Της Νόρας Ράλλη
Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο. Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, ειδικά για την Ελλάδα, που και τα δύο μέρη έχουν μακρά ιστορία αιώνων, ακόμη και σήμερα -ή, καλύτερα, πολύ περισσότερο σήμερα- αποτελούν αφορμή για διαρκείς ζυμώσεις και συζητήσεις. Ζητήσαμε από τρεις μητροπολίτες να καταθέσουν τις δικές τους απόψεις, οι οποίες παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου,
Καστελλίου και Βιάννου, Ανδρέας Νανάκης*
Το ζητούμενο είναι η διακονία του λαού μας
«Κατ’ αρχήν η Εκκλησία προϋπάρχει της Πολιτείας. Τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα (1821, 1823, 1827) ορίζουν Ελληνες τους πιστεύοντας στον Χριστό. Η εις Χριστόν πίστη ήταν συνδετικός κρίκος όλων όσοι συγκρότησαν το πρώτο Ελληνικό Κράτος. Τη σύνθεσή του, μας την περιγράφει ο Βυζάντιος στο θεατρικό έργο “Βαβυλωνία” (1836). Το Ελληνικό Κράτος και τα άλλα Βαλκανικά Κράτη Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, δημιουργούνται μέσα από μια βίαιη προέλαση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της αρχής των εθνοτήτων στον χώρο της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οχι μόνο η αρχή της κρατικής μας λειτουργίας, αλλά και η εθνική μας ολοκλήρωση, με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις ανταλλαγές των πληθυσμών το 1923, γίνεται με κριτήριο και γνώμονα όχι τη γλώσσα, αλλά τη θρησκευτική ταυτότητα των προσευχητικών συνειδήσεων. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι πήρανε τουρκικές ταυτότητες και ονομάστηκαν Τούρκοι πολίτες. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί έλαβαν τις ελληνικές ταυτότητες.
Συνεπώς το ερώτημα “Σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας” είναι σύνθετο, πολυδαίδαλο και ακανθώδες. Το εθνικό κράτος, όχι βεβαίως μόνο το Ελληνικό, δομεί τις σχέσεις του με την Εκκλησία, μέσα σε μια ασφυκτική πολιτειοκρατία, ενώ το δυναμικότερο λαϊκό κίνημα του 19ου αιώνα είναι αυτό του μοναχού Χριστοφόρου Παπουλάκου. Η πολιτεία στη σχέση της με την Εκκλησία εγκαταλείπει την πολιτειοκρατία και διαμορφώνει μετά το 1923 το σχήμα της “νόμω κρατούσης πολιτείας”. Ομιλούσαν για “διακριτούς ρόλους” Εκκλησίας-Πολιτείας πριν από την πολυδιάστατη, όχι μόνο οικονομική, πολιτική κρίση (απείχε στις τελευταίες εκλογές το 43% του ελληνικού λαού), αλλά και κρίση της συλλογικής μας ταυτότητας ως Ελλήνων. Σήμερα, το μείζον πρόβλημα είναι οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας;
Το ζητούμενο είναι η διακονία του λαού μας. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, υπεύθυνος και αποτελεσματικός με τη λαλούσα σιγή του, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ειρηναίο διακονούν την εθνική ενότητα. Επουλώνει η Εκκλησία, με έναν μισθό που παίρνει ο παπάς, τις πληγές της πείνας, της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της απόγνωσης του λαού μας και της γενιάς των επιστημόνων που μεταναστεύουν, αλλά και των συνανθρώπων μας, των εικόνων του Χριστού, μεταναστών. Συσσίτια, κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, ενδύματα αγάπης, δεκατιανά στα σχολεία και άλλα πολλά συνθέτουν τη διακονία της Εκκλησίας στην Ελληνική Πολιτεία, μαζί με τη διαφύλαξη, συντήρηση και αποκατάσταση των Βυζαντινών Εκκλησιών και εξωκκλησιών.
Ζητούμενο είναι η διακονία του λαού μας και η σύνθεση της ελληνικής μας ταυτότητας. Είδα τον Υπουργό Παιδείας στη χειροτονία του Κεφαλληνίας Δημητρίου να ψιθυρίζει το “Πάτερ ημών…”. Μου είπαν ότι το ίδιο έκανε και στο “Πιστεύω…”. Γνωρίζομε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Ο Πρωθυπουργός της Χώρας, πριν την πρώτη του ορκωμοσία, επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο. Κατανοητός ο συμβολισμός, αλλά και η αναγκαιότητά του. Εύχομαι και προσεύχομαι να γνωρίζει ο Πρωθυπουργός τι σημαίνει για τις ψυχές των εκτελεσθέντων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής ένα προσευχητικό τρισάγιο πριν ή μετά την κατάθεση των λουλουδιών. Οι ψυχές των ζουν και θα ζουν αιωνίως, μέσα στον επέκεινα των αισθήσεών μας πνευματικό κόσμο. Oπως ζει και η κάθε ψυχή, ακόμα και όταν τη βασανίζομε με αυτές τις περίφημες πολιτικές κηδείες.
Το ζητούμενο σήμερα μπορεί να είναι οι θεωρίες για το μάθημα των Θρησκευτικών; Σχολεία δυσλειτουργούν, μαθητές υποσιτίζονται και το μάθημα των Θρησκευτικών είναι το πρόβλημα; Είναι ώρα για ιδεολογικές ακροβασίες ή για δημιουργικές συνθέσεις και υπερβάσεις;»
*Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερόθεος
Πρέπει να μιλάμε για καθορισμό σχέσεως μεταξύ κρατικής και εκκλησιαστικής διοίκησης
«Γίνεται συνεχώς τώρα τελευταία, λόγος για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, χωρίς να γίνεται κατανοητό σε τι συνίσταται αυτός ο χωρισμός, και γι’ αυτό προκαλείται μεγάλη σύγχυση. Κατ’ αρχάς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για χωρισμό, γιατί κανένας στο Κράτος δεν μπορεί να είναι χωρισμένος από αυτό, όλοι κάποια σχέση πρέπει να έχουν μαζί του.
Κάθε Σύλλογος, κάθε Σωματείο έχει μια νομική συγκρότηση, ένα καταστατικό που δηλώνει τη σχέση που έχει με τα μέλη του και το Κράτος. Κανένας δεν μπορεί να είναι “κράτος εν κράτει”. Ετσι, αντί να ομιλούν για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, πρέπει να ομιλούν για σχέση, καθορίζοντας το είδος της σχέσης. Για παράδειγμα, το Βατικανό είναι Κράτος, αλλά έχει συνάψει κονκορδάτο, που καταγράφει τη σχέση που έχει με το Ιταλικό Κράτος.
Επειτα, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχέση Κράτους και Εκκλησίας, αλλά για καθορισμό σχέσεως μεταξύ κρατικής και εκκλησιαστικής διοίκησης. Γι’ αυτό όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα και δεν διακατέχονται από ιδεολογικές και συνθηματολογικές αγκυλώσεις ομιλούν για οριοθέτηση ή εξορθολογισμό σχέσεων Κρατικής και Εκκλησιαστικής διοίκησης. Αυτή είναι η ακριβής φράση για το θέμα αυτό.
Υπό αυτό το πρίσμα υφίσταται η “διακριτότητα των ρόλων εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης”, όπως επισημαίνεται σαφώς στο 3ο άρθρο του Συντάγματος, το οποίο όμως είναι «υποκείμενο» στο 13ο άρθρο του Συντάγματος, που αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία. Μπορεί μια επιτροπή ειδημόνων από τις δύο πλευρές να εντοπίσει με νηφαλιότητα ελάχιστα θέματα στα οποία μπορεί να γίνη ευκρινέστερη οριοθέτηση των σχέσεων, τα οποία επανειλημμένως έχω εντοπίσει στα κείμενά μου, και τίποτε περισσότερο. Ουσιαστικά είναι οι νόμοι περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος και περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Τίποτε περισσότερο.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι επιτρεπτό να τραυματίζεται η ενότητα του λαού μας ούτε από ανεπίτρεπτες συγχύσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις, αλλά ούτε από καθαρή άγνοια».
Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, Παύλος
Οι σχέσεις δομήθηκαν από την ίδια την Ιστορία μας
«Πολλές φορές επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα και καταστάσεις ερήμην των προϋποθέσεών τους. Τα αντιμετωπίζουμε σαν τεχνικά θέματα ή κινούμενοι ο καθένας από τις ιδεοληψίες του, ερήμην της ζωής. Ένα από αυτά τα θέματα είναι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Από τους περισσότερους το θέμα τίθεται μέσα από μια αντίληψη ταπείνωσης, περιθωριοποίησης και εξουθένωσης της Εκκλησίας. Με μια διάθεση εχθρική απέναντι στην Εκκλησία, όπως ξεκάθαρα διαφαίνεται από το περιεχόμενο και τα σχόλια απέναντι σε ένα τέτοιο θέμα. Μέσα από μια τέτοια νοοτροπία, οι αντιρρήσεις της Εκκλησίας αντιμετωπίζονται σαν προσπάθεια διατήρησης των κεκτημένων της.
Οι Σχέσεις εκκλησίας και Πολιτείας δεν καθωρίσθηκαν σε κάποιο γραφείο, αλλά δομήθηκαν μέσα στην ζωή και την ιστορία και αυτό είναι μια ιδιαιτερότητα της Πατρίδος μας. Κατ’ αρχήν όλος ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι κατά βάσιν Θεολογικός. Το βασικό ερώτημα των αρχαίων είναι η μάχη για την ανεύρεση του ποιό είναι το «όντως ον». Αυτή η προσπάθεια είναι η ουσία της Ελληνικής φιλοσοφίας. Τα περισσότερα θέματα των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών είναι θέματα θεολογικά με κύριο αυτό που εκφράζει η Αντιγόνη για το αν ο άνθρωπος πρέπει να πειθαρχεί στους νόμους των Θεών ή των ανθρώπων.
Στην Πατρίδα μας, η Ορθόδοξη πίστη απετέλεσε για αιώνες ολόκληρους το πνευματικό σύνορο που διαφοροποιούσε τους Έλληνες και ο βασικός παράγων ενότητος του λαού μας εντός και εκτός Ελλάδος (διασπορά). Τα περισσότερα ιστορικά γεγονότα τα ζήσαμε στις Εκκλησίες μας και στους Ναούς μας και οι μεγάλες εορτές της Εκκλησίας μας έγιναν αφετηριακά και γεγονότα και πηγές έμπνευσης για τους αγώνες του Έθνους. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι σχέσεις ζυμώθηκαν μέσα στην ζωή και την ιστορία. Αυτό είναι ένα δεδομένο που αφορά τον δικό μας λαό, χωρίς ίσως άλλο παρόμοιο προηγούμενο.
Σε ενα συνέδριο ιστορικών, όταν έγινε αναφορά σε κάποιο δικό μας ήρωα και ιερωμένο, ένας Τούρκος ιστορικός είπε επιγραμματικά: “Εσείς έχετε πολλούς ιερωμένους που θυσιάσθηκεν για την Πατρίδα σας, εμείς δεν έχουμε ούτε ένα Χότζα”. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στον τόπο μας έζησε χωρίς την κρατική εξουσία και μπορεί και να ζήσει και πάλι. Η Εκκλησία προστάτευσε αντιθέτως την Πατρίδα και την Ελληνικότητα σε εποχές δίσεκτες για την Πατρίδα.
Σήμερα τίθεται και πάλι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Το πρώτο ερώτημα είναι αν θα αγνοήσουμε όλη αυτή την προιστορία των σχέσεων ή θα διδαχθούμε από αυτήν. Κάποιοι σε αυτό τον τόπο νομίζουν ότι η ιστορία αρχίζει από αυτούς. Αλλά αυτά είναι ιδεοληψίες που πάντα στοίχισαν ακριβά στην Πατρίδα.
Με δεδομένη την ιστορία, η Εκκλησία δεν μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία γιατί αγαπά αυτόν τον τόπο. Εάν της επιβληθεί, θα τον δεχθεί, έχοντας ως άλλοθι την δύναμη της Εξουσίας. Στο βάθος, η Εκκλησία θα ωφεληθεί, αυτός ο τόπος όμως θα ταλαιπωρηθεί. Κάποιοι επικαλούνται σαν επιχείρημα το τι συμβαίνει στην Ευρώπη.
Τελικά όταν η Ευρώπη φαίνεται να εξυπηρετεί τις ιδεοληψίες μας, είναι πρότυπο προς μίμηση, αλλά όταν μας πατάει στον λαιμό είναι η κακή; Αυτή η αντίληψη δείχνει μόνο την μειονεξία μας. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει ιστορικό τέτοιων σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας που δομήθηκε μέσα στην ιστορία. Είναι θλιβερό ότι κάποιοι στην Πατρίδα μας ονειρεύονται έναν χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας με σκοπό να ταπεινώσουν την Εκκλησία, πιστεύοντας ότι μπορούν να παραγράψουν την προσφορά της στο όνομα της αυθαιρεσίας τους και να εξουδετερώσουν την επίδρασή της. Είναι αυτοί που επιδιώκουν την δικαίωση των ιδεολογιών τους έστω κι’ αν ταλαιπωρηθεί η Πατρίδα.
Προσωπικά, δεν φοβάμαι τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Εγώ μπορώ να ζήσω και σαν πρόσφυγας στον τόπο μου, γιατί μέσα στην Εκκλησία θα ζω με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια της αληθινής μου πατρίδας. Η σχέση της Εκκλησίας με την Πολιτεία μόνο φθορά της προσπόρισε και όχι όφελος. Η μισθοδοσία δε του Κλήρου για όσους την επικαλούνται ως επιχείρημα προέρχεται από την Εκκλησία και προσφέρεται διά της Πολιτείας. Ας προσέξουν μόνο όσοι επιχειρήσουν να σπείρουν ανέμους μήμως θερίσουν θύελλες”.