Τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών κ. Μάρκου
«Ημείς διά τόν Σταυρόν ανδρείως υπερμαχόμεθα» (Ανδρέας Κάλβος)
Ι.Μ.ΧΙΟΥ: Ευλογημένη η Βασιλεία τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, τής μιάς Αγίας, Ομοουσίου καί Αδιαιρέτου Τριάδος, διότι μάς εχάρισε καί τό σωτήριον έτος 2021.
Καί δοξάζομεν τού Πατρός καί τού Υιού τήν δύναμιν καί Πνεύματος Αγίου υμνούμεν τήν εξουσίαν, διότι κατά τό σωτήριον έτος 2021 εορτάζομεν τήν επέτειον τών διακοσίων ετών από τής ενάρξεως τού ιερού αγώνος τής εθνικής παλιγγενεσίας τήν 25ην Μαρτίου 1821, ο οποίος έγινε «γιά τού Χριστού τήν Πίστιν τήν Αγίαν καί τής Πατρίδος τήν Ελευθερίαν» ( Γεώργιος Κλεάνθης ο Σάμιος).
Αξία μεγάλου εορτασμού γιά κάθε άνθρωπο, ιδίως γιά κάθε Χριστιανό η αναγγελθείσα τήν ημέρα τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου σωτηρία τού ανθρωπίνου γένους από τήν αμαρτία καί τόν πνευματικό θάνατο, διά τής ενανθρωπήσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού καί τού καθόλου μυστηρίου τής θείας Οικονομίας.
Αλλά καί αξία μεγάλου πανηγυρισμού γιά κάθε ελεύθερο Έλληνα η απαρχή τής απελευθερώσεως τού Ελληνικού Γένους από τού μακραίωνος ζυγού, όμοιον τού οποίου δέν αναφέρει η Ιστορία, καί η αποκατάσταση τής ελευθερίας, η οποία υπήρξεν πάντοτε τό ανώτερον εθνικόν ιδεώδες, καί γιά τήν οποία διετυπώθη τό σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Χριστιανοί μου, Έλληνες!
Ο Έλληνας, τό θαύμα αυτό τής ανθρωπίνης ιστορίας, από τά πρώτα ίχνη τής εμφανίσεώς του σέ αυτήν, παρουσιάζει μοναδικόν σύμπλεγμα πνευματικής, ψυχικής, ηθικής, αισθητικής καί τεχνικής ακόμη συνθέσεως, μέ περιοδικές ιστορικές μεγαλουργίες, από τίς οποίες όμως ως Έθνος, γιά τά αναμφισβήτητα ελαττώματα τής φυλής, κατά καιρούς εκπίπτει μέχρι ταπεινώσεως καί υποδουλώσεως του σέ λαούς υποδεεστέρας πνευματικής υποστάσεως καί παραμένει στήν ταπείνωση τής δουλείας μέχρι τήν αναγέννηση καί ανανέωση τών δυνάμεων τών θείων δώρων τής φυλής, μέ τά οποία, μέ πραγματικές θυσίες τών αγνών αιμάτων γνωστών καί αγνώστων ηρώων, αποκαθίσταται, όπως κατά τήν Επανάσταση τού 1821, στήν ανθρώπινη ευδαιμονία τής αληθινής ελευθερίας, η οποία συνιστά καί τήν ανωτέρα βαθμίδα τού αληθινού πολιτισμού.
Τό Έθνος, αφού αποκατεστάθη στήν ελεύθερη ζωή, συνεκέντρωσε όλες του τίς δυνάμεις γιά τήν στερέωση καί επικράτηση τής ελευθερίας, ευχαρίστησε ειλικρινώς τόν Θεόν γιά τήν επιτευχθείσα εθνική ανάσταση καί εξεδήλωσε τήν ευγνωμοσύνη του μέ τήν ανέγερση λαμπρού Καθεδρικού Ναού τής Ευαγγελιστρίας στήν Αθήνα καί χιλιάδων περικαλλών Ιερών Ναών ανά τήν επικράτεια, αναγνωρίζοντας ως κύριο παράγοντα τού Εικοσιένα τήν ιερή κιβωτό, πού διεφύλαξε αλώβητη καί γονιμοποιό τήν υψηλή καί αείζωο παράδοση τής φυλής, μέσα στόν εθνικό κατακλυσμό, δηλαδή τήν μητέρα, τροφό καί φρουρό του Ορθόδοξη Εκκλησία.
Διότι, όταν ο Πορθητής ενεχείριζε στόν πρώτο μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχη τήν αργυρή ποιμαντορική ράβδο, συνεκρότει ακουσίως εκ νέου τήν ενότητα τού Ελληνισμού, πού είχε υποτάξει. Τήν συνεκρότει, κάτω από τό ιερό σκήπτρο τής Εκκλησίας καί ανεγνώριζε εμπράκτως τήν υπεροχή της.
Αυτοκράτορα τών Ελλήνων, αιχμάλωτο στά χέρια τού Σουλτάνου, χαρακτηρίζει ο Μένδελσων Βαρθόλδυ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός, ο αιχμάλωτος αυτοκράτορας καί τό επιτελείο του, τό ανώτερο ιερατείο, πού τόν περιστοιχίζει καί οι πνευματικοί του Μέραρχοι, οι Μητροπολίτες, καί οι αξιωματικοί καί οι στρατιώτές του, οι Ιερείς στίς πόλεις καί στά χωριά, όλο τό απέραντο στράτευμά του εργαζόνταν από τήν επομένη ημέρα τής αλώσεως γιά τήν απολύτρωση τού Γένους. Γιά πρώτη φορά στήν Ιστορία τών λαών εμφανίζεται μέ τήν Ορθόδοξη Εκκλησία τό φαινόμενο νά κρατεί ψηλά τήν λαμπάδα τής προόδου τών φώτων. Εργάσθηκε μέ όλες τίς δυνάμεις της, γιά τήν εξάπλωση τής ελληνικής παιδείας, προσδοκώντας από αυτή τήν ανάσταση τού Έθνους. Καί όχι μόνον αυτό, αλλά καί, πολύ συχνά, ο ιερωμένος καί ο διδάσκαλος, ο εθνικός παιδαγωγός, είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο, όπως αργότερα, όταν έλθει η μεγάλη ημέρα τών θαυμάτων, ο ίδιος θά γίνει μάρτυρας καί ήρωας τού εθνικού αγώνος, σέ ολόκληρη φάλαγγα αιματωμένων ράσων, πού εκάησαν όλα στήν πελώρια πυρκαϊά τής εθνικής εξεγέρσεως. Καί είναι ακριβώς εδώ τό σημείο, πού πρέπει νά σαρωθούν οι άστοχες καί αντιεπιστημονικές γνώμες ότι τό Εικοσιένα έλαβε τήν έμπνευσή του από τήν Γαλλική Επανάσταση. Εκείνη η επανάσταση, κοινωνική πρωτίστως, είχε καί σαφέστατα αντικληρική απόχρωση.
«Καί πάλι ξαναμίλησε η Πατρίδα μου
κι έτρεμε η Άσπρη θάλασσα φλογάτη.
-Ακούστε! Ε γ ώ καβάλα δέν ανέβηκα
ποτέ μου στής Φραγκιάς τό άτι!
Είν η δική μου η Επανάσταση
Μέ τού παπά τήν Πίστη σφραγισμένη.
Μέ τού φτωχού λαού μου τήν απάρνηση.
Μέ τού κοτζάμπαση τό βιός αρματωμένη.
Κι οι τρείς μέ μιά ψυχή, μέ μιά καρδιά
στό αίμα τους μού δώσαν βαφτισμένη
τήν αγγελοπλασμένη Λευτεριά!
-Ανέμισε τό μπαiράκι, Ελλάδα μου,
κι η Ιστορία τό κράζει·
Η επανάσταση είναι γέννα σου
Είναι καί δέν αλλάζει!»
(Χλόη Αχαϊκού).
Αλλά τήν σημαία τού Εικοσιένα ύψωσαν καί εκράτησαν χέρια Επισκόπων.
Υποκλινόμεθα μέ ευλάβεια ενώπιον τών ένδεκα Πατριαρχών, τών εκατόν καί πλέον Μητροπολιτών καί τών έξι χιλιάδων Ιερέων καί Μοναχών, οι οποίοι επεσφράγισαν διά τού αίματός των τήν υπογεγραμμένη από τόν Θεό ελευθερία τής Ελλάδος.
Αυτή είναι η Εκκλησία μας. Μήτηρ καί τροφός, αιμοδότης καί ασπίδα, κιβωτός καί φρουρός τού Γένους καί τής φυλής. Ρίγος ιερό διαπερνά τό σώμα μας όταν μελετούμε τίς σελίδες τού 1821. Σελίδες, οι οποίες δέν θά είχαν γραφεί άν δέν ήταν η Εκκλησία μας, η Πίστη μας.
Πρό μιάς αντιθέτου γιά τήν Ελλάδα διεθνούς καταστάσεως μόνον ένα θαύμα μπορούσε νά αναστήσει τό δούλον Έθνος. Καί τό θαύμα αυτό τό έκανε η Εκκλησία μας. Αυτή άνοιξε τίς πτέρυγές της καί αγκάλιασε τούς Έλληνες. Αυτή προέταξε τά στήθη της στόν κατακτητή. Αυτή οργάνωσε μυστικά τόν αγώνα.
Κληρικός ήταν ο Ιερομάρτυς Άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ γιά τόν οποίο ο ιστορικός καί πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης είπε «Η ανεξαρτησία εγράφη τό 1821. Καί θέλετε νά σάς είπω ποίαν ημέραν; εγράφη κατά τήν ημέραν, καθ ήν ο μέγας Ποιμενάρχης τών Ορθοδόξων λαών εξερχόμενος από τά άγια τών αγίων εκρεμάσθη αγιάζων καί αγιαζόμενος καί τρώγων ακόμη τόν άγιον άρτον καί πίνων ακόμη τό αίμα τού Κυρίου. Εκείνην τήν ημέραν εγράφη τό δόγμα τής ανεξαρτησίας. Καί θέλετε νά σάς είπω πού εγράφη; εν ταίς καρδίαις σας. Καί διά ποίας ύλης εγράφη; Διά τού αίματος τού Γρηγορίου. Τοιαύτη γραφή, κύριοι, αδύνατον ποτέ νά εξαλειφθή» (3 Αυγούστου 1864).
Κληρικός ήταν ο Εθνεγέρτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο οποίος ευλόγησε καί ύψωσε τό λάβαρον τής Αγίας Λαύρας τήν 25η Μαρτίου 1821
«Καί πνεύμα θείο χύθηκε μέ μιάς εις τήν Αγία
Ψυχή τού ενδόξου Γερμανού, πού ατρόμητος απλώνει
τό ξακουστό τό Λάβαρο κι από τήν Εκκλησία
πρώτος προβαίνει αγωνιστής καί πρώτος ξεσπαθώνει»
γιατί
«στού Γερμανού τό μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει τού Γένους τό ξημέρωμα».
Κληρικός ήταν ο εκρηκτικός Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος – Παπαφλέσσας, ο οποίος αφού άναψε τήν φλόγα τής Επαναστάσεως στήν Πελοπόννησο, έχυσε καί τό αίμά του στό Μανιάκι, γιά νά γίνει ο τόπος εκείνος ιερός βωμός τής Ελλάδος.
Κληρικός ήταν καί ο μαρτυρικός Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, ο οποίος προσέφερε τήν ζωή του στήν πλαγιά του Καλλιδρόμου, γιά νά ανοίξει ο δρόμος πρός τήν Ελευθερία.
Κληρικός ήταν καί ο θρυλικός Αθανάσιος Διάκος, ο οποίος στήν γέφυρα τής Αλαμάνας πολεμώντας γιά τήν Πίστη του καί τήν Πατρίδα του έδωσε τήν θαρραλέα απάντηση
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας μουρτάτες νά χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω»
καί μετέτρεψε τό σουβλί τού μαρτυρίου του σέ πανύψηλο κοντάρι, στήν κορυφή τού οποίου κυματίζει η σημαία τών ιδανικών τού ελευθέρου κόσμου.
Κληρικός ήταν ο ηρωϊκός Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο οποίος ετέλεσε τήν τελευταία Θεία Λειτουργία πρό τής Εξόδου, εκοινώνησε τούς προμάχους καί ανετίναξε τόν Ανεμόμυλο τού Μεσολογγίου πού
«τό ράσο τού Δεσπότη του φορεί γιά σάβανό του
καί φλογερό μετέωρο πετά στόν ουρανό του
καί θάφτεται ολοζώντανο στό διάβα του τρομάζουν
τ αστέρια πού τό κοίταζαν καί ταπεινά μεριάζουν»
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Κληρικός ήταν ο Εθνομάρτυς Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, ο οποίος, αφού ενωτίσθηκε τόν λόγον τού Χριστού «ο ποιμήν ο καλός τήν ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ τών προβάτων»(Ιωάν. ι΄,11) οδηγήθηκε στό ικρίωμα τού μαρτυρίου καί κατοχύρωσε αιωνίως τήν Ορθόδοξη Χριστιανική καί Ελληνική Ταυτότητα τής μυροβόλου αγιοτόκου Χίου.
Κληρικός ήταν ο Αρχιδιάκονός του Μακάριος Γαρρής, ο οποίος στοιχούμενος στήν ευαγγελική επιταγή «όπου εγώ ειμί εκεί καί ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιωάν. ιβ΄, 26) ακολούθησε στήν αγχόνη τού μαρτυρίου τόν Επίσκοπό του, μέ τόν οποίο ήταν «συνηρμοσμένος ώσπερ χορδή κιθάρα».
Κληρικός ήταν ο Ιερομάρτυς Σταμάτιος Χαρτουλάρης, ο οποίος ανέμειξε τό αίμα του μέ τό αίμα τού Κυρίου ο ίδιος θύμα καί ιερείον.
Πιστός Χριστιανός ήταν ο ανδρείος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος πολεμούσε προσευχόμενος, διεβεβαίωνε ότι «ο Θεός έχει υπογράψει τήν ελευθερία τής Ελλάδος καί δέν παίρνει πίσω τήν υπογραφή του», καί αγωνιζόταν γιά νά «αναστήσουμε μιά πατρίδα πού κεφαλή θάχη τόν Χριστό».
Πιστός Χριστιανός ήταν ο τίμιος Κωνσταντίνος Κανάρης, ο οποίος πρίν καί μετά από τό κατόρθωμά του στό λιμάνι τής Χίου επήγε στήν Εκκλησία τών Ψαρών γιά νά δεηθεί καί νά ευχαριστήσει τόν Θεό
«Μές ταναμμένα κύματα
τόν είδε νά περάση
νά πεταχθή σάν άγγελος
στά ολόχαρα Ψαρά
καί σάν παιδάκι κλαίγοντας
στήν Εκκλησία νά φθάση
κεκεί τ΄ωραίο στεφάνι του
ναφήση προσφορά.
Άξιο ς εμάς παράδειγμα
αγνής ταπεινωσύνης
νά κλίνη ο μεγαλόδοξος
σεμνά τήν κεφαλή
γιά νά προσφέρη ασύγκριτο
σημείον ευγνωμοσύνης
στόν Ένα, πού τήν δύναμι
χαρίζει κι αφαιρεί»,
(Γεώργιος Μαρτινέλης),
καί αργότερα ανήγειρε στήν Αθήνα τόν Ιερό Ναό τών Αγίων Αποστόλων Κυψέλης.
Πιστός Χριστιανός ήταν ο ευλαβής Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος εχαρακτήριζε τήν Ορθοδοξία «πολύτιμον τζιβαϊρικόν», επίστευε ότι «είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μάς προστατεύει», καί «θρησκείαν δέν αλλάζομεν εμείς, ούτε τήν πουλούμεν», καί διεκήρυττε ότι «όταν μού πειράζουν τήν πατρίδα μου καί τήν θρησκείαν μου, θά μιλήσω, θά ενεργήσω κι ό,τι θέλουν άς μού κάνουν».
Πιστός Χριστιανός ήταν ο στραυραετός τής Ρούμελης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος αφιέρωνε τάμα ευλαβικό, αργυρόχρυση επένδυση τής εικόνος Παναγίας τής Προυσιώτισσας, μέ τά τρία παράσημά του, τά ασημένια αστέρια (1824) .
Πιστός Χριστιανός ήταν ο Ηγεμών τής Μάνης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο οποίος έγραφε στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μετά τόν θρίαμβο στά Δερβενάκια «Ιδού ο Θεός μεθ ημών ως επάταξεν έθνη πολλά καί απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Ο Παντοκράτωρ Θεός δέν μάς αφήνει εις τήν διάκρισιν τού εχθρού. Όχι, όχι βέβαια, αλλά είναι σύμμαχός μας κατά πάντα καθώς εμπράκτως πολλάκις τό είδομεν καί άμποτε εις τό εξής διά τής δυνάμεως τού τιμίου καί ζωοποιού Σταυρού καί τής ενεργείας καί γενναιότητος σας ναφανισθή ο εχθρός εξ ολοκλήρου».
Πιστός Χριστιανός ήταν ο Πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος έκανε τήν έναρξη τού ιερού αγώνος μέ τήν προτροπή «Μάχου υπερ Πίστεως καί Πατρίδος» διότι «είναι καιρός…νά κρημνίσωμεν από τά νέφη τήν ημισέληνον καί νά υψώσωμεν τό σημείον, δι ού πάντοτε νικώμεν! λέγω τόν Σταυρόν»(24 Φεβρουαρίου 1821).
Πιστός Χριστιανός ήταν ο γενναίος Οδυσσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος ομολογούσε ότι «μέ τήν βοήθεια τού Παντοδύναμου εκάμαμε ό,τι ο κόσμος δέν εκαρτέρηγε από ημάς».
Πιστός Χριστιανος ήταν ο σεμνός Μάρκος Μπότσαρης,ο οποίος έκλεισε ηρωϊκως τά μάτια του μέ τά λόγια «μείνατε πιστοί στήν πατρίδα καί πιστοί δούλοι τού Θεού» (8 Αυγούστου1823).
Πιστή Χριστιανή ήταν η καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η οποία έγραψε στούς προκρίτους καί τούς δημογέροντας «Υπό τό σημείον τού Σταυρού θά ρεύση επίσης τό αίμά μου. Ευλογητός ο Θεός!».
Αυτοί εδημιούργησαν τό Εικοσιένα. Αυτοί ετέλεσαν τίς Μεγάλες καί Βασιλικές Ώρες τού Έθνους. Αυτοί επύργωσαν τόν ωραιότερο πύργο στήν Ελλάδα , τόν πύργο τής ελευθερίας.
Η ελευθερία τού Έθνους μας εγεννήθη στούς θόλους τών Ναών μας καί έζησε στά άγια θυσιαστήρια τής Εκκλησίας μας. «Φώς ιλαρόν» ακτινοβολεί από τά ενδότατα, ανεξερεύνητα βάθη τής Πίστεως. Η χρυσή, αλύμαντη σφραγίδα τής Ορθοδοξίας είναι τό φυλαχτό καί η πυξίδα μας γιά νά μήν χάσουμε στήν πορεία μας τόν πολικό αστέρα τής Ελλάδος, γιά νά μήν βρεθούμε σέ κανένα μας σταθμό έξω από τούς κόλπους τού ευμενούς Θεού τών Πατέρων μας. Άς αντλούμεν αενάως ευκρασία, ευρωστία, εύπνοια από τίς αστείρευτες πηγές τής Ιστορίας μας. Πηγή γάργαρη καί λαγαρή από τίς πλουσιώτερες, πηγή μεγάλη, στήν οποία στραγγίζουν καί ανανεώνονται όλα τά νάματα τού Ελληνοχριστιανισμού είναι η μυσταγωγία τού Εικοσιένα.
Φτερουγίζει χερουβικά επάνω απ τούς τόπους τής θυσίας.
Κελαϊδεί εωθινά μέσα στίς ιαχές τής μάχης.
Αναρπάζει απόκοτα στούς κόλπους της τήν πραγμάτωση τού πόθου τής ελευθερίας.
Αγιασμένη στά λάβαρα τών Εκκλησιών.
Σφικτοδεμένη στό σκοινί τού Πατριάρχη.
Ματωμένη στά Χιώτικα Μοναστήρια.
Ορμητική στίς μπούκες τών κανονιών τού Μεσολογγίου.
Αδούλωτη στούς πύργους τής Μάνης.
Φωτισμένη απ τόν δαυλό τού Κανάρη.
Φλογισμένη απτούς σπινθήρες στό Κούγκι καί στά Ψαρά.
Κρεμασμένη στά γιαταγάνια τού Μπότσαρη καί τού Καραϊσκάκη.
Νικηφόρα στίς μάχες τού Πετρόμπεη καί τού Ανδρούτσου.
Ευλογημένη απ τόν Τριαδικό Θεό.
Ανεκτίμητο στέμμα τής αιωνίου Ελλάδος.
Μυσταγωγία, κατηχουμένη από τόν ευαγγελικό λόγο τού Γέρου τού Μοριά στούς μαθητές τού Βασιλικού Γυμνασίου Αθηνών κάτω απ τόν ίσκιο τού αρχαίου Παρθενώνα: « Πρέπει νά φυλαξέτε τήν πίστη σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τά άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως καί έπειτα υπέρ πατρίδος» (8 Οκτωβρίου 1838).