Βέροια: Στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Βεροίας τόνισε:«Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης».
Την Κυριακή 2 Ιουλίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Βεροίας.
Στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Βεροίας τόνισε:«Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης».
Ένα πολύ γνωστό θαύμα του Κυρίου μας μας περιέγραψε σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, το θαύμα της θεραπείας του δούλου του εκατοντάρχου. Και όμως αυτό το γνωστό θαύμα έχει πολλά, ασυνήθιστα, θα λέγαμε, στοιχεία, τα οποία αξίζει να τα προσέξουμε και να διδαχθούμε.
Το πρώτο στοιχείο είναι η ιδιότητα αυτού που πλησιάζει τον Χριστό και ζητά τη θεραπεία. Δεν ήταν ένας από τους Ιουδαίους, στους οποίους απευθυνόταν κυρίως ο Χριστός και οι οποίοι τον πλησίαζαν. Ήταν εθνικός, ειδωλολάτρης, και μάλιστα όχι ένας απλός άνθρωπος, όπως η Χαναναία που του ζήτησε να θεραπεύσει τη δαιμονισμένη θυγατέρα της, αλλά ένας αξιωματούχος του ρωμαικού στρατού, ένας εκπρόσωπος του κράτους. Όμως τολμά να πλησιάσει τον Χριστό και να ομολογήσει με τον τρόπο αυτό την πίστη του.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το πρόσωπο για το οποίο ζητά το θαύμα. Δεν είναι το παιδί του, δεν είναι ένα πρόσωπο της οικογενείας του, δεν είναι ούτε έστω ένας από τους στρατιώτες του. Είναι ο δούλος του, ένα πρόσωπο το οποίο κατά τη ρωμαική νομοθεσία θεωρείτο κτήμα του κυρίου του, χωρίς κανένα ανθρώπινο δικαίωμα. Και ο εκατόνταρχος όχι μόνο δεν τον αντιμετωπίζει έτσι, όχι απλώς φροντίζει για τη θεραπεία του, αλλά κάνει κάτι ακόμη περισσότερο: απευθύνεται στον Χριστό, σε έναν άγνωστό του, και του ζητά βοήθεια.
Το τρίτο στοιχείο είναι η αυτογνωσία του εκατοντάρχου. Ο Χριστός μόλις ακούει ότι ο δούλος του υποφέρει από φοβερούς πόνους και χωρίς να περιμένει να του πεί τι ακριβώς ζητά, προσφέρεται με αγάπη να τον επισκεφθεί στο σπίτι του για να τον θεραπεύσει. Ο εκατόνταρχος όμως τον αποτρέπει, γιατί, όπως λέγει, δεν αισθάνεται άξιος να υποδεχθεί τον υψηλό επισκέπτη.
«Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Κύριε, του λέγει, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στο σπίτι μου.
Αισθάνεται την ανθρώπινη αμαρτωλότητά του, αισθάνεται τη θεότητα του Χριστού και κρίνει ότι είναι ανάξιος. Και δεν την αισθάνεται μόνο, αλλά με μεγάλη ταπείνωση την ομολογεί δημόσια, χωρίς να φοβάται ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να ακυρώσει το αίτημά του και να μην επιτύχει τη θεραπεία του δούλου του. Δεν φοβάται όμως ο εκατόνταρχος, γιατί η πίστη του διώχνει τον φόβο.
Η πίστη του αυτή είναι το τέταρτο στοιχείο που αναδεικνύει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Η πίστη του εκατοντάρχου είναι τόση μεγάλη, ώστε είναι βέβαιος ότι ο Χριστός δεν χρειάζεται να έλθει στο σπίτι του για να θεραπεύσει τον δούλο του. Αρκεί ο λόγος του, όπως αρκεί και ο δικός του, για να κάνουν κάτι οι στρατιώτες του. Η πίστη του εκατοντάρχου είναι τόσο μεγάλη, ώστε κάνει τον Χριστό να την θαυμάζει, όπως σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής, και να λέγει στους μαθητές του ότι τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκε ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες.
Είναι αλήθεια ότι η πίστη είναι αυτό που ζητά ο Χριστός σε κάθε θαύμα. Ο εκατόνταρχος όμως διαθέτει εκτός από την πίστη, που μπορεί και πολλοί από εμάς να διαθέτουμε, και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, την αυτογνωσία, την οποία πολλές φορές παραθεωρούμε ή και υποτιμούμε. Νομίζουμε ότι, επειδή έχουμε πίστη, ο Χριστός είναι υποχρεωμένος, κατά κάποιον τρόπο, απέναντί μας, ή ακόμη ότι, επειδή έχουμε πίστη έχουμε περισσότερα προνόμια και δικαιώματα από άλλους αδελφούς μας είτε είναι εντός Εκκλησίας είτε είναι εκτός.
Όμως αυτό είναι ψευδαίσθηση και αυταπάτη, η οποία αντί να μας φέρνει πιο κοντά στον Χριστό, μπορεί και να μας απομακρύνει. Αντίθετα η αυτογνωσία, η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας, η συναίσθηση της ανθρωπίνης αδυναμίας μας, μας οδηγεί στην ταπείνωση και αυτή ελκύει τον Χριστό στην ψυχή μας, ο οποίος επιβλέπει επί τους ταπεινούς και ευαρεστείται από αυτούς.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι αυτή τη φράση του εκατοντάρχου, την οποία προέταξα της σημερινής μου ομιλίας, δανείζεται και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ευχή του, η οποία περιλαμβάνεται στην Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως, και την οποία θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε και εμείς, αντί να καυχώμεθα και να υπερηφανευόμεθα για τις δήθεν αρετές μας. Διαφορετικά δεν θα μπορέσουμε να προοδεύσουμε πνευματικά αλλά ούτε να έχουμε τη χάρη του Χριστού, όπως την είχαν και οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, τους οποίους εορτάσαμε χθες, και πολύ περισσότερο η Παναγία μας, της οποίας την κατάθεση της τιμίας εσθήτος στον ναό της των Βλαχερνών τιμά σήμερα η Εκκλησία μας.
Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το παράδειγμα του εκατοντάρχου, της Υπεραγίας Θεοτόκου και των αγίων μας, ώστε με τη χάρη του Θεού να προαγόμεθα πνευματικά αλλά και να θεραπευόμεθα από όσες ψυχικές ή σωματικές ασθένειες μας ταλαιπωρούν όλους.