«Δεν θα έπρεπε το θεικόν αυτό ένδυμα της ταπεινοφροσύνης να το φέρωμε όλοι μας εις την ύπαρξίν μας διά να πραγματοποιηθή η ένωσις και προσέγγισις επιγείων και επουρανίων;» αναφέρει μεταξύ άλλων στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ
Αναλυτικά το μήνυμα:
Προς
Τον Ιερόν Κλήρον και
τον Χριστώνυμον Λαόν
της καθ΄ημάς Ιεράς Μητροπόλεως
Κυθήρων και Αντικυθήρων
«Ποιμένες το θαύμα ανακηρύττουσι˙
Μάγοι εξ ανατολών, εν Βηθλεέμ δώρα προσάγουσιν˙
ημείς δε τον αίνον αναξίοις χείλεσιν,
αγγελικώς αυτώ προσάγομεν˙
δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη …»
(Εόρτιον ιδιόμελον Χριστουγέννων)
Αγαπητοί μου Αδελφοί και Συλλειτουργοί,
Αδελφοί μου Χριστιανοί, Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά,
Η Αγία και μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων σήμερα και η παρούσα Κυριακή είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη εις το μεγάλο κοσμοσωτήριο και κοσμοχαρμόσυνο γεγονός της Θείας Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Κατά το Τυπικό της Αγίας μας Εκκλησίας δεν ψάλλουμε κανένα από τα Αναστάσιμα τροπάρια και ύμνους, όπως γίνεται κάθε Κυριακή, παρά μόνον όλους τους ιερούς Χριστουγεννιάτικους ύμνους και τα ιερά Χριστουγεννιάτικα Αναγνώσματα.
Από τους ιερούς Ευαγγελιστάς Ματθαίον και Λουκάν, που αναφέρονται εις το πανίερο και πανύμνητο γεγονός της υπερθαύμαστης Θείας Ενανθρωπήσεως του Θείου Λυτρωτού μας, θα ακούσωμε τις θείες Αγγελικές μελωδίες και τα ευλαβικά λόγια των απλοικών ποιμένων της Βηθλεέμ, κατά την άγια και πάμφωτη Χριστουγεννιάτικη Νύκτα, οπότε «ο ουρανός και η γη ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού»˙ «σπήλαιον και φάτνη υπεδέξαντο αυτόν˙ ποιμένες το θαύμα ανακηρύττουσι˙ Μάγοι εξ ανατολών, εν Βηθλεέμ δώρα προσάγουσιν˙ ημείς δε τον αίνον αναξίοις χείλεσιν, αγγελικώς αυτώ προσάγομεν˙ δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη…».
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σχολιάζοντας τις φράσεις του Ευαγγελιστού Λουκά˙ «και έτεκε (η Θεοτόκος Μαρία) τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» λέγει τα εξής˙ (τα αποδίδουμε εις την απλήν γλώσσαν): «Πρωτότοκον υιόν εδώ εννοεί όχι τον πρώτο ανάμεσα εις τα αδέλφια, αλλά αυτόν που είναι και πρώτος και μοναδικός. Γιατί υπάρχει και τέτοιο είδος στις έννοιες του πρωτοτόκου. Και διότι η Αγία Γραφή αποκαλεί και ενίοτε πρώτον τον μόνον. Όπως το Εγώ είμαι Θεός πρώτος, και μετά από εμένα δεν υπάρχει άλλος».
Και ερμηνεύοντας ο άγιος Κύριλλος την φράσιν : «και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» παρατηρεί ότι ο ενανθρωπήσας Κύριος και Θεός μας, κατά την ένσαρκο Θεία Οικονομία Του διά την σωτηρία του κόσμου, επειδή «ευρήκε τον άνθρωπο εις την κατάστασι του κτήνους (από ηθικής και πνευματικής απόψεως), διά τούτο μέσα σε φάτνη αλόγων τοποθετήθηκε σαν κάποια τροφή, διά να επανέλθωμε και επανεύρωμε την σύνεσιν, η οποία πρέπει εις τον άνθρωπον, αφού αλλάξουμε την ζωή εκείνη, που ταιριάζει μόνον εις τα κτήνη. Και οι κτηνώδεις ως προς την ψυχήν, συνεχίζει ο άγιος Κύριλλος, με την προσέγγισιν της πνευματικής τραπέζης, της φάτνης, ας εύρωμε όχι πλέον χόρτον, αλλά άρτον τον ερχόμενον από τον ουρανόν, το σώμα της αληθινής ζωής».
Εις την φάτνην των αλόγων ζώων κατεδέχθη να γεννηθή ο Θεάνθρωπος Κύριος και εις τους απλοικούς βοσκούς της Βηθλεέμ ευαγγελίσθηκε ο άγγελος Κυρίου το κοσμοχαρμόσυνο μήνυμα της Θείας Γεννήσεώς Του. Και ερωτά ρητορικά ένας εκκλησιαστικός ερμηνευτής : «Διατί ο άγγελος δεν επήγε εις τα Ιεροσόλυμα, δεν ανεζήτησε τους γραμματείς και τους φαρισαίους, δεν εισήλθε εις την συναγωγή των Ιουδαίων, αλλά ευρήκε ποιμένες – βοσκούς, οι οποίοι διέμειναν εις τους αγρούς των και εφύλασσαν το ποίμνιόν των, παραμένοντες με την σειράν των άγρυπνοι ωρισμένες ώρες την νύκτα, και εις εκείνους μετέφερε το ευαγγέλιο της χαράς, την χαρμόσυνη είδησι της Γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού; Και ο ίδιος απαντά: Διότι εκείνοι μεν (οι γραμματείς και Φαρισαίοι) ήσαν διεφθαρμένοι και επρόκειτο να τους διαπεράση το πριόνι του φθόνου, ενώ (οι ποιμένες) ήσαν άπλαστοι, άκακοι, επιδιώκοντες με ιερό ζήλο την πολιτεία των Πατριαρχών και αυτού του Μωϋσέως. Γιατί και αυτοί ήσαν ποιμένες».
Δεν ήσαν σοφοί, ούτε διακεκριμένοι με οποιοδήποτε τρόπο, αλλ’ ούτε και άνθρωποι επιρροής ήσαν οι ποιμένες αυτοί, παρατηρεί κάποιος σύγχρονος ερμηνευτικός σχολιαστής. Εξελέγησαν μάλλον διά την πτωχείαν των και την αφάνειάν των.
Ο Παντοδύναμος Θεός επιβλέπει με ιδιαίτερη εύνοια εις τους ταπεινούς και ασήμους. Ο άγγελος εμφανίσθηκε εις τους ποιμένας, ωσάν να θέλη να δείξη ότι ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου, αυτούς οι οποίοι με καρτερία και ελπίδα προς αυτόν υπομένουν την πτωχείαν των, εξέλεξε ως κληρονόμους της Βασιλείας του και δι’ αυτό και τώρα τιμά αυτούς. Αλλά προ παντός κατέστη ήδη φανερόν, ότι ο Θεός δεν προσβλέπει μεροληπτικώς εις πρόσωπα.
Όσον αφορά δε εις την ερμηνείαν της φράσεως «και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν», ο μεν εκκλησιαστικός ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός λέγει : «Δόξαν Κυρίου νυν θείον φως νόησον», ο δε άγιος Αθανάσιος Πατριάρχης Αλεξανδρείας τονίζει ότι ˙ «έστιν ο φόβος εκείνων (των ποιμένων) ου κατά δειλίαν ψυχής, αλλά κατ’ επίγνωσιν της των κρειττόνων παρουσίας».
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας παρατηρεί ότι : «Πρέπει να εννοήσωμε ότι αρχάγγελος ήτο εκείνος ο οποίος ευηγγελίσθη εις τους ποιμένας την (λυτρωτικήν) χαράν, αφού κατήλθε μαζί με την υπ’ αυτόν στρατιάν διά να κομίση τα ευαγγέλια χαράς της σωτηρίας των ανθρώπων. Και τούτο παρότι προηγουμένως μονώτατος διελέγετο με αυτούς, αφού δεν υπέπιπτε εις την αντίληψίν των η υπ’ αυτόν στρατιά διά το αόρατον της φύσεως».
Οι άγιοι Άγγελοι αινούν τον Κύριον διά τα έργα αυτού, κατά τον Προφητάνακτα Δαυΐδ (ψαλμ. ρμη’ 2 και εξής), δοξολογούν δε «την μίαν θεότητα διά την οικονομηθείσαν σωτηρίαν», κατά τον ερμηνευτήν Ζιγαβηνόν.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Θείος Λυτρωτής μας Ιησούς Χριστός «αφού ήλθε (με την ενανθρώπησίν Του) εις το κατάλυμά μας και εύρε την ύπαρξίν μας γεμάτη ρύπους και ακαθαρσία, γυμνή, γεμάτη από αίματα, την έθρεψε, την ενέδυσε με ένδυμα, που δεν είναι δυνατόν να ευρεθή άλλο όμοιο. Ο ίδιος έγινε στολή της υπάρξεώς μας και όπως την προσέλαβε εις την σάρκα Του, έτσι την ωδήγησε εις την δόξαν. Δι’ αυτήν έχει ετοιμασθή η αιώνια κληρονομία» (Ε.Π.Ε. 5, 210). «Ο Χριστός, όπως έλαβε μορφή δούλου με την σάρκωσιν, διότι διαφορετικά δεν θα τον εδέχοντο οι άνθρωποι, έτσι προετοίμασε τα αυτιά των ανθρώπων διά το μυστήριο της σαρκώσεως με φωνήν δούλου (του Βαπτιστού Ιωάννου), διά να δυνηθούν πολλοί από τους Ιουδαίους να αποδεχθούν την αλήθεια» (Ε.Π.Ε. 12, 670).
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ασφαλώς η ταπεινοφροσύνη είναι το ένδυμα της Θεότητος, προκειμένου να ενωθή ο Θεός με τον άνθρωπον, με το ιερό Μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως. Και αναμφιβόλως ο Πανάγιος Θεός επέλεξε τους απλοικούς και ταπεινούς ποιμένας – βοσκούς διά να ευαγγελισθή διά του Αγγέλου Του εις την ανθρωπότητα και τον κόσμον όλον «χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ˙ ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος έστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυΐδ». Δεν θα έπρεπε το θεικόν αυτό ένδυμα της ταπεινοφροσύνης να το φέρωμε όλοι μας εις την ύπαρξίν μας διά να πραγματοποιηθή η ένωσις και προσέγγισις επιγείων και επουρανίων;
Αφού ο Κύριος και Θεός ημών «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», ας αγαπήσωμε την υψοποιόν ταπείνωσιν, το ταπεινό φρόνημα και γενικώτερα την απλή ταπεινή ζωή, χωρίς αυτό να υποδηλώνη τον ταπεινωμένο από το περιβάλλον του και την αμαρτία άνθρωπο.
Ευχόμενος δε από καρδίας ευλογημένο, ειρηνικό το άγιο Δωδεκαήμερο και πάσαν παρά Κυρίου επίσκεψιν και ευλογίαν εν χάριτι και οικτιρμοίς, την παροχήν των θείων δωρημάτων εις όλους σας, και ιδιαιτέρως εις τους εγγύς και μακράν ταξιδεύοντας προσφιλείς μας ναυτικούς, αλλά και εις την δοκιμαζομένην μαθητιώσα, σπουδάζουσα, εργαζομένη και στρατευομένη νεολαία της πατρίδος μας, διατελώ,
Μεθ’ εορτίων ευχών και αληθώς εν Χριστώ αγάπης και τιμής
Ο Μητροπολίτης
†Ο Κυθήρων Σεραφείμ