Ι.Μ. ΑΙΤΩΛΙΑΣ: Σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, ας μεταφερθούμε με τον νού και την καρδιά μας στο πρώτο απόγευμα μετά την Ανάστασι του Κυρίου μας.
Δύο μαθητές του Κυρίου εβάδιζαν στο δρόμο που ενώνει την Ιερουσαλήμ με την πολίχνη Εμμαούς. «Ήσαν πορευόμενοι προς Εμμαούς» λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. κδ’ 13). Βάδιζαν σκυθρωποί και με λόγια γεμάτα από απαισιοδοξία. Κατήφεια, μελαγχολία, βαρυχειμωνιά είχαν στην καρδιά τους. Γιατί; Στήριζαν πολλές ελπίδες στον διδάσκαλό τους. Στήριζαν όλο τον εαυτό τους. Και τώρα; Τον είδαν σαν κοινό νεκρό επάνω στον σταυρό και μετά τον έχασαν, αφού ενταφιάσθηκε στον τάφο του Ιωσήφ. Τι θα γίνουν τώρα;
Τα όνειρά τους έσβησαν και γι’ αυτό έφυγαν από την προφητοκτόνο πόλι της Ιερουσαλήμ. Βάδιζαν προς Εμμαούς. Ξαφνικά, όμως, τους προλαμβάνει, τους συναντά και συνοδοιπορεί μαζί τους ένας άγνωστος, ένας ξένος, όπως νόμιζαν. Ο ξένος τους ερωτά, «ποια είναι τα μεγάλα ζητήματα τα οποία σας απασχολούν, για τα οποία συζητείτε μεταξύ σας και σας κάνουν τόσο σκυθρωπούς;» (Λουκ. κδ’, 17).
Οι δύο μαθητές δεν διστάζουν να απαντήσουν και να εξηγήσουν στον άγνωστο συνοδοιπόρο τα γεγονότα του πάθους και του θανάτου του διδασκάλου τους: «Δυνατός ο διδάσκαλός μας στα λόγια και στα έργα του.
Όμως συνελήφθη από τους εχθρούς του∙ καταδικάσθηκε σε θάνατο και ετάφη. Εμείς περιμέναμε να λυτρώση το ισραηλιτικό γένος μας και τώρα χάθηκαν όλα. Ακούγονται βέβαια κάποια γυναικεία λόγια που λένε ότι αναστήθηκε και ζη… όμως εμείς δεν τον είδαμε» (Λουκ. κδ’, 19-23).
Όσο βάδιζαν οι μαθητές, τόσο και γίνονταν περισσότερο σκυθρωποί. Τότε ο άγνωστος άρχισε να τους ομιλεί. Γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή. Γνώριζε τα όσα γράφει ο προφήτης Μωυσής, όσα γράφουν όλοι οι
προφήτες. Αυτά που λέει είναι λόγια σοφά, γεμάτα δύναμι, γεμάτα ζωή και ενθουσιασμό βεβαιότητας: «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ’, 26).
Αυτά, τους είπε, δεν έπρεπε να πάθει ο Χριστός κατά τους προφήτες, και μετά από όλα αυτά τα
παθήματα να εισέλθη στη Δόξα Του; Συζητώντες έφθασαν στους Εμμαούς. Ο ξένος προσποιήθηκε ότι θέλει να
προχωρήση. Οι δυό μαθητές τον επίεσαν να μείνη μαζί τους και να συνδειπνήση. Κατά το δείπνο ο ξένος σηκώθηκε, ευλόγησε τον άρτο, τον τεμάχισε, όπως ακριβώς εκανε ο διδάσκαλος με τους μαθητές του, και έγινε άφαντος. Και τότε συγκλονίσθηκαν οι μαθητές. Αφυπνίσθηκαν. Η καρδιά τους αισθάνθηκε την πνευματική φλόγα του θείου ζήλου και της αγάπης προς τον Χριστό. Και όταν συνοδοιπόρησαν με τον άγνωστο ένοιωσαν από τα λόγια του καινούργια συναισθήματα αισιοδοξίας και ελπίδος. Τώρα όμως;
Τώρα βεβαιώνονται ότι ο ξένος Εκείνος συνοδοιπόρος τους δεν είναι ξένος, αλλ’ είναι ο διδάσκαλος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ναί, αλήθεια. Ηγέρθη ο Κύριος! Αναστήθηκε! Και τότε, ελέγχουν τον εαυτό τους. Τον ελέγχουν, γιατί δεν είχαν καιομένη και φλογερή, από αγάπη, καρδία.
«Η καρδιά μας (αναρωτιούνται), δεν αισθανόταν την πνευματική φλόγα του θείου ζήλου και της αγάπης προς τον Χριστό και δεν ήταν ζεστή από το φως της θείας αληθείας για να τον γνωρίσουμε;» (Λουκ. κδ’, 32).
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, που εορτάζουμε την λαμπροφόρο Ανάστασι του Χριστού μας, ας έλθουμε με ειλικρίνεια στον εαυτό μας. Εμείς δεν ακούσαμε τώρα, δεν μάθαμε τώρα για το Πάθος και την Ανάστασι του
Χριστού. Ανατραφήκαμε μέσα στην αγκάλη της μητέρας μας ορθοδόξου Εκκλησίας και ζήσαμε το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου.
Η Ανάστασι του Χριστού είναι ατράνταχτο ιστορικό γεγονός. Είναι γεγονός παγκόσμιο, πανανθρώπινο. Ολόκληρη η ιστορία των τελευταίων είκοσι αιώνων στηρίζεται επάνω στην Ανάστασι του Κυρίου. Ο χριστιανισμός δεν θα ζούσε, αν δεν είχε αναστηθή ο Χριστός. «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ιε’, 17).
Το ότι απέθανε ο Χριστός ως άνθρωπος επί σταυρού δεν σημαίνει ότι νικήθηκε. Ο Ίδιος το είπε: «την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων… ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού» (Ιω. ι’, 15,18). Και ο απόστολος Παύλος διακηρύσσει: «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ’, 9).
Εμείς οι σύγχρονοι ορθόδοξοι χριστιανοί τόσα ακούσαμε και είδαμε σχετικά με την Ανάστασι του Χριστού. Όμως, γνωρίζουμε, πιστεύουμε, αγαπούμε, ομολογούμε τον Αναστάντα Κύριο;
Ο Χριστός μας αναστήθηκε και η δύναμι της Αναστάσεώς Του είναι φανερή σε όλο τον κόσμο. Οι εχθροί της Αναστάσεως του Κυρίου επεστράτευσαν διώκτες, φοβερά μαρτύρια για να κάμψουν τους χριστιανούς,
επεστράτευσαν φοβερές αιρέσεις για να αμφισβητήσουν την θεότητα του Αναστάντος, να αλλοιώσουν το κήρυγμα της Αναστάσεως, πολέμησαν άσπονδα το Ευαγγέλιο και τους πνευματικούς εργάτες του, όμως, τίποτα δεν κατόρθωσαν.
Όσες φαντασίες και αν επινόησαν οι άπιστοι και εχθροί της Αναστάσεως, οι φαντασίες τους έμειναν πλάσματα του χοικού μυαλού τους, γιατί ο Αναστάς, ως Θεός αληθινός, δεν νικιέται. «Εξήλθεν νικών και
ίνα νικήση» (Αποκ. στ’, 2).
Έχει παράπονο σήμερα από εμάς ο Αναστάς Κύριός μας, γιατί τον προδίδουμε. Σήμερα που πολεμείται και πάλι η ορθόδοξος Εκκλησία μας, η λατρεία της, το ιερό Ευαγγέλιο, τα αγια και χαριτόβρυτα Μυστήρια, σήμερα
που χλευάζεται η ελληνορθόδοξος αγία Παράδοσί μας, σήμερα που περιφρονείται Αυτός ο Χριστός, εμείς κωφεύουμε, σιωπούμε, τρέμουμε, αφήνουμε να κλονισθή η πίστι μας. Γιατί; Μάλλον επειδή δεν καίει η καρδιά μας από πίστι και αγάπη για τον Χριστό. Ίσως αφήσαμε την καρδιά μας να επηρεασθή, να κοσμικοποιηθή, να θολώση, να ψυχρανθή, να ηλεκτρίζεται από αηδή και οχληρά του κόσμου τούτου και όχι από τον
Αναστάντα.
Έτσι, κατ’αυτόν τον τροπο, χωρίς καιομένη καρδία, δεν πιστεύουμε στον Αναστάντα Κύριο, στην παντοδυναμία Του και στην αγάπη Του, με αποτέλεσμα να φοβόμαστε, να τρέμουμε, να ταρασσόμαστε, να
αποθαρρυνόμαστε, να πτοούμαστε, να φθάνουμε και σε ψυχολογικά προβλήματα ακόμη. Χάσαμε τον Αναστάντα και κερδίσαμε την δυστυχία.
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Σήμερα, αυτή τη μεγάλη και φωτοφόρο Κυριακή του Πάσχα, ας γονατίσουμε εμπρός στον κενό Τάφο του Χριστού και αναζωογονημένοι ας ομολογήσουμε στην καρδιά μας πρώτα, αλλά και παντού, το «Χριστός
ανέστη εκ νεκρών»!
Δεν είμαστε μόνοι. Στρατιά Αγίων πίστεψαν και έζησαν το μυστήριο της Αναστάσεως. Απόστολοι, μάρτυρες, όσιοι, ομολογητές, νεομάρτυρες, με τον Αναστάντα στην καρδιά τους, έζησαν την ειρήνη και τη χαρά χωρίς
αγωνία και ταραχή. Έφθασαν και εμπρός στον δήμιο ακόμα ειρηνικοί και προσέφεραν παντού αγάπη και δημιουργία.
Ας αφήσουμε, αδελφοί και τέκνα αγαπητά, τα φληναφήματα των πάσης φύσεως αρνητών και πολεμίων του Χριστού∙ ας περιφρονήσουμε τους οικοδόμους της χωρίς Χριστό παγκοσμιοποιήσεως, κι ας σηκώσουμε ψηλά το λάβαρο του Αναστάντος Χριστού. Να φωνάξουμε το «Χριστός Ανέστη»!
Ως Ορθόδοξοι Έλληνες, να γίνουμε και να μείνουμε υιοί Ανάστάσεως. Με αυτόν τον τροπο, θα ζούμε την ειρήνη, τη χαρά, την αγάπη, την ενότητα, την αγιασμένη ζωή, για να φθάσουμε και στο ανέσπερο Φως του
Αναστάντος, στη Βασιλεία Του.
Με την αγάπη του Αναστάντος Χριστού,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ