Δημητριάδος Ιγνάτιος: Υπέρ τής ειρήνης τού σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας τών αγίων τού Θεού Εκκλησιών καί τής τών πάντων ενώσεως, τού Κυρίου δεηθώμεν.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 αποτελεί ιστορική απειλή ενάντια σε έναν λαό που ανήκει στην ορθόδοξη παράδοση.
Ακόμη πιο ανησυχητικό για τους ορθόδοξους πιστούς, ωστόσο, είναι ότι η ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αρνήθηκε να αναγνωρίσει το γεγονός της εισβολής, εκδίδοντας αντ αυτού αόριστες δηλώσεις για την αναγκαιότητα ειρήνης υπό το φως των «γεγονότων» και των «εχθρών» στην Ουκρανία, ενώ τονίζει τον αδελφικό δεσμό μεταξύ του ουκρανικού και ρωσικού λαού ως μέρος της «Αγίας Ρωσίας», κατηγορώντας για τις εχθροπραξίες την κακή «Δύση», προτρέποντας μάλιστα τις κοινότητές τους να προσεύχονται με τρόπους που ενθαρρύνουν ενεργά την εχθρότητα.
Η υποστήριξη πολλών μελών της ιεραρχίας του Πατριαρχείου Μόσχας στον πόλεμο του Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν κατά της Ουκρανίας έχει τις ρίζες της σε μια μορφή ορθόδοξου εθνοφυλετικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού, με χαρακτήρα ολοκληρωτικό, που ονομάζεται «Russkii mir» ή «ρωσικός κόσμος». Πρόκειται για μια ψευδή διδασκαλία που προσελκύει πολλούς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η οποία έχει ακόμη υιοθετηθεί από την Ακροδεξιά, αλλά καιαπό καθολικούς και προτεστάντες φονταμενταλιστές.
Στις ομιλίες τους κατά τα τελευταία 20 χρόνια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος (Gundiaev) έχουν επανειλημμένα επικαλεστεί και αναπτύξει την ιδεολογία αυτού του «ρωσικού κόσμου». Το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και ξεκίνησε έναν πόλεμο δι αντιπροσώπων στην περιοχή του Ντονμπάς της Ουκρανίας, μέχρι την έναρξη του πλήρους πολέμου κατά της Ουκρανίας σήμερα αλλά και γενικότερα, ο Πούτιν και ο Πατριάρχης Κύριλλος χρησιμοποίησαν την ιδεολογία του «ρωσικού κόσμου» ως κύρια δικαιολογία για την εισβολή.
Η διδασκαλία αναφέρει ότι υπάρχει μια υπερεθνική ρωσική σφαίρα ή πολιτισμός, που ονομάζεται Αγία Ρωσία, που περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία (και μερικές φορές τη Μολδαβία και το Καζακστάν), καθώς και τους Ρώσους και τους ρωσόφωνους σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζει ότι αυτός ο «ρωσικός κόσμος» έχει ένα κοινό πολιτικό κέντρο (Μόσχα), ένα κοινό πνευματικό κέντρο (το Κίεβο ως «μητέρα όλων των Ρως»), μια κοινή γλώσσα (ρωσικά), μια κοινή Εκκλησία (Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, Πατριαρχείο Μόσχας) και ένα κοινό πατριάρχη (Πατριάρχης Μόσχας), ο οποίος εργάζεται σε «συμφωνία» με έναν κοινό πρόεδρο/εθνικό ηγέτη (Πούτιν) προκειμένου να κυβερνήσει τον ρωσικό αυτόν κόσμο, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα μια κοινή ξεχωριστή πνευματικότητα, ηθική και πολιτισμό.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, απέναντι στον «ρωσικό κόσμο» στέκεται η διεφθαρμένη Δύση, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη, η οποία Δύση έχει συνθηκολογήσει με τον «φιλελευθερισμό», την «παγκοσμιοποίηση», τη «χριστιανοφοβία», τα «δικαιώματα των ομοφυλοφίλων» που προωθούνται στις παρελάσεις των ομοφυλοφίλων και τη «στρατευμένη εκκοσμίκευση». Απέναντι στη Δύση και όλους εκείνους τους Ορθοδόξους που έχουν εκπέσει σε σχίσμα και πλάνη (όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες που τον υποστηρίζουν) στέκεται το Πατριαρχείο Μόσχας, μαζί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ως οι πραγματικοί υπερασπιστές της ορθόδοξης διδασκαλίας, την οποία αντιλαμβάνονται με όρους παραδοσιακής ηθικής, αυστηρής και άκαμπτης κατανόησης της παράδοσης και σεβασμού στην Αγία Ρωσία.
Από την ενθρόνιση του Πατριάρχη Κυρίλλου το 2009, οι ηγετικές φυσιογνωμίες του Πατριαρχείου Μόσχας, καθώς και οι εκπρόσωποι του Ρωσικού Κράτους, αρύονται διαρκώς από τις αρχές αυτές, με σκοπό να ανατρέψουν τη θεολογική βάση της ενότητας μεταξύ των Ορθοδόξων. Η αρχή της εθνικής οργάνωσης της Εκκλησίας καταδικάστηκε στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872. Η ψευδής διδασκαλία του εθνοφυλετισμού αποτελεί τη βάση για την ιδεολογία του «ρωσικού κόσμου». Εάν θεωρούμε έγκυρες τέτοιες ψευδείς αρχές, τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία παύει να είναι η Εκκλησία του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, του Συμβόλου Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Η ενότητα καθίσταται τότε εγγενώς αδύνατη.
Επομένως, απορρίπτουμε την αίρεση του «ρωσικού κόσμου» και τις επαίσχυντες ενέργειες της κυβέρνησης της Ρωσίας για την κήρυξη του πολέμου κατά της Ουκρανίας, κάτι που πηγάζει από αυτήν την ποταπή και αδικαιολόγητη διδασκαλία με τη συμπαιγνία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ως βαθιά ανορθόδοξη, μη χριστιανική, στρεφόμενη κατά της ανθρωπότητας, η οποία ανθρωπότητα καλείται να δικαιωθεί φωτιστεί και να καθαρθεί «εν τώ ονόματι τού Κυρίου Ιησού καί εν τώ Πνεύματι τού Θεού ημών» (Ακολουθία Βαπτίσματος). Όπως η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, έτσι και το Πατριαρχείο Μόσχας του Πατριάρχη Κυρίλλου εισέβαλε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, για παράδειγμα, στην Αφρική, προκαλώντας διχασμό και διαμάχες, με ανείπωτες απώλειες όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, θέτοντας σε κίνδυνο τη σωτηρία των πιστών.
Ενώπιον της διδασκαλίας του «ρωσικού κόσμου» που καταστρέφει και διχάζει την Εκκλησία, και εμπνεόμενοι από το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την Ιερά Παράδοση του Ζώντος Σώματός Του, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διακηρύττουμε και ομολογούμε τις ακόλουθες αλήθειες:
1. «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ τού κόσμου τούτου· ει εκ τού κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται άν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μή παραδοθώ τοίς Ιουδαίοις· νύν δέ η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν» (Ιω. 18, 36) [1].
Πρεσβεύουμε ότι ο θεϊκός σκοπός και η εκπλήρωση της ιστορίας, το τέλος της, είναι ο ερχομός της Βασιλείας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μια Βασιλεία η οποία διακρίνεται από δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά εν Αγίω Πνεύματι, και η οποία μαρτυρείται από την Αγία Γραφή, όπως ερμηνεύεται αυθεντικά από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτή είναι η Βασίλεια της οποίας αποκτούμε πρόγευση σε κάθε Θεία Λειτουργία: «Ευλογημένη η βασιλεία τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων!» (Θεία Λειτουργία). Αυτή η Βασιλεία είναι το μοναδικό θεμέλιο και εξουσία, τόσο για τους Ορθοδόξους όσο και για όλους τους χριστιανούς. Για την Ορθοδοξία ως Σώμα του Ζώντος Χριστού δεν υπάρχει πηγή αποκάλυψης, καμία βάση για κοινότητα, κοινωνία, κράτος, νόμο, προσωπική ταυτότητα και διδασκαλία που να διακρίνεται από ό,τι αποκαλύπτεται από και μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και του Πνεύματος του Θεού.
Καταδικάζουμε, λοιπόν, ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε κάθε διδασκαλία που επιδιώκει να αντικαταστήσει τη Βασιλεία του Θεού, που είδαν οι προφήτες, που κηρύχθηκε και εγκαινιάστηκε από τον Χριστό, διδάχτηκε από τους αποστόλους, προσελήφθη ως σοφία από την Εκκλησία, διατυπώθηκε ως δόγμα από τους Πατέρες και βιώθηκε σε κάθε Θεία Λειτουργία, με ένα βασίλειο αυτού του κόσμου, είτε της Αγίας Ρωσίας, είτε του Ιερού Βυζαντίου, είτε οποιουδήποτε άλλου επίγειου βασιλείου, και η οποία σφετερίζεται έτσι την εξουσία του ίδιου του Χριστού να παραδώσει τη Βασιλεία στον Θεό και Πατέρα (Α΄ Κορ. 15, 24) και αρνείται τη δύναμη του Θεού να σκουπίσει κάθε δάκρυ από κάθε μάτι (Αποκ. 21, 4). Καταδικάζουμε απερίφραστα κάθε μορφή θεολογίας που αρνείται ότι οι χριστιανοί είναι μετανάστες και πρόσφυγες σε αυτόν τον κόσμο (Εβρ. 13, 14), δηλαδή το γεγονός ότι «ημών γάρ τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ού καί σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν», (Φιλιπ. 3, 20) και ότι οι χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, καί πάνθ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών, καί πάσα πατρίς ξένη» (Επιστολή προς Διόγνητον, 5).
2. «Απόδοτε ούν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τού Θεού τώ Θεώ» (Ματθ. 22, 21).
Πρεσβεύουμε ότι, εν αναμονή του τελικού θριάμβου της Βασιλείας του Θεού, αναγνωρίζουμε τη μοναδική και απόλυτη εξουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κατά τον παρόντα αιώνα, οι επίγειοι άρχοντες παρέχουν ειρήνη, ώστε ο λαός του Θεού να μπορεί να διάγει «ήρεμον καί ησύχιον βίον []εν πάση ευσεβεία καί σεμνότητι». (Α΄ Τιμόθ. 2, 2). Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα έθνος, κράτος ή τάξη της ανθρώπινης ζωής που να μπορεί να ασκήσει πάνω μας περισσότερη εξουσία από τον Ιησού Χριστό, στο όνομα του οποίου «πάν γόνυ κάμψη επουρανίων καί επιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. 2, 10).
Καταδικάζουμε, λοιπόν, ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε κάθε διδασκαλία που θα υπέτασσε τη Βασιλεία του Θεού, η οποία φανερώνεται στη Μία Αγία Εκκλησία του Θεού, σε οποιοδήποτε βασίλειο αυτού του κόσμου, αναζητώντας σε άλλους εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς άρχοντες τη δικαίωση και τη λύτρωση. Απορρίπτουμε κατηγορηματικά όλες τις μορφές διακυβέρνησης που θεοποιούν το κράτος (θεοκρατία) και απορροφούν την Εκκλησία, στερώντας από αυτή την ελευθερία της να σταθεί προφητικά ενάντια σε κάθε αδικία. Επιπλήττουμε, επίσης, όλους εκείνους που πρεσβεύουν τον καισαροπαπισμό, αντικαθιστώντας την τελική υπακοή τους στον εσταυρωμένο και αναστημένο Κύριο με εκείνη σε οποιονδήποτε ηγέτη που έχει εξουσία και ισχυρίζεται ότι είναι χρισμένος από τον Θεό, είτε φέρει τον τίτλο του «Καίσαρα», του «Αυτοκράτορα», του Τσάρου» ή του «Προέδρου».
3. «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν καί θήλυ· πάντες γάρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28).
Πρεσβεύουμε ότι η διαίρεση της ανθρωπότητας σε ομάδες με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την εθνικότητα ή οποιοδήποτε άλλο δευτερεύον χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης συνιστά χαρακτηριστικό αυτού του ατελούς και αμαρτωλού κόσμου. Ακολουθώντας την πατερική παράδοση αυτές οι διακρίσεις χαρακτηρίζονται ως «διακρίσεις τής σαρκός» (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 7, 23). Η διεκδίκηση από μια ομάδα ανωτερότητας έναντι άλλων αποτελεί ένα χαρακτηριστικό κακό τέτοιων διαιρέσεων, οι οποίες είναι εντελώς αντίθετες με το Ευαγγέλιο, όπου όλοι είναι ένα και ίσοι εν Χριστώ, όλοι πρέπει να λογοδοτούν σε αυτόν για τις πράξεις τους και όλοι έχουν πρόσβαση στην αγάπη και τη συγχώρεσή του, όχι ως μέλη συγκεκριμένων κοινωνικών ή εθνοτικών ομάδων, αλλά ως πρόσωπα που δημιουργήθηκαν και γεννήθηκαν ίσα κατ εικόνα και ομοίωση του Θεού (Γέν. 1, 26).
Επομένως, καταδικάζουμε ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε κάθε διδασκαλία που αποδίδει θεϊκή προέλευση ή εξουσία, ιδιαίτερη ιερότητα ή καθαρότητα σε οποιαδήποτε μεμονωμένη τοπική, εθνική ή εθνοτική ταυτότητα ή χαρακτηρίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο πολιτισμό ως ιδιαίτερο ή θεόθεν προορισμένο, είτε πρόκειται για τον ελληνικό, ρουμανικό, ρωσικό, ουκρανικό ή οποιοδήποτε άλλο πολιτισμό.
4. «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τόν πλησίον σου καί μισήσεις τόν εχθρόν σου. Εγώ δέ λέγω υμίν, αγαπάτε τούς εχθρούς υμών, ευλογείτε τούς καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς καί προσεύχεσθε υπέρ τών επηρεαζόντων υμάς καί διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί τού πατρός υμών τού εν ουρανοίς, ότι τόν ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς καί αγαθούς καί βρέχει επί δικαίους καί αδίκους» (Ματθ. 5, 43-45).
Ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου μας, πρεσβεύουμε ότι, όπως δηλώνει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, «όποιος δεν αγαπάει τους εχθρούς, σ αυτόν δεν κατοικεί η χάρη του Θεού» και ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ειρήνη αν δεν αγαπήσουμε τους εχθρούς μας. Ως εκ τούτου, η διεξαγωγή του πολέμου αποτελεί την έσχατη απόδειξη αποτυχίας του νόμου της αγάπης του Χριστού.
Επομένως, καταδικάζουμε ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε κάθε διδασκαλία που ενθαρρύνει τη διαίρεση, τη δυσπιστία, το μίσος και τη βία μεταξύ των λαών, των θρησκειών, των ομολογιών, των εθνών ή των κρατών. Καταδικάζουμε, περαιτέρω, ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε κάθε διδασκαλία που δαιμονοποιεί ή ενθαρρύνει τη δαιμονοποίηση εκείνων που ένα κράτος ή μια κοινωνία θεωρεί «άλλους», συμπεριλαμβανομένων των ξένων, των πολιτικών και θρησκευτικών διαφωνούντων, όπως και άλλων κοινωνικών μειονοτήτων που έχουν στιγματιστεί. Απορρίπτουμε κάθε μανιχαϊστική και γνωστική διαίρεση που θα εξύψωνε έναν ιερό ορθόδοξο ανατολικό πολιτισμό και τους ορθόδοξους λαούς του, πάνω από μια ταπεινωμένη και ανήθικη «Δύση». Είναι ιδιαίτερα προσβλητικό να καταδικάζουμε άλλα έθνη μέσω ειδικών λειτουργικών αιτήσεων της Εκκλησίας, εξυψώνοντας τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους πολιτισμούς της ως πνευματικά εξαγιασμένους σε σύγκριση με τους σαρκικούς, κοσμικούς «ετεροδόξους».
5. «Πορευθέντες δέ μάθετε τί εστιν έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13· πρβλ. Ωσηέ 6, 6 και Ησ. 1, 11-17).
Πρεσβεύουμε ότι ο Χριστός μας καλεί να εξασκήσουμε ως πρόσωπα και ως κοινότητες φιλανθρωπία στους φτωχούς, τους πεινασμένους, τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους ασθενείς και τους πάσχοντες και να αναζητήσουμε δικαιοσύνη για τους κατατρεγμένους, τους αναξιοπαθούντες και τους άπορους. Αν αρνηθούμε το κάλεσμα του πλησίον μας, πραγματικά, εάν αντ αυτού χτυπάμε και ληστεύουμε, αφήνοντας τον πλησίον μας αιμόφυρτο και ετοιμοθάνατο στην άκρη του δρόμου (Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, Λουκ. 10, 25-37), τότε δεν συστοιχούμαστε προς την αγάπη του Χριστού καθοδόν προς τη Βασιλεία του Θεού, αλλά έχουμε καταστεί εχθροί του Χριστού και της Εκκλησίας του. Καλούμαστε όχι απλώς να προσευχόμαστε υπέρ της ειρήνης, αλλά να σηκώσουμε το ανάστημά μας ενεργά και προφητικά καταδικάζοντας την αδικία, επιδιώκοντας την ειρήνη ακόμα και με τίμημα την ίδια μας τη ζωή. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5, 9). Η εκ μέρους μας προσφορά της θυσίας της Λειτουργίας και της προσευχής, ενώ την ίδια στιγμή αρνούμαστε να ενεργήσουμε θυσιαστικά, συνιστά θυσία καταδίκης σε αντίθεση προς ό,τι προσφέρεται εν Χριστώ (Ματθ. 5, 22-26 και Α΄ Κορ. 11, 27-32).
Καταδικάζουμε, λοιπόν, ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε την προώθηση της πνευματικής «απάθειας» (quietism) μεταξύ των πιστών και των κληρικών της Εκκλησίας, από τον Πατριάρχη μέχρι τον πιο απλό λαϊκό. Επιπλήττουμε εκείνους που προσεύχονται υπέρ της ειρήνης, ενώ στην πράξη αποτυγχάνουν να εργαστούν υπέρ της ειρήνης, είτε από φόβο είτε από έλλειψη πίστης.
6. «Εάν υμείς μείνητε εν τώ λόγω τώ εμώ, αληθώς μαθηταί μού εστε, καί γνώσεσθε τήν αλήθειαν, καί η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8, 31-32).
Πρεσβεύουμε ότι ο Ιησούς καλεί τους μαθητές του όχι μόνο να μάθουν την αλήθεια, αλλά και να διακηρύξουν την αλήθεια: «έστω δέ ο λόγος υμών ναί ναί, ού ού· τό δέ περισσόν τούτων εκ τού πονηρού εστιν» (Ματθ. 5, 37). Μια πλήρους κλίμακας εισβολή σε μια γειτονική χώρα από τη δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο δεν είναι απλώς μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», «γεγονότα» ή «σύγκρουση» ή οποιοσδήποτε άλλος κατ ευφημισμόν χαρακτηρισμός που επιλέγεται προκειμένου να αρνηθεί κανείς την ίδια την πραγματικότητα. Πρόκειται, πολύ περισσότερο, για μια πλήρους κλίμακας στρατιωτική εισβολή που έχει ήδη οδηγήσει σε πολλούς θανάτους άμαχων πολιτών και στρατιωτών, τη βίαιη διακοπή της ζωής περισσότερων από σαράντα τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων και τον εκτοπισμό και την εξορία άνω των δύο εκατομμυρίων ανθρώπων (σύμφωνα με τα στοιχεία της 13ης Μαρτίου 2022). Η αλήθεια αυτή θα πρέπει να ειπωθεί ανοικτά, όσο οδυνηρή κι αν είναι.
Επομένως, καταδικάζουμε ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε οποιαδήποτε διδασκαλία ή ενέργεια που αρνείται να πει την αλήθεια ή καταπνίγει ενεργά την αλήθεια για τα δεινά που διαπράττονται κατά του Ευαγγελίου του Χριστού στην Ουκρανία. Καταδικάζουμε απόλυτα κάθε συζήτηση περί «αδελφοκτόνου πολέμου», «επανάληψης της αμαρτίας του Κάιν, που σκότωσε τον ίδιο του τον αδελφό από φθόνο», εάν η συζήτηση αυτή δεν αναγνωρίζει ρητά τη δολοφονική πρόθεση και την υπαιτιότητα της μιας πλευράς έναντι της άλλης (Αποκ. 3, 15-16).
Δηλώνουμε ότι οι αλήθειες που πρεσβεύουμε και τα σφάλματα που καταδικάζουμε και απορρίπτουμε παραπάνω ως μη ορθόδοξα, θεμελιώνονται στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και στην Ιερά Παράδοση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Καλούμε λοιπόν, όλους όσους αποδέχονται αυτή τη διακήρυξη να λάβουν υπ όψιν τους αυτές τις θεολογικές αρχές κατά τη λήψη των αποφάσεών τους στην εκκλησιαστική πολιτική. Παρακαλούμε επίσης όλους όσους αφορά αυτή η διακήρυξη να επιστρέψουν στην «ενότητα τού Πνεύματος εν τώ συνδέσμω τής ειρήνης» (Εφ. 4, 3).
13 Μαρτίου 2022, Κυριακή της Ορθοδοξίας
Εάν θέλετε να υπογράψετε και να στηρίξετε αυτή τη Διακήρυξη, ακολουθήστε τον σύνδεσμο https://forms.gle/uCBo8YVhTupjafoA6 και προσθέστε το όνομά σας.
Η λίστα των υπογραφών ενημερώνεται άμεσα εδώ: https://bit.ly/3MOq0Le
Τουλάχιστον μια φορά την ημέρα θα ενημερώνονται οι υπογραφές και στο πλήρες κείμενο της Διακήρυξης.