζει την αυθεντικότητα της Πίστεως, στην οποία αυτή η ενότητα θεμελιώνεται».
Ολοκλήρωσε την ομιλία του σημειώνοντας ότι «η διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων σχετίζεται και με ένα τελευταίο στοιχείο, και αυτό δεν είναι άλλο από την ιεραποστολή…Η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια εσωστρεφής και αυτοαπασχολούμενη κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το Ευαγγέλιο του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης Πίστης…».
Πρώτος ομιλητής ήταν ο κ. Δημήτριος Μόσχος, Λέκτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η θέση και η σημασία των Οικουμενικών Συνόδων στη ζωή της Εκκλησίας».
Ο ομιλητής ανέδειξε την σπουδαιότητα των Οικουμενικών Συνόδων ως κεντρικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας, συνδέοντάς τες με το γεγονός της Συνοδικότητας, που «ως πρακτική και ως ήθος υπήρχε από την αρχή στην Εκκλησία». Ιδιαίτερη αξία είχε η σύνδεση των Οικουμενικών Συνόδων με το γεγονός της Πεντηκοστής, κάτι που προκύπτει, αρχικώς, από τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος σαφώς θεωρεί την 1η Οικουμενική Σύνοδο «ως αντιτυπία της Πεντηκοστής, με εσχατολογικές διαστάσεις», γεγονός που υιοθετούν και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί αναφορικά με τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους.
Συμπερασματικά, ο κ. Μόσχος επεσήμανε ότι «σε μια εποχή που γίνεται κατά κόρον προσέγγιση της ουσίας της Εκκλησίας από πλευράς θεσμικής, ενώ το χαρισματικό στοιχείο θεωρείται πλέονιδιωτικό στοιχείο, και φθάνουμε θεολογικά να μιλάμε και για το πρόβλημα σύνθεσης Χριστολογίας και Πνευματολογίας, μια θέαση χαρισματική και παραπεμπτική προς τηνεσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων μπορεί να δώσει πολλές δυνατότητες σε μια δυναμικότερη κατανόηση του επισκοπικού λειτουργήματος, μια ενεργοποίησητης χαρισματικής ταυτότητας συνολικά του πληρώματος της Εκκλησίας (και των απλών πιστών),ώστε να μην θεωρούνται παθητικοί δέκτες, οπαδοί κλπ. και ένα νέο λόγο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις συζητήσεις με τους μη Ορθοδόξους για την έννοια της ιερωσύνης, του χαρίσματος».
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο κ. Θεόδωρος Γιάγκου, Καθηγητής Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Δόγματα και Κανόνες: κατανόηση και διαστρέβλωση».
Ο κ. Καθηγητής επικέντρωσε τις σκέψεις του κυρίως στο Πηδάλιο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, επισημαίνοντας ότι «η Κανονική Παράδοση της Ανατολής δέχθηκε ποικίλες κακοποιήσεις, στην πορεία του χρόνου από τους κακόβουλους και τους ημιμαθείς». Ανέφερε δε, συγκεκριμένες κακόβουλες επεμβάσεις και κακοποιήσεις των Κανονικών κειμένων και συλλογών, που παραποιούσαν το πνεύμα των συντακτών τους, επιφέροντας σύγχυση στην Εκκλησία.
Ο κ. Γιάγκου τόνισε, τελικά, ότι «για να διαβαστεί το Πηδάλιο πρέπει να γνωρίζει κανείς την ιστορική παράδοση, το πλαίσιο της εποχής στην οποία συντάχτηκε, αλλά να κατέχει καλά και τις πηγές», ενώ συμπλήρωσε ότι «αν θέλουμε να δούμε την Παράδοση της Εκκλησίας οφείλουμε να γνωρίζουμε καλά την ιστορία της Εκκλησίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στα Κανονικά ζητήματα».
Ακολούθησε συζήτηση επί των εισηγήσεων και την Σύναξη έκλεισε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος συνέστησε «να μην είμαστε εύκολοι στην επίκληση των Κανόνων, όταν δεν γνωρίζουμε τις πηγές, γιατί θα διαψευστούμε από την αληθινή ιστορία».