Ανάλυση εις βάθος σοβαρών θεμάτων έγινε στην ημερίδα της Μητροπόλεως Πειραιώς με θέμα: «15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας».
Πλήθος κληρικών και κόσμου έδωσε το παρών, ενώ την έναρξη της ημερίδας κήρυξη ο Μητροπολίτης κ.Σεραφείμ.
Σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Μητρόπολης: «H Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Σεραφείμ, σε συνεργασία με το Γραφείο επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών, διοργάνωσε και πραγματοποίησε την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014 και ώρα 4 μ.μ. στην αίθουσα του «Πειραικού Συνδέσμου» Πειραιώς, Θεολογική Ημερίδα με θέμα: «15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας», στην οποία μετείχαν πλήθος κληρικών και ο πιστός λαός της Πειραικής Εκκλησίας.
Την έναρξη των εργασιών της ημερίδος εκήρυξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ. Στη συνέχεια το θέμα αναπτύχθηκε διεξοδικά από τρεις εκλεκτούς ομιλητές: α) τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Η αποτείχιση υπό το φως της ζωής και των αγώνων του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου», β) τον αρχ. π. Βασίλειο Παπαδάκη, Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας Ρεθύμνου, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία και Παράδοση της Εκκλησίας» και γ) τον πρωτ. π. Ιωάννη Φωτοπουλο, Νομικό και Θεολόγο, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ακοινωνησία και αποτείχιση σύμφωνα με την διδασκαλία και τον βίο των αγίων Πατέρων».
Η Ημερίδα, μετά το πέρας των εισηγήσεων και μετά από εκτενή συζήτηση επ’ αυτών, κατέληξε στα ακόλουθα πορίσματα:
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
1. Στην Ορθοδοξία είναι σημαντική η μνημόνευση του επισκόπου εκάστης τοπικής Εκκλησίας, ως εγγυητού και φύλακος της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά και ως εκφραστού της ενότητος του εκκλησιαστικού σώματος, η οποία (ενότης) πραγματώνεται και διαφυλάσσεται εν τη Θεία Ευχαριστία. Όταν αθετείται η πίστις διά των αιρέσεων, τότε η Εκκλησία, διά των αγίων και θεοφόρων Πατέρων της επισημαίνει τις αποκλίνουσες αιρετικές διδασκαλίες και στην συνέχεια, ακολουθούσα την μακραίωνα Κανονική και Συνοδική Παράδοση, προχωρεί στην καταδίκη της αιρέσεως ως και των αμετανοήτως επιμενόντων στις αιρετικές διδασκαλίες αιρετικών με την συγκρότηση Ορθοδόξων Συνόδων σε τοπικό η και σε οικουμενικό επίπεδο.
2. Η ραγδαία εξάπλωση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού καθ’ όλη την διάρκεια του 20ου αιώνος μέχρι των ημερών μας γέννησε την ανάγκη σε ομάδες κληρικών και λαικών αναζητήσεως ερεισμάτων στους Ιερούς Κανόνες και στους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, προκειμένου να στηρίξουν σ’ αυτούς την αποφυγή των από κάθε επικοινωνία με την αίρεση, διακόπτοντες κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετίζοντες επισκόπους. Έτσι ήλθε για μια ακόμη φορά, εδώ και μερικά χρόνια, στο προσκήνιο της εκκλησιαστικής επικαιρότητος ο 15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της συγκληθείσης επί των ημερών του μεγάλου Φωτίου το 861.
3. Ο εν λόγω Ιερός Κανών, (και ακριβέστερα το δεύτερο μέρος, η παράγραφος του εν λόγω Κανόνος), επιτρέπει την διακοπή του μνημοσύνου, (αποτείχιση), του υφισταμένου κληρικού από τον προιστάμενό του ακόμη και προ συνοδικής κρίσεως αυτού, μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι κηρύσσει δημοσίως αίρεση «παρά των αγίων Συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην». Η προϋπόθεση αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι μας υποχρεώνει να βαδίσουμε «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι» και να στηριχθούμε στην διάγνωση, που εκείνοι έκαμαν, με την δύναμη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ως προς την εν λόγω αίρεση, ακολουθούντες και όχι προπορευόμενοι των Αγίων Πατέρων και προαρπάζοντες την κρίση αυτών σχετικά με την αίρεση. Καί τούτο διότι δεν είναι αρμόδιό το κάθε μέλος της Εκκλησίας να επισημάνει και να διαγνώσει με ασφάλεια την αίρεση, διότι δεν έχει τις ανάλογες πνευματικές προϋποθέσεις. Με την παρά πάνω φράση: «παρά των αγίων Συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην», οι συντάκτες του εν λόγω Ιερού Κανόνος, επιδιώκουν να τονίσουν επίσης τον σεβασμό προς τον συνοδικό θεσμό της Εκκλησίας, αλλά και την αυθεντία των αγίων Πατέρων.
4. Ο εν λόγω Ιερός Κανών οφείλει να ερμηνευθεί στο πνεύμα και στη συνάφεια των δύο προηγουμένων, του 13ου και 14ου, μετά των οποίων αποτελεί μία θεματική ενότητα. Όπως δηλαδή οι δύο παραπάνω κανόνες (13ος και 14ος) ως και το πρώτο μέρος του 15ου, κρίνουν απαραίτητη την συνοδική κρίση και εξέταση των ηθικών παραπτωμάτων η άλλων αδικημάτων του Επισκόπου, πριν από την διακοπή της μνημονεύσεώς του, έτσι και πολύ περισσότερο τώρα, όταν δηλαδή πρόκειται για το σοβαρότατο παράπτωμα της εκπτώσεως σε κάποια αιρετική διδασκαλία, θεωρείται αναγκαία η συνοδική κρίσις και εξέτασις του αιρετικού επισκόπου, διότι το απαιτεί η συνάφεια με τους δύο προηγουμένους Ιερούς Κανόνες, αλλά και η όλη Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας. Η μόνη διαφοροποίησις δε σχέση με τους δύο προηγουμένους Ιερούς Κανόνες έγκειται στο ότι, όταν η αιτία της αποτειχίσεως είναι η έκπτωσις σε «κατεγνωσμένη» αίρεση, τότε επιτρέπεται η αποτείχιση ακόμη και προ συνοδικής κρίσεως του εκπεσόντος αιρετικού επισκόπου. Η αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας δεν γίνεται κατά τρόπο αόρατο και αυτόματο, από μόνη της, μόλις δηλαδή εκπέσει ο αιρετικός στην αίρεση, αλλά με την συγκεκριμένη καταδικαστική συνοδική απόφαση. Αν η αποκοπή του αιρετικού γινόταν αυτόματα, από μόνη της, θα ήταν περιττή η συνοδική καταδίκη του.
5. Οι συντάκτες Πατέρες του 15ου Ιερού Κανόνος δεν κατέστησαν υποχρεωτική την αποτείχιση από τους αιρετικούς επισκόπους. Ο Κανόνας αυτός δεν νομοθετεί υποχρέωση, αλλά απλώς παρέχει δικαίωμα. Ενώ επαινεί εκείνους, που αποτειχίζονται από τον αιρετικό επίσκοπο «προ συνοδικής διαγνώσεως» αυτού, δεν επιβάλλει όμως κάποια ποινή σ’ εκείνους, που χωρίς να αποδέχονται τις διδασκαλίες του, εξακολουθούν να τον μνημονεύουν, ενώ παράλληλα ελέγχουν τις κακοδοξίες του και επιζητούν την επέμβαση και ασφαλή συνοδική διάγνωση και καταδίκη του υπό του οικείου συνοδικού οργάνου. Εάν ο Ιερός Κανών είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, θα έπρεπε να υπάρχει οπωσδήποτε μία ανάλογη διατύπωση για όλους εκείνους, που εξακολουθούν να έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με τον αιρετικό επίσκοπο πριν από την συνοδική καταδίκη του, και στη διατύπωση αυτή θα υπήρχε η προβλεπόμενη ποινή, αφού μάλιστα πρόκειται για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η αίρεση. Πέραν τούτου εάν η Εκκλησία θεωρούσε υποχρέωση του κληρικού την άμεση απόσχισή του από του επισκόπου, του πεσόντος εις αίρεσιν, θα είχε θεσπίσει ειδικούς κανόνες πάνω στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα και μάλιστα αυστηροτάτους. Δεν θα ηρκείτο να ομιλήσει σχετικά με το ζήτημα αυτό ως εν παρενθέσει, δηλαδή δεν θα ηρκείτο να παρεμβάλη απλώς μία εξαίρεση σε Ιερούς Κανόνας, οι οποίοι θεσπίσθηκαν προς αποθάρρυνση και τιμωρίαν των σχισμάτων.
6. Στην αντιμετώπιση των αιρέσεων είναι καθοριστική και κομβική η συμβολή των αγίων Πατέρων, όπως φαίνεται από τα Πρακτικά των Συνόδων, τους Βίους των Αγίων, την εκκλησιαστική Γραμματεία και τους Ιερούς Κανόνες. Οι άγιοι Πατέρες δεν αυτοσχεδιάζουν, αλλ’ ως θεοφώτιστοι και θεοκίνητοι, αναιρούν με το θεολογικό τους λόγο την αίρεση και καθοδηγούν το λαό του Θεού στην στάση του έναντι αυτής και των αιρετικών, όπως αυτό φαίνεται από τον βίο και τους αγώνες του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου.
7. Ασφαλείς χειραγωγοί του εκκλησιαστικού σώματος στη στάση του απέναντι στην σύγχρονη παναίρεση του Οικουμενισμού αποτελούν οι εσχάτως διαλάμψαντες όσιοι Πατέρες, όπως ο όσιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο άγιος Γέροντας Παίσιος ο αγιορείτης, ο άγιος Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ο οσίος Γέρων και μεγάλος Ρώσος αγιορείτης ασκητής, ιδρυτής της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου του Έσσεξ Αγγλίας, Σωφρονίος Σαχάρωφ, κ.α., οι οποίοι επεσήμαναν μεν τον Οικουμενισμό, αλλά δεν αποτειχίστηκαν από τους κατά τόπους επισκόπους των, επισημαίνοντες ταυτόχρονα την ανάγκη της συνοδικής καταδίκης της αιρέσεως αυτής, ως και των προωθούντων αυτήν. Η προτίμηση των αυτοσχεδιασμών μας έναντι της κακοδοξίας σε σχέση με τη θεοφώτιστη στάση των συγχρόνων αγίων Πατέρων, ο ισχυρισμός ότι περιττεύει ο θείος φωτισμός και η συνοδική καταδίκη της αιρέσεως στο ζήτημα της αποτειχίσεως, μας απομακρύνουν από το πνεύμα των αγίων Πατέρων, ενώ οι πολυποίκιλες ύβρεις κατά των σημερινών Αγίων εκ μέρους αποτειχισθέντων αδελφών όχι μόνο τους αποτειχίζουν από τους αιρετίζοντες επισκόπους, αλλά και τους αποσχίζουν από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
8. Το γεγονός ότι στη σύγχρονη παναίρεση του Οικουμενισμού ενυπάρχουν στοιχεία παλαιοτέρων αιρέσεων, συνοδικώς καταδικασθέντων υπό της Εκκλησίας, δεν αναιρεί την αναγκαιότητα της σύγχρονης συνοδικής καταδίκης της, σύμφωνα με το πνεύμα και την πρόταση του οσίου Ιουστίνου του Πόποβιτς. Προς τον σκοπό αυτό οφείλει ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού να στρέψει τις αγωνιστικές του προσπάθειες και να ενεργοποιηθεί σ’ ένα δυναμικότερο αντιαιρετικό αγώνα, μέχρις ότου η Ιεραρχία μας, πιεζόμενη από κλήρο και λαό, ασχοληθεί με την παναίρεση αυτή, καταδικάσει αυτήν συνοδικώς, κατονομάσει τους οπαδούς της και καλέσει αυτούς σε μετάνοια. Σε περίπτωση δε που επιμένουν στις πλάνες τους, αποκόψει αυτούς από την Εκκλησία.
9. Η θεολογία των αγίων και θεοφόρων Πατέρων και η θεοφώτιστη ποιμαντική διακονία τους έχει οντολογικό θεμέλιο την Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Κυρίου Ιησού Χριστού. Αποσκοπεί δε στην περιφρούρησι της ενότητος του εκκλησιαστικού σώματος, της ακεραιότητος της πίστεως, της εμπειρίας της Εκκλησίας, αλλά και στην ουσιώδη παράθεση και εφαρμογή των αληθών προβλέψεων του θείου Νόμου και των Ιερών Κανόνων, διά των οποίων θεσμοθετείται και πραγματοποιείται η εγχρίστωσις του ανθρωπίνου προσώπου και η κατά χάριν θέωσή του».

