Ι.Μ. ΧΙΟΥ: Τήν Κυριακήν 8ην Αυγούστου 2021 τό απόγευμα καί μετά τήν Ακολουθίαν τού Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εις τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον εις τήν Ιεράν Μονήν Μυρσινιδίου εγένετο η παρουσίασις τής 8ης εκδόσεως τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου, τό οποίον περιήλθεν εις τάς χείρας τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών κ. Μάρκου τήν 17ην Απριλίου, ημέραν τής μνήμης τού Αγίου Μακαρίου Κορίνθου τού Νοταρά.
Κατά τήν παρουσίασιν, ο Σεβασμιώτατος Χίου, μεταξύ άλλων, εδόξασεν τόν Τριαδικόν Θεόν, ο Οποίος τόν ηξίωσεν εις τήν 200ήν επέτειον τής εθνικής παλιγγενεσίας νά προβαίνη εις τήν μνημειώδη αυτήν έκδοσιν, ευλόγησεν τήν Ιεράν Μονήν Μυρσινιδίου, η οποία εκάλυψεν τήν δαπάνην τής εκδόσεως καί ευχαρίστησεν τόν κ. Γεώργιον Πιτσινέλην Δρα Βυζαντινής Φιλολογίας εις τόν τομέα Βυζαντινής Φιλολογίας καί Λαογραφίας τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Εθνικού καί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος επεμελήθη εν τώ συνόλω τήν έκδοσιν. Εν συνεχεία, ο εκ τής νεότητος τής Ιεράς Μητροπόλεως κ. Θεμιστοκλής Μουχλής ανέγνωσε Χαιρετισμόν τού μή δυναμένου λόγω τών υγειονομικών μέτρων νά παραστή κ. Γεωργίου Πιτσινέλη.
Η παρουσίασις εγένετο από τούς ελλογιμωτάτους κ. Χρήστον Φαράκλαν, Φιλόλογον, καί κ. Βασίλειον Βοξάκην, Θεολόγον.
Ο κ. Φαράκλας είπεν:
Σεβασμιώτατε,
πανοσιολογιώτατε πατέρα Νεκτάριε,
σεβαστοί πατέρες,
κύριε Στρατιωτικέ Διοικητά Χίου,
εκλεκτέ συμπολίτη κύριε Σταμάτιε Κριμιζή,
κυρίες καί κύριοι,
αγαπητοί φίλοι,
Ήταν καλοκαίρι τού 1993, όταν σέ μιά επίσκεψή μου εδώ, στή Μυρτιδιώτισσα, ο μακαριστός γέροντας Χριστόφορος Γεραζούνης μού προσέφερε καί μάλιστα μέ ιδιόχειρη αφιέρωση τήν τελευταία τότε έβδομη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου, τήν οποία μέ ευλάβεια έκτοτε κρατώ στή βιβλιοθήκη μου καί τή μελετώ. Ήταν η πρώτη φορά πού έπαιρνα στά χέρια μου ένα δικό μου αντίτυπο τού Χιακού Λειμωναρίου. Από πολύ νωρίτερα όμως είχα συναίσθηση τής πολυτιμότητας τού βιβλίου αυτού, η πρώτη έκδοση τού οποίου πραγματοποιήθηκε ως γνωστόν «εν Βενετία», «παρά Πάνω Θεοδοσίου τώ εξ Ιωαννίνων» τό μακρινό 1819. Δηλαδή πρίν από διακόσια δύο χρόνια. Αντίτυπο αυτής τής πρώτης έκδοσης είχα ακούσει ότι υπήρχε στή βιβλιοθήκη τού πρός μητρός πάππου μου, αοιδίμου Χρίστου Θ. Σαρικάκη, πάλαι ποτέ «Γυμνασιάρχου εν Χίω», τό οποίο όμως δυστυχώς δέν μπόρεσα ποτέ νά εντοπίσω ανάμεσα στά κατάλοιπα τής μεγάλης του βιβλιακής συλλογής. Τό 1968, όταν πραγματοποιήθηκε η έκτη έκδοση τού βιβλίου από τίς εκδόσεις Επτάλοφος, ήμουν πιά σέ ηλικία πού μού επέτρεπε νά τό αναζητήσω, ίσως καί νά τό αποκτήσω, αλλά ούτε πληροφόρηση είχα τότε ούτε στά βιβλιοπωλεία τής Χίου δηλαδή βασικώς στού Χαβιάρα θυμάμαι νά κυκλοφόρησε ποτέ τό βιβλίο.
Σήμερα έχουμε, σύν Θεώ, στά χέρια μας τήν όγδοη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου. Αισθάνομαι ιδιαίτερη ικανοποίηση ως Χιώτης, πού τό βιβλίο αυτό είναι καί πάλι διαθέσιμο καί μπορεί νά μπεί επιτέλους σέ κάθε χιώτικο σπίτι, όχι μόνο εδώ, στό νησί μας, αλλά καί όπου γής πάλλεται χιώτικη καρδιά. Αισθάνομαι όμως καί υπερηφάνεια, πού μού παραχωρήθηκε τό προνόμιο νά παρουσιάσω ενώπιόν σας αυτή τή λαμπρή νέα έκδοση, η οποία θά παραμείνει, νομίζω, η στερεότυπη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου γιά πολλές δεκαετίες. Γιά τήν τιμή αυτή ευχαριστώ καί από τή θέση αυτή τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών Κύριο Μάρκο πού είναι καί ο εμπνευστής τής νέας αυτής έκδοσης, ο οποίος αιφνιδιάζοντάς με πρίν από μία μόλις εβδομάδα μού εμπιστεύτηκε τό καθήκον αυτό. Σεβασμιώτατε, δεχτείτε τίς ευχαριστίες μου.
Μέ τήν επίγνωση ότι ενδεχομένως «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» θά ξεκινήσω μέ τήν ερμηνεία τού όρου «λειμωνάριον» από τόν τίτλο τού βιβλίου. Επιτρέψτε μου αυτή τή δασκαλίστικη φιλολογική παρέκβαση. «Λειμών», λοιπόν, θά πεί «λιβάδι». Καί είναι ο τίτλος μιάς συλλογής αγιολογικών κειμένων, η οποία ολοκληρώθηκε στίς αρχές τού 7ου αιώνα από τόν λόγιο μοναχό Ιωάννη Μόσχο, τόν καί Ευκρατά. Τό βιβλίο τού Μόσχου ξεκινά ως εξής: Τών εαρινών λειμώνων τήν θέαν, πολλής ευρίσκω τέρψεως γέμουσαν, ήν η παντοδαπής τών ανθέων βλάστη τοίς θεωμένοις παρέχεται Τοιούτον δέ καί τό παρόν πόνημα υπολάμβανε, ιερόν καί πιστόν τέκνον Ευρήσεις γάρ εν αυτώ αρετάς αγίων ανδρών εν τοίς χρόνοις ημών διαλαμψάντων Διό καί τό παρόν τούτο πόνημα Λειμώνα απεκαλέσαμεν, διά τήν εν αυτώ τέρψιν τε καί ευωδίαν, καί ωφέλειαν τοίς εντυγχάνουσιν.
Παρά τό γεγονός ότι τό παραπάνω απόσπασμα είναι κατανοητό, δίνω όμως, μέ τήν άδεια τού Σεβασμιωτάτου, μιά μετάφραση: «Τών ανοιξιάτικων λιβαδιών τή θέα τή βρίσκω νά ξεχειλίζει από πολλή απόλαυση, τήν οποία η κάθε είδους βλάστηση τών λουλουδιών προσφέρει σέ όσους τή βλέπουν Τέτοιο νά θεωρείς καί τό παρόν πόνημα, ιερό καί πιστό τέκνο Διότι θά βρείς μέσα σ αυτό τίς αρετές αγίων αντρών, πού διέπρεψαν στούς καιρούς τούς δικούς μας Γι αυτό καί τό παρόν πόνημα τό ονομάσαμε Λειμώνα, εξαιτίας τής (ψυχικής) απόλαυσης, τής (πνευματικής) ευωδίας καί τής (ηθικής) ωφέλειας πού περιέχει καί πού προσφέρει σέ όσους τυχόν τό διαβάζουν».
Τό βιβλίο «Λειμών» είναι επομένως ένα λιβάδι γεμάτο από αρετές «αγίων ανδρών εν τοίς χρόνοις ημών διαλαμψάντων». Νομίζω ότι η διευκρίνιση αυτή είναι σημαίνουσα, διότι προσδιορίζει τό βασικό κίνητρο γιά τή συγγραφή τού Λειμώνος. Είναι κυρίως νά διασώσει τή μνήμη αγίων, αντρών καί γυναικών, πού έζησαν καί άθλησαν στήν ίδια εποχή ή στήν ίδια μείζονα ιστορική περίοδο μέ τόν συγγραφέα τού έργου. Κάθε εποχή έχει τούς αγίους της. Καί έχει υποχρέωση νά τούς εντοπίζει καί νά αναδεικνύει τά τεκμήρια τής αγιότητάς τους. Έργο δύσκολο πραγματικά, διότι ούτε η αγιότητα βρίσκεται πάντα εκεί πού τήν αναζητούμε ούτε η ανάδειξή της μπορεί νά συνδέεται κατά κανέναν τρόπο μέ υλικά ελατήρια ή άλλες κοσμικές υστεροβουλίες
Τώρα η τελική λέξη «λειμωνάριον» προέρχεται από τή λέξη «λειμών» μέ τήν προσθήκη τής παραγωγικής κατάληξης «-άριον», πού υποδηλώνει βέβαια υποκορισμό, όπως επισημαίνεται τόσο στό A Greek-English Lexicon τών Liddel-Scott-Jones-McKenzie όσο καί στό Patristic Lexicon τού Lampe. Πρόκειται ασφαλώς γιά τυπολογικό υποκορισμό, αφού στήν περίπτωση τής λέξης αυτής η υποκοριστική λειτουργία τού μορφήματος «-άριον» έχει εξουδετερωθεί από τή νέα σημασία τής λέξης, η οποία δέν υποδηλώνει πλέον τό «μικρό λιβάδι» ή τό «λιβαδάκι» γενικά αλλά αποκλειστικά τό βιβλίο μέ βίους αγίων, όπως συμβαίνει καί μέ τή λέξη «συναξάριον». Κατά τό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας τού Γ. Μπαμπινιώτη λειμωνάριο είναι «η συλλογή διδασκαλιών καί ενάρετων πράξεων αγίων, μαρτύρων ή μοναχών ως είδος λογοτεχνίας πού αναπτύχθηκε στό Βυζάντιο». Ανάλογο λήμμα, από ό,τι είδα, δέν υπάρχει στό Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής τού Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Προφανώς δέν θεωρήθηκε από τούς συντάκτες του επαρκώς νεοελληνική λέξη.
Καί έρχομαι τώρα στήν τελευταία τήν όγδοη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου, αυτήν πού παρουσιάζουμε εδώ σήμερα. Πρόκειται γιά έναν επιβλητικό σκληρόδετο τόμο διαστάσεων 342242 χιλιοστών (μή τυποποιημένο σχήμα, άν καί ως πρός τό μέγεθος μοιάζει πολύ μέ εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο). Ως χρώμα τού εξωφύλλου επιλέχτηκε τό σκούρο μπλέ, σέ αντίθεση μέ τό πορφυρό τής προηγούμενης έκδοσης, πιθανότατα γιά νά δημιουργεί καί κάποιον εθνικό συνειρμό. Τό εξώφυλλο φέρει χρυσοτυπία μέ τόν τίτλο τού βιβλίου καί σταυρό μέ τρίλοβες κεραίες εντός εντυπωσιακού διακοσμητικού πλαισίου. Αποτελείται συνολικά από πεντακόσιες τέσσερις (504) αριθμημένες σελίδες σύν δώδεκα (12) επιπλέον πού δέν αριθμούνται, δύο (02) στήν αρχή καί δέκα (10) στό τέλος τού βιβλίου. Ως έτος έκδοσης αναφέρεται τό 2020 καί ως εκδότης η Ιερά Μονή Μυρσινιδίου Χίου, η οποία έχει υποστηρίξει καί προηγούμενες εκδόσεις από τό 1930 καί μετέπειτα (από τήν πέμπτη δηλαδή έκδοση καί εφεξής, αφ ής στιγμής τό αρχικό Νέον Λειμωνάριον γίνεται τελικά Νέον Χιακόν Λειμωνάριον). Τήν εκτύπωση καί βιβλιοδεσία ανέλαβε ο εξειδικευμένος σέ εκδόσεις θρησκευτικού περιεχομένου αθηναϊκός εκδοτικός οίκος Σαΐτη. Τό tirage τής έκδοσης, σύμφωνα μέ τά αναφερόμενα στόν κολοφώνα τού βιβλίου, ανέρχεται στόν καθησυχαστικό αριθμό τών χιλίων (1.000) αντιτύπων, άν καί δική μου ευχή είναι καί αυτός ακόμη ο ικανός αριθμός νά αποδειχτεί μικρός καί νά χρειαστεί σύντομα καί νέα έκδοση τού Λειμωναρίου. Η ταχύτητα μέ τήν οποία εξαντλούνται τέτοια βιβλία είναι ενδεικτική τού επιπέδου καί τής ωριμότητας τού αναγνωστικού κοινού.
Ο πλήρης τίτλος τού βιβλίου είναι:
Νέον Χιακόν Λειμωνάριον/ περιέχον μαρτύρια παλαιά καί νέα,/ βίους οσίων καί ασματικάς ακολουθίας/ εις διαφόρους νεομάρτυρας/ Χίους ή εν Χίω αθλήσαντας,/ ως καί τά μάλα τιμωμένους εν Χίω./ Εκδίδοται επί τή βάσει παλαιών Λειμωναρίων/ εν οίς εμπεριέχονται άπαντα τά έργα:/ Μακαρίου τού Νοταρά, αρχιεπισκόπου Κορίνθου/ Αθανασίου τού Παρίου, τού σοφολογιωτάτου διδασκάλου/ καί Νικηφόρου τού Χίου, ιεροδιδασκάλου/ Έκδοσις η΄/ Νέα έκδοσις αναθεωρημένη καί επηυξημένη υπό/ Γεωργίου Μ. Πιτσινέλη/ τή εγκρίσει τής Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών/ εις κοινήν απάντων τών όρθοδόξων χριστιανών ωφέλειαν/ Ιερά Μονή Μυρσινιδίου Χίου/ 2020
Γιά λόγους συναισθηματικούς αλλά καί φιλολογικούς αντιπαραθέτω στόν τίτλο αυτό καί τόν τίτλο τής πρώτης έκδοσης τού Χιακού Λειμωναρίου, τό οποίο αποτελεί στήν πραγματικότητα τό δεύτερο μέρος τού Νέου Λειμωναρίου τής έκδοσης τού 1819 καί ο τίτλος αυτός θά έπρεπε κατά τήν ταπεινή μου γνώμη γιά λόγους βιβλιογραφικής πληρότητας νά έχει συμπεριληφθεί στό παράρτημα μέ τούς «πλήρεις τίτλους τών Λειμωναρίων» στή σελίδα 503 τού βιβλίου:
Νέον/ Λειμωνάριον/ περιέχον/ τά εν Χίω πάντα κατά Ακολουθίαν τού έτους συγγεγραμμένα/ προτροπή καί αιτήσει/ τών φιλοχρίστων Χίων./ Διά νά ημπορή ο βουλόμενος νά χωρίση τό έν Βιβλίον τούτο εις δύω, διά νά/ μεταχειρίζεται[sic] ευκόλως τών εν Χίω Αγίων τάς Ακολουθίας καί τάς Ιστορίας.
Νά παρατηρήσω εδώ ότι η φράση «κατά Ακολουθίαν τού έτους» υποδηλώνει ότι οι βίοι καί οι ασματικές ακολουθίες τών αγίων στό Λειμωνάριον έχουν ταξινομηθεί μέ βάση τήν ημερομηνία κατά τήν οποία τιμάται από τήν Εκκλησία η μνήμη τους, αρχής γενομένης από τόν μήνα Σεπτέμβριο, οπότε αρχίζει, ως γνωστόν, τό εκκλησιαστικό έτος. Μέ άκρα συγκίνηση στό τέλος αυτής τής παρθενικής έκδοσης τού Νέου Λειμωναρίου διαβάζουμε καί έναν εκτενή κατάλογο Χίων συνδρομητών. Προκαλεί ρίγος τό γεγονός ότι πρόκειται γιά ονόματα συμπατριωτών μας πού καταβάλλουν τόν οβολό τους γιά τήν έκδοση τού βιβλίου τρία μόλις χρόνια πρίν από τό ολοκαύτωμα τού νησιού μας. Δεύτερος στόν κατάλογο αυτόν μνημονεύεται θά τό γνωρίζετε, Σεβασμιώτατε «Ο Πανοσιολογιώτ(ατος) κύρ Μακάριος Βασιλάκης». Θά ήθελα νά μάθω άν πρόκειται γιά πρόγονό σας. Ίσως θά έπρεπε καί αυτοί οι κατάλογοι τών συνδρομητών από όλες τίς παλαιότερες εκδόσεις νά είχαν συμπεριληφθεί γιά λόγους προσωπογραφικούς καί στή νέα έκδοση τού Λειμωναρίου.
Τό επόμενο σχόλιό μου επί τού τίτλου τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου αφορά τόν επιμελητή τής έκδοσης, κύριο Γεώργιο Μ. υποθέτω «Μιχαήλ» Πιτσινέλη. Ο επιμελητής είναι διδάκτορας τού Πανεπιστημίου Αθηνών καί από τό 2014 μέλος Α΄ βαθμίδας τού Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού τού ίδιου Πανεπιστημίου, στό Τμήμα Φιλολογίας καί στόν Τομέα Βυζαντινής Φιλολογίας καί Λαογραφίας. Είναι η πρώτη ίσως φορά πού τήν επιμέλεια τής έκδοσης τού Λειμωναρίου αναλαμβάνει ένας απόλυτα εξειδικευμένος μελετητής, ικανός νά «τομογραφήσει» τό κείμενο καί νά τό βελτιώσει μέ όλες τίς δυνατότητες πού τού παρέχουν η επιστημονική του κατάρτιση, η κειμενολογική του εμπειρία καί η σύγχρονη τεχνολογία. Εξαιρετική επιλογή, Σεβασμιώτατε!
Τό βιβλίο αφιερώνεται μέ ευλάβεια στήν ιερή μνήμη τριών ιερομονάχων, πού διατέλεσαν καί οι τρείς τους ηγούμενοι τής Ιεράς Μονής Μυρσινιδίου από τήν ίδρυσή της τό 1897 έως καί τό 1994 καί συνέδεσαν τό όνομά τους μέ διαδοχικές εκδόσεις τού Λειμωναρίου, τών μακαριστών Χριστοφόρου Σερέμελη, Αμβροσίου Μιχάλου καί Χριστοφόρου Γεραζούνη.
Έπονται δύο προλογικά κείμενα, τό πρώτο ποιητικότατο, «εν ανθηρώ έλληνι λόγω», τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών Κυρίου Μάρκου καί τό δεύτερο, φιλολογικότατο καί εμπεριστατωμένο, τού επιμελητή τής έκδοσης. Θά μού επιτρέψετε, Σεβασμιώτατε, νά πώ εδώ καί αδιαφορώ παντελώς γιά τό πώς θά εκληφθούν τά λόγια μου ότι ως παλαίμαχος φιλόλογος θά ήμουν εξαιρετικά υπερήφανος άν είχατε υπάρξει μαθητής μου κάτι πού θά ήταν βέβαια δυνατόν νά συμβεί μέ βάση τά ηλικιακά μας δεδομένα αλλά καί, γενικά, ότι θά έδινα καί τή ζωή μου ακόμη γιά μιά Εθνική Παιδεία (καί μέ τό «Ε» καί μέ τό «Π» κεφαλαία), πού θά μάθαινε τούς Έλληνες, άν όχι νά γράφουν, όπως γράφετε εσείς, τουλάχιστον όμως νά διαβάζουν καί νά κατανοούν ευχερώς τό ιερό Ευαγγέλιο καί τόν Παπαδιαμάντη. Πεποίθησή μου είναι ότι η γνώση τής γλώσσας μας σέ βάθος θά μάς προστάτευε αποτελεσματικά καί από τίς κατά καιρούς ενσκύπτουσες κρίσεις καί από τήν ακρισία πού μάς κατατρύχει ως έθνος διαχρονικά
Ακολουθεί τό κύριο σώμα τού βιβλίου, τό οποίο ξεκινά μέ δύο καινοφανείς ασματικές ακολουθίες πού δέν είναι βέβαια καί οι μόνες καινοφανείς σέ σχέση μέ τίς προηγούμενες εκδόσεις, μία τής «ιεράς συνάξεως πάντων τών αγίων τής Χίου» καί «πάντων τών εν Χίω αθλησάντων καί ασκήσει διαλαμψάντων αγίων καί τών εκασταχού Χίων» καί μία «τής ανακομιδής τών ιερών λειψάνων τού οσίου καί θεοφόρου πατρός ημών Ανθίμου, τού αρτίως εν Χίω ασκήσαντος». Είναι συγκινητικό γιά έναν Χιώτη νά βλέπει νά συμπεριλαμβάνονται επιτέλους χάρη σέ δική σας καί πάλι πρωτοβουλία, Σεβασμιώτατε στή σεπτή χορεία τών αγίων τής Χίου σαράντα έξι συνολικά νέοι ιερομάρτυρες, ανάμεσά τους καί ο Μητροπολίτης Πλάτων Φραγκιάδης, ο ιερέας τού Αγίου Γεωργίου Βροντάδου Σταμάτιος Χαρτουλάρης, πού σφαγιάστηκε από τούς Τούρκους ως αμνός άμωμος επί τού θυσιαστηρίου τού ναού, ενώ ιερουργούσε τό πρωί τής Μεγάλης Πέμπτης τού 1822, καί ο νεαρός αρχιδιάκονος τής Μητροπόλεως Χίου Μακάριος Γαρρής ή Γέμελος, πού απαγχονίστηκε μαζί μέ άλλους εθνομάρτυρες στό Βουνάκι
Είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένοι στή μνήμη μου οι δύο πίνακες τού Γεωργίου Παναγιωτάκη, τούς οποίους είχα πρωτοδεί ως μικρός μαθητής τού δημοτικού σχολείου στήν ενοριακή αίθουσα τού Αγίου Γεωργίου Βροντάδου, όπου μάς είχε πάει η δασκάλα μας, καί οι οποίοι μέ είχαν εντυπωσιάσει πολύ τόσο μέ τό θέμα τους όσο καί μέ τήν άψογη εκτέλεσή τους. Ήταν σημαντικός καλλιτέχνης ο Παναγιωτάκης, Σεβασμιώτατε, καί η Εκκλησία τής Χίου τού οφείλει, νομίζω, πολλά. Αναμένουμε σέ μιά επόμενη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου ελπίζουμε εντός τών συρρικνουμένων ορίων τής δικής μας ζωής νά συμπεριληφθούν μαζί μέ τίς ασματικές ακολουθίες καί τούς βίους τών τριών ιερομαρτύρων μας καί οι απεικονίσεις τού μαρτυρίου τών δύο εξ αυτών από τόν αείμνηστο Γεώργιο Παναγιωτάκη.
Μέ τό αγιολογικό καί υμνολογικό περιεχόμενο τού βιβλίου δέν θά ασχοληθώ ως μή αρμόδιος. Θά ήθελα όμως νά μού επιτραπεί νά καταθέσω μερικές γενικότερες σκέψεις σχετικά μέ τή σημασία τών νεομαρτύρων στήν επιβίωση τού Γένους. Μετά τήν Άλωση τής Πόλης η Μεγάλη Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως ανέλαβε, ως γνωστόν, νά εκπροσωπήσει απέναντι στήν Υψηλή Πύλη τό σύνολο τών ορθοδόξων χριστιανών τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι αποτελούσαν ένα από τά πέντε «μιλέτια» τού πληθυσμού της. Τά άλλα ήταν τό κυρίαρχο τών μουσουλμάνων, τών εβραίων, τών Αρμενίων καί τών καθολικών. Τό μιλέτι τών ορθοδόξων, τό επιλεγόμενο τών «Ρούμ» (millet-i Rum), δηλαδή «γένος τών Ρωμαίων» ή κοινώς τών Ρωμιών ήταν υπερεθνικό καί υπερφυλετικό, αφού σ αυτό δέν ανήκαν μόνο οι ελληνικής καταγωγής υπήκοοι τού σουλτάνου αλλά όλοι οι ορθόδοξοι τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Σέρβοι καί οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι καί οι Αρβανίτες, οι Γεωργιανοί καί άλλοι. Όλοι αυτοί οι ψιλώ ονόματι «Ρωμαίοι» αποτέλεσαν αρχικά τόν «Μείζονα Ελληνισμό», δηλαδή τούς άμεσους ή έμμεσους ή κατά φαντασίαν κληρονόμους τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τού Βυζαντίου. Αποκαλώ «ελληνισμό» όλη αυτή τήν πανσπερμία, πρώτον, διότι η Μεγάλη Εκκλησία πού τούς εκπροσωπούσε παρέμεινε σέ χέρια ελληνικά καθ όλη τή διάρκεια τής Τουρκοκρατίας καί, δεύτερον, διότι γενικά η βασική γλώσσα τής ορθόδοξης θεολογίας καί τής μόνης παρεχόμενης παιδείας ήταν η ελληνική καί μάλιστα η ελληνική τού Ψαλτηρίου καί τής Οκτωήχου. Αυτά ήταν αρχικά τά μόνα διδακτικά βιβλία πού υπήρχαν. Εκτός αυτού η ελληνική ήταν καί παρέμεινε η lingua franca δηλαδή η «κοινή γλώσσα επικοινωνίας» σέ όλο τό Λεβάντε δηλαδή τήν εγγύς ή καθ «ημάς» Ανατολή ως γλώσσα τού εμπορίου καί τής ανερχόμενης αστικής τάξης.
Ως μητέρα όλων τών ορθοδόξων η Μεγάλη Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως θεώρησε αποστολή της από τήν πρώτη στιγμή τής υποδούλωσης νά κάνει χρήση τών προνομίων πού τής παραχωρήθηκαν από τόν Μωάμεθ Β΄ τόν Πορθητή, γιά νά προστατέψει τό ποίμνιό της αλλά καί νά τό βοηθήσει νά παραμείνει εδραίο καί αμετακίνητο στήν ορθόδοξη πίστη. Ο πιό αποτελεσματικός τρόπος γιά νά επιτύχει αυτόν τόν δύσκολο στόχο ήταν η παιδεία. Καί στόν τομέα τής παιδείας η «εν αιχμαλωσία Μεγάλη Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως» επετέλεσε «εν καιροίς δισέκτοις καί χαλεποίς» θαύματα, πού μπορώ νά πώ ότι η σχετική έρευνα δέν τά έχει ακόμη μελετήσει καί αναδείξει επαρκώς
Οι πιέσεις πού δεχόταν τό ορθόδοξο ποίμνιο τού Οικουμενικού Πατριάρχη γιά νά απαρνηθεί τήν πατρώα του πίστη δέν προέρχονταν μόνο από τήν αθλιότητα τής θέσης τού «ραγιά» ούτε μόνο από τούς Τούρκους. Οι δυτικές προπαγάνδες οργίαζαν τότε σέ όλη τήν τουρκοκρατούμενη Ανατολή μέ τήν ανοχή τής οθωμανικής διοίκησης. Καί σάν νά μήν έφτανε αυτό, από τό δεύτερο μισό τού 18ου αιώνα καί ιδίως από τό 1774 καί μετέπειτα, οπότε συνάπτεται η γνωστή ρωσοτουρκική συνθήκη τού Κιουτσούκ Καϊναρτζί άρχισαν νά εισρέουν κατακλυσμικά στόν υπόδουλο ελληνικό χώρο οι φιλοσοφικές καί παιδαγωγικές αντιλήψεις τού ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μαζί τους ήρθαν καί οι νέες θεωρίες περί «Μεσαίωνα» καί σκοτεινών αιώνων, πού συμπαρέσυραν στήν ανυποληψία μαζί μέ τή θεοκρατία καί τή φεουδαρχία τής Δύσης καί τό Βυζάντιο ως μία ερμαφρόδιτη εθνικά περίοδο πολιτικής καί πολιτισμικής υπανάπτυξης καί σκότους. Στή θέση τής νέας «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» τού Μείζονος Ελληνισμού, τήν οποία οραματιζόταν νά δημιουργήσει μέ τό πλήρωμα τού χρόνου η Μεγάλη Εκκλησία καί οι κοσμικοί εκφραστές τών ιδεών της, οι Φαναριώτες μεταξύ τών οποίων καί ο Ρήγας Βελεστινλής, οι διανοούμενοι τού Διαφωτισμού τοποθέτησαν τό ίνδαλμα ενός «Ελάσσονος» εθνοφυλετικού «Ελληνισμού», πού ξεκινούσε, άς πούμε, από τόν Όμηρο καί κατέληγε ευθυγράμμως καί «καθαροαίμως» έως τό σήμερα. Δέν θεωρώ απαραίτητο νά σχολιάσω τήν εγκυρότητα μιάς τέτοιας θεωρίας
Όπως ήταν επόμενο, ξέσπασε μεγάλη θεολογική καί ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στούς εκπροσώπους τού Μείζονος καί τού Ελάσσονος Ελληνισμού, η οποία δέν ξέρω άν έχει έκτοτε καταλαγιάσει. Ξεπεράστηκε συγκυριακά κατά τήν έκρηξη τής επανάστασης τού 1821, όταν ο ηρωικός καί άδολος Αλέξανδρος Υψηλάντης στήν εμπνευσμένη Προκήρυξή του κάλεσε τούς Έλληνες στόν αγώνα μέ τό περίφημο «Μάχου υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος», πού, παρότι φαινομενικά αποτελεί μηχανική επανάληψη τών διαλαμβανομένων στόν όρκο τών Αθηναίων εφήβων «αμυνώ δέ καί υπέρ ιερών καί οσίων καί τήν πατρίδα ουκ ελάσσω παραδώσω» στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά έκκληση συσπείρωσης όλων τών δυνάμεων τού Ελληνισμού, καί τού Μείζονος (δηλαδή τής Πίστεως) καί τού Ελάσσονος (δηλαδή τής Πατρίδος), γιά τήν επιτυχία τής υπέρτατης προσπάθειας
Στόν αγώνα του κατά τής απειλής τού εξισλαμισμού καί τής εισροής τών «καινών από τής Δύσεως δαιμονίων» ο Μείζων Ελληνισμός δέν είχε ανάγκη μόνο από τήν αντιρρητική ρητορική τών διανοουμένων του ούτε μόνο από τή συστηματική κατήχηση τού χριστεπώνυμου πληρώματος. Αυτά απευθύνονταν σέ εγγράμματο γενικά κοινό καί είχαν στήν πραγματικότητα ελάχιστους αποδέκτες. Γιά νά ενισχύσουν στήν πίστη του τόν απλό καί απαίδευτο λαό, ένας μόνο τρόπος υπήρχε εκτός από τόν φόβο τού Θεού καί τόν κίνδυνο απώλειας τής ψυχής. Τά ζωντανά παραδείγματα. Καί αυτά τά πρόσφεραν οι νεομάρτυρες, οι περισσότεροι από τούς οποίους ήταν νέοι, πού σέ στιγμές αδυναμίας ή επιπολαιότητας ή σέ συνθήκες αιχμαλωσίας είχαν απαρνηθεί τήν πίστη τους, καί πού, όταν αργότερα συνειδητοποιούσαν τί είχαν πράξει, έκαναν δημόσια δήλωση αποκήρυξης τού ισλαμισμού στίς οθωμανικές αρχές, γεγονός πού επέφερε στό τέλος μέ μαθηματική ακρίβεια τή θανάτωσή τους. Αυτοί ήταν οι ήρωες τού Μείζονος Ελληνισμού, τής Ρωμιοσύνης, πού η ομολογία τους καί η τόλμη μέ τήν οποία αντιμετώπιζαν τά βασανιστήρια καί τόν θάνατο προκαλούσε στούς χριστιανούς δέος καί θαυμασμό καί τούς γέμιζε μέ αυτοπεποίθηση γιά τήν ορθότητα καί τή δύναμη τής πίστης τών πατέρων τους. Η θυσία ενός τέτοιου παλικαριού είχε συνήθως πολλαπλάσια καί διαρκέστερη απήχηση στό λαϊκό αίσθημα από όσο ένα εμπνευσμένο κήρυγμα επ εκκλησίαις, μιά σοφή προφορική νουθεσία ή ακόμη καί ένα ψυχωφελές ανάγνωσμα. Η καταγραφή τού βίου καί τής άθλησης τέτοιων ηρώων ήταν τηρουμένων τών αναλογιών ό,τι περίπου καί τά δημοτικά τραγούδια, πού εξυμνούσαν τά κατορθώματα τών κλεφταρματολών στήν ίδια χρονική περίοδο.
Σημαντικό ρόλο στήν καταγραφή καί τή διάσωση τής μνήμης τών νεομαρτύρων φαίνεται ότι διαδραμάτισε τό γνωστό κίνημα τών Κολλυβάδων, τό οποίο συνδέθηκε στενά μέ τή Χίο, αφού οι τρείς κυριότεροι εκπρόσωποί του, ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, Μητροπολίτης Κορίνθου, καί οι όσιοι Αθανάσιος ο Πάριος καί Νικηφόρος ο Χίος έζησαν καί έδρασαν στό νησί μας. Τόν βίο καί τήν πολιτεία τους, καθώς καί τήν ασματική ακολουθία τού καθενός, μπορεί νά τή διαβάσει κανείς στό Λειμωνάριον. Πρώτος συντάκτης τού Νέου Λειμωναρίου υπήρξε ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο οποίος ήταν από εκείνους πού έκανε αγώνα κατά τών εξισλαμισμών καί στήριξε, καθώς φαίνεται, αρκετούς νεομάρτυρες. «Αλείπτην τών Μαρτύρων» τόν αποκαλεί ο Αθανάσιος ο Πάριος, δηλαδή, θά λέγαμε, «προπονητή τών μαρτύρων» (εκ τού «αλείφειν» τόν παλαιστή μέ λάδι πρίν από τόν αγώνα). Καί ίσως αυτή η προσωπική σχέση του μέ νεομάρτυρες υπήρξε καί τό κίνητρο τού αγίου Μακαρίου νά συγγράψει τούς βίους τους καί νά τούς προβάλει ως υποδείγματα αυταπάρνησης καί χριστιανικής αρετής. Καί σέ όσους εγκαλούν τόν άγιο Μακάριο ότι κακώς εξώθησε νέους ανθρώπους στό μαρτύριο τό έχω διαβάσει καί αυτό! μπορώ νά απαντήσω ότι, είτε μάς αρέσει είτε όχι, είτε μάς φαίνεται σκληρό ή αλλότριο πρός τόν δικό μας ατομοκεντρικό καί ιδιοτελή, θά έλεγα, «ανθρωπισμό», αυτός ήταν μακράν ο αποτελεσματικότερος τρόπος γιά τόν φρονηματισμό καί τήν επιβίωση τού Γένους, η οποία δίνει σέ όλους εμάς σήμερα τή δυνατότητα νά ασκούμε κριτική a posteriori καί εκ τού ασφαλούς.
Επειδή έχω σχηματίσει τήν εντύπωση ότι βασικός στόχος τής συγγραφής τών Λειμωναρίων από τήν εποχή, όπως είδαμε, τού Ιωάννου Μόσχου ίσαμε σήμερα είναι νά διασώσει τή μνήμη «αγίων ανδρών εν τοίς χρόνοις ημών διαλαμψάντων», γι αυτό μέ παραξένεψε η απουσία από τό παρόν Νέον Χιακόν Λειμωνάριον τής «Ικετηρίου ευχής υπέρ τού ενεργεία εναθλούντος υπέρ τής Αγίας Πίστεως», τήν οποία έγραψε ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, όπως καί γενικά τής «Παρακλητικής ακολουθίας εις τήν Αγίαν καί Ομοούσιον καί Αδιαίρετον Τριάδα», τής «ψαλλομένης υπό τών βουλομένων, επειδάν συμβή ταίς βασάνοις εγκαρτερείν τινά νέον Μάρτυρα», τήν οποία συνέθεσε ο όσιος Νικηφόρος. Τά κείμενα αυτά, παρά τή σημασία τους, έχουν σταματήσει νά δημοσιεύονται στό Λειμωνάριον από τήν τρίτη του έκδοση τού 1873. Τά βρήκα όμως ενδιαφέροντα καί απολύτως σύμφωνα μέ τό «λειμωναριακό» πνεύμα. Δέν αμφιβάλλω ότι θά υπάρχει λόγος, στόν οποίο οφείλεται η παράλειψη τής ενδιαφέρουσας αυτής ύλης καί από τήν τελευταία έκδοση τού Λειμωναρίου. Άν ο Σεβασμιώτατος έχει τήν καλοσύνη, μπορεί νά μάς διαφωτίσει επ αυτού.
Η όγδοη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου τελειώνει μέ ένα «Επίμετρον». Τό επίμετρο αυτό περιλαμβάνει δύο «Ευχάς» καί υπό τόν τίτλο «Αντί επιλόγου» μία ακόμη «Ευχήν διά τούς κοπιάσαντας» εννοείται γιά τήν έκδοση τού βιβλίου, ένα «Μεγαλυνάριον» «πάντων τών εν Χίω Οσίων καί Μαρτύρων» καί ένα «Δοξαστικόν τών Αγίων Πατέρων» τής Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η πρώτη από τίς Ευχές είναι «Υπέρ τών ναυτιλλομένων», κείμενο στιβαρό καί ευθύβολο, γραμμένο από τόν ποτέ Μητροπολίτη Χίου, κυρό Χρυσόστομο Γιαλούρη, καί δημοσιευμένο γιά πρώτη φορά στήν έκδοση τού 1968, τό οποίο δέν θά μπορούσε παρά νά συγκινήσει τόν Μητροπολίτη Μάρκο, ως Χιώτη, ως Βρονταδούση καί ως γόνο ναυτικής οικογένειας, ώστε νά τό συμπεριλάβει καί στήν τελευταία έκδοση τού Λειμωναρίου. Η δεύτερη Ευχή, επίσης συγκινητική καί εκ βαθέων αναδυόμενη, είναι η «αναπεμφθείσα εις τόν Ιερόν Μητροπολιτικόν Ναόν Χίου κατά τήν επίσημον Δοξολογίαν τής 11ης Νοεμβρίου 2012, επί τή συμπληρώσει 100 ετών από τής απελευθερώσεως τής Χίου εκ τού τουρκικού ζυγού». Θά ήθελα πολύ νά τή διαβάσω εδώ ολόκληρη καί νά τή σχολιάσω αλλά δέν τολμώ νά κάνω μεγαλύτερη κατάχρηση τής υπομονής σας. Θά μού επιτρέψετε μόνο νά διατυπώσω μιά τελευταία μου σκέψη, η οποία εδράζεται σέ «λόγον γνώσεως». Θά πρέπει εμείς οι Χιώτες νά θεωρούμε τούς εαυτούς μας πολύ τυχερούς πού έχουμε Μητροπολίτη Χιώτη, «οστούν εκ τών οστέων [ημών] καί σάρκα εκ τής σαρκός [ημών]», ιεράρχη πού γνωρίζει καλά καί τόν τόπο καί τίς ανάγκες τού ποιμνίου του, τόσο τίς πνευματικές όσο καί τίς υλικές. Καί τό λέω αυτό αψηφώντας καί πάλι τόν κίνδυνο νά εγκληθώ «επί κολακεία». Πολλά τά έτη σου, Δέσποτα!
Θά κλείσω τήν ομιλία μου μέ τό «απολυτίκιον εις τήν Αγίαν Τριάδα», επίσης «ποιηθέν υπό τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών κ. ΜΑΡΚΟΥ, επί τή συμπληρώσει εκατόν ετών από τής απελευθερώσεως τής Χίου εκ τού τουρκικού ζυγού», ψαλλόμενο σέ ήχο πλάγιο τού πρώτου:
«Τήν Αγίαν Τριάδα ανευφημήσωμεν, τόν συνάναρχον Λόγον σύν αϊδίω Πατρί, καί τό πάντα χορηγούν Πνεύμα Άγιον, ότι κατέπεμψεν ημίν εκ τής δουλείας τού εχθρού, δώρον ελευθερίας, ήν επί χρόνον αιώνος, πάντες οι Χίοι απολαύομεν».
Τήν Αγία Τριάδα άς ανυμνήσουμε, τόν Λόγο, πού καί Αυτός (όπως καί ο Πατήρ) δέν έχει χρονική αρχή, μαζί μέ τόν διαιώνιο Πατέρα καί τό Άγιο Πνεύμα πού προσφέρει τά πάντα, διότι μάς έστειλε τό δώρο τής ελευθερίας από τή δουλεία τού εχθρού, τής ελευθερίας πού επί έναν αιώνα τώρα όλοι οι Χιώτες απολαμβάνουμε.
Μέ τήν παράκληση νά μή χειροκροτήσετε σάς ευχαριστώ πολύ πού μέ ακούσατε.
Ο κ. Βοξάκης είπεν: «Βασικό στοιχείο τής Ορθοδόξου πνευματικότητος είναι η ευλάβεια καί η τιμητική προσκύνηση τών πιστών πρός τούς Αγίους της Εκκλησίας μας.
Ο σεβασμός όμως αυτός, προκειμένου νά επιφέρει βαθύτερη πνευματική ωφέλεια, πρέπει νά συνδυάζεται μέ τήν προσέγγιση καί τήν εγγύτερη γνωριμία μέ τούς Αγίους, τούς «φίλους του Θεού». Η προσέγγιση αυτή, η οποία μπορεί νά γίνει η απαρχή τής καλής αλλοιώσεως τού κάθε Χριστιανού σύν τοίς άλλοις επιτυγχάνεται μέ τή γνώση τού Βίου καί τής Πολιτείας τών «στεφανηφόρων αθλητών», τών Αγίων, ως βοηθητικό μέσο πρός τήν καλλιέργεια τών αρετών.
Σέ επιστολή του ο Άγιος Βασίλειος πρός τόν Άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο τονίζει τήν καταλυτική σημασία, πού έχει τό παράδειγμα τών Αγίων γιά τούς πιστούς, τούς οποίους προτρέπει νά αντιληφθούν ότι οι Άγιοι είναι «εικόνες έμψυχοι τής κατά Θεόν πολιτείας»1. Καί συμπληρώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Τιμή γάρ Μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος»2. Ο δέ Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αναφερόμενος στή δυνατότητα μιμήσεως τών Αγίων από τούς Χριστιανούς, γράφει: «Ωσαύτως δέ καί πάντας τούς αγίους έκαστος ημών θέλων εις εαυτόν μεταθείναι δύναται, πρός έκαστον πνευματικώς εκ τών περί αυτού καθ’ ιστορίαν τυπικώς γεγραμμένων μορφούμενος». Δηλαδή «Επίσης καί όλους τους αγίους καθένας από μάς, άν θέλη, μπορεί νά τούς μεταφέρη στόν εαυτό του, παίρνοντας τήν μορφή τού καθενός πνευματικά, από όσα έχουν γραφή γι’ αυτόν στήν ιστορία γιά παράδειγμα (δικό μας)»3.
Όμως, πνευματική ωφέλεια λαμβάνει ο πιστός καί μέσω τής Ορθοδόξου υμνογραφίας, όπου δέν προβάλλεται μόνο η δόξα τού Θεού, αλλά καί η εν Χριστώ δόξα τού ανθρώπου. Η Εκκλησιαστική Υμνογραφία τιμώντας τούς Αγίους επιβεβαιώνει τό γεγονός τής σωτηρίας, πού ήλθε στόν κόσμο διά τού Χριστού καί απλόχερα προσφέρει η Εκκλησία Του, διότι ο Τριαδικός Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»4.
Όλα τά παραπάνω ελέχθησαν, γιά νά εξηγηθεί γιατί ήταν επιβεβλημένη η επανέκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου, η οποία επιτεύχθηκε μέ τή Χάρη τής Αγίας Τριάδος καί τής Παναγίας τής Μυρτιδιωτίσσης, αλλά καί τήν αξιέπαινη πρωτοβουλία καί μέριμνα τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών κ. Μάρκου, καθώς καί τό κοπιώδες έργο τού Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Γεωργίου Πιτσινέλη, ο οποίος ανέλαβε τήν αναθεώρηση καί διόρθωση τών κειμένων.
Προτού, όμως, προχωρήσω στήν παρουσίαση τού ίδιου του υμνογραφικού καί αγιολογικού αυτού έργου, άς μού επιτραπεί μία σύντομη εξέταση τού Λειμωναρίου από τήν πλευρά τής Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας. Ως γνωστόν ο πρώτος πού χρησιμοποίησε τόν όρο Λειμωνάριον, ως τίτλο εκκλησιαστικού έργου, ήταν ο Ιωάννης Μόσχος. Ο μοναχός αυτός από τούς Αγίους Τόπους στίς αρχές τού 7ου αιώνα συνέταξε έργο, στό οποίο συμπεριέλαβε πλήθος εποικοδομητικών διηγήσεων, ρήσεων καί θαυμάτων μοναχών καί ασκητών τής Ανατολής. Τό πόνημά του αυτό τό ονόμασε Λειμών ή Λειμωνάριον, δηλαδή λιβάδι, πνευματικό λιβάδι. Τό ονόμασε έτσι, όπως ο ίδιος επεξηγεί «διά τήν εν αυτώ τέρψίν τε καί ευωδίαν καί ωφέλειαν τοίς εντυγχάνουσιν»5. Τό έργο έτυχε ευρυτάτης διαδόσεως καί, επί αιώνες, δέν έπαυσε νά είναι πολύ αγαπητό κυρίως στούς μοναχούς, αλλά καί στούς λαϊκούς.
Αυτό τό βιβλίο, πού περιείχε τήν σοφία τών Πατέρων τής ερήμου, υπήρξε προσφιλές ανάγνωσμα καί τού Αγίου Μακαρίου Κορίνθου. Όταν, λοιπόν αυτός στίς αρχές τού Σεπτεμβρίου τού 1804 είχε ολοκληρώσει σχεδόν τή συγκρότηση τού υλικού του καί σκοπεύοντας νά εκδώσει σέ αυτοτελές βιβλίο Συναξάρια καί Ακολουθίες Αγίων, επέλεξε γι’ αυτό τήν ονομασία Νέον Λειμωνάριον. Θά τό ονόμαζε Νέον, γιά νά αποφεύγεται η σύγχυση μέ τό Λειμωνάριον τού Ιωάννου Μόσχου. Παράλληλα προέκρινε νά υιοθετήσει τόν γνωστό στούς Ορθοδόξους όρο Λειμωνάριον, γιατί θά ήταν αντιπροσωπευτικός τού περιεχομένου τού βιβλίου, αφού αυτό θά περιείχε Βίους καί Ακολουθίες Αγίων, οι οποίοι είναι τά άνθη τού Παραδείσου, δηλαδή τού πνευματικού Λειμώνος. Όπως πολύ επιτυχώς επεξηγεί ο συντελεστής τού έργου Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: «καθώς εις ένα λειμώνα δέν είναι ενός μόνον είδους άνθη, ούτω καί εις ταύτην (τήν βίβλον) περιέχονται ως άνθη τερπνότατα καί ευωδέστατα τά διάφορα διηγήματα, ήγουν εκείνα τών καλλίστων τού Χριστού μαρτύρων, εκείνα τών θεοφόρων ασκητών καί εκείνα τών παραδόξων αποτελεσμάτων τού ουρανού»6. Τό Νέον Λειμωνάριον τόσο σάν ιδέα όσο καί ως τίτλος τού βιβλίου, αλλά καί ως αρχικός πυρήνας χειρόγραφου υλικού αποτελούσαν προσωπικό πόνημα τού Φιλοκαλιστή Ιεράρχη Αγίου Μακαρίου. Ο βιογράφος του Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος αφηγείται σχετικά: «Είχε τελειώσει μέ πολλούς κόπους καί αγρυπνίας ο αοίδιμος τήν νέαν συλλογήν τινών οσιακών βίων καί μαρτυρίων, παλαιών καί νέων, έτι ανεκδότων, καί άλλων τινών ψυχοφελών διηγημάτων καί θαυμάτων, αυτός ιδία χειρί, άλλα μέν μεταφράζων καί άλλα αντιγράφων, τήν οποίαν καί ωνόμασε “Νέον Λειμωνάριον”»7. Τό «Νέον Λειμωνάριον», όμως, οφείλει πολλά καί στή γραφίδα τού «σοφολογιωτάτου διδασκάλου» Αγίου Αθανασίου τού Παρίου, όπως είναι ο «Βίος καί Πολιτεία τού εν αγίοις πατρός ημών Μακαρίου, Αρχιεπισκόπου Κορίνθου, τού Νοταρά» καί η Ακολουθία τού Αγίου, καθώς καί η γλωσσική απλούστευση τών Συναξαρίων τού Τριωδίου καί τού Πεντηκοσταρίου. Εξίσου σημαντική είναι καί η συμβολή τού Οσίου Νικηφόρου του Χίου, ο οποίος συνέταξε από τήν αρχή αρκετές από τίς ασματικές Ακολουθίες καί τά Συναξάρια, πού συμπεριλήφθησαν, ενώ άλλων βελτίωσε καί συμπλήρωσε τό αρχικό τους υλικό. Τό 1819 τό «Νέον Λειμωνάριον» τυπώθηκε στή Βενετία ως συλλογικό έργο καί τών τριών προαναφερθέντων Κολλυβάδων Αγίων. Όπως χαρακτηριστικά αναγράφηκε στόν διευκρινιστικό υπότιτλο τού έργου, ο πνευματικός αυτός καρπός τών τριών Οσίων εκτυπώθηκε «Εις κοινήν απάντων τών Ορθοδόξων ωφέλειαν».
Επανέκδοση τού Νέου Λειμωναρίου έγινε στήν Ερμούπολη τής Σύρου τό 1855 – 1857 σέ τρείς τόμους. Τό 1873 γνωρίζει τήν γ΄ επανατύπωση, αυτή τή φορά στήν Αθήνα καί σέ έναν τόμο. Ένα χρόνο μετά τήν απελευθέρωση τής Χίου από τόν Τουρκικό ζυγό, δηλαδή τό 1913, επανεκδίδεται στή Χίο ως απότιση φόρου τιμής πρός τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, πού κράτησε ζωντανό τό Εθνικό φρόνημα μέσα στή μακραίωνη νύκτα τών τόσων αιώνων σκλαβιάς. Ο ιδρυτής καί πρώτος ηγούμενος τής Μονής τής Παναγίας τής Μυρτιδιώτισσας , Χριστόφορος Σερέμελης, είχε εκφράσει τήν επιθυμία γιά νέα καί πληρέστερη επανέκδοση τού Νέου Λειμωναρίου, αλλά, λόγω τών δυσκολιών τής εποχής, αυτή δέν πραγματοποιήθηκε. Τό έργο αυτό ανέλαβε καί έφερε εις πέρας τό 1930 ο διαδεχθείς αυτόν στήν ηγουμενία τής Μονής, Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Μίχαλος. Η έκδοση αυτή – βασικά γιά λόγους οικονομικής στενότητος8 – περιορίσθηκε κυρίως μόνο στούς Βίους καί τίς Ακολουθίες Αγίων, πού είτε γεννήθηκαν στή Χίο, είτε ασκήτευσαν καί μαρτύρησαν σ’ αυτήν. Εξαιτίας τής θεματικής αυτής επιλογής, τό έργο κυκλοφόρησε μέ τόν τίτλο Νέον Χιακόν Λειμωνάριον9. Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε σέ τυπογραφείο τών Αθηνών τό 1930 καί βασίσθηκε στήν β΄ έκδοση τού Νέου Λειμωναρίου καί συγκεκριμένα στόν Β΄ τόμο της. Παρά τήν αλλαγή στόν τίτλο τού έργου, επειδή τό περιεχόμενό του σέ μεγάλο βαθμό προερχόταν από τό Νέον Λειμωνάριον, η έκδοση τού 1930 χαρακτηρίζεται ως η πέμπτη. Οι Ορθόδοξοι πιστοί, ιδίως τής Χίου, αγκάλιασαν μέ θέρμη τήν έκδοση αυτή καί μέσα σέ λίγα έτη, τό βιβλίο εξαντλήθηκε. Τήν από έτη ζητούμενη επανέκδοση10 ανέλαβε ο Αρχιμανδρίτης Χριστόφορος Γεραζούνης, ηγούμενος τής Ι. Μονής Μυρσινιδίου τό 1968. Η επανέκδοση αυτή υπήρξε αισθητά βελτιωμένη καί συμπληρωμένη, συγκριτικά μέ αυτήν τού 1930. Ο Αρχιμανδρίτης Χριστόφορος προέβη καί σέ άλλη επανέκδοση, τήν έβδομη κατά σειρά, τό 1992. Ως μικρή ένδειξη τής επιδράσεως τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου άς αναφέρουμε τήν έκδοση καί άλλων Λειμωναρίων – ιδίως τίς τελευταίες δεκαετίες – πού έχουν αυτό ως πρότυπο. Τέτοια Λειμωνάρια είναι τό Λεσβιακόν Λειμωνάριον, τό Ευρυτανικόν Λειμωνάριον, τό Κρητικόν Λειμωνάριον, τό Πατμιακόν Λειμωνάριον, τό Ροδιακόν Λειμωνάριον καί τό Αγιορείτικον Λειμωνάριον.
Τήν Εκκλησία τήν ομολογούμε ως Αγία στό Σύμβολο τής Πίστεως, αφού ως κεφαλή της έχει τόν Χριστό, ο οποίος τήν αγιάζει. Έτσι, όλοι οι πιστοί, οι οποίοι παραμένουν ζωντανά μέλη της, αποτελούν τήν «κοινωνία τών Αγίων». Ως Αγία η Εκκλησία έχει αποστολή της νά αγιάζει. Έργο της είναι «ο καταρτισμός τών αγίων» καί η πνευματική μεταμόρφωση τού κόσμου σέ μία κοινωνία αγιότητος. Οι επίσκοποι, ως κατεξοχήν πνευματικοί πατέρες καί διδάσκαλοι, πρέπει νά επιδεικνύουν ανύστακτη μέριμνα πρός αυτή τήν κατεύθυνση. Έτσι καί ο Ποιμενάρχης μας, μεταξύ τών άλλων ποιμαντικών του φροντίδων, πού αποβλέπουν πρός τήν διδασκαλία καί τόν αγιασμό τού τοπικού ποιμνίου, δέν παρέβλεψε καί αυτήν, δηλαδή τήν επανέκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου. Μία επανέκδοση πού στοχεύει νά κάνει προσιτό σέ κάθε άνθρωπο πού ενδιαφέρεται ένα βιβλίο, πού μπορεί νά αποτελέσει μία πηγή Ορθόδοξης πνευματικής τροφοδοσίας.
Η παρούσα όγδοη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου υπερτερεί όλων τών προηγούμενων, αφενός στήν πληρότητα τής σχετικής ύλης καί αφετέρου στήν εκτύπωση, στή βιβλιοδεσία καί γενικότερα στήν όλη εμφάνιση. Πρόκειται γιά έναν μεγάλου σχήματος τόμο, εκτυπωμένο από τόν γνωστό εκδοτικό οίκο Σαΐτη, προσεκτικά βιβλιοδετημένο, έχοντας εξωτερικά σέ χρυσοτυπία τόν Σταυρό καί τόν τίτλο τού βιβλίου μέσα σέ ορθογώνιο πλαίσιο κοσμημάτων. Οι σελίδες του από χάρτο αρίστης ποιότητος είναι καλοτυπωμένες καί τά κείμενα είναι σέ πολυτονικό σύστημα. Στήν αρχή τών Ακολουθιών καί τών Βίων τών Αγίων, αλλά καί σέ άλλα σημεία υπάρχουν καλλιτεχνικά κοσμήματα μέ εκκλησιαστικά μοτίβα κατά τό πρότυπο τών μικρογραφικών διακοσμήσεων τών βυζαντινών χειρογράφων. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τό πρώτο γράμμα σέ κάθε ύμνο καί ανάγνωσμα, όπου μέ χρήση κόκκινου χρώματος καί μεγαλύτερης γραμματοσειράς αυτό επέχει θέση αρχιγράμματος. Σέ κάθε σελίδα τό κείμενο είναι χωρισμένο σέ δύο στήλες, γιά πρακτικούς λόγους, όπως συμβαίνει στά περισσότερα λειτουργικά βιβλία. Πολύ εύστοχα στήν αρχή τού τόμου έχουν τοποθετηθεί τρείς έγχρωμες αγιογραφίες καί τρείς άλλες φωτογραφίες σχετικές μέ τό περιεχόμενο τού βιβλίου. Αμέσως μετά υπάρχει τιμητική αφιέρωση στήν ιερή μνήμη τών Χριστοφόρου Σερέμελη, Αμβροσίου Μιχάλου καί Χριστοφόρου Γεραζούνη, οι οποίοι διετέλεσαν ηγούμενοι τής Μονής Μυρσινιδίου. Ακολουθεί κείμενο, στό οποίο, μέ καλλιέπεια καί μεστό θεολογικό λόγο, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών κ. Μάρκος προλογίζει τή νέα αυτή έκδοση. Κατόπιν, ο κ. Γεώργιος Πιτσινέλης σέ κείμενό του αφηγείται τήν ιστορία τών εκδόσεων τού Νέου Λειμωναρίου καί τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου από τό 1819 έως τό 1992, καί συνοπτικά παρουσιάζει τό περιεχόμενο καί τίς αλλαγές τής η΄ εκδόσεως σέ σχέση μέ τίς προηγούμενες, καθώς καί τήν κριτική μέθοδο πού ακολούθησε γιά τή διόρθωση καί αναθεώρηση τών σχετικών κειμένων.
Μέσα στίς 507 σελίδες τής παρούσας εκδόσεως τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου έχουν κατανεμηθεί οι ιερές Ακολουθίες, τά Συναξάρια, οι Βίοι, τά Μαρτύρια καί τά Θαύματα τών Αγίων μέ βάση τήν ημερομηνία εορτασμού τους, κατά τό εκκλησιαστικό εορτολόγιο, αρχίζοντας από τόν μήνα Σεπτέμβριο, οπότε καί άρχεται τό εκκλησιαστικό έτος. Εδώ πρέπει νά διευκρινίσουμε ότι στίς σελίδες του συμπεριλαμβάνονται μόνο Βίοι καί Ακολουθίες Αγίων, πού είτε γεννήθηκαν στή Χίο, είτε ασκήτευσαν καί μαρτύρησαν σ’ αυτήν. Διατηρήθηκαν – όπως καί στίς προηγούμενες εκδόσεις – καί Ακολουθίες Αγίων καί αναμνήσεις θαυμάτων πού δέν έχουν άμεση σχέση μέ τή Χίο, αλλά είναι προσφιλείς στούς πιστούς καί τιμώνται ιδιαιτέρως από τή Μονή Μυρσινιδίου11.
Πρώτη, λοιπόν, τίθεται η Ακολουθία τής ιεράς Συνάξεως πάντων τών Αγίων της Χίου, η οποία εορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή τού Σεπτεμβρίου.
Έπεται η Ακολουθία τής ανακομιδής τών ιερών λειψάνων τού Οσίου Ανθίμου τού Χίου (3 Σεπτεμβρίου), ποιηθείσα από τόν σύγχρονό μας υμνογράφο Χαράλαμπο Μπούσια. Καί οι δύο προαναφερθείσες Ακολουθίες δέν υπήρχαν στίς προηγούμενες εκδόσεις τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου.
Επίσης, στίς 3 Σεπτεμβρίου υπάρχει η Ακολουθία τού Αγίου Νεομάρυρος Πολυδώρου, ο οποίος μαρτύρησε στήν Έφεσο τό 1794, καθώς καί ο Βίος καί τό μαρτύριό του. Η Ακολουθία έχει ληφθεί από τό Νέο Μαρτυρολόγιο, έργο τού Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου.
Καί κλείνει ο μήνας Σεπτέμβριος μέ τήν Ακολουθία, πού είναι αφιερωμένη στή μνήμη τού θαύματος τής Παναγίας τής Μυρτιδιωτίσσης στίς 24 Σεπτεμβρίου. Η Ακολουθία είναι ποίημα τού Επισκόπου Κυθήρων Σωφρονίου Παγκάλου.
Ο μήνας Οκτώβριος αρχίζει μέ τήν Ακολουθία τής αναμνήσεως τού θαύματος πού επιτέλεσε η Αγία Παρασκευή στή Χίο στίς 14 Οκτωβρίου τού 1442. Τόσο η Ακολουθία όσο καί η διήγηση τού θαύματος ανήκουν στή γραφίδα τού Αγίου Αθανασίου τού Παρίου.
Έπειτα τίθεται η Ακολουθία τής Οσίας Ματρώνης τής Χιοπολίτιδος (20 Οκτωβρίου), καθώς καί ο Βίος της, τόν οποίο έχει επιμεληθεί ο Άγιος Νικηφόρος ο Χίος.
Τελευταία Ακολουθία γιά τόν Οκτώβριο είναι τού Αγίου Νεομάρτυρος Νικολάου τού Χίου στίς 31 Οκτωβρίου, η οποία έχει συντεθεί από τόν προαναφερθέντα Άγιο Νικηφόρο. Ακολουθεί αναλυτικός Βίος καί Μαρτύριο τού Αγίου.
Ο μήνας Νοέμβριος κοσμείται μέ πρώτη τήν Ακολουθία τού Χιακής καταγωγής Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως (9 Νοεμβρίου). Τόσο η Ακολουθία όσο καί ο Παρακλητικός Κανών καί οι 24 Οίκοι έχουν ποιηθεί από τόν Αγιορείτη υμνογράφο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Ακολουθεί πολυσέλιδος βίος τού Αγίου Νεκταρίου, τού νεώτερου αυτού Πατέρα τής Εκκλησίας μας.
Επόμενη Ακολουθία είναι αυτή τού Αγίου Στυλιανού τού Παφλαγόνος, πού εορτάζεται στίς 26 Νοεμβρίου.
Τήν ίδια ημέρα τιμάται καί η μνήμη τού Νεομάρτυρος Γεωργίου τού Χίου, τού οποίου τήν Ακολουθία καί τό Μαρτύριο συνέταξε ο Άγιος Νικηφόρος ο Χίος.
Ο μήνας Δεκέμβριος αρχίζει μέ τήν Ακολουθία τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μυρόπης (2 Δεκεμβρίου). Τήν Ακολουθία καί τό Συναξάρι τής αθλησάσης στή Χίο τό 255 μ.Χ. Αγίας έγραψε καί πάλι ο Άγιος Νικηφόρος.
Επόμενη Ακολουθία είναι αυτή τού Αγίου Νεομάρτυρος Αγγελή τού Αργείου (3 Δεκεμβρίου), ο οποίος μαρτύρησε στή Χίο τό 1813. Η Ακολουθία καί τό Μαρτύριό του αποτελούν καί αυτά πόνημα τού Αγίου Νικηφόρου του Χίου.
Ακολουθεί η αφιερωμένη στόν Άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων Ακολουθία (7 Δεκεμβρίου).
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έχει συντάξει τήν επόμενη Ακολουθία, αυτή τού Αγίου Μοδέστου Ιεροσολύμων (18 Δεκεμβρίου).
Ο μήνας Δεκέμβριος κατακλείεται μέ τήν Ακολουθία τού Χίου Οσίου Νήφωνος τού Κοινοβιάρχου (28 Δεκεμβρίου), η οποία είναι ποίημα τής μοναχής Ισιδώρας από τήν Ι. Μονή Άγ. Ιωάννου Προδρόμου Μεγάρων. Στόν Όσιο Νήφωνα αφιερώνεται καί δεύτερη Ακολουθία μέ Παρακλητικό Κανόνα από τόν Χαράλαμπο Μπούσια. Οι δύο αυτές Ακολουθίες καί ο Κανών δέν υπήρχαν στίς προηγούμενες εκδόσεις.
Η πρώτη Ακολουθία τού Ιανουαρίου είναι τού Οσιομάρτυρος Ονουφρίου, ο οποίος μαρτύρησε στή Χίο στίς 4 Ιανουαρίου τού 1818. Η Ακολουθία του είναι ποίημα τού μοναχού Ονουφρίου Ιβηρίτου. Πολυσέλιδος είναι ο Βίος καί τό Μαρτύριο τού Οσιομάρτυρος αυτού.
Άλλη Ακολουθία, πού δέν υπήρχε στίς προηγούμενες εκδόσεις, είναι αυτή τού Οσίου Νικηφόρου του λεπρού (4 Ιανουαρίου), καθώς καί ο Παρακλητικός Κανών τού Αγίου, ποιήματα καί τά δύο της Ισιδώρας μοναχής Αγιεροθεϊτίσσης.
Επόμενη Ακολουθία είναι αυτή τού Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου τού Χίου (29 Ιανουαρίου), ποιηθείσα, όπως καί ο Βίος του, υπό τού Αγίου Αθανασίου Παρίου.
Πρώτη Ακολουθία τού Φεβρουαρίου είναι αυτή τού Αγίου Τρύφωνος (1 Φεβρουαρίου).
Επόμενη Ακολουθία είναι αυτή τών Σπετσιωτών Νεομαρτύρων Σταματίου, Ιωάννου καί Νικολάου στίς 3 Φεβρουαρίου, οι οποίοι μαρτύρησαν στή Χίο τό 1822. Ακολουθία καί Βίος έχουν συντεθεί υπό τού ιερομονάχου Ανθίμου Πουλάκη.
Κατόπιν, σειρά έχει στίς 15 Φεβρουαρίου η Ακολουθία τού Οσίου Ανθίμου τού Θαυματουργού τού εν Χίω ασκήσαντος, ποιηθείσα υπό μοναχής Βρυαίνης. Ακολουθούν Κανών Παρακλητικός καί Οίκοι. Νά σημειωθεί ότι καί αυτή η Ακολουθία δέν υπήρχε στίς προηγούμενες εκδόσεις.
Έπεται η Ακολουθία τού Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τού Βυζαντίου (17 Φεβρουαρίου). Ακολουθούν οι επιστολές τού Αγίου Μακαρίου, αλείπτη τού Νεομάρτυρος, πρός τούς γονείς του.
Στόν μήνα Μάρτιο υπάρχουν δύο Ακολουθίες πρός τιμήν τού Νεομάρτυρος Μανουήλ τού εκ Σφακίων (15 Μαρτίου). Καί αυτές οι Ακολουθίες, γιά πρώτη φορά, εντάσσονται στό Νέον Χιακόν Λειμωνάριον.
Επίσης, στόν μήνα Απρίλιο υπάρχει μία μόνο μνήμη Αγίου μέ Ακολουθία αφιερωμένη στόν Άγιο Μακάριο Κορίνθου (17 Απριλίου), πονηθείσα υπό τού Αγίου Νικηφόρου τού Χίου. Ο Βίος καί η Πολιτεία τού Φιλοκαλιστή Αγίου έχει συγγραφεί από τόν Άγιο Αθανάσιο τόν Πάριο. Παρατίθενται, επίσης, διήγηση θαυμάτων τού Αγίου, καθώς καί Παρακλητικοί Κανόνες καί 24 Οίκοι αφιερωμένοι στόν Άγιο.
Ο μήνας Μάϊος αρχίζει μέ τήν Ακολουθία τού Αγίου Νικηφόρου του Χίου τήν 1η Μαΐου, η οποία έχει ως συντάκτη τόν Πρωτοσύγκελλο Κύριλλο Τρεχάκη. Ο δέ Βίος του έχει συγγραφεί από τήν Αιμιλία Σάρρου Ζολώτα.
Γιά τίς 9 Μαΐου υπάρχει η Ακολουθία τού Αγίου Χριστοφόρου.
Ακολουθεί η μνήμη τού Μεγαλομάρτυρος Αγίου Ισιδώρου, ο οποίος άθλησε στή Χίο τό 255 μ.Χ. καί εορτάζεται στίς 14 Μαΐου. Πρός τιμήν του εμπεριέχεται Ακολουθία καί εκτενής Βίος.
Η επόμενη Ακολουθία είναι αφιερωμένη στή μνήμη τών Οσίων Νικήτα, Ιωάννου καί Ιωσήφ, τών κτητόρων τής Νέας Μονής (20 Μαΐου), συντεθείσα υπό τού Οσίου Νικηφόρου μαζί μέ τό εκτενές Συναξάριο τών τριών αυτών ασκητών, καθώς καί δύο Κανόνες, Παρακλητικό καί ικετήριο.
Τελευταία Ακολουθία γιά τόν Μάιο είναι τού Νεομάρτυρος Ανδρέου Αργέντη τού Χίου (29 Μαΐου). Αυτή είχε συντεθεί από τόν μακαριστό Πρωτοπρεσβύτερο Μάρκο Βασιλάκη καί γιά πρώτη φορά εντάσσεται στό Χιακόν Λειμωνάριον.
Ο μήνας Ιούνιος άρχεται μέ τήν Ακολουθία τού Αγίου Μάρκου τού Νέου, ο οποίος μαρτύρησε στή Χίο τό 1801 καί τιμάται στίς 5 Ιουνίου. Η Ακολουθία είναι έργο τού Αγίου Νικηφόρου, ενώ τό κείμενο τής αθλήσεως τού Νεομάρτυρος συνέγραψε ο Άγιος Αθανάσιος.
Η επόμενη Ακολουθία είναι αφιερωμένη σέ Θαύμα τού Αρχαγγέλου Γαβριήλ στό Άγιον Όρος καί τήν αποκάλυψη τού ύμνου «Άξιόν εστι» (11 Ιουνίου). Η Ακολουθία έχει συνταχθεί από τόν ιεροδιάκονο Βενέδικτο.
Τρίτη κατά σειρά είναι η Ακολουθία τού Αγίου Νικήτα τού Νισυρίου, ο οποίος μαρτύρησε στή Χίο τό 1732 (21 Ιουνίου). Η Ακολουθία καί ο Βίος τού αποτελούν πόνημα τού μοναχού Αθανασίου Ιβηρίτου.
Τέταρτη καί τελευταία γιά τόν Ιούνιο Ακολουθία είναι τού Αγίου Αθανασίου τού Παρίου στίς 24 Ιουνίου καί έχει προκύψει από τήν υμνογραφική γραφίδα τού μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου.
Τόν μήνα Ιούλιο πρώτη Ακολουθία τίθεται η αφιερωμένη στήν εύρεση τής τιμίας κάρας τής Οσίας Ματρώνης τής Χιοπολίτιδος τήν 15η Ιουλίου. Η προϋπάρχουσα αυτή Ακολουθία βελτιώθηκε από τόν Όσιο Νικηφόρο, ο οποίος συνέταξε εξ αρχής τούς 24 Οίκους πρός τιμήν τής Αγίας.
Η επόμενη Ακολουθία είναι αφιερωμένη στήν Πολιούχο τής Χίου Αγία Μαρκέλλα (22 Ιουλίου). Τόσο η Ακολουθία, καθώς καί ο Βίος καί τό Μαρτύριο τής Αγίας είναι έργα ανωνύμου, τά οποία έχει λαμπρύνει μέ τό υμνογραφικό του τάλαντο ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος.
Τρίτη Ακολουθία γιά τόν Ιούλιο είναι αυτή τού Αγίου Θεοφίλου τού Ζακυνθίου, ο οποίος μαρτύρησε στή Χίο τό 1635 (24 Ιουλίου) καί έχει συνταχθεί από τόν Όσιο Νικηφόρο.
Τόν μήνα Αύγουστο στίς 18 υπάρχει η Ακολουθία πού συνέταξε ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Λιαδής μέ αφορμή τήν κατ’ έτος μετακομιδή τών ιερών λειψάνων τού Αγίου Νικηφόρου τού Χίου από τά Ρεστά στά Καρδάμυλα.
Γιά τίς 27 Αυγούστου υπάρχει η Ακολουθία τού Αγίου Φανουρίου.
Τελευταία καί εκτός χρονικής σειράς τίθεται η Ακολουθία τής Παναγίας τής Βοηθείας, διότι ψάλλεται τή Δευτέρα τού Θωμά, η οποία, ως γνωστόν, είναι κινητή εορτή. Αυτή αποτελεί πόνημα τού Αγίου Ανθίμου τού Χίου, τού ιδρυτού τής Μονής τής Παναγίας τής Βοηθείας στή Χίο.
Στό Παράρτημα πού ακολουθεί υπάρχουν αρκετά ψυχωφελή κείμενα καί διηγήσεις Θαυμάτων12. Έπεται τό κείμενο τής Θείας Λειτουργίας τού Αποστόλου Μάρκου13. Καί κατακλείεται τό βιβλίο μέ κείμενα ευχών, μεταξύ τών οποίων καί ευχή καί Απολυτίκιο, πού συνέταξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χίου, Ψαρών καί Οινουσσών κ. Μάρκος γιά τά εκατό έτη από τήν απελευθέρωση τού νησιού μας από τόν Τουρκικό ζυγό.
Η νέα αυτή καλαίσθητη όγδοη έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου μάς παρακινεί νά συγχαρούμε όλους τούς προαναφερθέντες συντελεστές της, οι οποίοι μέ ένθεο ζήλο, αλλά καί καταβάλλοντας κόπο καί δαπανώντας χρόνο, παρέδωσαν στά χέρια τής Χιακής Εκκλησίας καί όλου του Ορθοδόξου κόσμου ένα τέτοιο μνημειώδες έργο. Ένα πολύτιμο βιβλίο γιά όλους τους φιλακόλουθους καί φιλοάγιους πιστούς, τό οποίο όλοι ευελπιστούμε νά αποτελέσει μία νοητή πυξίδα πνευματικής πλεύσεως. Άς ικετεύσουμε, λοιπόν, τούς Αγίους τής Χίου νά μεσιτεύσουν θερμώς πρός τόν Άγιο Θεό καί τήν Παναγία, νά βοηθήσουν τό ψυχωφελές αυτό βιβλίο νά μπεί σέ κάθε ελληνικό σπίτι, καί νά αποτελέσει μία πρόσκληση πρός μελέτη, ένα καθημερινό βοήθημα στήν προσευχή κι έναν σταθερό συμπαραστάτη στήν πνευματική πορεία τού κάθε πιστού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 2,3.
2. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Μάρτυρας, PG 50,663.
3. Βενεδίκτου ιερομονάχου Αγιορείτου, Μαξιμιανόν Ταμείον, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους 2016, τ.Α΄, σελ.150-151.
4. Α΄ Τιμ. 2,4.
5. Λειμών τού Ιωάννου Μόσχου, PG 87, 2855Α-3112Β.
6.Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 1930, (Ε΄ έκδοση) σελ.10, υποσ.1.
7. Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 2020, (Η΄ έκδοση), σελ.307-308.
8. Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 1930, (Ε΄ έκδοση), σελ.10.
9. Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 1930, (Ε΄ έκδοση), σελ.10.
10. Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 1968, (ΣΤ΄ έκδοση) σελ.1.
11. Ακολουθίες Αγίων καί αναμνήσεις θαυμάτων πού δέν έχουν άμεση σχέση μέ τή Χίο, αλλά διατηρήθηκαν καί στή νέα έκδοση τού Νέου Χιακού Λειμωναρίου είναι: α) οι Ακολουθίες καί οι Βίοι τού Αγ. Στυλιανού, τού Αγ. Αμβροσίου, τού Αγ. Μοδέστου, τού Αγ. Χριστοφόρου καί τού Αγ. Φανουρίου. β) οι αναμνήσεις Θαυμάτων τής Παναγίας τής Μυρτιδιωτίσσης καί τού Αρχαγγέλου Γαβριήλ.
12. Στό Παράρτημα περιέχονται: α) Λόγος εγκωμιαστικός εις τόν Ακάθιστον Ύμνον τής Θεοτόκου, τού Οσίου Νικηφόρου τού Χίου, β) Διήγησις περί τού εν Χίω θαύματος παρά τής Υπεραγίας Θεοτόκου κατά τών Αρμενίων, τού Αγίου Αθανασίου τού Παρίου, γ) Διήγησις περί τού γεγονότος θαύματος υπό τού Τιμίου Προδρόμου εν τώ κατά τήν Ατσικήν ιερώ αυτού ναώ, κατά τών ασεβών αγαρηνών, τού Αγίου Αθανασίου τού Παρίου, δ) Διήγησις περί τού θαύματος τού γενομένου παρά τού Αγίου Παντελεήμονος κατά τήν θέσιν Καρυδιά ή Ποταμός Αγ. Ειρήνης, πλησίον της Παναγίας Λετσαίνης, ως καί τού θαύματος παρά τής Αγ. Ειρήνης, ε) Διήγησις ψυχοφελής περί μιάς μοναχής τής Μονής Αγ. Ματρώνης τών Χαλάνδρων, στ) Τού Αββά Μακαρίου τού Αιγυπτίου Λόγος ωφέλιμος καί εκλογή ψυχοφελών διηγημάτων. Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 2020, (Η΄ έκδοση), σελ.471-488.
13. Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, Χίος 2020, (Η΄ έκδοση), σελ.489-501».
Μετά τήν παρουσίασιν ο Σεβασμιώτατος Χίου ετίμησεν μέ τόν διά πρώτην φοράν απονεμόμενον Μεγαλόσταυρον τού Αγίου Ισιδώρου μετά αστέρος (τό οποίον ητοίμασεν η Ιερά Μητρόπολις διά τά 200 έτη από τό 1821) εις τήν Μεγάλην Ευεργέτιδα τής Ιεράς Μητροπόλεως κ. Αλεξάνδραν Μαμαλίγκα – Προκοπίου, δαπάναις τής οποίας εγένετο εξ ολοκλήρου η ανακαίνΙσις καί η επίπλωσις τής Βιβλιοθήκης «ΑΓΙΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ».
Εις τήν εκδήλωσιν παρέστησαν ο Πρωτοσυγκελλεύων τής Ιεράς Μητροπόλεως καί Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Αρχιμ. Νεκτάριος Επιτροπάκης, ο Διευθυντής τού Ιδιαιτέρου Γραφείου τού Σεβασμιωτάτου Πρωτοπρ. Ιωάννης Μουσάς, ο Αρχιδιάκονος Απόστολος Λάρδας, αρκετοί Ιερείς, ο Διοικητής τής 96 ΑΔΤΕ Ταξίαρχος κ. Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, μετά τής Φιλολόγου συζύγου του, ο Αντιπεριφερειάρχης Χίου κ. Παντελής Μπουγδάνος, ο Ακαδημαϊκός κ. Σταμάτιος Κριμιζής, ο πρ. Δήμαρχος Χίου κ. Εμμανουήλ Βουρνούς, ο πρ. Δήμαρχος Ομηρουπόλεως κ. Αριστείδης Ζαννίκος, η πρόεδρος Δ. Ε. Βροντάδου καί Διευθύντρια τού Β΄ Δημοτικού Σχολείου Βροντάδου κ. Μαριάννα Πελαντή, ο πρ. Διευθυντής τού Ερευνητικού Κέντρου «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ» κ. Κωνσταντίνος Παλαιός, ο Εφοπλιστής κ. Γεώργιος Προκοπίου, μετά τής τιμηθείσης συζύγου του κ. Αλεξάνδρας, η πρ. Προϊσταμένη τής Β/βαθμίου Εκπαιδεύσεως Φιλόλογος κ. Ευτυχία Βλυσίδου, η Δρ Ιστορίας κ. Αθηνά Ζαχαρού – Βλυσίδου, η υπεύθυνη τού Ιστορικού Αρχείου τής Ιεράς Μητροπόλεως κ. Ιουλία Φαράκλα, ο Πρόεδρος τού Φιλοπροόδου Ομίλου Βροντάδου κ. Πολύδωρος Στείρος, ο πρ. Πρόεδρος τής Ενώσεως Βρονταδουσίων Αττικής Ιατρός κ. Αναστάσιος Τριπολίτης, ο Ιατρός κ. Αναστάσιος Τριπολίτης, ο Ιατρός κ. Παντελής Πετεινάκης, φιλομαθείς πιστοί, καί αρκετοί νέοι.
Η όλη εκδήλωσις υπήρξεν τόσον από μέρους παρουσιαστών, όσον καί από μέρους ακροατηρίου λίαν υψηλού επιπέδου ώστε, δικαίως, εχαρακτηρίσθη εκ τών κορυφαίων επετειακών εκδηλώσεων εν Χίω διά τό 1821.