Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου: Διαβάστε την διδακτική συνέντευξη που δόθηκε στην Raluca Tanaseanu και δημοσιεύθηκε στα ρουμανικά σε βιβλίο για τον Ρουμάνο Αναχωρητή Πρόκλο.
1. Ερώτηση: Σεβασμιώτατε, έχετε φροντίσει ήδη από τα νεανικά Σας χρόνια να γνωρίζετε αναχωρητές, να πάρετε από αυτούς εποικοδομητικό λόγο. Τι σας προσέλκυσε στην ζωή των αναχωρητών;
Απάντηση: Η αλήθεια είναι ότι δεν φρόντισα εγώ, αλλά φρόντισε η Πρόνοια του Θεού. Κατ’ αρχάς, γεννήθηκα μέσα σε μια οικογένεια που οι γονείς μας ζούσαν ασκητικά. Ο πατέρας μου ήθελε να γίνη μοναχός στο Άγιον Όρος, αλλά από υπακοή στον πνευματικό του νυμφεύθηκε μια ευλαβέσταστη γυναίκα, την μητέρα μου. Έτσι, είχε σε όλη την ζωή του τον πόθο του μοναχού και διάβαζε ασκητικά βιβλία. Μεγάλωσα κι εγώ διαβάζοντας την Κλίμακα του Ιωάννου, που είχε ο πατέρας μου. Έπειτα, από μικρός γνώρισα μερικούς κοσμοκαλόγηρους, που αγαπούσαν πολύ τον Χριστό με έργα και πράξεις. Ιδιαίτερα έναν φίλο του πατέρα μου, που ήταν αφιερωμένος στον Θεό και ζούσε ως μοναχός, αν και λαικός, είχε ξυλουργείο και όσα εισέπραττε τα έδινε ελεημοσύνη και ο ίδιος ζούσε με προσευχή.
Αργότερα, ως φοιτητής επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος, και μάλιστα τους ερημίτες και τους αναχωρητές. Με προσήλκυσε η τέλεια προσφορά στον Θεό. Πολύ με συγκινεί αυτή η ολοκληρωτική αφιέρωση στον Θεό. Έβλεπα σε σκίτσα και φωτογραφίες ερημίτες μοναχούς και αισθανόμουν βαθύτατη συγκίνηση. Έβλεπα στην ζωή τους τον Αδάμ προ της πτώσεως, τους Προφήτες, όπως τον Προφήτη Ηλία και την ζωή των δικαίων στον Παράδεισο.
Οι ερημίτες-αναχωρητές αισθάνθηκαν σε έναν μικρό ή μεγάλο βαθμό την ματαιότητα των προσκαίρων, την ωραιότητα των άνω και αιωνίων, την έμπνευσή τους, και κυρίως την αίσθηση ότι δεν πρέπει «να παίζουμε με την αιωνιότητα». Τους ήλκυε η «μέλλουσα πόλις» και όχι «η μένουσα πόλις» (Εβρ. ιγ΄, 14). Αυτό με εντυπωσίαζε πολύ.
2. Ερώτηση: Έχετε επισκεφθή πολλούς Γέροντες. Ποιο ήταν το όφελος που αποκομίζατε από την συνάντηση μαζί τους;
Απάντηση: Από φοιτητής όταν επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος, ακόμη και τώρα, δεν με ενδιαφέρουν τόσο οι βιβλιοθήκες των Μονών, τα χειρόγραφα, οι αγιογραφίες, οι εκτελέσεις των μουσικών μαθημάτων, όσο οι εμπειρικοί μοναχοί, που ζούν μόνο για τον Θεό και αγγίζουν την αιωνιότητα. Βρήκα κάποτε έναν ερημίτη που μου είπε: «Δοξάζω τον Θεό που εφέτος έβρεξε πολύ και η γη έβγαλε χορταράκι και μπορώ να φάω κάτι». Κάποιος άλλος ερημίτης μου είπε: «Μου δίνουν από ένα Μοναστήρι λίγο ψωμί για να τρώγω, για να έχω δυνάμεις, για να εργάζομαι∙ λίγο κρασί για να ανοίγη η φωνή και να προσεύχομαι∙ και λίγο λάδι για να λαδώνωνται τα γόνατά μου να μπορούν να κάνουν μετάνοιες. Τι άλλο θέλω;».
Σε αυτούς τους ασκητές βλέπει κανείς τον τέλειο τρόπο ζωής, αισθάνεται μια ζωή χωρίς συμβιβασμούς, βλέπει ανθρώπους να πιστεύουν αυτό που ζούν, και να ζούν σύμφωνα με την πίστη. Οπότε, καταλαβαίνουμε ότι η πίστη δεν είναι διανοητικό κατόρθωμα, αλλά «όρασις και νόησις καρδίας», όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Όταν συναντούσα τέτοιους μοναχούς, τους ρωτούσα αυτό που ποθούσα και αυτό που ζούσαν εκείνοι. Όταν επισκεφθής έναν ιατρό, θα τον ρωτήσης ιατρικά θέματα, όταν συναντήσης έναν δικηγόρο, θα συζητήσης νομικά. Τους ερημίτες τους ρωτούσα αυτό που ήξεραν πολύ καλά, τα σχετικά με την καρδιά, τον νού, την νοερά προσευχή, την διαφορά μεταξύ της λογικής και της νοεράς προσευχής, την έμπνευση για τον Θεό.
Ωφελήθηκα πολύ από τους ερημίτες, γιατί συναντούσα «καθηγητές της ερήμου», που δίδασκαν από το Πανεπιστήμιο της ερήμου. Δεν βρίσκει κανείς εκεί διανοητές θεολόγους, αλλά χαρισματικούς, εμπειρικούς θεολόγους, χωρίς οι ίδιοι να αντιλαμβάνωνται ότι είναι θεολόγοι. Αυτοί έκαναν μακροχρόνιες έρευνες στα θέματα αυτά και είχαν εμπειρίες. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν μπροστά σε «πύρινες φλόγες της Πεντηκοστής», σε Αποστόλους του Χριστού, γι’ αυτό και η μοναχική ζωή χαρακτηρίζεται από τους Πατέρας ως η αποστολική ζωή.
3. Ερώτηση: Στους Ρουμάνους Χριστιανούς είναι γνωστοί οι βίοι των Αγίων Παισίου, Πορφυρίου και του πατρός Σωφρονίου, άγιοι πατέρες που έχετε γνωρίσει και επισκεφθή. Δεν γνωρίζουμε όμως τίποτα για τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καλλίνικο, ο οποίος υπήρξε Πνευματικός σας και πιθανόν, για τον άγιο βίο του, να καταταχθή στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Απάντηση: Θεωρώ μεγάλο δώρο του Θεού που γνώρισα πολλούς μεγάλους ασκητές και εμπειρικούς θεολόγους, όπως αυτούς που αναφέρατε. Όχι απλώς τους γνώρισα, αλλά συνδέθηκα πνευματικά μαζί τους και αξιώθηκα να κάνω αίτηση στο Πατριαρχείο για την αγιοκατάταξή τους. Ο άγιος Παίσιος συνδέθηκε μαζί μου σε όλες τις φάσεις της ζωής μου. Ο άγιος Πορφύριος επενέβη διακριτικά στην ζωή μου. Ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν μεγάλος ευεργέτης μου. Το ίδιο ισχύει και για άλλους, όπως τον Γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθείτη, τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, τον Ηγούμενο της Μονής Γρηγορίου Αρχιμ. Γεώργιο και άλλους, φανερούς και αφανείς αγιορείτας.
Όμως, μεγάλη δωρεά του Θεού στην ζωή μου ήταν ο μακαριστός Γέροντάς μου Μητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος, με τον οποίο έμενα στην Μητρόπολη δέκα πέντε χρόνια και αξιώθηκα από τον Θεό να τον διακονήσω επτά μήνες στο κρεββάτι της ασθενείας του, και, κατά την πρόρρησή του, να του κλείσω τα μάτια.
Το σημαντικό είναι ότι οι αγιορείτες που ανέφερα προηγουμένως τον εκτιμούσαν πολύ. Ο άγιος Παίσιος όταν τον συνάντησε, κατά την μαρτυρία ενός υποτακτικού του, είπε: «Πρώτη φορά βλέπω τέτοιον Δεσπότη. Μέχρι τώρα δεν έχω δεί σαν τον Καλλίνικο». Και επειδή ο Καλλίνικος στην διαθήκη του έγραψε: «Το έλεος του Κυρίου ας με συνοδεύη κατά την εκ του ματαίου τούτου κόσμου εκδημία μου», ο άγιος Παίσιος όταν το άκουσε αυτό είπε: «Όχι απλώς τον συνοδεύει, αλλά τον καταδιώκει το έλεος του Θεού».
Ήταν, πράγματι, ένας ασκητής Επίσκοπος, που είχε εσωτερική ευαισθησία, καθαρότητα ψυχής και σώματος, αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους, κοσμημένος με βαθύτατη ταπείνωση και προσευχή, ήταν διαποτισμένος ολόκληρος από το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και τον αγιορείτικο τρόπο ζωής από τα μικρά του χρόνια, απέφευγε ο,τι δεν ήθελε ο Θεός, και ήταν απόλυτα αφιερωμένος στον Θεό.
Αυτός με εισήγαγε στην ησυχαστική ζωή και το χαιρόταν πολύ. Μου έδωσε από την αρχή, όταν αποφάσισα να γίνω μοναχός, να διαβάσω το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων», του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, και με μεγάλωσε πνευματικά με αγάπη και ελευθερία. Έζησα κοντά του την αρχοντική αγάπη και την αρχοντική ελευθερία. Γνώρισα έναν άγιο ασκητή Επίσκοπο, που όλη την ημέρα έλιωνε ως λαμπάδα, προσφέροντας την ορθόδοξη ζωή στους ανθρώπους του ποιμνίου του. Λίγο τον απασχολούσαν τα λεγόμενα «πολιτικά της Εκκλησίας». Πήγαινε στην Σύνοδο των Επισκόπων με φόβο Θεού και προσευχή. Σε μια επιστολή του, που μου έστειλε όταν ήταν Συνοδικός, μου έγραφε: «Σε παρακαλώ, γονάτισε και παρεκάλεσε τον Ιδρυτήν της Εκκλησίας να βοηθήση τον Επίσκοπόν σου και την Εκκλησίαν Του».
Επειδή είχε τέτοια ζωή, γι’ αυτό και η κοίμησή του ήταν οσιακή. Αντιμετώπισε την ασθένειά του –όγκο στον εγκέφαλο– με μεγάλη αυτομεμψία, ταπείνωση, αγάπη, ακόμη και σε εκείνους που τον συκοφάντησαν, προσευχή στον Θεό, απόλυτη εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού, βαθυτάτη αίσθηση καθαρότητας λογισμού εν όψει της συναντήσεώς του με τον Χριστό, έντονη μνήμη θανάτου.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έχοντας υπ’ όψη της όλα αυτά αποφάσισε την αγιοκατάταξή του και έστειλε την πρότασή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να προβή στην εγγραφή του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας. Ο λαός στην Έδεσσα ήδη τον τιμά ως άγιο, γιατί έχει αποδείξεις της ζωντανής παρουσίας του. Έχω γράψει τρία βιβλία για τον μακαριστό Γέροντά μου.
Πολλές φορές σκέπτομαι: Πως θα ανταποκριθώ στις μεγάλες δωρεές του Θεού;
4. Ερώτηση: Ξέρουμε ότι οι αναχωρητές πενθούν για τις αμαρτίες τους, αισθάνονται ως οι πιο αμαρτωλοί άνθρωποι. Πως φτάνουν σε αυτό το βαθύ αίσθημα της μετανοίας;
Απάντηση: Με την ζωή της καθαρότητας που ζούν φθάνουν να αισθανθούν βιωματικά την κατάσταση των πρωτοπλάστων προ της πτώσεώς τους, αλλά και την ζωή των αγγέλων. Ακόμη, με την Χάρη του Θεού τους αποκαλύπτεται ο χώρος της καρδίας, όπου υπάρχει το νοερό θυσιαστήριο, ένα εσωτερικό εκκλησάκι όπου γίνεται αδιάλειπτη νοερά θεία Λειτουργία, επίσης φθάνουν και στην θεωρία του Φωτός ή βλέπουν την ουράνια θεία Λειτουργία, όπως την είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και την περιγράφει στο βιβλίο της Αποκαλύψεως.
Όταν, όμως, μειώνεται αυτή η κατάσταση, το αισθάνονται ως βαθύτατη πτώση, και έτσι καταλαβαίνουν τον Αδάμ που εξήλθε από τον Παράδεισο και θρηνούσε. Ο άγιος Σιλουανός έχει γράψει καταπληκτικά κείμενα πάνω σε αυτό το θέμα, που ο Γέροντας Σωφρόνιος απεκάλεσε ως «Αδαμιαίο θρήνο».
Αυτό συντονίζεται με όλη την πατερική παράδοση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης γράφει ότι εάν δεν καταλάβουμε σε ποια κατάσταση ήμασταν όταν μας δημιούργησε ο Κύριος, δεν θα καταλάβουμε σε ποια κατάσταση μας οδήγησε η αμαρτία. Έτσι, οι άγιοι με τον φωτισμένο νού και την θεωρία του Θεού καταλαβαίνουν εμπειρικά πως είναι ο φυσικός άνθρωπος και πως έγινε παρά φύσιν άνθρωπος με την αμαρτία, γι’ αυτό και επιδίδονται σε ακράτητο θρήνο. Κλαίνε όχι μόνον για τυχόν αμαρτίες, αλλά και γιατί ο νούς τους δεν μπορεί να παραμείνη για πολύ χρόνο στην μνήμη του Θεού, για έναν λογισμό που τους πλησιάζει, γιατί χάνουν την κοινωνία με τον Θεό, για την αίσθηση της φθαρτότητας και της θνητότητας, που είναι οι λεγόμενοι δερμάτινοι χιτώνες. Αισθάνονται την ζωή χωρίς Θεό ως ζωώδη κατάσταση, και αυτό δεν γίνεται με ψυχολογικούς και κοινωνικούς όρους, αλλά με καθαρώς εμπειρικούς θεολογικούς όρους. Όταν ανατέλλη ο ήλιος, τότε αποκαλύπτονται τα πάντα καθαρά, και οι μικρότερες ακαθαρσίες. Και όταν δύη ο ήλιος, έρχεται το σκοτάδι. Αυτό γίνεται και με την ψυχή.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη, όταν είδε τον Χριστό μέσα στην δόξα Του έπεσε στα πόδια του «ως νεκρός» (Απ. α΄, 17). Και όταν είδε όλη την ουράνια Λειτουργία γέμισε από πόθο και είπε: «Έρχου Κύριε Ιησού» (Απ. κβ΄, 20). Έτσι, οι άγιοι ζούν από τώρα την Βασιλεία του Θεού, και γι’ αυτό την αναζητούν συνεχώς, βιώνουν τον αρραβώνα του Πνεύματος και αναμένουν με πόθο και τον γάμο με τον Νυμφίο Χριστό, το Αρνίο της Αποκαλύψεως.
5. Ερώτηση: Γιατί νιώθουμε χαρά όταν βρισκόμαστε κοντά σε έναν άγιο άνθρωπο και έχουμε την αίσθηση ότι δεν θα θέλαμε να τον αποχωριστούμε ποτέ πιά;
Απάντηση: Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι συνέχεια της προηγούμενης απαντήσεως. Αυτό γίνεται, γιατί ο άγιος άνθρωπος είναι ο φυσικός άνθρωπος. Και επειδή γνωρίσαμε πολλούς παρά φύσιν ανθρώπους, γι’ αυτό μας εντυπωσιάζει ο κατά φύσιν και υπέρ φύσιν άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό. Έπειτα, η ζωή ενός αγίου είναι κρυμμένη «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολ. γ΄, 3). Ο Πατήρ αγαπά τον Υιό Του και αγαπά και αυτούς που είναι κρυμμένοι μέσα σε Αυτόν. Όπου είναι ο Θεός, εκεί είναι ο Παράδεισος. Γι’ αυτό όταν συναντούμε αγίους οσφραινόμαστε την ατμόσφαιρα της Βασιλείας του Θεού.
Έπειτα, επικοινωνώντας με πολλούς ανθρώπους σήμερα δεχόμαστε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, έναν ιδιόμορφο «βιασμό». Η αγάπη που μας δείχνουν είναι γεμάτη από φιλαυτία, ιδιοτέλεια, πράγμα που βιάζει την ψυχή μας, δεν είναι αληθινή αγάπη. Δεν μας πλησιάζουν με ευαισθησία, αλλά με αγριότητα, βαναυσότητα, με ποικίλα πάθη. Επειδή και εμείς είμαστε πολύ πληγωμένοι από διάφορες καταστάσεις, διότι έχουμε πικραθή πολύ, γι’ αυτό κάθε κίνηση προς εμάς ενός εμπαθούς ανθρώπου την αισθανόμαστε ως «βιασμό» της ψυχής μας.
Αντίθετα, οι άγιοι που έχουν αποβάλει τους δερμάτινους χιτώνες, της φθαρτότητας, της παθητότητας και της θνητότητας, που η φιλαυτία μεταποιήθηκε σε φιλοθεία και φιλανθρωπία, και διακρίνονται για την ανιδιοτελή αγάπη, είναι πολύ ευαίσθητοι, τρυφεροί, απαλοί και μας πλησιάζουν με αγάπη πνευματική, σαν την αύρα του Αγίου Πνεύματος. Τελικά, ο άνθρωπος σήμερα χρειάζεται μια «θεολογία τρυφερότητας», που την έχουν μόνον οι άγιοι, οι αληθινοί άνθρωποι.
6. Ερώτηση: Σεβασμιώτατε, χαιρόμαστε όταν επισκεπτόμαστε ανθρώπους με άγιο βίο για να ακούσουμε εποικοδομητικό λόγο εκ μέρους τους, όμως δεν καταφέρνουμε να μετατρέψουμε σε πρακτική αυτά τα λόγια. Από που προέρχεται αυτή η ανημπόρια και πως μπορεί να ξεπεραστή;
Απάντηση: Κατ’ αρχάς, η συνάντηση με αγίους ανθρώπους, που είναι ναοί του Αγίου Πνεύματος και πραγματικά μέλη του Σώματος του Χριστού, «ζωντανοί οργανισμοί», θεολόγοι στην πράξη, είναι ένα σημαντικό γεγονός για κάθε άνθρωπο. Με αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε στην πράξη τι είναι ο Θεός, τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η αναγέννηση του ανθρώπου.
Αυτό είναι σημαντικό, γιατί σήμερα όλοι ομιλούμε για το «τι» και όχι για το «πως», δηλαδή κάνουμε λόγο τι είναι ο Θεός και όχι πως θα γίνουμε κατά Χάρη και μέθεξη θεοί∙ τι είναι η αγάπη, και όχι πως θα αποκτήσουμε τΟι άγιοι μας δείχνουν και το «τι» και το «πως» της εκκλησιαστικής ζωής. Βλέποντας αυτούς τους αγίους σιγά-σιγά θα οδηγούμαστε από το «τι» στο «πως». Αντίθετα, όταν μόνον διαβάζουμε, δεν θα βοηθηθούμε πραγματικά και αληθινά.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε μια ομιλία του προτρέπει τους ακροατές του να επισκεφθούν αγίους μοναχούς στα όρη, γιατί θα ωφεληθούν από τον τρόπο της ζωής τους και από τα όσα θα ακούσουν. Μάλιστα, λέγει ότι όταν ο άνδρας επισκεφθή αυτούς τους αγίους μοναχούς, τους ερημίτες που ζούν αγγελικό βίο, τότε θα αλλάξη η ζωή του και θα επιστρέψη στο σπίτι του ήμερος και ήσυχος, καθαρός από κάθε ηδονή, πιο καλός στους τρόπους από ο,τι ήταν προηγουμένως, και έτσι θα τον δεχθή η γυναίκα του ήρεμο. Το αντίθετο συμβαίνει, όπως λέγει, για τον άνθρωπο εκείνον που πηγαίνει στο θέατρο, αφού επιστρέφει στο σπίτι του αγριεμένος με την γυναίκα του, διότι στο θέατρο είδε κάποια άλλη γυναίκα καλύτερη.
Βλέποντας τέτοια ζωντανά παραδείγματα θα αλλάξουμε διαγωγή. Στην αρχή θα βλέπουμε τους αγίους και θα τους θαυμάζουμε, έπειτα θα κρίνουμε τον εαυτό μας με την σύγκριση, και στην συνέχεια θα παραδειγματιζόμαστε και θα τους μιμούμαστε όσο μπορούμε στην καθημερινή μας ζωή.
Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι έχουμε μάθει στην ζωή της πτώσεως με τους πολλούς λογισμούς, την φαντασίωση και την ασθένεια του νού, να τα θεωρούμε όλα αυτά ως φυσική ζωή, ενώ είναι παρά φύσιν ζωή. Έτσι, αρρωσταίνει ο νούς, το λογιστικό και το παθητικό μέρος της ψυχής, για τα οποία η θεραπεία είναι μακροχρόνια. Ένας άρρωστος νούς, η άρρωστη λογική, η επιθυμία, ο θυμός για να αλλάξουν πρέπει να αγωνισθή ο άνθρωπος πολύ με την ενέργεια της θείας Χάριτος. Στον αγώνα αυτόν η επικοινωνία με τους αγίους ανθρώπους μας βοηθά αποτελεσματικά, γιατί αυτοί λειτουργούν και ως ζωντανά πρότυπα και ως προπονητές που μας αθλούν στην πνευματική ζωή, για να γίνουμε και εμείς άνθρωποι του Θεού.
7. Ερώτηση: Ο γέροντας Πρόκλος μας παρότρυνε να προσευχόμαστε αδιαλείπτως, να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε με την προσευχή. Μιλήστε μας,σας παρακαλούμε, για ανθρώπους τους οποίους έχετε συναντήσει, οι οποίοι απέκτησαν την αδιάλειπτη προσευχή!
Απάντηση: Η προσευχή είναι απαραίτητη για την ζωή μας. Ο Χριστός μας υπέδειξε τον τρόπο της προσευχής. Ενώ Εκείνος είχε διαρκή επικοινωνία με τον Πατέρα Του και το Άγιον Πνεύμα, εν τούτοις ανέβαινε στο Όρος να προσευχηθή μόνος Του. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει ότι δεν το είχε ανάγκη, αλλά το έκανε για μας, για να γίνη υπόδειγμα, ώστε να αγαπήσουμε την προσευχή σε έρημο τόπο. Ακόμη, ο Χριστός δίδαξε τους Μαθητές Του, και δι’ αυτών και εμάς να προσευχόμαστε διαρκώς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει κάπου ότι περισσότερο πρέπει να προσευχόμαστε, παρά να αναπνέουμε, δηλαδή «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον». Τόση ανάγκη έχει ο άνθρωπος της συνεχούς προσευχής, δηλαδή της συνεχούς αναφοράς του στον Θεό! Ο Απόστολος Παύλος παρήγγειλε στους Χριστιανούς της εποχής του∙ «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ε΄, 17).
Η προσευχή είναι έκφραση αγάπης στον Θεό. Ένας άνθρωπος που αγαπά κάποιον άλλον, ο σύζυγος που αγαπά την σύζυγό του ή το αντίστροφο, η μητέρα που αγαπά το παιδί της, θέλουν να τους σκέπτωνται συνεχώς. Όταν κανείς αγαπά τον Θεό, θέλει συνεχώς να Τον ενθυμείται, να προσεύχεται, όχι ως καθήκον, αλλά ως ανάγκη, σαν να είναι μια όρεξη της ψυχής για τον Θεό. Είναι μια θεία αγάπη, ένας θείος έρωτας. Και επειδή αισθάνεται κανείς μέσα του την Χάρη του Θεού να γεμίζη την ψυχή του, επειδή αισθάνεται να τελήται μέσα στην καρδιά του η νοερά θεία λειτουργία, γι’ αυτό αυξάνεται αυτή η αγάπη του προς τον Χριστό. Τελικά, η προσευχή και ο τρόπος με τον οποίο τελείται είναι το θερμόμετρο της πνευματικής ζωής, δείχνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πνευματικός μας οργανισμός.
Συνάντησα πολλούς μοναχούς, ακόμη και ανθρώπους που ζούν στον κόσμο, μερικοί από αυτούς ήταν οικογενειάρχες, που είχαν αδιάλειπτη μνήμη Θεού. Η μητέρα μου ήταν μια από αυτούς, που στο τέλος της ζωής της ήταν πέντε χρόνια κατάκοιτη και ποτέ δεν διαμαρτυρόταν, αλλά πάντοτε δόξαζε τον Θεό και μάλιστα έλεγε: «Δεν είμαι άξια να Τον δοξάζω». Αυτό έκανε σε όλη την ζωή της. Μπορώ να προσθέσω και την μητέρα του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, μια Καππαδόκισσα γυναίκα, που ζούσε στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης, πολύ κοντά στο σημείο που είναι το κτίριο των Ηνωμένων Εθνών, και είχε αδιάλειπτη προσευχή, έβλεπε αγίους και αγγέλους. Είναι εκπληκτικό το να ζη κανείς στο κέντρο των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων του κόσμου και αυτός να μην επηρεάζεται από αυτό, αλλά να ζη τον πνευματικό κόσμο και τον δημιουργό του κόσμου. Από εκεί κληρονόμησε την παράδοση αυτή ο υιός της, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Στο «Άσμα Ασμάτων» της Παλαιάς Διαθήκης γράφεται: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» (Ασμ. Ασμ. ε΄, 2). Είναι δυνατόν κανείς να κοιμάται το βράδυ, που σημαίνει ότι όλα τα όργανα του σώματος υπολειτουργούν, και όμως το νοερό της ψυχής να έχη μνήμη Θεού. Όταν ο άνθρωπος την ημέρα έχη μνήμη Θεού, τότε και την νύκτα που το σώμα του ηρεμεί, ο νούς του, η καρδιά του, οι μνήμες του θα είναι στον Θεό. Μια τέτοια ερμηνεία δίνει και ο Μέγας Βασίλειος σε αυτήν την κατάσταση.
Και αυτό το έργο δεν είναι σπάνιο. Οι εμπαθείς άνθρωποι την νύκτα ονειρεύονται ο,τι έχει σχέση με τα πάθη τους που εκδήλωσαν την ημέρα, ενώ οι απαθείς άνθρωποι, των οποίων οι δυνάμεις της ψυχής στρέφονται προς τον Θεό, όλη την νύκτα που κοιμούνται, τότε που χαλαρώνει το σώμα τους και υπολειτουργούν τα σωματικά όργανα, αισθάνονται την πνευματική καρδιά τους να προσεύχεται, να εκφράζη την αγάπη τους προς τον Θεό. Αυτή είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου της θείας Χάριτος.
Αυτό φαίνεται σε μια προσευχή που κάνουμε στον Χριστό πριν τον ύπνο και περιλαμβάνεται στην ακολουθία του Αποδείπνου. Αφού παρακαλούμε τον Θεό να μας αναπαύση το σώμα και την ψυχή κατά την διάρκεια του ύπνου και να μας απαλλάξη από την σκοτεινή και νυκτερινή ηδυπάθεια, και από τις ορμές των παθών, και να καταστείλη τις επαναστάσεις της σαρκός, στην συνέχεια προσευχόμαστε: «Και δώρησαι ημίν ο Θεός, γρήγορον νούν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον». Και όλα αυτά τα ζητάμε να συμβούν κατά την διάρκεια του ύπνου. Επίσης, παρακαλάμε: «Παννύχιον ημίν την σην δοξολογίαν χάρισαι εις το υμνείν και ευλογείν και δοξάζειν, το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά σου». Και έπειτα ζητάμε να μας αναστήση στον καιρό της προσευχής και να είμαστε στηριγμένοι στις εντολές Του. Αυτή η προσευχή που γίνεται προ του ύπνου περιγράφει την εμπειρία της προσευχής κατά τον ύπνο. Είναι μια πολύ σημαντική αυτή η πληροφορία για την νοερά προσευχή και κατά την διάρκεια του σωματικού ύπνου.
Και κάτι ακόμη εκπληκτικότερο. Όταν μάθη κανείς να ζη έτσι, τότε και το διάστημα, πριν αποχωρήση η ψυχή από το σώμα, δηλαδή προ του θανάτου, ενώ το σώμα θα είναι αδύνατο, άρρωστο, η ψυχή θα προσεύχεται, ο νούς θα είναι σε πνευματική ένταση και έτσι θα φύγη ο άνθρωπος από τον κόσμο αυτόν προσευχόμενος για να συναντήση τον Θεό στην Βασιλεία Του, όπου θα συμμετάσχη στην Ουράνια θεία Λειτουργία. Εάν ο άνθρωπος δεν μάθη από την ζωή αυτήν την αδιάλειπτη προσευχή, πως θα μπορέση να συμμετάσχη στην αδιάλειπτη Λειτουργία της αιώνιας ζωής, την οποία περιγράφει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αποκάλυψη; Άλλωστε, η αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας είναι το «Κύριε ελέησον» και το «Δόξα σοι ο Θεός ημών, δόξα σοι».
Γι’ αυτό είναι σημαντικό αυτό που σας έλεγε ο Γέροντας Πρόκλος, ο οποίος από ο,τι φαίνεται είχε πνευματικές εμπειρίες πάνω στο θέμα της νοεράς προσευχής.
8. Ερώτηση: Πως να αποκτήσουμε την εσωτερική ειρήνη σε αυτούς τους τόσο ταραγμένους καιρούς και με τόσους πειρασμούς;
Απάντηση: Όλα αυτά που είπαμε μέχρι τώρα μας δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ζούμε, για να υπερβαίνωνται όλα τα προβλήματα της ζωής μας, και να ζούμε την ειρήνη της καρδίας. Ο Χριστός δεν μας είπε ότι θα ζούμε σε ήρεμες κοινωνίες, αντίθετα έστειλε τους Μαθητές Του στον κόσμο «ως πρόβατα εν μέσω λύκων» και τους ανήγγειλε διωγμούς, προβλήματα, δυσκολίες, μαρτύριο. Δεν είπε ο Χριστός ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι και οι δυσκολίες στην γη, αντίθετα μάλιστα είπε ότι όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του κόσμου, τόσο θα αυξηθούν τα προβλήματα, γι’ αυτό είπε: «εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους· πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου» (Ματθ. κδ΄, 7-8).
Η ειρήνη την οποία ύμνησαν οι άγγελοι την ημέρα της γεννήσεως του Χριστού, και η βασιλεία για την οποία ομίλησε ο Χριστός αναφέρονται στην κατάσταση της ψυχής, όταν έρχεται η Χάρη του Θεού μέσα σε αυτήν, και κυρίως όταν ο άνθρωπος δη τον Χριστό μέσα στο Φως. Έτσι, έζησαν όλοι οι άγιοι, οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Πατέρες, οι όσιοι και ασκητές, τα ευλογημένα ανδρόγυνα. Δεν έζησαν σε ειρηνικές κοινωνίες, αλλά αυτοί οι ίδιοι έζησαν την ειρήνη του Θεού στην καρδία τους.
Ο Απόστολος Παύλος ήταν αιχμάλωτος στην Ρώμη και από εκεί έστειλε τέσσερεις Επιστολές γεμάτες θεολογία, ιδιαιτέρως η προς Φιλιππησίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου είναι μια Επιστολή γεμάτη χαρά, πουθενά δεν υπάρχει μεμψιμοιρία για τις εξωτερικές δυσκολίες που υπήρχαν.
Οπότε, πρέπει να μάθουμε έναν τρόπο ζωής που θα υπερβαίνη τα προβλήματα, όπως το αεροπλάνο υψώνεται πάνω από τα σύννεφα και όπως ο δορυφόρος που ξεφεύγει από τον νόμο της βαρύτητας, εξέρχεται από την γη όπου ισχύουν άλλοι νόμοι. Οι κοσμοναύτες από τον δορυφόρο βλέπουν την γη, χωρίς να αναμειγνύωνται στα προβλήματά της. Πρέπει να ζούμε την υπέρβαση των δυσκολιών με την ενέργεια του Θεού. Αυτό μας διδάσκουν οι άγιοι, που είναι με την Χάρη του Θεού οι πλέον φυσικοί άνθρωποι, αν και ζούν σε αφύσικες κοινωνίες είναι οι υπέρ φύσιν εν Χριστώ άνθρωποι. Ο νούς τους είναι ουράνιος, δέχεται το Φως του Θεού, και με τον τρόπο αυτόν μας κατευθύνουν. Ανάπτουν μέσα μας τον ουράνιο πόθο, την δίψα της αιωνίου ζωής. Γι’ αυτό και μας εμπνέουν. Τιμάμε τους αγίους για να γίνουν πρότυπα ζωής, για να αγαπήσουμε πιο πολύ τον Χριστό που κατοικεί μέσα σε αυτούς, ώστε από το παρά φύσιν να φθάσουμε στο κατά φύσιν, και από εκεί να ανεβούμε στο υπέρ φύσιν. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής μας. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.