Ι.Μ. ΧΙΟΥ: Με ιδιαίτερη ευλάβεια και κατάνυξη η ακριτική και ιστορική Ιερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρών και Οινουσσών εόρτασε την ‘’Μητρόπολιν των Εορτών’’, την κατά σάρκα γέννησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Η Θεία Λειτουργία ετελέσθη στους Ενοριακούς Ιερούς Ναούς της Χίου, των Ψαρών και των Οινουσσών και τα Μοναστήρια μας με την προσέλευση των πιστών και την τήρηση των ορισθέντων μέτρων.
Ο Ποιμενάρχης εμερίμνησε για την δυνατότητα προσελεύσεως του μεγίστου προβλεπομένου αριθμού πιστών, γι’ αυτό και ο ίδιος ελειτούργησε μόνος με τον Αρχιδιάκονό του, ώστε να τελεσθεί μία επί πλέον Θεία Λειτουργία και να εξυπηρετηθούν λατρευτικώς περισσότεροι πιστοί.
Δύο Θείες Λειτουργίες ετελέσθησαν στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Χίου (50 πιστοί εκάστη), στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Βροντάδου (50 πιστοί εκάστη), κάι στον Ιερό Ναό Αγίου Μάρκου Βροντάδου (25 πιστοί εκάστη, εκ των οποίων η πρώτη Αρχιερατική).
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκος ελειτούργησε στον Ιερό Ναό Αγίου Μάρκου Βροντάδου μετά του Ιερολ. Αρχιδιακόνου κ. Αποστόλου Λάρδα, και με την παρουσία στο Ιερό
Αναλόγιο και στο Ιερό Βήμα παιδιών της Κατασκηνώσεως της Ιεράς Μητροπόλεως ‘’ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ’’.
Ο Σεβασμιώτατος Χίου συγκεκριμένα ετέλεσε την Ακολουθία του Μεσονυκτικού, του Όρθρου και της Θ. Λειτουργίας, έψαλε το Κοντάκιον ‘’ Η παρθένος σήμερον’’ από την κριτική έκδοση SANCTI ROMANI MELODI CANTICA – CANTICA GENUΙNA των P. Maaς και C.A. Trypanis – OXFORD 1963 και ανέγνωσε την Ποιμαντορική του Εγκύκλιο η οποία διαλαμβάνει τα εξής: «’’Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον· ουρανόν το σπήλαιον,
θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός’’ (Ειρμός Θ΄ ωδής α΄κανόνος Χριστουγέννων).
Το προοίμιο του θαυμάσιου αυτού ειρμού από την υμνολογία των Χριστουγέννων ερανίζεται από την ομιλία του ιερού Χρυσοστόμου στην Γέννηση του Κυρίου: «Μυστήριο παράξενο και παράδοξο βλέπω. Ποιμένες αντηχούν στ’ αυτιά μου, δεν παίζουν όμως κάποιον έρημο σκοπό, αλλά ψάλλουν ουράνιον ύμνο. Άγγελοι άδουν, Αρχάγγελοι μέλπουν, υμνούν τα Χερουβίμ, δοξολογούν τα Σεραφίμ, όλοι εορτάζουν βλέποντας τον Θεό στην γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς».
Η υμνολογία των Εορτών επανέρχεται διεξοδικά στον μυστηριακό χαρακτήρα της θείας Σαρκώσεως: «Παράδοξον μυστήριον οικονομείται σήμερον· καινοτομούνται φύσεις, και Θεός άνθρωπος γίνεται· όπερ ην
μεμένηκε, και ο ουκ ην προσέλαβεν». «Το απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον τοις επί γης πεφανέρωται· Θεός εν ασυγχύτω ενώσει σαρκούμενος». «Θαύμα παράδοξον οράται σήμερον!»
«Νικάται γαρ φύσις, νικάται και τάξεως όρος, όπου Θεός βούλεται. Ου γαρ κατά φύσιν γέγονε το πράγμα, αλλ’ υπέρ φύσιν το θαύμα». Σίγησε εδώ η φύση και «ενήργησε του Δεσπότου το βούλημα» μας εξηγεί ο
χρυσορρήμων Άγιος. Ο προ αιώνων Μονογενής, ο αναφής και ασώματος, ο υπερούσιος και αχώρητος, που έκανε θρόνο Του την άχραντη κοιλία της Θεοτόκου, αναπαύεται αρτιγέννητος στην αγκαλιά Της. «Ο Παλαιός των Ημερών γίνεται παιδίον, ο διασπών τα δεσμά της αμαρτίας τυλίγεται σε σπάργανα – επειδή τούτο είναι το θέλημά Του: θέλει να μεταβάλλει την ατιμία σε τιμή, να ενδύσει με δόξα την αδοξία, να φανερώσει μέσα στην πτωτική μας κατάσταση την διάσταση της αρετής».
Εξ ού καί ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς σημειώνει: «Σήμερα βλέπω ομοτιμία ουρανού καί γής. Ό,τι καί άν είναι ο ουρανός τών ουρανών, όποιος καί άν είναι ο υπερκόσμιος εκείνος τόπος καί η ουράνια τάξη, δέν έχει
τίποτε πιό θαυμάσιο, τίποτε τιμιότερο από τό σπήλαιο, τή φάτνη καί τά βρεφικά σπάργανα τού Χριστού. Μεταξύ όλων όσων έγιναν εξ αρχής από τόν Θεό, τίποτε δέν είναι πολυτιμότερο ή θειότερο από τήν Γέννηση τού Χριστού». Κατά τή διατύπωση τού Αγίου Ιωάννη τού Δαμασκηνού, «σωματούται ο ασώματος καί άρχεται ο άναρχος καί χωρείται ο αχώρητος», «ψηλαφάται ο αψηλάφητος καί κρατείται ο ανέπαφος καί
βαστάζεται ο βαστάζων τά πάντα».
Τό μυστήριο τής Ενανθρωπήσεως τού Θεού μάς «επανάγει εις τό βάθος» (Λουκ. 5, 4) τής αλήθειας τών πραγμάτων. Βιώνεται από τήν Εκκλησία μας ως «μυστήριον υψηλόν τε καί θείον», ως εσώτατο μυστήριο
όλης της Δημιουργίας. Ο Θεός Λόγος εκπληρώνει τό μυστήριο καί η φύση διακονεί τήν πραγμάτωσή του. Δέν επιβάλλεται ο Θεός στήν φυσική τάξη, αλλά επαναφέρει δημιουργικά στό προσκήνιο τό εσώτερο μεγαλείο
της: τήν ασύγχυτη καί αδιαίρετη κοινωνία τών πάντων, τής κτιστής καί ακτίστου φύσεως. Αυτό τό θείο μυστήριο, πού είναι συγχρόνως μυστήριο καί τής κτίσεως καί τού ανθρώπου καί τών σχέσεων τών ανθρώπων μεταξύ τους, όπως καί ευχαριστιακό μυστήριο στήν ζωή τής Εκκλησίας, ενυπήρχε στήν Δημιουργία καί τήν Ιστορία ως προεικόνιση καί δυνατότητα. «Ο μονογενής Υιός ο ών εις τόν κόλπον τού Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18). Ο Χριστός, μέ τήν ένσαρκη παρουσία Του μάς φανερώνει τό αρχέτυπο κάθε πραγματικότητος, τήν θεϊκή της καταγωγή, τό «τριαδικόν τής ημετέρας γνώσεως».
Τό μυστήριο τής Ενσαρκώσεως τελεσιουργείται κατά τρόπον κατ εξοχήν απρόσιτο καί ακατανόητο γιά τούς κοσμικούς ανθρώπους: μωρία καί σκάνδαλο, μήνυμα αλλόκοτο καί πρωτάκουστο γιά τήν λογική τού
κόσμου. Ο Χριστός έρχεται στόν κόσμο μέ άκρα απλότητα καί πτωχική ταπείνωση, ανέστιος καί πένης ως πάντων έσχατος, ως ξένος καί άοικος. Η Ιουδαία, όπου ήταν τόσο «γνωστός ο Θεός» (Ψαλμ. 75, 2), ούτε κάν
ενδιαφέρεται εάν «ο Λόγος σάρξ εγένετο» (Ιω. 1, 14). Η Ιερουσαλήμ, η «πόλις τού Θεού», ταράζεται μαζί μέ τόν Ηρώδη. Οι σοφοί διδάσκαλοι τού Νόμου, πού υποτίθεται ότι ήταν πιό κοντά στόν Θεό, απαντούν στό
ερώτημά του «πού ο Χριστός γεννάται» (Ματθ. 2, 4), όμως δέν κρίνουν απαραίτητο νά ασχοληθούν περισσότερο. Μόνη η άσημη Βηθλεέμ περιλάμπει μέσα στό σκότος τής ανθρώπινης λήθης. «Εδέμ προσφέρει
σπήλαιον καί αστήρ μηνύει Χριστόν, τόν Ήλιον τοίς εν σκότει»: τό «Φώς τό αληθινόν», τό οποίο καταυγάζει μυστικά τόν πυρήνα κάθε υπάρξεως καί τήν αλήθεια κάθε αγαθού.
Η γλώσσα τής Εκκλησίας δέν ωραιοποιεί, ούτε αποκρύπτει τά δεινά, βιώνει όμως αενάως παρούσα τήν Χάρη τού γεννημένου Σωτήρα μας καί πορεύεται μέσα στό πλήθος τών κινδύνων πρός τήν γαλήνη τού λιμένα τής Θείας Πρόνοιας. Ακόμη καί μέσα σέ απρόσωπες στυγνές δυνάμεις, πού πλήττουν τήν ανθρωπότητα κατά καιρούς συνεχών δοκιμασιών, ο Θεός δέν μάς εγκαταλείπει ποτέ. Η Γέννηση τού Χριστού σημαίνει καί τήν αναγέννηση τού ανθρώπου εν Θεώ, τήν αυγή τού απροσίτου Φωτός στόν κόσμο τών εσκοτισμένων. Σειρά μας νά φωτίσουμε κι εμείς τήν ψυχή μας μέ τό Φώς Του. Νά κοινωνήσουμε τήν χαρά τής λυτρώσεως, νά βιώσουμε τήν ελπίδα τής Ζωής. Νά οδεύσουμε νοερά στήν Βηθλεέμ. Νά ψηλαφήσουμε ψυχικά τό μέγα μυστήριο τής θείας συγκαταβάσεως. Νά ενωτισθούμε τό ευφρόσυνο μήνυμα ότι «ετέχθη ημίν σήμερον Σωτήρ» (Λουκ. 2, 11).
Ο Άγιος πατέρας μας, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μάς προσκαλεί στήν Εορτή μέ αυτά τά λόγια: «Πράγματι, είναι παράξενος ο τρόπος τής εορτής, επειδή είναι παράδοξη καί η διήγηση τής Γεννήσεως. Γιατί σήμερα
λύθηκαν τά χρόνια δεσμά. Ο διάβολος καταισχύνθηκε, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή, ο θάνατος καταργήθηκε, ο Παράδεισος ανοίχτηκε. Εξαφανίστηκε η κατάρα, διώχθηκε η αμαρτία, απομακρύνθηκε η πλάνη καί η αλήθεια επανήλθε. Παντού σπάρθηκε καί διαδόθηκε ο λόγος τής ευσεβείας. Ουράνιος τρόπος ζωής φυτεύτηκε στήν γή. Άγγελοι συναναστρέφονται τούς ανθρώπους καί άνθρωποι συνομιλούν μέ αγγέλους. Όλα έγιναν ένα. Γιατί; Επειδή ο Θεός ήλθε στήν γή καί ο άνθρωπος ανέβηκε στόν ουρανό».
Πρό τής απολύσεως ευχήθηκε γιά τόν Ιερό Κλήρο καί τόν πιστό λαό, γιά τίς Ένοπλες Δυνάμεις, κυρίως τούς στρατιώτες τής Νησίδος τής Παναγιάς, τήν νεολαία, τούς ασθενείς, τούς ιατρούς καί νοσηλευτές, τήν
εκπαιδευτική κοινότητα, τόν πληττόμενο εμπορικό κόσμο καί ιδιαιτέρως, μέ εμφανή συγκίνηση, τούς Ναυτικούς μας, οι οποίοι ως άστρα συνθέτουν τό λαμπρό αστέρι τής πρυτανεύουσας ανά τήν Οικουμένη Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ευλογημένες στιγμές σέ δυσχερείς καταστάσεις μέ τήν ευχή τού χρόνου νά είναι γεμάτοι από πιστούς οι Ιεροί Ναοί μας καί γεμάτη απτόν Χριστό η φάτνη τής καρδιάς μας.